19 Μαρ 2023

Παιδικά νυχτοπερπατήματα στα Λεχαινά Ηλείας στο πλαίσιο της προεκλογικής περιοδείας με τρένο του Αλ. Παπάγου το 1952

Ελένη Ψυχογιού


Παιδικά νυχτοπερπατήματα

Μια φωτογραφία  του πολύβουου σιδηροδρομικού σταθμού των Λεχαινών κατά το 1934, μου έφερε στο νου μια προσωπική μου ιστορία, σχετική με αυτόν τον σταθμό αλλά και με τον Αλ. Παπάγο, τον γνωστό αρχιστράτηγο στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο (1940-41 και κατά το 1949-1951), στρατάρχη  και πρωθυπουργό (1952-1955).  Η προεκλογική περιοδεία του Α.  Παπάγου αποτελεί  μόνο την αφορμή και το συγκυριακό πλαίσιο του παρακάτω κειμένου,  που  δεν αφορά την  όποια πολιτική και ιστορική διάσταση του γεγονότος αλλά μια προσπάθεια ανάκλησης κάποιων παιδικών αναμνήσεων, επεξεργασμένων βεβαίως αφηγηματικά. 



Ο πολυάνθρωπος σιδηροδρομικός Σταθμός Λεχαινών κατά την άφιξη τρένου το 1934 
(κάρτ-ποστάλ της εποχής) 

Πρέπει  λοιπόν να ήταν το 1952, όταν ο Παπάγος κατά την προεκλογική εκστρατεία του είχε περιοδεύσει ανά την Ελλάδα, χρησιμοποιώντας και το τραίνο για τις μετακινήσεις του, όπως γινόταν τότε και αργότερα από τους πολιτικούς.  Το τραίνο με τον Παπάγο θα περνούσε κάπως αργά το βράδυ και από τα Λεχαινά (τον τόπο καταγωγής μου όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα μέχρι τα 16 χρόνια μου)  από όπου θα εκφωνούσε και προεκλογικό λόγο σε όσους Λεχαινίτες ή και περίοικους θα συγκεντρωνόντουσαν επιτούτου στον Σταθμό, είτε ως οπαδοί και ψηφοφόροι του, είτε για να μη χάσουν την ευκαιρία να παραστούν στο πολιτικό αυτό γεγονός.

Ο Αλεξ. Παπάγος εκφωνεί λόγο μέσα από παράθυρο τρένου κατά την προεκλογική περιοδεία του (η φωτ. από το διαδίκτυο) 

Η 7μελης τότε οικογένειά μας μέναμε σε νοικιασμένο, παλιό ισόγειο σπίτι, όχι δίπλα  στον σταθμό αλλά σχετικά κοντά, προς τα ΒΑ,  τον κήπο στο πίσω μέρος του οποίου τον χώριζε από την ευρύτερη περιοχή του σταθμού η ανοιχτή  τότε κοίτη τού ξεροπόταμου/χείμαρρου  Στρεμενού που διασχίζει (υπόγεια πλέον) τα Λεχαινά από Α προς Δ. 


Η ξύλινη πόρτα του ισόγειου, πλιθόκτιστου σπιτιού όπου μέναμε με ενοίκιο κατά το 1946-1953 (εδώ το 1984, δεν υπάρχει πλέον το σπίτι))

Επίσης όμως το σπίτι το χώριζε από τον  σταθμό  και  το  τρομακτικό, κυκλικό πέτρινο στρατιωτικό «οχυρό», γνωστότερο ως «πολυβολείο», που είχε χτιστεί μαζί με άλλα στα Λεχαινά από το στρατό κατά τον Εμφύλιο, που είχαν  επιμήκη ανοίγματα στο πάνω μέρος των τοίχων τους , σαν μοχθηρά, μεγάλα μάτια. Στο πολυβολείο του σταθμού, λίγα μόλις χρόνια πριν (Ιούνιος 1948) κατά τον Εμφύλιο είχαν ανταλλαγεί πυρά μεταξύ δυνάμεων του Δ.Σ. και των οχυρωμένων εκεί χωροφυλάκων κυρίως, στην ιστορική  «μάχη των Λεχαινών» όπου σκοτώθηκε ο ανθός, ηλικιακά,  του όχι μεγάλου πληθυσμού της κωμόπολης (28 άνδρες, 20-35 χρονών). Εγώ, μόλις δύο χρονών κατά τη διεξαγωγή αυτής της μάχης, λόγω γειτνιάσεως του σπιτιού μας με το οχυρό/πολυβολείο, παρά την τόσο μικρή αυτή ηλικία μου, θυμάμαι τον ήχο των εκατέρωθεν ανταλλασσόμενων πυροβολισμών καθώς τους άκουγα τρομοκρατημένη, χωμένη  κάτω από ένα σιδερένιο κρεβάτι σε ένα δωμάτιο-αποθήκη όπου μας είχε βάλει  εσπευσμένα για ασφάλεια η μάνα μας, εμένα και την μεγαλύτερη αδελφή μου (ακόμα μου έρχεται στη μύτη η μυρωδιά από τις πατάτες αλλά και η εικόνα τους που ήταν αποθηκευμένες κάτω από αυτό). Και πώς να μη θυμάμαι το γεγονός, λόγω φαίνεται και της αναταραχής που είχε προκαλέσει στο σπίτι  μία από τις σφαίρες η οποία, εξοστρακισμένη ίσως για κάποιο λόγο, είχε εισχωρήσει μέσα σε αυτό το δωμάτιο από το παράθυρο και μετά μέσα στη  ραπτομηχανή SINGER της μάνας μας, ανοίγοντας τρύπα στο ξύλινο καπάκι της και βγαίνοντας από την άλλη  πλευρά του, αφού είχε διαπεράσει την κουβαρίστρα που τοποθετείται προεξέχουσα στο πάνω μέρος τής ραπτομηχανής, κάνοντάς την  κομμάτια (οι τρύπες υπάρχουν ακόμα στο εν λόγω καπάκι).


Το σωζόμενο  ξύλινο κάλυμμα της ραπτομηχανής με την τρύπα από τη σφαίρα

Λεχαινά Ιούνιος 1948. Τα 20 φέρετρα στον κεντρικό δρόμο της αγοράς κατά την κηδεία των φονευθέντων στην "Μάχη των Λεχαινών" κατά τον Εμφύλιο πόλεμο (φωτ. από ανάρτηση του Ανδρέα Μίγκου στο fb).

Κατά την περιοδεία του Παπάγου λοιπόν το 1952,  ήμουν πεντέμισι χρονών, με σχετικά πρόσφατες αυτές τις μνήμες, που  επηρέαζαν ακόμα έντονα και διχαστικά την κοινωνία των Λεχαινών  λόγω και των θυμάτων δυστυχώς αυτής της μάχης, αλλά για μένα  τότε κυρίως επειδή  το τρομακτικό πολυβολείο στεκόταν ακόμα (και για πολλά χρόνια αργότερα) στη θέση του.

Οι γονείς μας λοιπόν αποφάσισαν και οι δύο να πάνε στο σταθμό για την ομιλία του Παπάγου εκείνο το βράδυ –δεν έχει σημασία εδώ αν πήγαν ως οπαδοί ή ως περίεργοι–  και έφυγαν για εκεί αφού μας έβαλαν για ύπνο (τα πέντε  από τα έξι συνολικά παιδιά της οικογένειας που είχαν τότε ήδη γεννηθεί), φαντάζομαι και υπό την εποπτεία τής 7χρονης μεγαλύτερης, ήδη υπεύθυνης και μυαλωμένης, κόρης (πιθανόν να είχαν πάρει το πιο μικρό από τα παιδιά μαζί τους, δεν θυμάμαι) και μιας γειτόνισσας στενής φίλης  αποφασίζοντάς το ίσως λόγω και της κοντινής σχετικά απόστασης του σπιτιού από τον σταθμό.

Οι γονείς μας και τα πέντε αδέλφια το 1952 (κάτω, από αριστερά: Δημήτρης, Γιάννα, Ελένη, Πάνος και στην αγκαλιά της μανούλας μας η μικρή Χλόη)

Εγώ, είτε γιατί  ξύπνησα για κάποιο λόγο (πιθανόν και από τον θόρυβο και το σφύριγμα του ίδιου του τραίνου που έφερνε τον ομιλητή και που έμπαινε θριαμβευτικά στην κωμόπολη), είτε γιατί δεν είχα καν αποκοιμηθεί, αναστατωμένη ίσως φαίνεται απ’ ό,τι είχα ακούσει ολημερίς περί της ομιλίας του «στρατάρχη»  Παπάγου στο σταθμό μέσα από το τραίνο με την φαντασία μου να οργιάζει, αλλά και λόγω  της αναχώρησης των γονιών μου για εκεί, σηκώθηκα από το κρεβάτι. Διαλαθούσα της προσοχής τής μάλλον αποκοιμισμένης πλέον μεγαλύτερης αδελφής μου και των άλλων αδελφιών, μικρότερων έτσι κι αλλιώς,  αλλά και της γειτόνισσας, θέλησα να πάω και εγώ στην ομιλία του Παπάγου στο σταθμό,  μάλλον και προς αναζήτηση των γονιών μου, αν και κανονικά πρέπει να ήξερα το τι θα με περίμενε όταν θα με έβλεπαν εκεί.

Δεδομένης της εν γνώσει μου παραβατικότητας της νυχτερινής αυτής απόδρασής μου, οπότε και παρακινδυνευμένης, για να πάω στον σταθμό από το σπίτι είχα να επιλέξω από  τρεις εναλλακτικές διαδρομές: η πρώτη –η πιο σύντομη–  να διασχίσω τον κήπο στο πίσω μέρος του σπιτιού, να περάσω τον πυκνό καλαμιώνα στην κοίτη του Στρεμενού,  να περάσω δίπλα από το φοβερό πολυβολείο (και μόνο το όνομα έφερνε κρότους μάχης και θανάτους στο νου) και να φτάσω στον σταθμό∙ η δεύτερη διαδρομή –πιο βατή, πλην μακρινότερη–  να κάνω προς τ’ αριστερά από το σπίτι πάνω στο δημόσιο δρόμο, μετά  και πάλι αριστερά,  να πάρω το δρόμο (σχεδόν έρημο από σπίτια τότε) ανάμεσα  στο «εργοστάσιο» ηλεκτροδότησης (για δυο-τρεις ώρες ο βράδυ) «του Τζάκη» και στο σπίτι του Βαλλιανάτου, να περάσω το γεφύρι του Στρεμενού, να στρίψω πάλι αριστερά, να βαδίσω παράλληλα με τη νότια όχθη του (κάνοντας σχεδόν κύκλο) και λίγο πιο δεξιά από το πολυβολείο να βρεθώ στο σταθμό∙ η τρίτη διαδρομή –μακρινή επίσης  αλλά πιο ασφαλής– ήταν να κάνω προς τα δεξιά στο δημόσιο δρόμο, να περάσω δίπλα από τη σιδερένια  βρύση με το λιονταρίσιο στόμα απ’ όπου παίρναμε καθημερινά νερό, να περάσω το τεράστιο, πανύψηλο (ειδικά για το τότε μπόι μου) , γωνιακό  νεοκλασικό σπίτι (το μετέπειτα Κατσιάπη), να στρίψω δεξιά, να βαδίσω ανάμεσα στις σιδηροδρομικές γραμμές  και στα σπίτια και προχωρώντας και βλέποντας ήδη στο βάθος το  σταθμό και αφού περάσω μπροστά από το πολυβολείο, (λιγότερο τρομακτικό εδώ αφού κοντά θα ήταν κόσμος) να φτάσω εκεί. Η αφεντιά μου, «σούρτζω» ήδη, κατά τη μάνα μου, δηλαδή τριγυρίστρα,  φευγάτη γενικά από το σπίτι,  γνώριζα βέβαια  και τις τρεις αυτές διαδρομές, με τα καλά και με τα κακά τους, αφού ήξερα καλά τη γειτονιά μας τριγυρίζοντας εκεί την ημέρα όπως όλα τα παιδιά στις γειτονιές  από αυτή την ηλικία εκείνη την εποχή. Την ημέρα, ναι. Τη νύχτα όμως; Κάθε μία, έστω και γνωστή κατά την ημέρα, από αυτές τις διαδρομές  είχε τις –φαντασιακές κυρίως αλλά και τις πρακτικές– δυσκολίες της για ένα μικρό παιδί τη νύχτα.

 

Τα   5 αδέλφια και η αφεντιά μου πριν γίνουμε έξι συνολικά,  στον κήπο του σπιτιού που κατέληγε στο Στρεμενό,  στην ηλικία που οι γονείς μας πήγαν στο σταθμό για την ομιλία του Παπάγου (1952-53)

Η πρώτη διαδρομή με φόβιζε γιατί θα έπρεπε να περάσω ανάμεσα από τα ψηλά και πυκνά καλάμια και τα άλλα  φυτά της κοίτης του Στρεμενού, πράγμα δύσκολο εν γένει αλλά κυρίως μέσα στο σκοτάδι, να κινδυνέψω στη φαντασία μου από τίποτα φίδια ίσως, από  το «ζούδι του Στρεμενού», όσο και  να με «συνεπάρουν οι Νεράιδες» και, αν γλύτωνα, να περνούσα κοντά από το σκοτεινό πολυβολείο, με τα μεγάλα μοχθηρά μάτια του να με κοιτάνε και ίσως να βγει και κανένας σκοτωμένος…

Στη δεύτερη διαδρομή με φόβιζε πρώτα το τρομερό  τη νύχτα, στοιχειώδες τότε «εργοστάσιο» του ηλεκτρισμού, πρώην αλευρόμυλος,  που μούγκριζε και έτρεμε καθώς γύριζαν οι τεράστιες ατσαλένιες ρόδες του, κινούμενες με πετρέλαιο  που μύριζε απαίσια.  Με τους ιδιοκτήτες αδελφούς Τζάκη, είχα πολύ καλές σχέσεις την ημέρα, καθώς τριγυρνούσα άφοβη και περίεργη  μέσα στο «εργοστάσιο», ενώ πολλές φορές με είχαν γλυτώσει από την οργή της μάνας μου που συνήθως έψαχνε να με μαζέψει, όπως ήμουν χαμένη στη γειτονιά. Τώρα όμως ήταν νύχτα και εγώ ήμουν δραπέτης και δεν θα με άφηναν να προχωρήσω  μέχρι να έρθουν οι γονείς μου, αν με έβλεπαν. Μετά, ήταν το ολοσκότεινο γιοφύρι του Στρεμενού. Εκεί κι αν καραδοκούσαν νεράιδες και, παρόλο που δεν ήταν κανένα πετρόχτιστο, σπουδαίο γεφύρι, μπορούσα εγώ να είμαι σίγουρη  ότι δεν ήταν θαμμένη στα θεμέλια η γυναίκα του πρωτομάστορα όπως μας ιστορούσε ο πατέρας μου για το Γεφύρι της Άρτας, το οποίο  ούτως ή άλλως δεν είχα δει; Άσε που στο τέλος της έρημης διαδρομής δίπλα στην όχθη του Στρεμενού, καραδοκούσε και πάλι το τρομερό πολυβολείο…


Στο γεφύρι του Στρεμενού 10 χρόνια αργότερα, 16 χρονη, με φίλες καρδιακές, στο κέντρο). Στο άκρο δεξιά, στο βάθος μετά το δέντρο, ο σταθμός του τρένου. 


Η Τρίτη διαδρομή, μετά το τεράστιο, διώροφο νεοκλασικό κτίριο (μετέπειτα ιδιοκτησίαςτου συμβολαιογράφου Δ. Κατσιάπη),  εκτεινόταν κυρίως ανάμεσα στο «φυλάκιο» ή «πασσάγιο»  της διασταύρωσης των γραμμών του τραίνου με την τότε εθνική οδό Πατρών-Πύργου (που περνούσε μέσα από τα Λεχαινά) και στο σιδηροδρομικό σταθμό και  ήταν η πιο οικεία και ασφαλής, άσε που θα έβλεπα εξαρχής το σταθμό στο βάθος της. Πάνω σε αυτή τη διαδρομή όμως που είχε και σπίτια γνωστών και γειτόνων ένθεν και  ένθεν της σιδηροδρομικής γραμμής που μπορούσαν και να με δουν, ήταν και το ψιλικατζίδικο της κυρά-Νίτσας που ήταν ανοιχτό ολημερίς, ως αργά το βράδυ. Αν λοιπόν με έκανε τσακωτή η κυρά-Νίτσα, ούτε τραίνο, ούτε κόσμο, ούτε στρατάρχη θα έβλεπα.

                                             


Αριστερά η  μαντεμένια βρύση της γειτονιάς στη βάση του  περίβολου του διώροφου νεοκλασικού (στερεμένη, το 1983) και  δεξιά  γυναίκα που παίρνει νερό από αυτήν  (λεπτομέρεια φωτ., το 1962)


Η περιοχή στη διασταύρωση του (τώρα καταργημένου) τρένου με την πρώην εθνική οδό Πατρών Πύργου: στο άκρο δεξιά το φυλάκιο-πασσάγιο,  στη συνέχεια το διώροφο νεοκλασικό σπίτι, αριστερά και στο κέντρο οι σιδηροδρομικές γραμμές με το κτίριο του σταθμού μόλις που διακρίνεται στο βάθος (18.3.2023)


Η διαδρομή που νυχτο-περπάτησα: δεξιά το διώροφο νεοκλασικό και  στο βάθος, δεξιά των σιδ. γραμμών, το κτίριο του σταθμού (18.3.2023)

Ούτως εχόντων των πραγμάτων, τι να κάνω, επέλεξα την τρίτη, λιγότερο φοβιστική, αν και επισφαλή για την επιτυχία της απόδρασης  διαδρομή, με το σοβαρό ρίσκο να με τσακώσει η κυρά-Νίτσα, ελπίζοντας όμως ότι θα ήταν και εκείνη μαζί με σύσσωμα τα Λεχαινά στο σταθμό, για τον Παπάγο… 


Είσοδος στο κτίριο του σταθμού (1983)


Ο ευρύτερος  χώρος του εγκαταλειμμένου  σιδ, σταθμού Λεχαινών. σήμερα.  Άποψη από την αντίθετη πλευρά από αυτήν που είχα ακολουθήσει τη νύχτα του 1952. Αριστερά  τα κτίρια του σταθμού 
(φωτ. Διον. Κράγκαρης στο fb to 2021)

Πήρα το δρόμο λοιπόν μέσα στη νύχτα, ξυπόλητη και όπως ήμουν ντυμένη με το μακρύ νυχτικό μου, προς τον σταθμό. Η νύχτα ήταν καθάρια, μάλλον χωρίς φεγγάρι, φωτισμένη  με την αστροφεγγιά καθώς δεν υπήρχε τότε δημόσιος φωτισμός. Η οικεία μου βρύση δίπλα  στο δημόσιο δρόμο  έτρεχε μουρμουριστά και καθησυχαστικά,  έρημη εκείνη τη βραδινή ώρα, χωρίς τις ουρές των γυναικών και των παιδιών, όπως κι εγώ,   που περίμεναν ολημερίς να γεμίσουν με νερό βίκες και ντενεκέδες. Μόλις έστριψα στα δεξιά από το νεοκλασικό κτίριο, προχώρησα προς το σταθμό ανάμεσα από τις σιδηροτροχιές. Τα πόδια μου, αν και μαθημένα στην ξυπολησιά (γιατί ποιο παιδί κρατούσε τότε για πολλή ώρα τα παπούτσια, αν είχε,  στα πόδια του  το καλοκαίρι;) ένιωθαν το χώμα στο έδαφος  κρύο ενώ οι μικρές μυτερές πέτρες που γεμίζουν το κενό  ανάμεσα στις ράγες, τα τρυπούσαν ενώ σκόνταφταν και στις ξύλινες τραβέρσες. Η χαρακτηριστική, καυτερή μυρωδιά της πίσσας που είναι ποτισμένες οι ξύλινες τραβέρσες που υποστηρίζουν τις σιδερένιες ράγες (και που τότε τις συντηρούσαν συνεχώς οι υπάλληλοι της ΣΠΑΠ), ήταν έντονη. Προσπέρασα προσεκτικά -αποκλίνουσα κάπως από την ευθεία πορεία μου-   και το ψιλικατζίδικο της κυρα-Νίτσας, που ευτυχώς ήταν κλειστό. Σε λίγο όμως δεν έδινα σημασία σε αυτά, καθώς είδα στο βάθος ότι το τραίνο  είχε φτάσει ήδη με τους προβολείς  του αναμμένους  να καταυγάζουν το σταθμό (και την πορεία μου) και πλήθος κόσμου να κατακλύζει  το χώρο του. Άρχισα τότε να τρέχω για να προλάβω («τρεχάτε ποδαράκια μου!»), μην τυχόν και τελειώσει η ομιλία, το τραίνο φύγει και εγώ δεν δω τον περίφημο «στρατάρχη», όπως είχα ακούσει να τον λένε, ιδιότητα που σε συνδυασμό με το όνομα «Παπάγος» που έφερνε κάτι προς παπά ή και πιο εντυπωσιακά σε  Δεσπότη,  ή μάλλον δημιουργούσε έναν εξωτικό, παραμυθένιο συνδυασμό  στη φαντασία μου φέρνοντας κάπως σε παπαγάλο, με λοφίο και φτερά, που καθιστούσε τον ομιλητή κάτι παραπάνω κι από βασιλιά!

‘Όταν έφτασα στο σταθμό, είδα επιτέλους  τον περίφημο στρατάρχη καθώς με την άψογη  λευκή (; έτσι την ανακαλώ) στολή του, με  το σώμα μισο-βγαλμένο από το παράθυρο του τραίνου αποχαιρετούσε κουνώντας το χέρι  τα πλήθη που χειροκροτούσαν και ζητοκράύγαζαν, γιατί η ομιλία είχε τελειώσει.  Το τραίνο τότε άρχισε να κινείται  αργά-αργά  ξεφυσώντας ατμούς, σφυρίζοντας πανηγυρικά,  όμως γλιστρώντας όλο και πιο γρήγορα και λικνιζόμενο ρυθμικά  πάνω στις ράγες προς τον επόμενο σταθμό του, παίρνοντας μαζί του και τον στρατάρχη…


Είχα απομείνει κοιτώντας το όλο θέαμα μαγεμένη μεν, πλην απογοητευμένη κάπως που ο στρατάρχης δεν ήταν τόσο  εξωτικός και πολύχρωμος όσο τον φανταζόμουν αλλά και που δεν είχα προλάβει  να δω περισσότερα. Ταυτόχρονα  όμως γινόμουν και σοβαρά ανήσυχη  πλέον, έτοιμη να βάλω τα κλάματα, καθώς δεν έβλεπα τους γονείς μου  μέσα στον κόσμο που ήταν αφοσιωμένος να σχολιάζει  τα διαδραματισθέντα.. Τώρα, πώς θα γύριζα στο σπίτι, ενώ μάλιστα το φοβερό «πολυβολείο» στο σταθμό με τα ανοίγματα για τις στενόμακρες  πολεμίστρες του να φαίνονται  σαν τρομερά μάτια μέσα στο ημίφως;

 Όπως στεκόμουν μονάχη ανάμεσα στο πλήθος των άγνωστων προσώπων που είχε αρχίσει ήδη να διαλύεται κρατώντας την άκρη του νυχτικού μου στο στόμα για παρηγοριά, άκουσα μια διαπεραστική φωνή: Ελένηηηηηηηη!!! μωρή αχρόνιαγηηη, θα σε σκοτώσω!!! Και μετά το μητρικό  χέρι να με αρπάζει από το μαλλί…

Υ.Γ. Το «αχρόνιαγη» (δηλ. που δεν θα με εύρισκε ζωντανή το τέλος του χρόνου, συνήθης, καθημερινή κατάρα –και ακόμα βαρύτερες– πολλών ταλαιπωρημένων από την κούραση και τα πολλά παιδιά μανάδων εκείνα τα χρόνια), συνδυαζόταν εδώ με την σωφρονιστική απειλή  της ότι θα με σκότωνε εκείνη, επιτόπου, μετά από τη θρασύτατη και επικίνδυνη για παιδί αυτή πράξη μου.

 (Η όλη  σκηνή στο σταθμό με τον Παπάγο να χαιρετάει τα πλήθη από το ύψος του τραίνου, ακόμα επανέρχεται στα όνειρά μου…)



Η αφεντιά μου στην ηλικία του νυχτοπερπατήματος, με γδαρμένα γόνατα. Εδώ στον Εθνικό Κήπο, στην Αθήνα, όπου είχαμε μεταβεί σε συγγενείς με ολοήμερο τότε ταξίδι με το ατμοκίνητο τρένο.


26 Απρ 2020

Διαβαίνοντας το φαράγγι του ποταμού της Νέδας, στα σύνορα Ηλείας-Μεσσηνίας, 12 Αυγούστου 2001 (Neda River, Messinia , Greece).



Ελένη Ψυχογιού 


Η ΔΙΑΒΑΣΗ ΤΗΣ ΝΕΔΑΣ   12/8/2001


[Οι φωτογραφίες της γράφουσας, Ε.Ψ.,εκτός εάν αναγράφεται διαφορετικά]




Απεικόνιση από δορυφόρο της περιοχής και της ροής του ποταμού Νέδα όπου έγινε η διάβασή του (πηγή: googleearth)


Γεωφυσικός Χάρτης της ροής του ποταμού Νέδα στα σύνορα Ηλείας-Μεσσηνίας  (πηγή: "Πελοπόννησος.  Χάρτης γεωφυσικός, πολιτικός, παραγωγικός", εκδοτικός οίκος Άγκυρα, Αθήναι 1977. 



Ταμπέλα  στην αρχή της διαδρομής για το φαράγγι 

Τον Αύγουστο του 2001 είχε διοργανωθεί από αυτοδιοικητικούς και άλλους φορείς των όμορων νομών Ηλείας και Μεσσηνίας μια ομαδική ημερήσια εκδρομή για την περιπατητική διάβαση του δύσβατου φαραγγιού και ποταμού της Νέδας, για τις 12/8. Η ημερομηνία αυτή συνέπιπτε με την χρονική περίοδο που θα πραγματοποιούσα την ετήσια επιτόπια έρευνά μου («λαογραφική αποστολή»), την εντεταλμένη από την Ακαδημία Αθηνών «στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης»[1], οπότε δινόταν ευκαιρία να εντάξω αυτή την περιήγηση  στην επιτόπια  έρευνά μου, ξεκινώντας  από την Νέδα, λόγω του ερευνητικού μου ενδιαφέροντος για το ποτάμι, πάνω στο οποίο είναι το χωριό Πλατάνια Τριφυλίας και η σπηλιά της Μέλαινας Δήμητρας.  Δινόταν δε  η δυνατότητα –ευτυχής συγκυρία- να πραγματοποιήσω αυτή την περιήγηση οργανωμένα και μαζί με άλλους, κάτι ανέφικτο σε μοναχικό, προσωπικό επίπεδο. Παρέα μου θα συμμετείχαν στην περιηγητική ομάδα και μια από τις αδελφές μου, μικρότερή μου,  καθώς και μια συνομήλικη παιδική μου φίλη.
Το πούλμαν των περιηγητών ξεκίνησε από την Αμαλιάδα ενώ εγώ τους ακολούθησα με το δικό μου αυτοκίνητο ως τη διασταύρωση των δρόμων κοντά στη Ζαχάρω Ηλείας  όπου θα με παρελάμβαναν και εμένα,  καθώς αφήνοντας την παραιόνια εθνική οδό Πύργου-Καλαμάτας θα ανηφόριζαν προς την Αρχαία Φιγάλεια από όπου θα ξεκινούσε η περιήγηση. Πάρκαρα  το δικό μου αυτοκίνητο στη διασταύρωση  κοντά στη Ζαχάρω ώστε  να το παραλάβω  κατά την επιστροφή, μετά την ολοκλήρωση της περιήγησης, όπου  εγώ μεν να συνεχίσω προς Καλαμάτα οι δε υπόλοιποι να επιστρέψουν στην Ηλεία.


Σημείο της παραιόνιας διαδρομής  Πύργος-Καλαμάτα λίγο πριν τη Ζαχάρω, από τις  παραλιακές θίνες , μετά την πυρκαγιά του 2008. Στο βάθος η λίμνη Καϊάφας, Στο κέντρο  διακρίνεται η μη  χρησιμοποιούμενη σιδηροδρομική γραμμή και  η εθνική οδός  (Οκτ, 2010)

Μέσα στο πούλμαν είδα ότι οι περισσότεροι ήταν νέοι άνθρωποι, είτε μόνοι είτε ζευγάρια, και μάλιστα ένα-δυο με τα παιδιά τους, ενώ εγώ και η παρέα μου ήμασταν οι μεγαλύτερες, με διαφορά. Ένας υπεύθυνος για την εκδρομή μας ενημέρωσε για το πρόγραμμα και μας έδωσε οδηγίες. Ήδη είχαμε ενημερωθεί για τα απολύτως απαραίτητα που θα έπρεπε να έχουμε μαζί μας για τη διάβαση: γερά παπούτσια-μποτάκια, μαγιό, καπέλο, μπαστούνι, μια αλλαξιά ρούχα, ένα σάντουιτς.  Εγώ ρώτησα αν ήταν ασφαλές, μήπως βραχεί,  να πάρω την φωτογραφική μηχανή και με ενημέρωσαν ότι δεν υπήρχε πρόβλημα γιατί για τα δύσκολα, βαθιά και άπατα σημεία της κοίτης του ποταμού θα μας συνόδευαν μικρά φουσκωτά σκάφη όπου μπορούσαμε να τοποθετήσουμε τα ευαίσθητα αντικείμενα, όπως μηχανές κ.ά. Χμ...Αντιλαμβανόμουν κατόπιν αυτού, ότι μάλλον είχα πάρει κάπως αψήφιστα την απόφαση να συμμετέχω, καθώς συνειδητοποιούσα από τα λεγόμενα ότι η διάβαση του φαραγγιού θα ήταν  πολύ δύσκολη, εν τέλει, και μάλιστα για την ηλικία μου (55 χρονών τότε, ευτυχώς είχα χάσει πρόσφατα αρκετά κιλά και ήμουνα πιο ανάλαφρη), περισσότερο από όσο την είχα εγώ φανταστεί, ενώ αναρωτιόμουν πώς θα τα κατάφερναν και τα παιδιά που συμμετείχαν. Η περιήγηση θα ολοκληρωνόταν αργά το απόγευμα με ανάβαση σε γειτονικό ορεινό χωριό, τον Αυλώνα Τριφυλίας (η Τριφυλία στην επικράτεια του Νέστορα κατά την Μυκηναϊκή εποχή), γειτονικό στα Πλατάνια με την Αγιαλένη, όπου θα περίμεναν τα πούλμαν να μας παραλάβουν για την επιστροφή, ενώ ο Δήμαρχος θα μας υποδεχόταν και θα μας παρέθετε δείπνο. Το χωριό μού ήταν άγνωστο, ωστόσο θυμηθήκαμε με την αδελφή μου ότι ήταν το χωριό του άνδρα μιας πρώτης εξαδέλφης μας, όπου ήταν και το πατρικό του σπίτι στο οποίο παραθέριζαν κάθε χρόνο, οπότε υπήρχε πιθανότητα να την συναντήσουμε εκεί και σκεφτόμασταν την έκπληξή της να της παρουσιαζόμασταν ανεβαίνοντας πεζή από το ποτάμι! Η διαδρομή μας επομένως θα ξεκινούσε από χωριό της Ηλείας υπερκείμενο στο ποτάμι και θα κατέληγε σε χωριό της Μεσσηνίας, επίσης υπερκείμενο του ποταμού, ενώ εμείς θα βαδίζαμε κυριολεκτικά "μέσα" στο υδάτινο σύνορο των δύο νομών... 



Η αρχαία κρήνη της Φιγαλίας (Αύγ. 1998)

Αφήσαμε το πούλμαν και συγκεντρωθήκαμε μαζί με άλλες ομάδες περιπατητών στην ήδη γνωστή μου αρχαία ροοκρήνη της Φιγαλίας, όπου έγινε μια μικρή ξενάγηση (φωτ.).  Κατά τις 11.30 π.μ. πήραμε το στενό, πολύ κατηφορικό μονοπάτι το οποίο μέσα από πυκνές δάφνες, μυρτιές και κήπους οδηγεί στο ποτάμι. Μαζί μας κατηφόριζαν και νερά που έτρεχαν πέφτοντας  από διάφορα σημεία του μονοπατιού, αφού είχαν στο διάβα τους ποτίσει και τους παρακείμενους κήπους. Μέχρι να κατεβούμε το κάθετο σχεδόν αυτό μονοπάτι, παρουσιάστηκαν και τα πρώτα προβλήματα και μάλιστα στην παρέα μας, καθώς η αδελφή μου είχε ήδη πρόβλημα με τα καινούργια μποτάκια της, που της πλήγιασαν το πόδι και σταματήσαμε, παραμερίζοντας το δυνατόν  για να περνούν οι άλλοι, ώστε να βάλει γάζα στην πληγή. Η  στάση αυτή στη συνέχεια μας έφερε στην έσχατη θέση των συνοδοιπόρων της ομάδας μας, πίσω από αυτούς. Όταν φτάσαμε στο ποτάμι, είδα ότι η κοίτη του ήταν γεμάτη με τεράστιους ογκόλιθους  και με  μικρότερες αλλά μεγάλες και μικρές πέτρες ενώ το ορμητικό νερό του, που άφριζε γύρω από τις πέτρες, ήταν παγωμένο (αμάν-αμάν, σκέφτηκα, πολύ ζόρικα τα πράγματα!). Μακάριζα λοιπόν τα  δικά μου δερμάτινα μποτάκια με καουτσουκένιες ραβδωτές σόλες (που είχα αποκτήσει επί τούτου, για την διάβαση,  λίγες μέρες πριν έναντι 500 δρχ. (!) στη λαϊκή αγορά της Ανδραβίδας), που -προς το παρόν- αποδεικνύονταν σωτήρια καθώς ήταν μαλακά μεν αλλά έσφιγγαν δεόντως τα πόδια μου ώστε να πατώ  γερά ανάμεσα στις πέτρες χωρίς  να γλιστράω, με τη βοήθεια και της γκλίτσας που είχα μαζί μου ως μαγκούρα.



Ποταμός Νέδα, 12.8.2001. Ο καταρράχτης στα "Άσπρα νερά",  στη βόρεια όχθη στην ηλειακή Φιγάλια, όσο μπόρεσα να  φωτογραφίσω μέρος του, ενώνοντας δύο φωτογραφίες  

 Ξεκινήσαμε την πορεία στη στενή, χαλικόστρωτη όχθη με βήμα σημειωτόν γιατί έπρεπε να περνάμε ένας-ένας το στενό μονοπάτι για να προσεγγίσουμε τα «Άσπρα Νερά», τον πρώτο από τους καταρράχτες στην πορεία μας. Όταν προσεγγίσαμε και ανεβήκαμε στην ειδική εξέδρα που είναι στημένη για τους επισκέπτες, αντικρίσαμε θέαμα μαγευτικό: απέναντί μας, από ύψος περίπου τριάντα μέτρων, κατρακυλούσαν με ορμή και αντάρα πάνω σε έναν κάθετο, λειασμένο από αυτά,   βράχο τα νερά του ποταμιού, δημιουργώντας έναν υπέροχο καταρράχτη και έπεφταν  μέσα σε μια βαθιά γούρνα με μπλε, λευκασμένα από τους αφρούς,  νερά, εξού και το όνομα Άσπρα Νερά (φωτ.). Ο επικεφαλής/ξεναγός  της εκδρομής αφηγούνταν τον μύθο ότι εδώ, η νύμφη Νέδα, από την οποία πήρε το θηλυκό όνομά του ο ποταμός, έπλενε τα σπάργανα του νεογέννητου, πάνω στην κορφή του γειτονικού Λύκαιου όρους, Δία, ενώ ο δικός μου νους έτρεχε στην Ελένη και στην Δήμητρα και αν θα είχα την τύχη να δω τη σπηλιά της κάπου μέσα στο φαράγγι..
Το ποτάμι, με τις πηγές του στο μυθικό όρος Λύκαιο που υψώνεται με τα παρακλάδια του πάνω στους νομούς Αρκαδίας, Ηλείας και Μεσσηνίας,   μετά τον καταρράχτη χώνεται κυριολεκτικκά στα σπλάχνα του όρους Τετράζι και συνεχίζει την πορεία του προς τα δυτικά, κατευθυνόμενο προς την είσοδο του στενού φαραγγιού που το ίδιο έχει σκάψει επί χιλιάδες χρόνια μέσα στο βουνό, προκειμένου να βγει στον κάμπο της Τριφυλίας για να χυθεί στο Ιόνιο πέλαγος κοντά στο Γιαννιτσοχώρι. Το στενό άνοιγμα του φαραγγιού φαινόταν ήδη, μερικές δεκάδες μέτρα μπροστά μας και κατευθυνθήκαμε πατώντας μέσα στο ποτάμι, προς τα εκεί (φωτ.). Στην αρχή αποφεύγαμε το παγωμένο νερό, πατώντας και ισορροπώντας πάνω στις  μικρότερες, κάπως επίπεδες πέτρες που γεμίζουν, «πυκνοφυτεμένες» μαζί με τις ογκώδεις, την κοίτη του. Σύντομα όμως αναγκαστήκαμε να εγκαταλείψουμε αυτή την πρακτική, καθώς η πορεία ήταν αδύνατη βεβαίως χωρίς να  βυθίσουμε τα πόδια στο νερό.



Ποταμός Νέδα, 12.8.2001. Μία από τους διαβαίνοντες τον ποταμό αναλογιζόμενη τις δυσκολίες, στην αρχή της περιήγησης...
 (η φωτ. όπως βγήκε από το βρεμένο φιλμ)

Συνεχίζαμε λοιπόν την πορεία μας με τα μποτάκια και τις κάλτσες μας βυθισμένα στο παγωμένο νερό, ενώ αυτό που μας απασχολούσε πλέον περισσότερο από το να κοιτάμε γύρω μας το επιβλητικό φαράγγι, ήταν το πώς να βρούμε μέσα στο νερό κατάλληλα ανοίγματα ανάμεσα στις πέτρες για να πατήσουμε το πόδι μας στο βυθό με ασφάλεια, στηρίζοντας ταυτόχρονα το σώμα στα μπαστούνια μας που χώναμε ανάμεσα στις πέτρες για  να μη μας παρασύρει το ρεύμα του ποταμού που είχε μεγάλη δύναμη, ιδιαίτερα μετά τα σημεία που εμπόδιζαν τη ροή του οι ογκόλιθοι. Δεν μπορούσα να φανταστώ πόσο νερό και πόση ορμή θα είχε το ποτάμι τον Μάη μήνα που λιώνουν τα χιόνια.  



Ποταμός Νέδα, 12.8.2001. Η διάβαση (η φωτ. όπως βγήκε από το βρεμένο φιλμ)

Καθώς προσεγγίζαμε την είσοδο του φαραγγιού, η κοίτη του ποταμού στένευε πολύ, χωρίς να αφήνει ούτε ελάχιστο χώρο στην ακροποταμιά  για να περπατήσει έστω ένας έξω από το νερό, το οποίο λόγω της στενότητας βάθαινε και έφτανε ως τους μηρούς μας, μουσκεύοντας βεβαίως και τα όποια στεγνά ρούχα ή μαγιό φορούσαμε…



Ποταμός Νέδα, 12.8.2001. Η διάβαση (η φωτ. όπως βγήκε από το βρεμένο φιλμ)

Ωχωχωχ! Πολύ ζόρικα τα πράγματα, έλεγα στις συνοδοιπόρους μου, καθώς έβλεπα ότι αφού θα μπαίναμε μέσα στο στενό, μισο-σκοτεινό, κρύο και βουερό φαράγγι με τους πανύψηλους κάθετους πέτρινους όχθους απ΄ όπου βλέπαμε μια στενή λωρίδα ουρανού, δεν υπήρχε τρόπος διαφυγής ή επιστροφής, έπρεπε να συνεχίσουμε μέχρι τέλους αυτή την αμφίσημη, μακρά, δύσβατη, επικίνδυνη και ταυτόχρονα τέτοιας απίστευτης φυσικής ομορφιάς,  διάβαση! Τα πράγματα γινόντουσαν όλο και πιο δύσκολα απ’ όσο είχα μπορέσει να φανταστώ διαβάζοντας περιγραφές άλλων για τη διάβαση ή απ’ όσο είχαν αφήσει να εννοηθεί οι επικεφαλής της εκδρομής. «Ούτε ελικόπτερο δεν μας σώζει από εδώ μέσα», είπα, «έτσι και χρειαστεί κάποιος βοήθεια»!



Ποταμός Νέδα, 12.8.2001. Η διάβαση (η φωτ. όπως βγήκε από το βρεμένο φιλμ)

Το κουβάλημα της φωτογραφικής μου μηχανής, (Minolta, αναλογική) αποδείχτηκε κακή ιδέα γιατί όχι μόνο δεν ήταν εύκολο να τραβώ φωτογραφίες αλλά με βάραινε και δυσκόλευε και τις κινήσεις μου, καθώς την προστάτευα από τα νερά, ενώ σε πολλά σημεία έπρεπε να προχωρούμε στηριζόμενοι σε πόδια και χέρια, στα τέσσερα, για να παρακάμπτουμε τους ογκόλιθους χωρίς να μας παρασύρει το ρεύμα. Πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωθα πάνω στο σώμα μου την τόσο μεγάλη, ορμητική  πίεση του παγωμένου νερού ενός ποταμού και καταλάβαινα πόσο δεν είναι υπερβολικοί οι μύθοι που τα θεοποιούν και τα τραγούδια που τα αφορούν  και μάλιστα για τις καταστροφές που προκαλούν, όπως το πασίγνωστο με την «Ρούσα παπαδιά»[2]. Τα πόδια μου, αναισθητοποιημένα από το παγωμένο νερό μέσα στα μποτάκια και τις κάλτσες, δεν ένοιωθαν ούτε πόνο από τα στραμπουλήγματα ανάμεσα στις πέτρες, ούτε κούραση, ενώ ήταν σαν να εύρισκαν μόνα τους τα πατήματα πάνω ή ανάμεσα στις γλιστερές πέτρες μέσα στο ρου του ποταμού,  άλλοτε   συμπορευόμενη, άλλοτε κάθετα σε αυτόν.



Ποταμός Νέδα, 12.8.2001. Διάβαση (η φωτογραφία όπως βγήκε από το βρεμένο φιλμ)

 Κάπου-κάπου, έστρεφα το βλέμμα μου, το κατά δύναμη, ψηλά, προς το άνοιγμα των ψηλών πέτρινων, σε όλους τους τόνους του καφέ, όχτων του ποταμού, στεφανωμένων με πανύψηλες βελανιδιές, κουτσουπιές, πουρνάρια και άλλη θαμνώδη βλάστηση, δάφνες και μυρτιές, τα οποία  αλλού σμίγουν  μεταξύ τους σκοτεινιάζοντας το φαράγγι, αλλού αφήνουν ένα στενό άνοιγμα από όπου τρύπωναν κάθετες οι αχτίδες του μεσημεριανού ήλιου σκαρώνοντας μικρά, ιριδίζοντα  ουράνια τόξα στις δροσοσταλίδες που γέμιζαν το στενό χώρο. Εδώ κι εκεί μικρές σπηλιές ανοιγόντουσαν πάνω στις πλαγιές των όχτων και εγώ είχα ακόμα το κουράγιο να αναρωτιέμαι αν άραγε κάποια από αυτές  ήταν αυτή που αποδίδεται στην  «μέλαινα» Δήμητρα του αρχαίου μύθου, όπου βρήκε καταφύγιο ως  θρηνούσα, μαυροφορεμένη  μάνα  για τη χαμένη Κόρη (την οποία κατά τον Αρκαδικό μύθοο είχε γεννήσει αλογοκέφαλη μετά τη συνεύρεσή της με τον χθόνιο Ποσειδώνα με μορφή αλόγου), εξαιτίας της οποίας διάβαινα και εγώ τώρα με τόσους κόπους το φαράγγι, ωσάν σε προσωπικό μυητικό διαβατήριο προσκύνημα (όλα τα προσκυνήματα και οι μυητικές διαβάσεις είναι αμφίσημες, εξάλλου) -και της χαλάλιζα τον κόπο και την κούραση, ακόμα και τον κίνδυνο να αρρωστήσω, μπροστά σε αυτό το θέαμα, το ακρόαμα, το βίωμα…Η περίφημη σπηλιά της Δήμητρας αναφέρεται από τους αρχαίους συγγραφείς κάπου στην Φιγάλια, αλλά η θέση αυτού του εξαιρετικά σημαντικου ιερού,  για τους Αρκάδες κυρίως, δεν έχει εντοπισθεί επακριβώς. Μέσα στη σπηλιά ήταν το  πανάρχαιο αλογοκέφαλο ξόανο της θεάς Δήμητρας (ταυτιζόμενης με την Κόρη-Δέσποινα), το οποίο κάηκε επί της βασιλείας Σίμου του Φιγάλου, και αντικαταστάθηκε από άλλο, όπως αναφέρει ο Παυσανίας (Αρκαδικά, 8, 5 και 42): "...Πεποιήσθε δε ούτω σφισί το άγαλμα. Καθέζεσθαι μεν επί πέτρα, γυναικί δε εοικέναι τα άλλα πλην κεφαλήν, κεφαλήν δε και κόμην είχεν ίππου και δρακόντων και άλλων θηρίων εικόνες περοσεπεφύκεσαν τη κεφαλή, χιτών δε ενεδέδυτο και άκρους τους πόδας. Δελφίς δε επί της χειρός ην αυτ, περιστερά δε ή όρνις επί τη ετέρα...", όπως ακριβώς στην  παρακάτω εικόνα-αναπαράσταση της σπηλιάς (κείμενο και εικόνα από το βιβλίο Ολυμπιακά, του Ανδριτσάνου συγγραφέα Αγησίλαου Τσέλαλη, Αθήνα 1979, β΄έκδοση, σελ. 210-211, όπου και εξαιρετική περιγραφή του ποταμού, καθώς και ιστορικά, τοπογραφικά και αρχαιολογικά στοιχεία για αυτό ): 
"Το ιπποκέφαλο άγαλμα της Μελαίνης Δήμητρος στο άντρο του Ελαΐου όρους της Φιγαλίας, έργο Ονάτα του Αιγινίτη" (πηγή: Αγησίλαος Τσέλαλης, Ολυμπιακά,   Αθήνα 1979, β΄έκδ., σ. 208)

Με αυτές τις σκέψεις συνέχιζα την κοπιώδη πορεία μέσα στο νερό και τις πέτρες. Σε ένα σημείο η κοίτη  βάθυνε πολύ,  το νερό έφτασε στο  ύψος των ώμων,  άλλων πιο πάνω, άλλων πιο κάτω, και πήγαινε βαθαίνοντας, οπότε έπρεπε πλέον να κολυμπάμε (φωτ.). Για στεγνά ρούχα δεν γινόταν βεβαίως λόγος εδώ και ώρα, αλλά μπήκαν σε χρήση και οι μικρές πλαστικές βάρκες για να βάλουμε τα σακίδια και τα ευαίσθητα στο νερό αντικείμενα.   Η φωτογραφική μηχανή μου, παρά τον αγώνα μου να την προφυλάξω (κάποιες στιγμές την είχα στερεώσει μάταια στην κορυφή του κεφαλιού μου με το λουρί της),  είχε ήδη βραχεί κάπως και δεν ήξερα αν είχαν σωθεί στο φιλμ οι φωτογραφίες που είχα προλάβει να τραβήξω (βλ. φωτ.). Την έβαλα, ελλείψει άλλης, στην  πλαστική σακούλα όπου είχα το σάντουιτς και την τοποθέτησα στη βαρκούλα μαζί με το ήδη μούσκεμα έτσι κι αλλιώς,  σακίδιό μου, όπου και  τα στεγνά υποτίθεται ρούχα, που είχα εκεί για ν’ αλλάξω...



Ποταμός Νέδα, 12.8.2001. Διάβαση, κολυμπώντας (η φωτογραφία όπως βγήκε από το βρεμένο φιλμ)

Προχωρούσαμε λοιπόν κολυμπώντας μέσα στο φαράγγι που στένευε τώρα τόσο, ώστε να χωράνε ένας-δύο μόνο άνθρωποι να περάσουν, βασταζόμενοι και από τις προεξοχές των βράχων. Μετά από λίγο η στενωσιά άνοιξε, η στάθμη του νερού κατέβηκε και μπορούσαμε πάλι να προχωρούμε πατώντας στην κοίτη πλην μουσκεμένοι και παγωμένοι μέσα στο σκιερό, υγρό περιβάλλον του φαραγγιού. 



Ποταμός Νέδα, 12.8.2001. Διάβαση (η φωτογραφία όπως βγήκε από το βρεμένο φιλμ)


Ποταμός Νέδα, 12.8.2001. Διάβαση (η φωτογραφία όπως βγήκε από το βρεμένο φιλμ)

Η πορεία συνεχιζόταν  για ώρες (3-4, είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου) μέσα σε αυτή την εναλλαγή ρηχών και βαθιών νερών, στενεμάτων και ανοιγμάτων, συναρπαστική μεν και πανέμορφη αλλά επικίνδυνη και πολύ κουραστική, για μένα ιδιαίτερα. Πάρ΄όλ’ αυτά δεν έλειπαν από τα μέλη της ομάδας οι κουβέντες, τα αστεία, τα γέλια, τα σχόλια, τα αγκομαχητά κούρασης, τα παράπονα για τις απρόβλεπτες δυσκολίες αλλά  και τα επιφωνήματα θαυμασμού για την άγρια ομορφιά που μας περιέβαλε.



Ποταμός Νέδα, 12.8.2001. Διάβαση (η φωτογραφία όπως βγήκε από το βρεμένο φιλμ)

Κάποια στιγμή οι όχτοι του φαραγγιού άρχισαν να ανοίγουν κάπως και  να δημιουργούνται κροκαλοστρωμένες όχθες-μονοπάτια που μας επέτρεψαν να περπατάμε εκτός της κοίτης του ποταμού, παγωμένοι και καταπονημένοι, ενώ ήδη ένα 8χρονο αγόρι από τα παιδιά είχε σοβαρό πρόβλημα με πληγιασμένα πόδια και έκλαιγε, γιατί είχαν διαλυθεί στις πέτρες και τα νερά τα παπούτσια του και το κουβαλούσε, όσο γινόταν σε αυτές τις συνθήκες, ο πατέρας του στην πλάτη.  Σκεφτόμουν πόσο άφρονες ήμασταν μερικοί να αποτολμήσουμε αυτή τη δύσβατη πορεία μέσα στο ποτάμι και αν οι επικεφαλείς είχαν ενημερώσει σωστά για τις δυσκολίες.



Ποταμός Νέδα, 12.8.2001. Διάβαση (η φωτογραφία όπως βγήκε από το βρεμένο φιλμ)

 Κάποια στιγμή  φτάσαμε σε ένα σχετικά φαρδύ άνοιγμα, στεφανωμένο από το υπέροχο, μονότοξο πέτρινο γεφύρι, το μοναδικό στο ποτάμι, που γεφυρώνει και συνδέει  την Τριφυλία με την ορεινή Ηλεία και περαιτέρω με την Αρκαδία, απαθανατισμένο σε λιθογραφίες και από τους ξένους περιηγητές πριν την Επανάσταση (φωτ.). Κάπως φθαρμένο, ήταν σε χρήση μέχρι πολύ πρόσφατα (εν μέρει και ακόμα από τους γειτονικούς  κατοίκους και από τις δύο πλευρές του ποταμού) που έχει κατασκευαστεί ένα καινούργιο από μπετόν, διαβατό και από αυτοκίνητα βεβαίως, λίγο παραπάνω. Πίσω από το γεφύρι απλώνεται  στη νότια όχθη του ποταμού ένα μικρό ξέφωτο, τρόπος του λέγειν, αφού είναι κατάφυτο  και σκιασμένο με  πανύψηλα πλατάνια, το μοναδικό σημείο στο φαράγγι που επιτρέπει διαφυγή στους πορευόμενους σε αυτό, διακόπτοντας τη διάβαση του ποταμού και πρόσβαση στο χωριό Πλατάνια (που σκόπευα τις επόμενες η μέρες να το επισκεφθώ οδικώς για την Αγιαλένη που είχα εντοπίσει εκεί) και παραπέρα, εκτός και αν θέλουν να συνεχίσουν την πορεία για το Στόμι, όπως εμείς.


Ποταμός Νέδα, από κατάντι, στο βάθος μόλις που διακρίνεται το τόξο του γεφυριού (Αύγ. 2002)


Ποταμός Νέδα, από κατάντι, το τόξο του φθαρμένου γεφυριού (Αύγ. 2002)


Ποταμός Νέδα. χαλκογραφία του γεφυριού από Γάλλο περιηγητή, όπως αναφέρεται στη λεζάντα. πιστή σχεδόν, απ' όσο μπορών κρίνω, η αναπαράσταση του τοπίου  και του γεφυριού, από κατάντι. (η σελίδα κομμένη από το βιβλίο, όπως τη βρήκα σε παλαιοπωλείο)

Με την απασχόλησή μου να τραβώ φωτογραφίες, τις προφυλάξεις να μη βραχεί η μηχανή και τη δυσκολία μου στο «περπάτημα», είχα μείνει πίσω από τους άλλους της ομάδας και βγήκα σχεδόν τελευταία στο ξέφωτο, όπου η αδελφή μου και η φίλη μου (δεινές πεζοπόροι και οι δύο, η αδελφή μου και φανατική των φαραγγιών) καθόντουσαν ήδη σε έναν από τους πάγκους που είναι εκεί για αναψυχή των περιπατητών και έτρωγαν τα σάντουιτς που είχαν μαζί τους  στεγνά, απ’ ότι έβλεπα όταν τις πλησίασα και σωριάστηκα κυριολεκτικά δίπλα τους, αποκαμωμένη. Η φίλη μου, που είχε πανικοβληθεί δεόντως από το ότι έπρεπε να πορευόμαστε και μέσα σε άπατα νερά και είχε παραπονεθεί σχετικά, είχε περασμένο στο στέρνο της  ένα σωσίβιο κουλούρα και ένα ακόμα περασμένο στη μασχάλη της, τα οποία της τα είχαν προμηθεύσει κάθ΄οδόν μετά από διαμαρτυρίες της οι υπεύθυνοι και έτρωγε φορώντας τα, θέαμα που με έκανε να γελάσω.  Ξεκαρδιζόμασταν και οι τρεις –και με το χάλι μας– και, θέλοντας να την απαθανατίσω με τα σωσίβια, πήγα να βγάλω τη φωτογραφική μηχανή και το δικό μου σάντουιτς να γευματίσω, για να διαπιστώσω ότι το μεν σάντουιτς είχε γίνει «σούπα» μέσα στη νάυλον σακούλα, ενώ τα τυροζούμια είχαν ποτίσει και τη μηχανή, οπότε την ξέγραψα, ελπίζοντας να καταφέρει ο μάστορας να βγάλει έστω εν μέρει  σώο το φιλμ. Αν σωζόντουσαν έστω κάποιες φωτογραφίες, θα χαλάλιζα και τη μηχανή μου, δεδομένου του πόσο δύσκολο είναι να απαθανατίσει κανείς αυτή την ανεπανάληπτη εμπειρία, με μηχανή σαν αυτή που διέθετα εγώ τουλάχιστον, τότε (σώθηκαν κάποιες από αυτές, αλλά οι επόμενες φωτογραφίες είναι από άλλες επισκέψεις μου στην περιοχή).  
Τα πλατάνια θρόιζαν δροσερά, τα πουλιά οργίαζαν κελαηδώντας, το ποτάμι βούιζε ρέοντας προς το «Στόμι» και από κει προς το Ιόνιο, ενώ ακούγονταν και ήχοι από θορυβώδη πτώση νερών, που μας εξήγησαν ότι επρόκειτο για κοντινούς, στη βόρεια πλευρά του φαραγγιού, καταρράχτες, αθέατους μέσα στην πυκνή βλάστηση. Περιβάλλον μοναδικό, ειδυλλιακό, που μας έκανε να χαλαλίζουμε κόπους και κούραση… Κοντά στο γεφύρι, στην απόληξη του μονοπατιού που οδηγεί στο χωριό Πλατάνια, στεκόταν ένας ερειπωμένος νερόμυλος (όπως συνήθως κοντά σε ποτάμια και γεφύρια,  όπου οι μυλωνάδες τα έχτιζαν εκμεταλλευόμενοι όχι μόνο τη δύναμη του νερού των ποταμών αλλά και την ευκολία πρόσβασης στον μύλο, που δίνουν τα γεφύρια)  με τους τοίχους του σκεπασμένους σχεδόν ολοκληρωτικά από βάτα και άλλη υδροχαρή βλάστηση. 


 Το εικονοστάσι  πάνω στο βράχο κοντά στο γεφύρι που σηματοδοτεί το εκκλησάκι της "Παναγίτσας" (20.5.2002)

Στην απόληξη του ίδιου χωματόδρομου  που κατεβαίνει από το χωριό, ένα εικονοστάσι είναι φτιαγμένο στην κορυφή ενός μικρού βράχου, στο οποίο η εικόνα σηματοδοτεί την ύπαρξη του σπηλαιώδους ξωκλησιού της «Παναγίτσας» που είναι ιδρυμένο στην απέναντι απόκρημνη όχθη του φαραγγιού, προς την πλευρά της Ηλείας, αθέατο από εκείνο το σημείο μέσα στην πυκνή βλάστηση. 



Πλατάνια Μεσσηνίας, ποταμός Νέδα. Καταρράχτης στο μονοπάτι που οδηγεί στο σπηλαιώδες ξωκλήσι της "Παναγίτσας" και η γράφουσα  (22 Αύγ. 2002)



Πλατάνια Μεσσηνίας, ποταμός Νέδα. Το μονοπάτι στη βόρεια, ηλειακή πλαγιά του φαραγγιού, του που οδηγεί στο σπηλαιώδες ξωκλήσι της "Παναγίτσας"  που φαίνεται σαν άσπρη κουκίδα στο βάθος, στο κέντρο  της φωτ. (22 Αύγ. 2002)



Ποταμός Νέδα, σπηλαιώδες ξωκλήσι της "Παναγίτσας".  Η  κόγχη του ιερού, παγκάρι με κεριά και πάνω στο βράχο η εικόνα της Κοίμησης, παραμονή της χθόνιας γιορτής στα "Εννιάμερα"  της Παναγίας (22.8.2002)


Ποταμός Νέδα, σπηλαιώδες ξωκλήσι της "Παναγίτσας".  Η δυτική όψη, ,παραμονή της χθόνιας γιορτής στα "Εννιάμερα"  της Παναγίας (22.8.2002)




Ποταμός Νέδα, σπηλαιώδες ξωκλήσι της "Παναγίτσας".   Πάνω και κάτω: το ανθοστολισμένο εσωτερικό του σπηλαίου-εκκλησίας,  με τηνπροσκυνηματική  εικόνα της  Κοίμησης, παραμονή της χθόνιας γιορτής στα "Εννιάμερα"  της Παναγίας (22.8.2002)
Σε αυτό το σπήλαιο της «Παναγίτσας», εντοπίζουν κάποιοι ερευνητές και αρχαιολόγοι την -αναζητούμενη και από εμένα- σπηλιά της Μέλαινας Δήμητρας. Από τη βόρεια απόληξη του πέτρινου γεφυριού αρχίζει το μονοπάτι που οδηγεί στο ξωκλήσι της «Παναγίτσας» και με προκαλούσε εκείνη την ώρα αλλά σκόπευα να το επισκεφθώ στο πανηγύρι του, στα «Εννιάμερα» της Παναγίας, στις 23 Αυγούστου (φωτ.), οπότε δεν το επιχείρησα, δεν υπήρχε χρόνος (ούτε κουράγια) άλλωστε.  Οι πλέον καταπονημένοι και κυρίως οι γονείς του  παιδιού με τα πληγιασμένα πόδια, είχαν ήδη ειδοποιήσει στα Πλατάνια ή στην Κυπαρισσία για ταξί ή αυτοκίνητο που θα τους απομάκρυνε, σώους, από το φαράγγι και την επίπονη πορεία μέσα σε αυτό. Εμείς, παρά την ταλαιπωρία και την κούραση, δεν θέλαμε να χάσουμε και τη διάβαση μέσα από το σπηλαιώδες «Στόμι» ενώ μας περίμενε το πούλμαν της επιστροφής και το τιμητικό δείπνο του Δήμαρχου στον Αυλώνα.  Καθώς θα παραμέναμε εκεί στο παραποτάμιο πλάτωμα λίγη ώρα ακόμα,  βγάλαμε μποτάκια και κάλτσες, τα βρεμένα ρούχα μας και μείναμε με τα μουσκεμένα μαγιό που φορούσαμε ήδη εσωτερικά και πιάσαμε κάποιες ηλιόλουστες γωνιές για να λιάσουμε λίγο το καταπονημένο κορμί μας, πριν το ξαναβάλουμε στα παγωμένα νερά.
Ξαναφορέσαμε τα μουσκεμένα μποτάκια και τις κάλτσες, ξαναφορτωθήκμε τα βρεμένα σακίδια και μπήκαμε πάλι στο ποτάμι  με τα μαγιό, να συνεχίσουμε την πορεία που εμένα τώρα φαινόταν πιο δύσκολη. Και όχι μόνο σε μένα. Η συσσωρευμένη πλέον κούραση από τις  τέσσερις ώρες του είδους της πορείας που είχε προηγηθεί, έκαναν πιο αργά τα βήματά μας και πιο σιωπηλή την πορεία μας, πόσο μάλλον που το ποτάμι είχε τις ίδιες και ακόμα μεγαλύτερες δυσκολίες. Δεν πορευτήκαμε και πολλή ώρα, όταν το φαράγγι στένεψε και σκοτείνιασε και πάλι και μάλιστα πιο πολύ από την πρώτη φάση της πορείας μας, καθώς οι όχτοι του ακουμπούσαν σχεδόν ο ένας τον άλλο, το ποτάμι βάθυνε πιο ορμητικό τώρα και δύσκολο στη διάβαση. Κατά πυκνά διαστήματα  μικροί παραπόταμοι και πηγές έριχναν τα νερά τους στο ποτάμι, σχηματίζοντας μικρότερους και μεγαλύτερους καταρράχτες, που έσκαζαν σχεδόν πάνω στα κεφάλια μας, ενώ σκουροπράσινα μούσκλια μαύριζαν σχεδόν τα γλιστερά, πετρώδη πλευρά του φαραγγιού.
Μετά από αρκετό διάστημα, πότε «περπατώντας» και πότε κολυμπώντας, φτάσαμε στο περίφημο Στόμι! Εκεί το φαράγγι κλείνει ερμητικά, τα βουνά σμίγουν δημιουργώντας ένα αδιαπέραστο, σκοτεινό τείχος.  Το ποτάμι ωστόσο, η Νέδα, γλύφοντας και φθείροντας σιγά-σιγά τους βράχους στη βάση του ορεινού αυτού τείχους με το ορμητικό νερό του για εκατομμύρια χρόνια, κατάφερε να τους διαβρώσει και να ανοίξει μια σπηλαιώδη, διαμπερή τρύπα/στόμιο εισόδου και εξόδου, μήκους εκατό περίπου μέτρων,  ύψους  περίπου δέκα και πλάτους 4-5 (απ’ όσο μπόρεσα εκεί να υπολογίσω, αν και δεν είμαι καλή στους υπολογισμούς), το «Στόμι», όπως το ονομάζουν οι ντόπιοι. Μέσα από αυτή την υγρή, σπηλαιώδη  σήραγγα  η Νέδα ξεχύνεται ελεύθερη στον παραποτάμιο κάμπο ένθεν και ένθεν των δαφνοφυτεμένων οχθών της που ορίζουν και χωρίζουν την Μεσσηνία από την Ηλεία ως φυσικό σύνορο, για να χυθεί με πιο ήρεμη ροή  στο Ιόνιο Πέλαγος, βόρεια του Κυπαρισσιακού κόλπου.
Αυτή τη σκοτεινή, σπηλαιώδη σήραγγα έπρεπε τώρα να διαβούμε. Το βάθος του νερού μεγάλο, το νερό θολό, παγωμένο  και άπατο για όλους, το ρεύμα ορμητικό,  τα τοιχώματα μαύρα από την υγρασία και τα μούσκλια, γυάλιζαν γλιστερά και  από τη θολωτή, γεμάτη σταλακτίτες, οροφή έπεφταν σαν ψιλή βροχή σταγόνες νερού ενώ κρεμόντουσαν και  πετούσαν κοπάδια νυχτερίδες, σε ένα θέαμα υπέροχο, επιβλητικό και απόκοσμο, όσο και κάπως γκραν-γκινιόλ. Και πώς ν΄αποδώσω τους ήχους; Την ορμητική ροή και τον παφλασμό του  νερού με την πολλαπλασιαζόμενη αντήχησή του στο θόλο της σπηλιάς, τα αντηχούντα  επίσης κρωξίματα των νυχτερίδων... Εν μέσω αυτών, εμείς από τη μια θαυμάζαμε με δέος,  όσο μας επέτρεπαν οι αντίξοες συνθήκες, αυτό το θαύμα της φύσης και από την άλλη προσπαθούσαμε να επιπλεύσουμε και να γαντζωθούμε από κάπου, να μη μας πάρει το δυνατό ρεύμα. Η φίλη μου, με σχετική κλειστοφοβία, είχε πανικοβληθεί και παρά τα δύο σωσίβια που φορούσε, είχε γαντζωθεί πάνω μου και στη μικρή φουσκωτή βάρκα που μετέφερε τα πράγματά μας.  Εγώ κολυμπώντας και κρατώντας την με το ένα χέρι, με το άλλο προσπαθούσα να πιαστώ από το γλιστερό  και γλιτσερό τοίχωμα της σπηλιάς να μη με παρασύρει το ρεύμα αλλά ίσα που τα κατάφερνα. Παρ΄όλ’ αυτά  προχωρούσαμε λίγο-λίγο και μετά από μια ελαφριά καμπή της υγρής σήραγγας  φάνηκε στο βάθος το άνοιγμα της εξόδου από το «Στόμι». Το λαμπρό φως του ήλιου απέξω έκανε τα σκούρα νερά σμαραγδένια, τις νυχτερίδες διάφανες και τις βρόχινες σταγόνες που κρεμόντουσαν πέφτοντας από τους αναρίθμητους σταλακτίτες του θόλου ν’ αστράφτουν σαν διαμάντια. Απίστευτο! Βγήκαμε στο φως σιγά-σιγά, έχοντας μόλις διαβεί το πιο δύσκολο, επικίνδυνο και συνάμα το πιο συναρπαστικό  σημείο του φαραγγιού και της δικής μας διάβασης, που παρά τον κόπο και τον κίνδυνο, μακάριζα  τον εαυτό μου που είχα τολμήσει, έστω απερίσκεπτα,  να το βιώσω και λυπόμουν που με είχε προδώσει η φωτογραφική μηχανή. Τόση ομορφιά απαιτεί   έναν ποιητή, έναν λογοτέχνη, και όχι μια πεζή εθνογράφο, τουλάχιστον οι φωτογραφίες θα μπορούσαν ν΄αποτυπώσουν κάτι από αυτό το θαύμα...
 Έξω από το Στόμιο, το ποτάμι ήταν ακόμα βαθύ και οι  πλευρές του φαραγγιού ορθώνονταν και πάλι στενές αλλά ανοιχτές πάλι στον ουρανό, στεφανωμένες με δέντρα και βλάστηση  που ωστόσο άφηναν τον  ήλιο να ζεσταίνει τα μουσκεμένα, παγωμένα κεφάλια μας. Η αδελφή μου είχε ήδη περάσει και μας περίμενε γαντζωμένη σε μια από τις πέτρες του ποταμού. «Δεν θα  ‘ταν κρίμα να  πεθάνω χωρίς να το έχω ζήσει αυτό;» μας είπε ενθουσιασμένη, ενθουσιασμό που δεν συμμεριζόταν και τόσο η καταπονημένη φίλη μου. Εγώ προσπαθούσα να δω αν υπήρχαν πάνω στα βράχια οι σιδερένιοι κρίκοι όπου λέγεται ότι έδεναν τα πλεούμενα που ανέβαιναν τον πλωτό στην Αρχαιότητα ποταμό και  ανέβαιναν ως το Στόμιο και  δεν τα έβλεπα αλλά μου φαινόταν ούτως ή άλλως απίθανο να πλέουν σκάφη μέσα σε αυτή την πετρώδη κοίτη του ποταμού, τουλάχιστον όχι ως εδώ πάνω, ίσως πιο κάτω, στην πεδινή ροή του. 
 Το δύσκολο είχε περάσει, ωστόσο  είχαμε πολύ δρόμο ακόμα μπροστά μας μέχρι να φτάσουμε στο σημείο από όπου θα μας παραλάμβαναν αυτοκίνητα του Δήμου Αυλώνος για να μας ανεβάσουν για το τιμητικό δείπνο στο χωριό, το οποίο βρίσκεται  σε αρκετό ύψος στο βουνό πάνω από το ποτάμι. Μετά από ώρες πορείας μέσα στα κρύα νερά και τις πέτρες του ποταμού ανάμεσα στους ψηλούς και στενούς όχτους όπως και πριν το Στόμι, το φαράγγι άρχισε να ανοίγει, οι όχτοι ένθεν και ένθεν να απομακρύνονται, αφήνοντας στις όχθες του μονοπάτια αρκετά φαρδιά, στρωμένα με χοντρές κροκάλες και κατάφυτα με πλατάνια και ανθισμένες πικροδάφνες, όπου μπορούσαμε τώρα να περπατάμε σε σκιά, βγαίνοντας από το νερό και με κάπως λιγότερο κόπο. Το ποτάμι, η Νέδα,  κυλούσε κατηφορικά κάνοντας συνεχείς στροφές σαν φίδι, τις οποίες παρακάμπταμε διασχίζοντας κάθετα τη ροη του,  μέσα από το νερό, για να κόβουμε δρόμο.
Μετά από μια στροφή, τα βουνά (το όρος Τετράζι της Τριφυλίας Μεσσηνίας  νότια, στ' αριστερά μας, το όρος Μίνθη βόρεια στην Ηλεία στα δεξιά μας, βλ. χάρτη), απομακρύνονται, χαμηλώνουν κάπως , το ποτάμι γίνεται αβαθές και η ροή του ήσυχη, καθώς το έδαφος είναι σχεδόν επίπεδο, χωρίς κατωφέρεια. Πλησιάζοντας προς τον Αυλώνα, η κοίτη του ποταμού απλώνεται  σε μια μεγάλη χαλικόστρωτη, επίπεδη έκταση ανάμεσα στα χαμηλωμένα βουνά με τη ροή του να σπάει σε πολλά μικρότερα ποτάμια που σε μερικά σημεία σχημάτιζαν γούρνες  όπου φύτρωνε ανθισμένη κίπερη. Οι όχθες και οι πλαγιές των βουνών, είναι δασωμένες με πικροδάφνες, βαγιές, μυρτιές και άλλη θαμνώδη βλάστηση  αλλά η κούραση και η καταπόνηση των σωμάτων μας δεν μας επέτρεπε πλέον ούτε να ενθουσιαστούμε, ούτε να θαυμάσουμε το τοπίο, ενώ ο ήλιος που έγερνε πια προς τη δύση, ενοχλούσε τα ταλαιπωρημένα, συνηθισμένα στη σκιά  μάτια μας καθώς, βαδίζοντας δυτικά, τον είχαμε κατά πρόσωπο. Μετά από οχτώ ώρες πορείας σε τέτοιες συνθήκες, είχαμε φτάσει, και ξεπεράσει μερικοί, τα όρια των αντοχών μας και εξαντλημένοι, κατάκοποι, σέρναμε πλέον με δυσκολία τα πονεμένα πόδια μας, καθώς τα βρεμένα μποτάκια είχαν γίνει ασήκωτα  από την χοντρή ποταμίσια άμμο και τα ψιλά χαλίκια που κολλούσαν πάνω τους… Αυτό το τελευταίο κομμάτι της διαδρομής, όπου στεγνώσαμε και ζεσταθήκαμε έξω από το νερό,  μου είχε φανεί ατελείωτο, νόμιζα ότι οι αντοχές μου είχαν εξαντληθεί εντελώς και ότι θα έπεφτα και δεν θα ξανασηκωνόμουν…
Φτάσαμε εν τέλει σε έναν παρόχθιο, ερειπωμένο νερόμυλο δίπλα στη μεσσηνιακή όχθη του ποταμού, που ήταν το σημείο όπου θα ερχόντουσαν από τον Αυλώνα να μας πάρουν και το τέλος της διάβασής μας.  Σωριαστήκαμε κατάκοποι, με τα στεγνωμένα πάνω μας μαγιό, πάνω στα χαλίκια και βγάλαμε πάραυτα τα μουσκεμένα, βαριά μποτάκια μας για να τρίψουμε τα πονεμένα πόδια μας να ξεμουδιάσουν. Σε αρκετή ώρα έφτασαν τα αναμενόμενα "αυτοκίνητα του Δήμου":  ένα μεγάλο φορτηγό με ανοιχτή καρότσα, για  να μας μεταφέρει στον Αυλώνα. Σκαρφαλώσαμε, τα πενήντα πέντε άτομα που είχαμε φτάσει  τελευταίοι,  στην ανοιχτή καρότσα, η οποία  είχε στο δάπεδο χώματα, υπολείμματα φαίνεται από κάποιες χωματουργικές εργασίες, και στοιβαχτήκαμε καθιστοί ο ένας δίπλα στον άλλο. Ένα χάλι  αλλά φαντάστηκα ότι θα έπρεπε να είμαστε και ευχαριστημένοι που το φορτηγό μας απάλλασσε από το να σκαρφαλώσουμε και αυτή την ανηφόρα που έβλεπα ότι είχε κατηφορίσει ερχόμενο. Το φορτηγό άρχισε να ανηφορίζει μουγκρίζοντας έναν κάθετο σχεδόν, ανηφορικό χωματόδρομο, με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να κρατηθούμε από κάπου και να σούρνουμε προς τα πίσω, πέφτοντας ο ένας πάνω στον άλλο. Εγώ, καθώς είχα καθίσει πίσω-πίσω και ακουμπούσα την  πλάτη μου πάνω στην πόρτα της καρότσας, δεχόμουν την ασφυκτική πίεση των σωμάτων που ήταν μπροστά και κόντευα να σκάσω, ανίκανη από την κούραση να βάλω κάποια  αντίσταση να μην πέφτουν πάνω μου, ταλαιπωρημένοι και αυτοί όπως ήταν. Πάρ’ όλ’ αυτά είχαμε κουράγιο να διακωμωδούμε την κατάστασή μας και να γελάμε ειρωνικά με την «περιποίηση» που μας επιφύλαξε ο Δήμαρχος, ευχόμενοι να μην είναι τόσο περιποιητικός και στο δείπνο που θα μας παρέθετε. Μετά από κάμποση ανηφόρα, φτάσαμε κακήν-κακώς στο χωριό το σούρουπο πλέον, όπου το φορτηγό μάς ξεφόρτωσε στην αυλή του σχολείου όπου είχε παρκάρει  το πούλμαν μας για να βάλουμε τα στεγνά ρούχα που είχαμε αφήσει μέσα σε αυτό, ευτυχώς.




Πάνω και κάτω: πέτρινες μάντρες από ντόπια πέτρα και σπίτια στον Αυλώνα , 15.10. 2015 

Άλλαξα και ανέβηκα  μετά βίας  μαζί με τους άλλους, κατάκοπη και πεινασμένη,  μέσα από τους δρόμους του όμορφου, πετροχτισμένου ορεινού χωριού  στην πλακόστρωτη πλατεία, όπου μας περίμεναν τα τραπέζια στρωμένα για το φαγητό, άλλοι εκδρομείς, κάτοικοι του χωριού  και ο Δήμαρχος. Η αδελφή μου που ήταν τότε αντιδήμαρχος στον Καποδιστριακό Δήμο Κάστρου-Κυλλήνης, κάθισε μετά από πρόσκληση στο τραπέζι των επισήμων και εγώ με την φίλη μου καθίσαμε με άλλους σε ένα άλλο τραπέζι σε ξύλινες καρέκλες που μου φαινόντουσαν άβολες και κουραστικές  για  το ταλαιπωρημένο σώμα μου. Πριν σερβιριστεί το φαγητό, άρχισαν οι προσφωνήσεις και οι λόγοι ενώ το στομάχι μας γουργούριζε από την πείνα. Καθώς η πλατεία είναι ξάγναντη, στο κέντρο του χωριού, φυσούσε ένα αεράκι το οποίο, λόγω του υψόμετρου, ήταν παραπάνω από δροσερό  και καθώς τα κορμιά ήταν τόσο καταπονημένα και τα ρούχα μου καλοκαιρινά, σε λίγο τουρτούριζα, όχι μόνον εγώ, από το κρύο, ενώ υπήρχε κίνδυνος να πουντιάσουμε.  Θυμήθηκα τότε ότι ήμασταν στο χωριό του άντρα της ξαδέρφης μου και ευχήθηκα να ήταν εκεί για να μας φέρει ζακέτες να μην παγώσουμε. Τηλεφώνησα και –ω του θαύματος!-  η ξαδέρφη ήταν όντως στο χωριό, κατάπληκτη όταν με άκουσε για το πώς βρέθηκα εκεί και μάλιστα νυχτιάτικα. Δεν της έδωσα πολλές  εξηγήσεις εκείνη τη στιγμή και της ζήτησα να σπεύσει  με ό, τι ζεστό ρούχο διέθετε  -αν είχε και πάπλωμα ακόμα καλύτερα- στην πλατεία, πριν πουντιάσουμε. Κατέφθασε μετά από λίγο μαζί με τον άνδρα της με μπουφάν και ζακέτες που είχε διαθέσιμα,  μια που το κλίμα στο χωριό απαιτεί τέτοια ρούχα και το καλοκαίρι.  Χώθηκα μέσα στην ηδονική εκείνη την ώρα θαλπωρή  του μπουφάν και μου ερχόταν να κοιμηθώ μέσα σε αυτό εκεί, επιτόπου. Είπαμε τα νέα μας με τα ξαδέρφια που είχαν χαρεί πολύ με την αναπάντεχη επίσκεψή μας και την περιπέτεια της διάβασης και  τους άφησε κατάπληκτους το ότι είχαμε κάνει αυτή την οκτάωρη πορεία μέσα στο ποτάμι.




Από πάνω προς τα κάτω: Ο ενοριακός ναός του χωριού Αυλώνας, χτισμένος με ντόπια πέτρα το  1899, κατά την ανάγλυφη επιγραφή στο υπέρθυρο της νότιας εισόδου 15.10.2015 

Δίπλα μας ήταν η όμορφη, καλοχτισμένη με πέτρα η εκκλησία του χωριού πανηγυρικά ορθάνοιχτη και φωτισμένη. Παρόλη την κούραση και καθώς οι λόγοι καλά κρατούσαν, σηκώθηκα και πήγαμε με την ξαδέρφη και την φίλη μου μέσα στην εκκλησία, να την δω. Με το που μπήκαμε από τη νότια είσοδο, είδα μπροστά μου, πάνω στο βόρειο τοίχο μια μεγάλη τοιχογραφία των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης και δίπλα τους ιστορημένους δύο "ως δίδυμους" αγίους αλλά δεν είχα μηχανή να την φωτογραφίσω (φωτ. μεταγενέστερη). Όμως θεώρησα την εικόνα «σημάδι» που με επανέφερε στο λόγο που είχα ξεκινήσει αυτή την τόσο επίπονη  διάβαση της  Νέδας, αν και δεν είχα εντοπίσει τελικά  τη σπηλιά της Μέλαινας Δήμητρας. Ανάψαμε κεριά και βγήκαμε.



 Πετράλωνα στην πλατεία χωριού γειτονικού στον Αυλώνα  Μεσσηνίας, 15.10. 2015

 Ήρθαν και τα ψητά αρνιά, φάγαμε, ήπιαμε και κρασί, στυλωθήκαμε κάπως. Πολλοί συνοδοιπόροι μάλιστα, παρόλη την κούραση,  έστησαν μαζί με τους χωριανούς και τον χορό, μαζί και η αδελφή μου. Τους θαύμασα για τα κουράγια που εγώ δεν είχα αλλά σκέφτηκα ότι δεν τα είχα καταφέρει και άσχημα, για την ηλικία μου και μάλιστα απροπόνητη και αγύμναστη καθώς ήμουν… Κουβεντιάζοντας έλεγα στην ξαδέρφη μου ότι πρόκειται να επισκεφθώ μετά από μέρες το γειτονικό χωριό Πλατάνια, για να δω το εκκλησάκι της Αγιαλένης.  Η ξαδέρφη μου τότε επέμενε να μείνουμε εκείνο το βράδυ στο σπίτι της και να πηγαίναμε όλοι μαζί στα Πλατάνια και στην Αγιαλένη την επομένη, που εκείνη δεν την ήξερε και ήταν ευκαιρία να πάει και εκείνη και μετά να φεύγαμε. Αυτό δεν γινόταν βέβαια γιατί με περίμενε το αυτοκίνητό μου, με το οποίο θα συνέχιζα το ίδιο εκείνο βράδυ για την Καλαμάτα. Εκείνη ανησυχούσε λέγοντας ότι δεν ήταν δυνατόν μετά από τόση κούραση να οδηγήσω μέσα στη νύχτα για την Καλαμάτα και επέμενε να επιστρέψω στον Αυλώνα μόλις πάρω το αυτοκίνητό μου και να κοιμηθώ εκεί. 



Ποταμός Νέδα, Πλατάνια Μεσσηνίας. Οδικός δείκτης (2.9.2001)


Ποταμός Νέδα, Πλατάνια Μεσσηνίας. Το ιερό τέμενος της Αγιαλένης όπως το διαμόρφωσαν οι Πλατανιώτες μετά τη συλλογική  "ανασκαφή"  κατόπιν ονείρων και την "εύρεση" του ασκεπούς κτίσματος κάτω από τα δέντρα,  το οποίο θεώρησαν παλιό εκκλησάκι και το προστάτευσαν με στέγαστρο, χτίζοντας καινούργια εκκλησία αφιερωμένη στην  αγία Ελένη, κοντά της (2.9.2001)

 Εγώ εντωμεταξύ βρήκα την ευκαιρία να ρωτήσω ντόπιους συνδαιτυμόνες σχετικά  με την Αγιαλένη στα Πλατάνια, να δω πόσο γνωστή ήταν στην περιοχή(φωτ.).  Διαπίστωσα ότι την γνώριζαν όλοι, και το εκκλησάκι και την ιστορία της «εύρεσης» του μετά από όνειρα γυναικών του χωριού, και μιλούσαν με μεγάλη πίστη και ευλάβεια για αυτήν αλλά δεν μπορούσαν να μου εξηγήσουν γιατί αναφερόταν μόνον ως Αγιαλένη [την πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία για την Αγιαλένη στα Πλατάνια, διεξοδικά  σε προσεχή ανάρτηση]. «Ε, άρχισες από απόψε την έρευνα βλέπω», είπε η αδελφή μου που ήρθε λαχανιασμένη λίγο από το χορό.
Σε λίγο καληνυχτίσαμε με ευχαριστίες (επιστρέφοντας και τα μπουφάν) τα ξαδέρφια, τους χωριανούς και τους επισήμους και φύγαμε  να πάρουμε το πούλμαν  για την επιστροφή. Με το που κάθισα στο κάθισμα δίπλα στον οδηγό, αφού θα κατέβαινα στη διασταύρωση της εθνικής οδού για να πάρω το δικό μου αυτοκίνητο, έπεσα σε βαθύ λήθαργο.  Με ξύπνησε ο οδηγός στη Ζαχάρω όπου είχα το αυτοκίνητο, τους αποχαιρέτισα και κατέβηκα, ενώ εκείνοι θα συνέχιζαν βόρεια,  προς Λεχαινά και εγώ νότια, προς Καλαμάτα.
΄Οταν κατέβηκα από το πούλμαν στη διασταύρωση, ήταν περίπου έντεκα η ώρα και ολοσκότεινα. Ήμουν μόνη, κατάκοπη, νυσταγμένη μέσ’ στην ερημιά και καθώς πλησίαζα στο παρκαρισμένο αυτοκίνητο, είχα το δίλημμα: να συνεχίσω για Καλαμάτα ή να επιστρέψω στον Αυλώνα να κοιμηθώ στης ξαδέρφης μου; Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κινητό και αναπήδησα. Ήταν η ξαδέρφη μου που επέμενε να πάω πίσω στον Αυλώνα και μου έδωσε οδηγίες πώς να βρω μια πιο εύκολη διασταύρωση στο καλό Νερό της Κυπαρισσίας που θα με οδηγούσε πιο γρήγορα εκεί. Τελικά αποφάσισα να πάω αλλά μέσα στη νύχτα προσπέρασα τη διασταύρωση που μου είχε υποδείξει  η ξαδέρφη μου  και βρέθηκα στο Κοπανάκι. Εκεί, αφού είχα πάρει πλέον τη στροφή προς Καλαμάτα, ενώ δεν ήταν και τόσο απλό να πάω στον Αυλώνα νυχτιάτικα μέσα από τα βουνά (όσο ήταν βεβαίως για την ξαδέρφη μου, δρόμο που ανεβοκατέβαιναν καθημερινά με το αυτοκίνητο για να πάνε στην παραλία για μπάνιο), το ξανασκέφτηκα και της τηλεφώνησα ότι τελικά δεν θα πάω (δυστυχως την χάσαμε πρόωρα αυτήν την εξαδέλφη, αλλά και την φίλη μου...) 
Συνέχισα λοιπόν το δρόμο μου, δρόμο έρημο σχεδόν από αυτοκίνητα τέτοια ώρα, και κατά τις τρεις π.μ. ξάπλωνα στο  αναπαυτικό κρεβάτι ενός παράλιου ξενοδοχείου στην Καλαμάτα και έπεσα ξερή στον ύπνο. 
Την επομένη το πρωί θα άρχιζα την επιτόπια έρευνά μου στο νομό…

(Για την επακόλουθη επιτόπια έρευνά μου  στο νομό  Μεσσηνίας "στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης", στο https://fiestaperpetua.blogspot.com/2017/03/blog-post.html).



Δείγμα από τις αρχικές σελίδες του χειρόγραφου ημερολόγιου  (Αύγ. - Σεπτ. 2001)




[1] Σχετικά με την ερευνητική μου υπόθεση και έρευνα για την Αγιαλένη, βλ. Ελένη Ψυχογιού, «Μαυρηγή» και Ελένη. Τελετουργίες θανάτου και αναγέννησης, Ακαδημία Αθηνών, Δημοσιεύματα Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής  Λαογραφίας αρ. 24, Αθήνα 2008, κυρίως σελ 36-117. Βλ. επίσης στον ιστότοπο fiestaperpetua. blogspot.com και psychogiou.blogspot.com,  για περιηγητικές/ταξιδιωτικές  αφηγήσεις  για την επιτόπια αυτή έρευνα καθώς και σχετικές μελέτες και άρθρα  μου.
[2]΄όπως το πολύ γνωστό "Ρούσα παπαδιά": https://www.youtube.com/watch?v=qsZSwCQGyiw




https://fiestaperpetua.blogspot.com/2017/03/blog-post.html