21 Απρ 2016

Ταξιδιωτικά-περιηγητικά: Ιστορίες για δράκους από τα Λάμπεια όρη



(27  χρόνια πριν)


Χάρτης της ΒΔ Ηλείας και μέρους της Αχαΐας. Σε κύκλο χωριά κατά μήκος της διαδρομής από τραγανό ως την Κρυόβρυση, παράλληλα με τον ρου του Πηνειού ποταμού

Στο πλαίσιο μιας έρευνας για τις εγκαταστάσεις  νομάδων  και ημι-νομάδων κτηνοτρόφων  στην Ηλεία, είχα επισκεφθεί με το DCV αρχές της δεκαετίας του 1990 και μια μόνιμη, οικογενειακή  εγκατάστασή τους  στα πρώην χειμαδιά, λίγο έξω από το χωριό Τραγανό. Η εγκατάσταση αυτή αποτελεί  έναν μικρό συνοικισμό, που φέρει το όνομα της οικογένειας, με την κατάληξη «-έικα» . Τον αποτελούσαν τέσσερα αδέλφια με τις οικογένειές τους και τις οικογένειες κάποιων από τους μεγαλύτερους  γιους τους, με την πατριαρχική οργάνωση της διευρυμένης οικογένειας, με οικονομικό και «διοικητικό» αρχηγό τον γεροντότερο από τους τέσσερις αδελφούς. Είχα συσχετισθεί αρκετές ημέρες μαζί τους και είχαμε περάσει πολλές ώρες, κυρίως με τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια (μακαρίτες πλέον) που είχαν περισσότερο χρόνο ελεύθερο από τις δουλειές, με αφηγήσεις από την κτηνοτροφία και την ημι-νομαδική, μεταβατική από τον κάμπο στο βουνό,  παλιότερα ζωή τους και με ιστορίες από το πήγαιν’-έλα από το ορεινό χωριό τους, την Δερβινή (σήμερα Κρυόβρυση) πάνω στον Ερύμανθο/Ωλονό  προς τα χειμερινά λιβάδια στη βόρεια Ηλεία και τ’ ανάπαλιν. Μόνιμοι κάτοικοι στον κάμπο πλέον, νοσταλγούσαν το ορεινό χωριό τους και έφερναν πάντα την κουβέντα σε αυτό, αναπολώντας τα παιδικά τους χρόνια όσο και τα καλοκαίρια στα θερινά λιβάδια, τις ένδοξες , κατ’ αυτούς, ληστρικές δραστηριότητες ντόπιων ληστών (Πανόπουλος κ.ά) στην περιοχή, που τους εκτιμούσαν και τους αναδείκνυαν ως ισότιμους με τους Μοραΐτες ήρωες της Ελληνικής Επανάστασης.
Πλησίαζε η γιορτή του Δεκαπενταύγουστου που είναι και το πανηγύρι στη Δερβινή-Κρυόβρυση. Οι δύο συνομιλητές μου λοιπόν θεώρησαν το πανηγύρι ως ευκαιρία να ταξιδέψουμε εκεί, όχι μόνο γιατί είχαν χρόνια να το επισκεφθούν, αλλά κυρίως για να ανεβάσουν εμένα  στο περίφημο, εγκαταλελειμμένο σχεδόν το χειμώνα,  χωριό τους, να δω το πανηγύρι, το ρημαγμένο πατρικό τους σπίτι και  τα ορεινά βοσκοτόπια,  να γνωρίσω τους συγγενείς και φίλους που θα έφταναν  επιτούτου για το πανηγύρι, να με ξεναγήσουν στους τόπους των θρύλων και των μύθων στις πηγές του Πηνειού ποταμού, που μου είχαν ήδη αφηγηθεί. Θα με συνόδευε ο δεύτερος στην ηλικία γέροντας αδελφός, ο γερο-Μήτσος (βοσκός και ξυλογλύπτης) , μαζί με τον 28χρονο, ήδη οικογενειάρχη, γιο του, που δέχτηκε (εκών-άκων) την αποστολή. Φυσικά και συμφώνησα μετά χαράς, καταϋποχρεωμένη, με έναν όρο: να κάνουμε το ταξίδι με το δικό μου αυτοκίνητο, το σαραβαλάκι  τον  «Φιρφιρή» (DCV), ώστε να μην ξοδευτούν για τα καύσιμα αλλά και για να έχω και  εγώ ελευθερία κινήσεων, σε περίπτωση που εκείνοι θα ήθελαν να παραμείνουν εκεί πολλές ημέρες. Ο γέρο-Μήτσος κοίταξε απαξιωτικά το ντεσεβό και είπε καγχάζοντας: με τούτο ‘δώ το σαράβαλο κονσερβοκούτι  θες να ανεβούμε στο βουνό, κυρα-Λένη;  Θα έχει διαλυθεί πριν να  φτάσουμε στην  Κάπελη (το δρυοδάσος στο οροπέδιο της Φολόης)! Θα πάρουμε το φορτηγό και θα ανεβούμε! Εγώ επέμενα υπερασπιζόμενη το σαραβαλάκι μου (αλλά και υποψιαζόμενη ότι δεν ήθελε να μπει σε αυτοκίνητο που οδηγεί γυναίκα) και υποχώρησε, αν και ήταν σίγουρος ότι το αυτοκίνητο δεν θα τα ’βγαζε πέρα, με τρεις επιβάτες, μάλιστα.
Ξεκινήσαμε λοιπόν λίγο πριν το μεσημέρι της παραμονής του 15αύγουστου με το ντεσεβό για τη Δερβινή μέσα από τη λοφώδη, δασωμένη Πηνεία, παίρνοντας τον κάπως ανηφορικό, από το χωριό Χάβαρι και μετά, δρόμο Αμαλιάδας- εθνικής οδού «111», που συνδέει την Πάτρα με την Τρίπολη.  Οι αντιστάσεις του γερο-Μήτσου είχαν καμφθεί ακούγοντας το σταθερό γουργούρισμα της μηχανής και εγκρίνοντας ως ασφαλή την οδήγησή μου και ήμασταν όλοι χαρούμενοι, ο καθένας για τους λόγους του, ο κυρ-Μήτσος και συγκινημένος  που θα έβλεπε το χωριό του και μου περιέγραφε ενθουσιασμένος αυτά που είχα να δω εκεί.
Λίγο πριν μπούμε στο κεφαλοχώρι Σιμόπουλο όμως, δηλαδή λίγο πριν το δάσος της  Κάπελης, η προφητεία του γερο-Μήτσου εκπληρώθηκε: το αυτοκίνητο άρχισε να τα φτύνει και πριν καλά-καλά διασχίσουμε το χωριό, σταμάτησε, οριστικά και αμετάκλητα…! Ο γιος προσφέρθηκε να δει τη μηχανή, μέχρι και τη μανιβέλα που διέθετε βάλαμε και την γυρίζαμε  μπας και πάρει μπρος, αλλά τίποτα! Στο συνεργείο του χωριού είπαν ότι δεν θα φτιαχνόταν πριν την επομένη της γιορτής της Παναγίας . Απελπίστηκα και ντροπιάστηκα που είχα υποβάλει τους τόσο ευγενικούς αυτούς ανθρώπους σε αυτή την ταλαιπωρία, με την ξεροκεφαλιά μου. Περισσότερο στεναχωριόμουν που είχα στερήσει τη χαρά από τον γερο-Μήτσο να  δει το χωριό του. Ζήτησα σκασμένη χίλια συγγνώμη, σαν βρεμένη γάτα, και είπα «τι να κάνουμε, θα πάρουμε ταξί από το Σιμόπουλο και θα γυρίσουμε πίσω, θα έλθω εγώ μετά με την οδική βοήθεια να πάρω το αυτοκίνητο»… «Ταξί θα πάρουμε», είπε ο γερο-Μήτσος με αποφασιστικότητα που τώρα δεν σήκωνε κουβέντα, «αλλά θα το πάρει ο Γιώργης [ο γιος] και θα πάει στο Τραγανό να πάρει το φορτηγό μας να το φέρει εδώ και θα συνεχίσουμε∙ ξεκινήσαμε για το πανηγύρι και θα πάμε, δεν γυρίζει κανένας πίσω!» Δεν με έπαιρνε βέβαια να φέρω αντιρρήσεις, ούτε και ήθελα, εξάλλου. Στο μόνο που τον κατάφερα με τα πολλά να υποχωρήσει, ήταν να πληρώσω εγώ το ταξί. 
Όταν έφτασε ο γιος με το μεγάλο φορτηγό που μύριζε έντονα σαπισμένη βιομηχανική  ντομάτα γιατί  εκείνη την εποχή είχε βεντέμα στον Κάμπο και την μετέφεραν με αυτό στα εργοστάσια της Ηλείας, στριμωχτήκαμε και οι τρεις εμπρός, στο κουβούκλιο, και με οδηγό τον γιο, ξεκινήσαμε ν΄ανηφορίζουμε παράλληλα με την ορεινή κοίτη του Πηνειού ποταμού, για το πανηγύρι…


Από το δάσος  της Φολόης (Κάπελη), Ιούν. 2015

Μετά από  ένα ξέφωτο του  πυκνού δρυοδάσους της Φολόης, την Κάπελη, όπου  το σημερινό χωριό Πανόπουλο (πρώην «χάνι Πανόπ’λου») στρίψαμε αριστερά, προς τις πανύψηλες, τοπικές  βουνοκορφές του Ερύμανθου, τον «Αστρά» (ή «Λάμπεια Όρη», γιατί οι κορυφές του, είτε χιονισμένες είτε πετρώδεις και γυμνές, αστράφτουν λευκές στον ήλιο αλλά και στο φεγγαρόφωτο). Ο δρόμος  μέσα από τα ελατοβριθή τώρα βουνά,  γινόταν όλο και πιο ανηφορικός, το τοπίο όλο και πιο άγριο (και ‘γώ, η άσχετη,  ήθελα να φέρω εδώ το Φιρφιρή!). Περάσαμε τα χωριά Τσίπιανα και Αγία Κυριακή.


 Κορυφές του "Αστρά" (Ιούν. 2015)


Ελατόφυτες πλαγιές του Αστρά (Απριλ. 2010)

 Όταν φτάσαμε σε  έναν επίπεδο, ανοιχτό  τόπο στρωμένο με χοντρές, άσπρες ποταμο-κροκάλες, ο γερο-Μήτσος πρόσταξε στάση και κατεβήκαμε από το φορτηγό. Με πληροφόρησε ότι βρισκόμασταν στην κοίτη του Πηνειού ποταμού, ξερή τώρα το καλοκαίρι, πολύ κοντά στις πηγές του. Μου έδειξε κάτι πέτρινα χαλάσματα  πέρα από τις αριστερές, υπερυψωμένες όχθες του, που ήταν κάποτε τα «γρέκια» τους, τα θερινά καταλύματα βοσκών και ζώων. Μετά μου είπε να προχωρήσουμε λίγο παρακάτω περπατώντας, προκειμένου να μου δείξει την περίφημη «Δρακότρουπα» ή «Διακότρουπα», για το θρύλο της οποίας μου είχαν μιλήσει τις προηγούμενες ημέρες.  Πλησιάσαμε με δέος στη βάση της απότομα υψούμενης πλαγιάς στα δεξιά, μέρος της νότιας όχθης του ποταμού, και είδα να ανοίγεται το στόμιο ενός αχανούς, σκοτεινού  βάραθρου, που οι ντόπιοι αποκαλούν «Δρακόρουπα» ή «Διακότρουπα», που καταπίνει μεγάλο μέρος των νερών του ποταμού, όταν «κατεβάζει». Το θεωρούν άπατο, με άγνωστο βάθος σπήλαιο, από όπου στη γιορτή του άη- Κωσταντίνου (και Ελένης, 21 Μάη) έβγαινε με αστραπόβροντο κατ’ έτος ο τρομερός δράκος Δρακοτρουπίτης/Διακοτρουπίτης λέγοντας …κι αν αστράψει και βροντήξει, παπαδοπούλα θε να λείψει!..., και άρπαζε την παπαδοπούλα που χόρευε πρώτη στο χορό στο πανηγύρι  που γινόταν σε ένα  ομώνυμο ξωκλήσι, στην κορυφή του βουνού (λεπτομέρειες σχετικά με το μύθο και πως εντάσσεται στην αφήγηση περί Ελένης-Αγιαλένης στην ανάρτησή μου: http://fiestaperpetua.blogspot.gr/2013/01/blog-post.html ).
Μου είπε ότι αυτά γινόντουσαν «παλιά» και ότι δεν γίνεται πλέον πανηγύρι και χορός στον «Αγιοκωσταντίνο». Στην ερώτησή μου πού ήταν ακριβώς αυτό το ξωκλήσι, ο γερο-Μήτσος μου έδειξε ψηλά στην κορυφογραμμή στ’ ανατολικά και μου εξήγησε ότι το «εκκλησάκι» είναι ένα χάλασμα, κάτι πέτρινα τοιχία,  που βρίσκεται ακριβώς πάνω στο διάσελο του βουνού που χωρίζει την Ηλεία από την Αχαΐα και ότι από εκεί περνάει το ορεινό μονοπάτι που συνδέει τους δύο νομούς, όσο και το χωριό  του, τη Δερβινή,  στην Ηλεία με την Προστοβίτσα (σήμερα Δροσιά) στην Αχαΐα. Τα λόγια του μου έφεραν στο νου ένα τέτοιο ξωκλήσι-χάλασμα «Αγιοκωσταντίνο» που είχα δει όταν είχα σκαρφαλώσει σε μια στάνη στην άλλη πλευρά της κορυφογραμμής του βουνού δεκαπέντε περίπου χρόνια πριν, που είχα κάνει επιτόπια έρευνα στην Προστοβίτσα.  Του περιέγραψα το τοπίο, όπως το θυμόμουν, αλλά του είπα και το όνομα του ιδιοκτήτη της στάνης που επίσης θυμόμουν γιατί είχα περάσει μια ολόκληρη σχεδόν ημέρα εκεί, καθώς  φαντάστηκα ότι ίσως το γνωρίζει, αφού τα βοσκοτόπια της Δερβινής και της Προστοβίτσας γειτονεύουν.  Με διαβεβαίωσε κατόπιν αυτών των «σημαδιών» ότι όντως ο «Αγιοκωσταντίνος» του μύθου με τον απαγωγέα  Δρακοτρουπίτη, ήταν το κτίσμα που είχα δει (και φωτογραφίσει) και εγώ!


 (1989)


(1977)

Μπήκαμε πάλι στο φορτηγό (εγώ συλλογισμένη με το μύθο, σκεφτόμουν ότι και μόνο για τη «Δρακότρουπα» άξιζε που είχαμε κάνει το ταξίδι) και προχωρούσαμε προς μια κλεισούρα όπου φαινόταν σαν να συγκλίνουν οι ορεινοί όγκοι, ενώ  είχαν ήδη αρχίσει να διαφαίνονται κάποια σπίτια στο βάθος-βάθος. «Να τη η Δερβινή!» μου είπε με καμάρι και συγκίνηση ο γερο-Μήτσος. Πριν ολοκληρώσει καλά-καλά τη φράση του, ακούστηκε ένα συνθηματικό, δυνατό σφύριγμα από ψηλά, στ’ άριστερά μας. Σκύψαμε στο παράθυρο και είδα στην κορυφή της πλαγιάς έναν λεπτοκαμωμένο, μέτριου αναστήματος άντρα εν μέσω ενός κοπαδιού από γίδια που έβοσκαν, να σφυρίζει και να γνέφει προς το φορτηγό μας. Μέχρι να καλο-κοιτάξουμε, να αναγνωρίσουν οι συνταξιδιώτες μου τον βοσκό και να απαντήσουν στα σφυρίγματα, εκείνος είχε κιόλας σκαπετήσει την ψηλή, πετρώδη, κατάφυτη με αγκαθωτές αφάνες πλαγιά και ήταν δίπλα στο φορτηγό! Ακολούθησαν ενθουσιώδεις και εγκάρδιες ανταλλαγές χαιρετισμών και ασπασμών και κατάλαβα από τις προσφωνήσεις ότι ήταν κουμπάροι. Ο κουμπάρος ήταν νέος αλλά με πρόσωπο ρυτιδωμένο από τον ήλιο και τον αέρα του βουνού, λεπτός και ευκίνητος και πολύ εκδηλωτικός. Με σύστησαν και εμένα, καθώς ο κουμπάρος δεν με αναγνώριζε και με κοίταζε περίεργος, ως «υπάλληλο του Υπουργείου που γράφει για το χωριό». Μας προσκάλεσε να πάμε πάραυτα στο σπίτι του να μας καλωσορίσει και να μας φιλέψει, με επιμονή και δυναμισμό που δεν σήκωνε αντίρρηση. Ακολούθησε πεζός το φορτηγό που πάνω στο στενό χωματόδρομο πήγαινε αργά και σταματήσαμε σε ένα ισόγειο πέτρινο σπίτι που ήταν πάνω στο δρόμο μας, λίγο πριν μπούμε στο χωριό. 


Τσίπιανα. Πέτρινο σπίτι, χαρακτηριστικό της ορεινής Ηλείας (Απρ. 2010)

Αλυχτίσματα σκυλιών που ήταν δεμένα σε ένα δέντρο μας υποδέχτηκαν καθώς κατεβαίναμε από το φορτηγό. Η πόρτα του σπιτιού άνοιξε και πρόβαλε μια μικροκαμωμένη, λεπτή, εμφανώς «αργασμένη» από αγροτο-κτηνοτροφικές και οικιακές δουλειές, νέα γυναίκα. «Βάλε μεζέδες και ό,τι άλλο έχεις να κεράσουμε τους κουμπάρους» διέταξε τη  γυναίκα ο κουμπάρος, πριν εκείνη προλάβει καλά-καλά να χαιρετήσει τους επισκέπτες. Μπήκαμε στο σπίτι, κλασικό τύπο ημι-ανώγειου σπιτιού (εμπρός ισόγειο και πίσω διώροφο, λόγω της κατωφέρειας του εδάφους), όπως είναι η πλειονότητα των σπιτιών της ορεινής Πελοποννήσου: πλατυμέτωπο, με δύο κύρια δωμάτια, το «χειμωνιάτικο» με το τζάκι και το «καλοκαιρινό» ή  σάλα, ενίοτε και ένα μικρό δωμάτιο ανάμεσά τους, τη «μεσάντρα». Μας έμπασαν στην ευρύχωρη, απέριττη ως προς την επίπλωση και τη διακόσμηση, σάλα και καθίσαμε, οι ξένοι και ο νοικοκύρης,  γύρω από το μεγάλο τραπέζι. Η νοικοκυρά καλογέλαστη αλλά διστακτική και κάπως μαζεμένη, μετά τα καλωσορίσματα εξαφανίστηκε στο άλλο δωμάτιο. Οι κουμπάροι επιδόθηκαν σε ενθουσιώδη και βροντόφωνη, εγκάρδια συζήτηση, ανταλλάσσοντας ειδήσεις από τις οικογένειες, τις δουλειές , τα νέα του χωριού και τα σχετικά με το πανηγύρι. Ο νοικοκύρης ανακοίνωσε χαρούμενος ότι μόλις είχε πουλήσει τα ζωντανά του και ότι ήταν ευχαριστημένος από τις τιμές και την είσπραξη. Η πόρτα της σάλας άνοιξε και μπήκε η νοικοκυρά κρατώντας πιατέλα με αχνιστούς μεζέδες βραστού, «χοντρού» κρέατος με μπόλικο αλατο-πίπερο, σπιτικό τυρί φέτα, φέτες ζυμωτού, σπιτικού ψωμιού, μια μποτίλια κρασί, ποτήρια και πιρούνια. Το δωμάτιο μοσχοβόλησε και οι σιελογόνοι αδένες μας υπερλειτουργούσαν, καθώς ήμασταν νηστικοί από το πρωί και ήταν πλέον προχωρημένο απόγευμα, σε λίγο θα σουρούπωνε.  Αναρωτήθηκα πώς είχε τέτοια ώρα έτοιμους, ζεστούς μεζέδες και σκέφτηκα ότι φαίνεται περιμένοντας επισκέπτες, δικούς και ξένους, λόγω πανηγυριού, θα είχε βραστό έτοιμο για τα φιλέματα∙ τα υπόλοιπα εδέσματα είναι αυτονόητα σε κάθε αγροτόσπιτο. Πίσω της, στο πλαίσιο της πόρτας φάνηκε η μορφή ενός μικρού, 8-9 χρονών, κοριτσιού που κοίταζε με διστακτική περιέργεια τους επισκέπτες αλλά δεν έμπαινε μέσα. Η νοικοκυρά ακούμπησε τα κεράσματα στο τραπέζι και έκανε να φύγει. «Κάτσε, κουμπάρα, να σε ιδούμε», είπε ο γερο-Μήτσος. «Έχει δουλειές» είπε επιτακτικά ο νοικοκύρης και εκείνη εξαφανίστηκε πίσω από την πόρτα μαζί με το κορίτσι. Η συζήτηση με το φαγοπότι εξελίχθηκε σε γλεντοκόπι, καθώς θύμησες από παλιές ιστορίες του χωριού ήρθαν στην επιφάνεια προκαλώντας πειράγματα και γέλια αλλά και κάποια τραγουδίσματα κλέφτικων τραγουδιών. Με αφορμή κάποιες αφηγήσεις σχετικές με ζωοκλοπές και με  τους ντόπιους ληστές, βγήκε στην επιφάνεια και το όπλο του νοικοκύρη. Κατόπιν αυτού θέλησαν να τους απαθανατίσω φωτογραφικά με το όπλο και βγήκαμε στην αυλή, όπου άρχισαν τους εορταστικούς πυροβολισμούς με σκάγια και τους φωτογράφισα, σύμφωνα με την επιθυμία τους, σε πόζες φαρ-ουέστ. Είχε πια σουρουπώσει όταν αποφάσισαν οι «δικοί μου» να συνεχίσουμε προς το χωριό. Αποχαιρετίστηκαν ενθουσιωδώς δίνοντας ραντεβού για το βράδυ, στο γλέντι και το χορό με τα όργανα, που όπως μας πληροφόρησε θα έπαιζαν για το πανηγύρι. Εγώ είχα αγριευτεί κάπως με τις πατριαρχικές-ανταρσιακές συμπεριφορές αλλά είχα πλέον μεγάλη εμπειρία στην επιτόπια έρευνα με κτηνοτρόφους και ήξερα πόσο λιγότερο ή περισσότερο θεατρικά ήταν όλα αυτά  -εν μέρει και προς δικό μου εντυπωσιασμό- και ήμουν ψύχραιμη παρατηρήτρια, προσαρμοζόμενη στα ήθη τους, ως και φιλοξενούμενη, εξάλλου.
Προχωρήσαμε μέσα στο χωριό και, καθώς το πατρογονικό σπίτι των συνταξιδιωτών μου είναι ερείπιο, θα πηγαίναμε να επισκεφθούμε το σπίτι του πρώτου εξαδέλφου του γερο-Μήτσου, ο οποίος μένει μόνιμα εκεί. Φτάσαμε στο σπίτι, στο κέντρο του χωριού, παρόμοιο στη διαρρύθμιση με το προηγούμενο. Άλλα καλωσορίσματα και αγκαλιάσματα εκεί, γέλια και φιλιά, συστάσεις για μένα και το ρόλο μου (περίπου, μετά κατάλαβα τι νόμισαν) στην παρέα. Απ’ ό,τι αντιλήφθηκα, η άφιξή μας δεν ήταν αναμενόμενη, τους την έκανε έκπληξη ο γερο-Μήτσος, αλλά η προσέλευση συγγενών και φίλων και από άλλα χωριά είναι αυτονόητη και ευπρόσδεκτη στα πανηγύρια, οπότε δεν έδειξαν να δυσανασχετούν, το αντίθετο.  Μας πέρασαν στη σάλα. Ο εξάδελφος, ένας ψηλός, λεβέντης γέροντας που στηριζόταν σε μια μαγκούρα, ήταν αρχηγός μιας μεγάλης οικογένειας, με εννιά παιδιά, γιους και κόρες. Παντρεμένα όλα, δεν έμεναν μόνιμα στο χωριό αλλά είχαν κάνει οικογένειες και κατοικούσαν σε αστικά κέντρα της Ηλείας και της Αχαΐας (Πύργο, Πάτρα) και στην Αθήνα, ενώ στο χωριό έμεναν μόνιμα οι γέροντες με έναν  από τους γιους, θαρρώ. Καθώς είχαν έλθει όλοι για το πανηγύρι, το σπίτι έσφυζε από κόσμο, μεγάλους και μικροπαίδια. Μας κέρασε η μικροκαμωμένη και ταλαιπωρημένη, όπως φαινόταν, μαυροφορεμένη γερόντισσα νοικοκυρά  μπακλαβά σπιτικό γιατί θα τρώγαμε φαγητό μετά, στα όργανα. Πιάσανε την κουβέντα, ενώ μανάδες και παιδιά κυκλοφορούσαν τριγύρω μας με φούρια, προετοιμαζόμενοι και για τη βραδινή έξοδο στο πανηγύρι. ΄Εβλεπα με έκπληξή μου να μπαινοβγαίνουν στο σπίτι και 3-4 παπάδες και με πληροφόρησαν ότι ήταν όλοι τους γαμπροί του οικοδεσπότη, σύζυγοι κάποιων από τις θυγατέρες του!
Ήρθε η ώρα να βγούμε έξω, να πάμε όλοι (πλην της γιαγιάς που θα έμενε να φροντίζει δύο από τα μικρά εγγόνια που είχαν πυρετό) στο χώρο όπου θα έπαιζαν τα όργανα και θα γινόταν το γλέντι για τη γιορτή του 15αύγουστου, παραμονή. Όταν βγήκαμε όλοι μαζί και ξεκινήσαμε σαν σε οικογενειακή πομπή, είπα παράμερα στον γέρο-Μήτσο: «Μπάρμπα Μήτσο, πού θα κοιμηθούμε;» «Εδώ, στου ξάδερφου!» μου λέει, με άνεση. «Μα, εδώ είναι τόσος κόσμος, πού θα μας βάλουν και εμάς;», είπα, «και καλά εσείς που είσαστε συγγενείς, αλλά εγώ ντρέπομαι! Όση ώρα μείνει για ύπνο μετά τα όργανα, εγώ θα κοιμηθώ στο φορτηγό, στο κουβούκλιο, έχω μαζί μου υπνόσακκο, επί τούτου!» «Τι λες καημένη μου», μου λέει αυστηρά ο γερο-Μήτσος, «που θα σ’ αφήσουμε να κοιμηθείς στο φορτηγό, στο σπίτι θα μείνεις, τελείωσε!» Εκείνη τη στιγμή μας προσέγγισε και ο γερο-ξάδερφος, που είχε φαίνεται πάρει το αυτί του τη στιχομυθία μας. «Για άκου ΄δω, κυρά-Λένη», μου λέει αυστηρά, κουνώντας μπροστά μου τη μαγκούρα, «κουμάντο να κάνεις στο σπίτι σου! Εδώ κάνω κουμάντο εγώ και θα μείνεις απόψε στο σπίτι μου, μαζί με τους άλλους, είσαι φιλοξενούμενή μου, τελείωσε! Δεν σηκώνω κουβέντα, άκου θα κοιμηθείς στο φορτηγό κοτζάμ γυναίκα!» «Καλά της λες!» συμπλήρωσε ο γερο-Μήτσος. Σιώπησα και προχωρήσαμε προς το χώρο όπου είχαν στήσει  τέντα για τα όργανα. Λόγω υψόμετρου έκανε κρύο και είχαμε φορέσει ζακέτες. Το χωριό δεν είχε αρκετά μεγάλη πλατεία και η τέντα είχε στηθεί σε ένα πλάτωμα του δρόμου που οδηγεί στο χωριό, με την εξέδρα για την ορχήστρα σύρριζα στο φρύδι του γκρεμού που ανοίγεται στη μια πλευρά του δρόμου και τα τραπεζο-καθίσματα πάνω στο οδόστρωμα. Λόγω κρύου, πλαστικά πανιά τύλιγαν γύρω-γύρω όλο το χώρο, δημιουργώντας ένα είδος κλειστής αίθουσας.
Μόλις μπήκαμε, ο κουμπάρος που είχαμε ήδη γνωρίσει ήταν εκεί με την οικογένεια, είχε πιάσει ένα μεγάλο επίμηκες τραπέζι κοντά στην πίστα του χορού και στα όργανα και μας φώναζε να πάμε να καθίσουμε όλοι εκεί, παρέα. Ταχτοποιηθήκαμε όλοι, κοσμικοί και παπάδες, μικροί και μεγάλοι,  οικογενειακώς, μαζί με την οικογένεια του κουμπάρου. Τα αγχωμένα νεαρά γκαρσόνια, αεικίνητα,  άρχισαν να φέρνουν κουτιά μπύρες και γουρουνοπούλα σουβλιστή, κριτσανιστή εξωτερικά και ζουμερή εσωτερικά,  σε λαδόκολλα. Τα τραπέζια είχαν σχεδόν όλα καταληφθεί ενώ εισέρρεαν συνεχώς οι χωριανοί συν γυναιξί και τέκνοις, των  γιαγιο-παππούδων και των  μωρών συμπεριλαμβανομένων,  όσο ηλικιωμένοι κι αν ήταν οι πρώτοι και όσο νεογνά τα δεύτερα. Οι ανταλλαγές ευχών για τη γιορτή και καλωσορισμάτων  πλημμύριζαν το χώρο με χαρούμενη  οχλαγωγία. Η ορχήστρα πάνω στο πάλκο μόλις είχε αρχίσει να παίζει μουσικά κομμάτια, οι τραγουδιστές δεν είχαν ανέβει ακόμα. Έτσι που έβλεπα την εξέδρα της ορχήστρας προχειροφτιαγμένη με σανίδες σύρριζα στο γκρεμό, φοβόμουν μην κατρακυλήσουν, μουσικοί και όργανα, στο χάος.
Είχα ανοίξει το κασετόφωνο για την καταγραφή και είχα έτοιμη και τη φωτογραφική μηχανή. Ανέβηκαν στο πάλκο και οι «τραγουδιάρες», μια μεσόκοπη γυναίκα, φίρμα των δημοτικών τραγουδιών στην ευρύτερη περιοχή, και μια νέα και "θεωρητικιά", προκλητικά ντυμένη, κοπέλα, ως «γλάστρα»-κράχτης. Χρέη τραγουδιστή έκανε και ο κλαριτζής. Η ώρα περνούσε, οι οικογενειακές παρέες είχαν αρχίσει να σηκώνονται μία-μία για χορό, κατόπιν σειράς προτεραιότητας, σύμφωνα με το γραπτό σημείωμα-παραγγελιά που είχαν στείλει στην ορχήστρα. Παραδοσιακά τραγούδια, τσάμικα και καλαματιανά,  σύμφωνα με την επιθυμία του εκάστοτε πρωτοχορευτή, έπαιζε η ορχήστρα, δεχόμενη και τη «χαρτούρα», τα χαρτονομίσματα που της ακουμπούσε ο πρωτοχορευτής ή κάποιο άλλο μέλος της οικογένειας για χάρη του, ιδίως  για τις γυναίκες. Ήρθε η σειρά και της δικής μας «παρέας» για χορό. Σηκώθηκαν όλοι (πλην εμού, που ηχογραφούσα), μηδέ των παπάδων εξαιρουμένων, ενώ προστέθηκαν στον κύκλο και κανα-δυο άλλοι παπάδες, γνωστοί και συγγενείς τους από άλλες παρέες. Οι παπάδες δέσποζαν με τα μαύρα ράσα τους στον κύκλο του χορού και στο χώρο γενικότερα, σαν αλλόκοτη “danza macabra”. Θεώρησα το θέαμα ενδιαφέρον εθνογραφικά και άξιο φωτογράφισης και καθώς λάβαινε χώρα σε δημόσιο χώρο, τράβηξα μια φωτογραφία. Το άναμμα του φλας τράβηξε την προσοχή ενός από τους χορευτές παπάδες, ο οποίος αποσπάστηκε από το χορό και ήρθε κοντά μου θυμωμένος, λέγοντάς μου να τον ακολουθήσω έξω. Τον ακολούθησα περίεργη τι με ήθελε και εκείνος με επέπληξε δριμύτατα για το ότι είχα τραβήξει φωτογραφία, προσπαθώντας μάλιστα να μου αποσπάσει τη μηχανή για να καταστρέψει το φιλμ, γιατί, όπως μου είπε, είχα τραβήξει τη φωτογραφία με σκοπό να την βάλω, ως «δημοσιογράφος» που ήμουν, στις εφημερίδες ή/και να τη στείλω στον Δεσπότη και να βρουν τον μπελά τους. Προσπάθησα να του εξηγήσω το λόγο που την είχα τραβήξει, λέγοντάς του ότι εγώ θεωρούσα προς τιμήν τους το να συμμετέχουν  με αυτό τον τρόπο στο πανηγύρι και ότι δεν σκόπευα να κάνω αυτά που φοβόταν, αρνούμενη να του παραδώσω το φιλμ. Με τα πολλά  υποχώρησε και μπήκαμε μέσα, προς ανακούφιση του γέρο-Μήτσου που είχε ανησυχήσει για το τι με ήθελε ο παπάς, και τον είδα έτοιμο να αναλάβει δράση για να με προστατεύσει. Η «παρέα μας» χόρευε ακόμα σε πλήρη ανάπτυξη, με γονιούς, γιους, κόρες, νύφες και γαμπρούς να σέρνουν το χορό εναλλάξ, να καμαρώνει και να την καμαρώνουν οι συγχωριανοί ή και να την σχολιάζουν. Κάποια στιγμή, ο «καου-μπόυ» κουμπάρος που είχαμε συναντήσει μπαίνοντας στο χωριό, μερακλωμένος, άφησε το χορό, πλησίασε στο τραπέζι, πήρε στο ένα χέρι το πιστόλι που φαίνεται είχε φέρει μαζί του και στο άλλο χέρι ένα παχύτατο πάκο πεντοχίλιαρα που έβγαλε από την κολότσεπη, άρχισε να τα πυροβολεί με σκάγια και να τα πετάει στον αέρα σαν φέιγ-βολάν, φωνάζοντας «θα τα κάψω»!  Προς στιγμήν όλοι  έμειναν άφωνοι, η ορχήστρα σταμάτησε, οι χορευτές το ίδιο, αλλά σύντομα άρχισαν να σιγοντάρουν τον κουμπάρο: η ορχήστρα με έντονη μουσική και οι συνδαιτυμόνες με γιουχαΐσματα, παροτρύνσεις και  γέλια. Μόνο την γυναίκα του είδα να γίνεται κατάχλωμη και να πέφτει με τα γόνατα κάτω, μαζί με το κορίτσι, και να προσπαθεί, μπουσουλώντας κάτω από τα τραπέζια, να περισώσει ό,τι μπορούσε από τα σκορπισμένα πεντοχίλιαρα, που με τόσους, και δικούς της κόπους, είχαν αποκτηθεί. Εκείνος της έβαλε τις φωνές: «Σήκω μωρή, άστα να πάνε στο διάολο, μην τα μαζεύεις»! Αλλά εκείνη συνέχισε, προσηλωμένη στο έργο της, αν  και φοβισμένη και απελπισμένη. Το επεισόδιο έληξε και το γλέντι συνεχίστηκε με άλλες παρέες στο χορό.
Κατά τη μιάμιση, ο γερο-ξάδερφος, ο πατριάρχης της οικογένειας, πήρε τη μαγκούρα του και με πλησίασε. «Σήκω, φεύγουμε», μου λέει επιτακτικά. «Πού να πάμε;» του λέω εγώ έκπληκτη. «Στο σπίτι, πέρασε η ώρα, σήκω να φύγουμε!» μου λέει, ακόμα πιο επιτακτικά. «Μα εγώ κάνω δουλειά εδωπέρα, ηχογραφώ τα τραγούδια, είναι νωρίς ακόμα», του λέω, «πηγαίνετε εσείς και θα έρθω με τους άλλους». «Σήκω είπα, είσαι φιλοξενούμενή μου και θα κάνεις αυτό που σου λέω!», είπε κουνώντας απειλητικά τη μαγκούρα μπροστά μου.  Έδωσα τόπο στην οργή και σηκώθηκα, μάζεψα τα πράγματά μου και τόλμησα να βγάλω πορτοφόλι να πληρώσω, ό, τι μου αναλογούσε, αλλά η δολοφονική ματιά του γέρου και το εκ νέου σήκωμα της μαγκούρας μαζί με τις διαμαρτυρίες και των άλλων τώρα, με έκαναν να το βάλω πάλι στην τσάντα μου. Τον ακολούθησα, ενώ οι άλλοι γελούσαν και μου έλεγαν «βρήκες το μπελά σου με το γέρο, κάνε κι αλλιώς, δεν τα βγάζεις πέρα!». 
Φτάσαμε στο σπίτι, όπου στο «χειμωνιάτικο» δωμάτιο βρήκαμε πάνω σε ένα διπλό κρεβάτι την γιαγιά μαζί με τα δύο άρρωστα εγγόνια, να τους έχει πάρει ο ύπνος. «Γριά, σήκω!» έβαλε τις φωνές ο γέρος, «σήκω να βάλεις μεζέ και να τηγανίσεις και πατάτες να φάει η ξένη γυναίκα»! «Μα τι λέτε» του είπα εγώ αγανακτισμένη, «θα σηκώσετε τη γυναίκα τέτοια ώρα να μου φτιάξει εμένα φαγητό; Φάγαμε στο πανηγύρι, δεν θέλω, σας παρακαλώ!» «Εσύ να κάνεις κουμάντο στο δικό σου σπίτι, όχι στο δικό μου, άκουσες;» μου είπε άγρια και πρόσθεσε «άντε μωρή, σήκω» απευθυνόμενος προς την ταλαίπωρη γιαγιά που είχε ήδη ανασηκωθεί από το στρώμα, λέγοντας «καλά, σηκώνομαι, μη φωνάζεις, θα ξυπνήσεις τα παιδιά, είδα κι έπαθα να τα κοιμήσω!». Κάνοντάς μου νόημα να μην του φέρνω αντιρρήσεις, σηκώθηκε και ασχολήθηκε με τις πατάτες, αφού το βραστό ήταν έτοιμο. Εγώ  με το γέρο καθίσαμε στο τραπέζι. Καθώς η γιαγιά ετοίμαζε την παραγγελία ενώ εγώ ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί, ο γέρος μου έκανε μάθημα περί των  απαράβατων κανόνων της φιλοξενίας και του ποιος κάνει κουμάντο στο σπίτι.  Ψιλο-έφαγα, να μην είναι μάταια και η νυχτερινή ταλαιπωρία της γιαγιάς, η οποία μετά με οδήγησε στη σάλα, για τον ύπνο. Μπαίνοντας είδα το πάτωμα στο μεγάλο δωμάτιο στρωμένο απ’ άκρου εις άκρον με καθαρά, λευκά στρωσίδια κατάχαμα, όπου θα κοιμόμασταν η αφεντιά μου και αρκετά από τα μέλη της οικογένειας στρωματσάδα, πλάι-πλάι. Μου υπέδειξε ένα από τα στρωσίδια στη μια άκρη που προοριζόταν για μένα και με καληνύχτισε. Την καληνύχτισα και εγώ με ευχαριστίες, ζητώντας της συγγνώμη για την αναστάτωση που τους είχα φέρει και για τα όσα είχαν προηγηθεί. «Μη στενοχωριέσαι, παιδάκι μου», μου είπε εκείνη γελαστή, «χαρά μας να σε φιλοξενήσουμε, αυτά έχει το πανηγύρι, μαθημένα τα βουνά από τα χιόνια, μόνο που δεν έχουμε τρόπο να σε περιποιηθούμε όπως πρέπει»! Ξάπλωσα μισο-ντυμένη στο στρώμα αλλά δεν με έπαιρνε ο ύπνος, αναλογιζόμενη τα όσα είχαν συμβεί εκείνη την ημέρα, που μου φαινόταν μήνας. Σε κάμποση ώρα άκουσα φασαρία και σε λίγο, κόρες, γαμπροί-παπάδες και παιδιά ξάπλωσαν στα διπλανά μου στρωσίδια και δεν άργησε να πέσει ησυχία. Καθώς σε λίγο ακούγονταν οι ρυθμικές ανάσες και τα ροχαλητά των συν-κοιμωμένων μου, νοιώθοντας μια συντροφικότητα και μια ασφάλεια που είχα να νιώσω από ανάλογες πανηγυρικές στρωματσάδες παιδί στο χωριό, με πήρε ο ύπνος…
Ξυπνήσαμε σχετικά νωρίς, οι παπάδες και ο γέρος πριν από όλους για τη λειτουργία. Φάγαμε με τον γερο-Μήτσο ψωμοτύρι για πρωινό με καφεδάκι στη σκιά της συκομουριάς στην αυλή, και όταν ήρθε και ο Γιώργης που είχε κοιμηθεί τελικά στο φορτηγό, αποχαιρετίσαμε και ευχαριστήσαμε ην οικοδέσποινα και φύγαμε. Ξεκινήσαμε με τα πόδια μια μεγάλη βόλτα μέσα  στο χωριό, πρώτα στο ερειπωμένο πατρικό τους και μετά σε άλλα σπίτια, καθώς και στο γεφύρι πάνω στον Πηνειό ποταμό, που χωρίζει το χωριό στη μέση. Καθώς ήταν ημέρα μεγάλης γιορτής και ο -αμίλητος σχεδόν σε όλο το ταξίδι- Γιώργης ήθελε να είναι  και με την οικογένειά του ενώ και οι δουλειές πίεζαν, μετά την περιήγηση ανεβήκαμε στο φορτηγό και φύγαμε. Στο δρόμο σχολιάζαμε τα όσα είχαν προηγηθεί τη νύχτα στα όργανα και ειδικά τα κατορθώματα του κουμπάρου. «Α, αυτός είναι τρελός, δεν υπολογίζει τίποτα!» είπε ο γερο-Μήτσος. «Ξέρεις πόσα λεφτά είχε στα χέρια του; Ένα εκατομμύριο διακόσες χιλιάδες δραχμές, όλη την είσπραξη από τα ζωντανά που είχε πουλήσει!» «Τι λες, αποκλείεται τόσα πολλά» του είπα εγώ, που το ποσό μου φαινόταν αστρονομικό, της μισθωτής. «Ξέρω τι σου λέω», μου είπε και πρόσθεσε, «πριν δύο-τρία χρόνια, όχι μόνο έκανε τα ίδια αλλά και κατά το πρωί που τελείωνε το γλέντι και οι μουσικοί είχαν κατεβεί από το πάλκο, σήκωσε, μεθυσμένος, ολόκληρη την εξέδρα και την έριξε πίσω, στο γκρεμό, μαζί με τα όργανα»!  «Τι λες!» του είπα εγώ σοκαρισμένη, «και δεν είχε επιπτώσεις;» «Ε, του ρίξανε κανα-δυο χρόνια φυλακή, αλλά πλήρωσε και βγήκε, μουρλός σου λέω»!
 Όταν φτάσαμε στο Σιμόπουλο, εγώ κατέβηκα από το φορτηγό, τους αποχαιρέτισα, τους ευχαρίστησα και δώσαμε ραντεβού στα σπίτια τους για την επαύριο ή όταν θα είχε φτιαχτεί το αυτοκίνητό μου, να συνεχίσουμε την κουβέντα μας. Τηλεφώνησα από ένα καφενείο στην οδική βοήθεια και περίμενα να έρθει να με πάρει μαζί με το ντεσεβό για κάποιο συνεργείο…»

(Βλ. και Ελένη Ψυχογιού, Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, Αρχείο χειρογράφων, χ/φο αρ. 4400/1989, όπου και οι απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες και περισσότερες φωτογραφίες).