Ελένη Ψυχογιού
Αφιερωμένο στην Χριστίνα
και στην μικρή Πηνελόπη με την αγάπη μου…
Μακάρι να ήμουν ποιήτρια , στιχουργός, λογοτέχνις και να μπορούσα με στίχους ή λογοτεχνικά να εκφράσω πυκνά και μεταφορικά το πένθος μου για την απώλεια της αγαπημένης μου Κυπαρίσσως-Σωσώς Κατσούφη. Δεν είμαι όμως παρά μια πολυλογού γραφιάς/εθνογράφος και έχω διαπιστώσει ότι, άθελά μου, ο τρόπος μου για να διαχειρίζομαι την απώλεια και το συνακόλουθο πένθος, είναι να επιδίδομαι μετά θάνατον στη συγγραφή, δημοσιευόμενη ή μη, της ιστορίας της βιωματικής σχέσης μου με τους αγαπημένους εκλιπόντες, συγγενείς ή μη, βρίσκοντας και τεκμήρια φωτογραφικά ή άλλα...
Μοναχοκόρη του Γιώργη
και της Γκόλφως Κατσούφη η εκλιπούσα Κυπαρίσσω, γεννήθηκε στις 2/1/1944,
λήγοντος του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, τέταρτο
παιδί μετά τους τρεις γιούς Αγγελή,
Παρασκευά και Βασίλη. Γόνος παλιάς
οικογένειας, διακριτής και με πολύτροπη προσφορά των αμφίπλευρων μελών
της, ανιόντων και κατιόντων, της Κυπαρίσσως συμπεριλαμβανομένης, στην κοινωνία
των Λεχαινών –και όχι μόνο-, παντρεύτηκε τον αγαπημένο της Αρκάδα Λάμπρο (και κυριολεκτικά «λαμπρό» ως
άνθρωπο ) Σεβδαλή, σύντροφο ζωής στα
καλά και στα δύσκολα διά βίου, με τον οποίο απέκτησαν μια κόρη, την πολύτιμή
τους Χριστίνα.
Αν και δεν ήμασταν ακριβώς συμμαθήτριες, ήταν συμμαθήτρια και φίλη της μεγαλύτερης αδελφής μου, της Γιάννας, ενώ έφυγε νωρίς από το Γυμνάσιο Λεχαινών για να φοιτήσει στο Αρσάκειο των Πατρών και εμείς αργότερα οικογενειακώς για την Αθήνα, μάς έδεσε βαθιά φιλία και αγάπη, καθώς πέραν της κοινής καταγωγής, ευτυχείς και λυπητερές συγκυρίες μας έφεραν πολύ κοντά διά βίου, με γόνιμη αλληλόδραση σε πολλά επίπεδα.
Η Κυπαρίσσω είχε από την πλευρά της μητέρας της
στενούς συγγενικούς δεσμούς με ξενιτεμένες θείες στις ΗΠΑ (και πολύ αργότερα με
τον αδελφό της τον Πάρι) και όταν ήμασταν παιδιά γινόταν συχνά παραλήπτης δεμάτων με υπέροχα ρούχα και παιχνίδια
που στα παιδικά μάτια μας, στα δικά μου
τουλάχιστον, της επαρχίας της δεκαετίας
του 1950 την καθιστούσαν «μικρή πριγκίπισσα». Δεδομένης επί πλέον και της αίγλης που της προσέδιδε
και το μεγάλο εμπορικό κατάστημα υφασμάτων –και όχι μόνο- του πανέξυπνου,
εφευρετικού και δραστήριου κοινωνικά, Λαγκαδινού έμπορου πατέρα της στην αγορά
των Λεχαινών. Η αστική οικογενειακή,
αυστηρά τηρούμενη, εθιμοτυπία στο μεγάλο
σπίτι, που το υπόγειό του στοίχειωναν
και κάτι ιστορίες από την Κατοχή και τον Εμφύλιο κρυφές και
δυσνόητες για μας τα παιδιά, τον περιποιημένο κήπο με τις γαρυφαλλιές και το
πηγάδι, το πλυσταριό, το βοηθητικό προσωπικό συναποτελούμενο από την μεσόκοπη
Φρόσω και την μικρή «Γουρδούπω», το πλίθινο παλιό διώροφο παραδίπλα μέσα στην
αυλή που κάποτε φιλοξενούσε ταβέρνα στο ισόγειό του και τώρα ήταν και δικός μας
παιχνιδότοπος, ήταν για μένα τόπος μαγικός, όταν μάλιστα παίζαμε με τις
«αμερικάνικες» οικοσκευές και
στήναμε γάμους για τις κούκλες με την εθιμοτυπία των ονειρεμένων,
αστικών γάμων της εποχής... Εκεί μυήθηκα,
στα πρώτα σωματικά συμπτώματα της εφηβείας και για τις αγοραστές
βαμβακο-σερβιέτες περιόδου «Καμέλια» που εκείνη χρησιμοποιούσε, ενώ εμείς
«πανιά» επαναχρησιμοποιούμενα μετά το πλύσιμό τους. Δεν ξεχνώ και τα όμορφα
ρούχα εξ Αμερικής που θαύμαζα, ένα από
τα οποία, μια βαμβακερή, λευκή βατιστένια μπλούζα με δαντελένιο βολάν στο
στήθος που μου είχε χαρίσει όταν δεν της
έμπαινε πια και την φόρεσα με καμάρι στην αποφοίτηση από το Δημοτικό με μια
φούξια ταφταδένια, κλος φούστα...
Στενές ήταν και οι κοινωνικές σχέσεις των γονιών μας τόσο στα
κοινά των Λεχαινών όσο και σε
οικογενειακές γιορτές, τραπεζώματα και εκδρομές, τις αποκριάτικες μεταμφιέσεις
της Τυρινής με αποκορύφωμα τα υπαίθρια «Κούλουμα» της Καθαρής Δευτέρας μαζί με
πλήθος άλλων συγγενών και φίλων στο
απέραντο «χτήμα» με τις σταφίδες, τα λιοστάσια και τα δασάκια από κουκουναριές
και το πλίθινο, διώροφο «μετόχι» με την αστεροειδή στέγη στα υψώματα ΒΑ των
Λεχαινών κοντά στο μοναστήρι του
άη-Γιώργη, πατρική και αδελφική κληρονομιά της Γκόλφως από τον
σταφιδοκαλλιεργητή και σταφιδέμπορο
πατέρα της, τον ορεινής καταγωγής Βασίλη
Καρά.
Σταφιδοκαλλιεργητές και σταφιδέμποροι Λεχαινών. Αριστερά ο από μητέρα παππούς της Κυπαρίσσως Βασίλης Καράς και δεξιά ο αδελφός του Νίκος, ιδρυτές του χτήματος στις "Κουκουναριές. φωτογραφημένοι σε φωτ. στούντιο των Λεχαινών, τέλη 19ου αι. (από το οικογενειακό φωτογραφικό αρχείο, εδώ δημοσιευμένη στο βιβλίο "Λεχαινα. Ο τόπος, τα σπίτια", σελ.40)
Η Κυπαρίσσω μεγαλώνοντας, στο πλαίσιο και της απαιτητικής πνευματικά και πρακτικά διαπαιδαγώγησης και των τεσσάρων παιδιών του Γιώργη Κατσούφη (ο Κατσούφης άλλωστε «παίδευε» και όποιο παιδί πήγαινε στο μαγαζί που μοσχοβολούσε υφάσματα, καλλυντικά , μπογιές για βάψιμο των υφαντών και των πένθιμων ρούχων κάνοντας «θέλημα» για να ψωνίσει, και εμένα βέβαια, θέτοντάς μας αινίγματα, γρίφους και προβλήματα, προς πάραυτη επίλυση) όπως ήταν και ο ίδιος στο βίο του άλλωστε, εξελισσόταν σε πολύ καλή μαθήτρια που συμμετείχε και σε όλες τις πολιτιστικές κ.λπ. εκδηλώσεις του σχολείου, αλλά και σε ολοκληρωμένη σχεδόν «νοικοκυρά», με ό,τι δεξιότητες οικιακές και μη, αυτό συνεπαγόταν εκείνη την εποχή για τα κορίτσια, υπό τη στενή καθοδήγηση και της εξαιρετικής ήρεμης, γελαστής μητέρας της «κυρά Γκόλφως», έχοντας και να συναγωνιστεί (με βαθιά αγάπη, έγνοια, αφοσίωση και βοήθεια σε αυτά διά βίου) και με τα τρία μεγαλύτερα, πανέξυπνα και δημιουργικά, πολυμήχανα και αργότερα επιτυχημένα επαγγελματικά, αγόρια αδέλφια της. Για παράδειγμα, παρά την απαγόρευση χρήσης ποδήλατου από το Γυμνάσιο στα κορίτσια τότε με ποινή διήμερης αποβολής, εκείνη, με την άδεια και τη στήριξη ως προς τους καθηγητές και του, αυστηρού και προοδευτικού/καινοτόμου συνάμα, πατέρα της, ήταν άσσος στο ποδήλατο δημόσια στα Λεχαινά, και δή μέσα στο προαύλιο του Γυμνασίου, που ήταν απερίφρακτο δίπλα στο πατρικό της σπίτι, όταν άλλα κορίτσια έπρεπε να το κάνουν κρυφά και στις εξοχές.
Λεχαινα, Μεγάλη Παρασκευή 1957 και 1958. Ταμπλό-βιβάν εμπρός στο στολισμένο, ξυλόγλυπτο κουβούκλιο του Επιτάφιου με μυροφόρες και αγγέλους (φωτ. Τάκης Στεφανάκιας).
Στην άριστερή φωτ., από αριστερά, μυροφόρες: Ζωή Κράγκαρη, Κυπαρίσσω Κατσούφη, Γιάννα Ψυχογιού, Μαίρη Γκουτζουρή. Κάτω, άγγελοι: αριστερά Ελένη Ψυχογιού, στο κέντρο Ασπασία Μαζώτη, δεξιά Βάσω Κοντόγιωργα.
Στην δεξιά φωτ. από αριστερά, μυροφόρες: Μαίρη Γκουτζουρή, Γιάννα Ψυχογιού, Κυπαρίσσω Κατσούφη, Ζωή Κράγκαρη. Κάτω, άγγελος, Ελένη Ψυχογιού
Φέρι-μποτ Ρίου-Αντιρίου, σε επιστροφή από σχολική εκδρομή του Γυμνασίου Λεχαινών σε Μεσολόγγι-Ναύπακτο.. Η Κυπαρίσσω (δεξιά) και η γράφουσα, Ε. Ψ., ('Άνοιξη 1960, φωτ. Γιάννα Ψυχογιού)
Υπό αυτές τις συνθήκες, το σπίτι, το σχολειό, το εμπορικό κατάστημα, τα αγροτικά στο χτήμα, η Κυπαρίσσω εξελισσόταν συν τω χρόνω -όπως κρίνω τώρα με όρους ανθρωπολογίας- σε γυναίκα «οικόσιτη» και συνάμα «εξωτική», αντιφατικά για την εποχή της, όπως και σε όλο τον μετέπειτα βίο της εξάλλου.. Η Κυπαρίσσω όμως μάς έφυγε από το Γυμνάσιο Λεχαινών μετά τις πρώτες τάξεις, για να φοιτήσει, ως άλλη έφηβη «άρκτος» Βραυρωνία, στο Αρσάκειο των Πατρών, ξενιτευόμενη από την οικογένεια τους φίλους και τα Λεχαινά, επανερχόμενη μόνο σε σχολικές αργίες και στις διακοπές. Μετά και τη δική μας οικογενειακή αναχώρηση από τα Λεχαινά το 1962 και τη μόνιμη εγκατάστασή μας στην Αθήνα, χαθήκαμε για χρόνια, καθώς εμείς, αφού ο πατέρας μας ήταν μετακινούμενος δημόσιος υπάλληλος ενώ αμφότεροι οι γονείς μας κατάγονταν από το κοντινό (6χλμ) Νεοχώρι, δεν είχαμε αποκτήσει δικό μας σπίτι στα (εσωστρεφή κοινωνικά) Λεχαινά όπου γεννηθήκαμε και ανατραφήκαμε και δεν είχαμε ούτε συγγενείς εκεί ώστε να είμαστε κατόπιν σε συνεχή και στενή επαφή με αυτά.
Ξαναήρθαμε η Κυπαρίσσω και
εγώ, μετά το Αρσάκειο που την είχε
απομακρύνει εκείνη πιο νωρίς και από εμένα
από τα Λεχαινά, το καλοκαίρι του 1964, όταν η καλλιτεχνική φύση της, (κληρονομημένη
και από τον πατέρα της που διακοσμούσε καλλιτεχνικά τη βιτρίνα του
εμπορικού του μαγαζιού κατά τις εποχές
και τις κοινωνικές και ιστορικές περιστάσεις ενώ έδινε πάντα εύστοχες συμβουλές
στις πελάτισσες για την επιλογή των
υφασμάτων κ.λπ.), την είχε οδηγήσει φοιτήτρια
στο γνωστό «Ελεύθερο Εργαστήριο Καλών Τεχνών Βακαλό», όπως ιδρύθηκε από
τους καλλιτέχνες Γιώργο και Ελένη Βακαλό, στην Αθήνα, όπου έκανε εξαιρετικές σπουδές, με
ιδιαίτερη εκτίμηση όσο και εικαστικές
επιρροές από τον καθηγητή της, γνωστό
ζωγράφο Ασαντούρ Μπαχαριάν (συμπτωματικά,
πολλά χρόνια αργότερα, στην ίδια αυτή Σχολή φοίτησε και η κόρη μου η Φλώρα).
Νοίκιαζαν τότε με τα αδέλφια της, ναυτικούς και τους τρεις τότε, που ερχόντουσαν περιστασιακά από
τα υπερπόντια ταξίδια τους (και φαντάρος στο ναυτικό ο Παρασκευάς ο οποίος ερχόταν στις εξόδους του και δεν ξεχνώ με πόση εξεζητημένη φροντίδα
έπλενε και σιδέρωνε την πάλλευκη ναυτική στολή του), ένα δωμάτιο σε ένα
διώροφο νεοκλασικό στην οδό Δερβενίων και Εμμ. Μπενάκη, στα Εξάρχεια.
Το ίδιο αυτό καλοκαίρι, μόνιμη κάτοικος Αθηνών εγώ από διετίας
πλέον, είχα παραμείνει στην Αθήνα μόνη με τον πατέρα μου (ενώ οι υπόλοιποι
παραθέριζαν στο Νιοχώρι) για να κάνω ένα-ενάμισι μήνα φροντιστήριο και να δώσω
εισαγωγικές εξετάσεις στη φιλοσοφική Σχολή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, με απώτερο στόχο την
Αρχαιολογία, που έγιναν Σεπτέμβρη μήνα εκείνη τη χρονιά. Καθώς και εμείς μέναμε στην Εμμανουήλ Μπενάκη 122 και Πετσόβου 12, ήταν επόμενο να ξαναβρεθούμε
στα Εξάρχεια ως συμπατριώτισσες, παλιές φίλες και τώρα και εν άστει γειτόνισσες
με την Κυπαρίσσω (όπως και με άλλους Λεχαινίτες πρώην συμμαθητές, που φοιτητές
ή υποψήφιοι, νοίκιαζαν δωμάτια στην περιοχή, κοντά τότε στις πανεπιστημιακές σχολές), αποκαλούμενη «Σωσώ» πλέον. Στο άκουσμα του
«Σωσώ» εγώ της έλεγα, γιατί αλλάζεις αυτό το υπέροχο, κληρονομημένο από γιαγιά
όνομα Κυπαρίσσω, που ως δέντρο και λέξη είναι (όπως και η λέξη "κτήμα") καταγραμμένο και στις πανάρχαιες πήλινες πινακίδες
της Γραμμικής γραφής Β΄; Εκείνη μου απαντούσε με το αρχαίο επίγραμμα
«Σώσος και Σωσώ, Σώτερ…» κ.λπ. και, αυτό-σαρκαζόμενη, ότι το Κυπαρίσσω δεν
ταίριαζε με το μικρό δέμας της και γελούσαμε. Κατά τα άλλα διατηρούσε την
μακριά, πλούσια, βαριά κοτσίδα των πυκνών μαλλιών της, το υπέροχο χαμόγελο και
τη βαθιά σε ένταση και διερευνητική έκφραση των όμορφων, σκουροκάστανων ματιών
της.
Παρόλο το δικό μου φόρτο
διαβάσματος και τη συνακόλουθη αγωνία
για τις εισαγωγικές αλλά και τη φροντίδα
του σπιτιού και του πατέρα μου όπως και τις δικές της απαιτητικές, εξαντλητικές
καλλιτεχνικές φοιτητικές εργασίες για τη σχολή Βακαλό και τη φροντίδα του ναύτη
αδελφού της, συνδεθήκαμε και πάλι στενά, με ώρες κουβεντολόι για συναισθηματικά, οικογενειακά,
πανεπιστημιακά/φοιτητικά και άλλα μυστικά και ζητήματα που μας έκαιγαν σε
εκείνη τη μετεφηβική φάση του βίου μας και μας
έδιναν αλληλο-στήριξη και ανακούφιση από την πίεση της δύσβατης εκείνης,
μεταβατικής πραγματικότητας και για τις δυο μας… Έκτοτε παρέμειναν φιλικές οι
σχέσεις μας, ωστόσο όχι τόσο στενές, καθώς συντωχρόνω, τέλη της δεκαετίας του 1960 και μετά
μεσολάβησαν πτυχία, επαγγελματική αποκατάσταση, έρωτες, γάμοι και παιδιά και για τις δυο μας στην Αθήνα σε κοντινές, πλην διαφορετικές
χρονικές συγκυρίες και περιστάσεις, δεν είχαμε παραστεί ούτε στον γάμο η μια της
άλλης, ούτε γνωρίζαμε προσωπικά τους γαμπρούς...
Η Σωσώ, λόγω της καλλιτεχνικής διακοσμητικής και γραφιστικής παιδείας
–και όχι μόνο- στη Σχολή Βακαλό και της μετέπειτα σχετικής επαγγελματικής της
ενασχόλησης σε καλλιτεχνικά έργα και
γραφιστικό σχεδιασμό, τη διαφήμιση κ.λπ., είχε πάθος με τον –εξαιρετικό-
σχεδιασμό επίπλων και τη διακόσμηση, εντάσσοντας
στα σχέδιά της, κυρίως στα έπιπλα και
μοτίβα από τη λαϊκή καλλιτεχνική παράδοση στην αρχιτεκτονική (π.χ. τηνιακοί
περιστερώνες, κ.ά.), την υφαντική, την
κεντητική κ.λπ., προσφεύγοντας και σε
βιβλιογραφικές, μουσειακές όσο και
«ζώσες», σε χρήση ακόμα, ειδικά στην αρχιτεκτονική, πηγές σχετικά. Μέσα και στο
πλαίσιο της τάσης «επιστροφής στις ρίζες» και στην «Παράδοση» τη δεκαετία του
΄70 μετά τη Μεταπολίτευση και την ίδρυση Πολιτιστικών Συλλόγων, την έκδοση
πολλών σχετικών βιβλίων και δίσκων, την
οργάνωση σχετικών εκδηλώσεων κλπ., ειδικά
δε οι εκδόσεις τότε λευκωμάτων και επιστημονικών μονογραφιών σχετικά με τη λαϊκή και την νεοκλασική
αρχιτεκτονική, φαίνεται ότι έφεραν στο νου της Σωσώς και «τα παιδιά της σταφίδας». Δηλαδή τα ευάριθμα
αρχοντικά νεοκλασικά σπίτια που είχαν χτίσει με ειδικευμένους, μετακαλούμενους
από αστικά κέντρα αρχιτέκτονες, γλύπτες,
κεραμίστες, ζωγράφους κ.λπ. οι
μεγαλο-κτηματίες σταφιδέμποροι των Λεχαινών από τον πλούτο που είχαν
αποκομίσει συγκυριακά από την πώληση «του μαύρου χρυσού», της εκτατικά και
εντατικά, ως μονοκαλλιέργεια σχεδόν, καλλιεργούμενης τότε στον ηλειακό κάμπο
και όλη τη ΒΔ Πελοπόννησο, μαύρης
σταφίδας στο β΄μισό του 19ου
αιώνα και μετέπειτα.
Ήλθε και έδεσε τότε μέσα της η ιδέα να πραγματοποιηθεί μια έκδοση,
ένα πολυτελές φωτογραφικό λεύκωμα με καλλιτεχνικές φωτογραφίες από τα
νεοκλασικά σπίτια των Λεχαινών, τις εξωτερικές και εσωτερικές αρχιτεκτονικές
και διακοσμητικές τους λεπτομέρειες κλπ.
Καθώς είχε επαγγελματική γνώση για
γραφιστική οργάνωση, σελιδοποίηση, μακέτες (όλα χειροποίητα τότε) βιβλίων, καθώς και σχέση με επαγγελματίες
φωτογράφους (όπως ο Ρωμύλος Παρίσης, που τράβηξε αφιλοκερδώς για χάρη της και τις καλλιτεχνικές φωτογραφίες των νεοκλασικών στο βιβλίο, εν τέλει) , έκρινε ως εφικτή αυτή την
έκδοση, με τη βοήθεια χορηγών.
Ωστόσο μια τέτοια έκδοση δεν ήταν βεβαίως δυνατή να διεκπεραιωθεί από
ένα πρόσωπο, κυρίως οικονομικά, οπότε θέλοντας να βάλει όσο περισσότερο γινόταν
τα Λεχαινά στην προσπάθεια, απευθύνθηκε στον δραστήριο, αναγνωρισμένα αξιόλογο
πολιτιστικό Σύλλογο «Ανδρέας Καρκαβίτσας» των Λεχαινών που είχε και εκδοτικές
δραστηριότητες με το περιοδικό «Διάλογος» και άλλες αυτοτελείς εκδόσεις, τις «εκ
παραδρομής», με ιδρυτικά και ενεργά μέλη
Λεχαινίτες πάνω-κάτω συνομήλικους της/μας και άλλους φίλους.
Η διοικούσα Επιτροπή του Συλλόγου δέχτηκε να αναλάβει τη συγκέντρωση
χορηγιών από δημόσιες και άλλες πηγές όσο
και την έκδοση του Λευκώματος και να βοηθήσει με όποιον άλλο τρόπο
χρειαστεί.
Κατόπιν αυτών και μετά βεβαίως από επιθυμία, παράκληση και ενημέρωσή μου από την Σωσώ, δύο από τα ιδρυτικά και διοικητικά μέλη του
Συλλόγου, ο Διονύσης Κράγκαρης
(συμπολίτης, ένα χρόνο μικρότερος στο σχολείο και πολύ γνωστός μου ως
«Μπίλης») και ο Ανδραβιδαίος Γιώργος
Γώτης ήλθαν (με πρωτοβουλία και τής όχι
και τόσο στενά σχετιζόμενης πλέον με μένα Σωσώς), αρχές της δεκαετίας του ΄80, σε
επαφή μαζί μου στην Αθήνα και μου ανακοίνωσαν τα της έκδοσης και να μου προτείνουν,
λόγω και της επαγγελματικής και συγγραφικής σχέσης μου με τη λαογραφία και τη
λαϊκή παράδοση, να αναλάβω εγώ να γράψω τις λεζάντες των φωτογραφιών.
Η ζωγραφισμένη οροφή της τραπεζαρίας του νεοκλασικού του Διον. Ανδρουτσόπουλου, το 1983. (η φωτ. από το βιβλίο "Λεχαινά", σελ.219, φωτ. Ρωμύλος Παρίσης).
Μου άρεσε πολύ η ιδέα μιας τέτοιας έκδοσης, πόσο μάλλον που είχα
έντονα παιδικά βιώματα από τα νεοκλασικά των Λεχαινών ως παιδί και έφηβη, και
δη με το υπέροχο αρχοντικό του
σταφιδέμπορου Δ. Ανδρουτσόπουλου στο «Σταυροπάζαρο» της αγοράς των Λεχαινών, πατρικό σπίτι της αγαπημένης
παιδικής μου φίλης και συμμαθήτριας, μετέπειτα διδασκάλισσας, Πιπίτσας Ανδρουτσοπούλου (με τον γάμο της Πίτσα
Σεφερλή). Σε αυτό το διώροφο νεοκλασικό είχαμε περάσει οι δυο μας ώρες
ατελείωτες παιχνιδιών και διαβασμάτων, γνώριζα και θαύμαζα κάθε γωνιά του και κάθε λεπτομέρεια του εξωτερικού
του όσο και του εσωτερικού, τα σφυρήλατα μπαλκόνια με τα γλυπτά μαρμάρινα
φουρούσια, τα πήλινα ψευδο-επίκρανα και ακροκέραμα, την ξύλινη σκάλα, την περίτεχνη,
γυλόγλυπτη επίπλωση (σχεδιασμένη εξαρχής, αρχιτεκτονικά, για να δένει με το νεοκλασικό στυλ του σπιτιού),
τα ζωγραφιστά ταβάνια του, το
έπιπλο-γραμμόφωνο, τα οπάλινα και κρυστάλλινα φωτιστικά, την οργανωμένη
κουζίνα, το ηλιόλουστο λιακωτό… Πόσο
μάλλον που η καλοσυνάτη μητέρα της φίλης μου η κ. Χρυσάνθη, δεν είχε πρόβλημα να περνάμε ώρες
οι δυο μας μέσα στην υπέροχη, επίσημη
σαλοτραπεζαρία με τους βενετσιάνικους καθρέφτες, τους ντυμένους με
πολύτιμη στόφα καναπέδες, τα προγονικά πορτρέτα, τις αρ ντεκό λάμπες, τα
μπιμπελό, και να μετακινούμε τα
έπιπλα δημιουργώντας τις δικές μας
φαντασιακές γωνιές και «σπίτια»…. (Για
την επανασύνδεσή μου και τη συνεχή έκτοτε σύνδεσή μου κυρίως με τα γενέθλια
Λεχαινά όσο και την ευρύτερη μητρο-πατρίδα μου, οφείλω πολλά στην Πίτσα Σεφερλή, στην Σωσώ Κατσούφη και
στις μακροχρόνιες πολιτιστικές, συγγραφικές, εκδοτικές και φιλικές σχέσεις μου με την τοπική πολιτιστική ομάδα «Φράγμα»
και τα μέλη της).
Δέχτηκα λοιπόν κατ’ αρχήν με ενθουσιασμό την, ανιδιοτελή βεβαίως,
συμβολή μου στην σχεδιαζόμενη έκδοση και από επιστημονικό ενδιαφέρον αλλά και προσωπικό, ως ανταπόδοση στον γενέθλιο τόπο
μου. Όσο σκεφτόμουν όμως κατόπιν το ζήτημα, δεν θεωρούσα σωστό επιστημονικά να γίνει η έκδοση ως ένα «λεύκωμα» με κάποιες φωτογραφίες νεοκλασικών -που έτσι κι
αλλιώς έχουν κοινά τυπικά στοιχεία με όλα τα σπίτια αυτού του είδους- μαζί με ολιγόλογες περιγραφικές λεζάντες,
χωρίς να παραθέτουμε το τοπικό και το ευρύτερο ιστορικό, κοινωνικό, διοικητικό, πολιτιστικό, οικονομικό,
παραγωγικό πλαίσιο μέσα στο οποίο
προέκυψαν αυτά τα ευάριθμα νεοκλασικού στυλ σπίτια στα μικρά, αγροτικά κατά
βάση, ωστόσο και δεόντως αστικοποιημένα
ήδη τότε, ως πρωτεύουσας του διευρυμένου Δήμου Μυρτουντίων, Λεχαινά. Ταυτόχρονα όμως έκρινα σκόπιμο να
καταγραφούν σε αυτό το βιβλίο και με τα
ίδια σρχιτεκτονικά, κοινωνικά κ.λπ. στοιχεία και τα σπίτια της λαϊκής
αρχιτεκτονικής της κωμόπολης και της ευρύτερης περιοχής της, προϋπάρχοντα των
νεοκλασικών ή νεότερα, απλά ή πιο σύνθετα, ως συμβολή στην ανάδειξη και μελέτη
και της τοπικής οικοδομικής παράδοσης
συνολικά, όσο και συγκριτικά με τα
νεοκλασικά, στο πλαίσιο και των κοινωνικών ανισοτήτων και διαφοροποιήσεων εν
γένει κατά τις ιστορικές και παραγωγικές συνθήκες και συγκυρίες. Συζητήσαμε με
την Σωσώ και τα μέλη του Συλλόγου την
άποψη και πρότασή μου, λέγοντάς τους ότι αν και αλλάζει εντελώς το περιεχόμενο
και την ουσία της έκδοσης όσο και την έρευνα, τα έξοδα και τον
κόπο που προϋποθέτει, εγώ δέχομαι να συμμετέχω στην έκδοση μόνο αν το
βιβλίο είχε αυτό το περιεχόμενο,
αναλαμβάνοντας προσωπικά (πάντα αφιλοκερδώς) την έρευνα και να γράψω το σχετικό
επιστημονικό κείμενο.
Αφού η άποψη-προσφορά και εκδοτική πρότασή μου έγινε δεκτή,
ξεκίνησε μια 7ετής, γόνιμη, κοπιαστική όσο και συναρπαστική ερευνητική, συγγραφική και εκδοτική περιπέτεια,
όπου πέραν της δικής μου επιστημονικής δουλειάς, συμμετείχαν συλλογικά (και ανιδιοτελώς
όλοι) η Σωσώ ως προς τις καλλιτεχνικές φωτογραφίσεις, την καλλιτεχνική και
γραφιστική επιμέλεια και σελιδοποίηση του βιβλίου, αλλά και τα μέλη του Συλλόγου και άλλοι, Λεχαινίτες
και μη, για συλλογή πληροφοριών και άλλων ντοκουμέντων, όπως αναφέρεται και
στον πρόλογο του βιβλίου. Το βιβλίο εκδόθηκε τελικά με εξώφυλλο έναν έγχρωμο πίνακα που απεικονίζει το
«Σταυροπάζαρο» στην αγορά των Λεχαινών, έργο-προσφορά της πρόσφατα εκλιπούσας Λεχαινίτισσας
εικαστικού Γεωργίας Σεφερλή. Τυπώθηκε δε
και σε τυπογραφείο ιδιοκτησίας των Α/φών Βεσκούκη, Λεχαινιτών, με ειδική τιμή-προσφορά τον Αύγουστο του 1987. Κατόπιν αυτής εν πολλοίς συλλογικής προσφοράς
και δουλειάς της έκδοσης, κρίναμε μαζί με την Σωσώ εύλογο να μην μπουν τα
ονόματα των βασικών συντελεστών, της Σωσώς και το δικό μου, στο εξώφυλλο του
βιβλίου αλλά να μπει ως τίτλος του μόνον η λέξη Λεχαινά, όπως την φωτογραφίσαμε από χειρόγραφα Πρακτικά του Δημοτικού
Συμβουλίου των πρώτων μετεπαναστατικών χρόνων του Δήμου Μυρτουντίων του οποίου
ήταν πρωτεύουσα τα Λεχαινά τότε, και
δημοσιεύσαμε τα εκδοτικά απαραίτητα στοιχεία στο εσώφυλλο του βιβλίου.
Επόμενο ήταν όλα αυτά τα χρόνια μέσω της προπαρασκευής της έκδοσης
να συνδεθώ, ή μάλλον να επανα-συνδεθώ στενά με τα Λεχαινά, τα παιδικά και
εφηβικά χρόνια μου, τους παλιούς φίλους και τα μέλη του Συλλόγου (που συν τω
χρόνω η ονομασία του και εν μέρει η σύνθεση άλλαξε και έγινε «Φράγμα»). Κυρίως
όμως να γίνει ακόμα πιο στενή και ουσιαστική η σχέση μου με την Σωσώ, τόσο ως
προς την έκδοση, όσο και σε προσωπικό, φιλικό επίπεδο, αμφότερες στην ακμή
πλέον της ηλικίας μας, έγγαμες, μανάδες, εργαζόμενες και εκτός σπιτιού, στην
ιστορική περίοδο της Μεταπολίτευσης τη δεκαετία του 1980 με τις ποικίλες
αλλαγές στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας . Τότε συνδέθηκαμε, με βαθιά φιλία έκτοτε, και με τον «Τριπολιστώτη» άνδρα της Σωσώς Λάμπρο
Σεβδαλή, τραπεζικό υπάλληλο, όχι μόνον εγώ προσωπικά αλλά και όλοι οι
συγγενείς, οι φίλοι μου και τα μέλη του Συλλόγου «Φράγμα», ο οποίος συμμετείχε σε
όλη τη μακρόχρονη διαδικασία της έκδοσης με ενθουσιασμό και αμέριστη στήριξη ψυχολογικά και πρακτικά τόσο της Σώσώς, όσο
και της δικής μου .
Ταυτόχρονα εκείνη την περίοδο η Σωσώ, μέσα και σε αυτό το οικογενειακό, το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο, είχε αποφασίσει μαζί με τον Λάμπρο να ανακαινίσουν το σπίτι-μετόχι στο μητρογονικό, προικώο της πλέον, χτήμα στα υψώματα ΒΑ των Λεχαινών κοντά στη μεταβυζαντινή μονή του άη-Γιώργη (μετόχι της Καλαβρυτινής μονής του Μεγάλου Σπηλαίου) και να αξιοποιήσουν ενεργά τις καλλιεργητικές και αγροτικές/οικονομικές εν γένει δυνατότητές του, με τοπικό καλλιεργητικά «σέμπρο». Και βεβαίως όχι μόνο με τη σύμφωνη γνώμη και την αμέριστη προσωπική, συναισθηματική, οικονομική συμπαράσταση αλληλόδραση όσο και τη χειρονακτική εργασία του Λάμπρου, αλλά και του «σοφού», πολυμήχανου και πολυτεχνίτη κυρ- Γιώργη Κατσούφη, ηλικιωμένου πλέον πλην ακμαίου, πατέρα της… Οι εργασίες ξεκίνησαν με άποψη για τη διατήρηση της αρχιτεκτονικής φυσιογνωμίας, του φυσικού τοπίου και της οικολογικής καλλιέργειας του χτήματος . Χαρακτηριστικά θυμάμαι που η Σωσώ είχε έλθει και είχε ρωτήσει τον πατέρα μου (και εκδότη του τοπικού γλωσσικού, λαογραφικού, αρχαιολογικού περιοδικού «Ηλειακά» ) αν αξίζει τον κόπο να συντηρήσει το αγαπημένο και γεμάτο αναμνήσεις για εκείνη εκατόχρονο σχεδόν, φθαρμένο πλιθόκτιστο και με «οκτάκτινη» στέγη διώροφο κτίσμα-μετόχι του κτήματος. Ο πατέρας μου της είχε απαντήσει: -«Φύλαξέ με από σεισμό, να σε φυλάξω από νερό» λέει η πέτρα στην πλίθα, κατά το λαό, και τα κελιά του μοναστηριού της Βλαχέραινας που είναι διώροφα και πλιθόκτιστα διατηρούνται χίλια χρόνια τώρα εκεί... Η Σωσώ, καθώς το ήθελε πολύ και συμφωνούσα και εγώ επιτατικά μαζί της για αυτό, ξεπέρασε το δίλημμα και προχώρησε στην πολύ κοπιαστική, όπως αποδείχτηκε, συντήρηση του μετοχιού, παρά τις αντίθετες παραινέσεις πολιτικών μηχανικών και άλλων. Θυμάμαι τον γερο-Κατσούφη με ένα μακρύ, ελικοειδές τρυπάνι να ανοίγει ολημερίς τρύπες στους παχύτατους, χτισμένους «τριπλίθι» τοίχους του μετοχιού, ώστε να μπουν σίδερα που συγκρατούν μέσα-έξω τα μεταλλικά πλέγματα του τσιμεντένιου «γκανάιτ» που τους ενίσχυσε γερά, ώστε να κατοικείται ακόμα σήμερα -και στο μέλλον… Η ίδια (κοντοκουρεμένη πλέον, χωρίς την πλούσια, βαριά πλεξούδα της γιατί την βάραινε, έλεγε, συμβάλλοντας στις φοβερές ημικρανίες που την βασάνιζαν) δούλευε μαζί με τον πατέρα της, τον Λάμπρο και τους εργάτες ως συντονίστρια, εποπτικά απαιτητική και τελειομανής αλλά και χειρωνακτικά, ακάματη και παθιασμένη, χωρίς να υπολογίζει τον σωματικό κόπο και πόνο της , ούτε τις γυναικείες καλαισθησίες (αν και πολύ προσεγμένη αισθητικά και κομψή στην κοινωνική καθημερινότητά της) και χωρίς άπλετους οικονομικούς πόρους. Οδηγώντας με ασβεστωμένο παντελόνι ένα σαραβαλάκι μηχανάκι, ανεβοκατέβαινε ολημερίς στα Λεχαινά και για ό, τι χρειαζόντουσαν για την οικοδομή, το φαγητό κλπ, συχνά και με την μικρή κόρη της Χριστίνα, παρούσα στο εργοτάξιο, πισωκάπουλα στη σχάρα του…
Έτσι η προπαρασκευαστική δουλειά της έκδοσης συνέπεσε και με τη διαδικασία της ανακαίνισης και αναβάθμισης του χτήματος, κυρίως τα καλοκαίρια, διαδικασίας εν πολλοίς σύμφυτης εξάλλου και με το διευρυμένο πλέον θέμα του βιβλίου μας. Το χτήμα μεταμορφώθηκε συν τω χρόνω σε επίγειο παράδεισο, με το παλιό μετόχι συντηρημένο να εξέχει πλαισιωμένο αρμονικά με νέα προσκτίσματα με σύγχρονες ανέσεις και ξενώνα, εμπλουτισμένα με παλιά οικογενειακά κειμήλια και νεότερα σκαλιστά έπιπλα, οικοσκευή, άλλα παλιά αντικείμενα, απλάδια, αγγεία, αγροτικά εργαλεία κ.λπ. συντηρημένα, τα νεότερα αρμονικά συνταιριασμένα με τα παλιά… Σε αυτό φύλαξε και το στοκ από υφάσματα και άλλα εμπορεύματα που είχαν μείνει όταν έκλεισε και άδειασε το μαγαζί του πατέρα της, δίνοντάς μου, όπως και σε άλλες, να διαλέξω ό,τι ήθελα από τα γερά, αθάνατα βαμβακερά και λινά για να φτιάξω φορέματα ή ό,τι άλλο όσο και από τα παλιά, συλλεκτικά κουτιά πούδρας, με τη μοσχοβολιστή πούδρα άθικτη ακόμα μέσα…
Ένα «περιστύλιο» με τούβλινες κολώνες κάτω από τις τέσσερις πανύψηλες κουκουναριές που στήθηκε σε μικρή απόσταση, δημιουργώντας αυλή με το «Π» των κτισμάτων και το βαθύ, πετροχτισμένο παλιό πηγάδι στο κέντρο της, έγινε έκτοτε τα καλοκαίρια ο κύριος φιλόξενος τόπος συνάντησης των στενών και πιο μακρινών συγγενών, συναδέλφων, φίλων και γνωστών, καλλιτεχνών και άλλων γύρω από το «μοναστηριακό», μακρύ τραπέζι, φορτωμένο με καλούδια, με τα βαριά «τριπολιτσώτικα» υπέροχα, πεντανόστιμα μαγειρέματα του Λάμπρου και με τα ποτήρια γεμισμένα ως απάνω με κρασί, με τον βάρβαρο «λεχαινίτικο» τρόπο (όπως μας κορόιδευε, τους ντόπιους ο «φερτός», που έγινε τελικά ο πιο «Λεχαινίτης» όλων μας, καλλίφωνος –όπως και η Σωσώ και η Χριστίνα- και γλεντζές Αρκάς)… Η Σωσώ, τελειομανής, εργατική, δίκαιη, δοτική με αφοσίωση, με ισόβια ορμή για μάθηση και δημιουργία, ήθελε ή και απαιτούσε καμιά φορά, να είναι έτσι και οι γύρω της. Όχι όμως καταπιεστικά, αλλά εκ-«παιδεύοντας» όσους αγαπούσε ή έκρινε άξιους, δίνοντας έμπρακτα το παράδειγμα. Συνδεόταν με τους στενούς φίλους που επέλεγε με σχέση διαλεκτική, ερωτική, αφοσιωμένη σε αυτούς και έτοιμη να προσφέρει, που την κρατούσε ισόβια.
Λεχαινά, Κτήμα Σωσώς και Λάμπρου Ιούλιος 1987. Η γράφουσα, ΕΨ,, στο βάθος και η Σωσώ στο κέντρο, σελιδοποιώντας κείμενα, φωτογραφίες κ.λπ. από το υλικό του υπό έκδοση βιβλίου. Στο άκρο δεξιά η μικρή Χριστίνα παρακολουθεί.
Περάσαμε λοιπόν όλα αυτά τα χρόνια, τα προπαρασκευαστικά του
βιβλίου, πέραν της προσωπικής, ξεχωριστής
δουλειάς έκαστης στον δικό της τομέα, ατελείωτες ώρες και κοινής, διαλεκτικής συνεργασίας με την
ακάματη Σωσώ στο χτήμα των «Κουκουναριών», με υπέροχη θέα από ‘κει πάνω προς το Κοτύχι,
το Ιόνιο, την Κεφαλονιά, τις Εχινάδες νήσους, την Αιτωλοακαρνανία και τα
μαγευτικά ηλιοβασιλέματα… Ανάμεσα σε χτισίματα, γκρεμίσματα, μπάζα, κλαδέματα,
λιομαζώματα, οργώματα, τρύγους σταφυλιών, ελιών, καρπουζιών κ.λπ. στο χτήμα της
όσο και στα γύρω χτήματα, εμείς
δουλεύαμε συν τω χρόνω το βιβλίο, δίπλα στο
βαθύ κανάλι που φέρνει σιωπηλά νερό από το φράγμα του Πηνειού ποταμού (όπως
«Φράγμα» και ο εκδοτικός μας Σύλλογος) κοντά στους ακάματους, κεφάτους
Λάμπρο, τον κυρ-Γιωργη όσο και τη
μικρή Χριστίνα να μεγαλώνει εκεί και να
μυείται από τρυφερή ηλικία στα οικοδομικά, τα καλλιτεχνικά, τα αγροτικά, τα εκδοτικά θέματα, στερούμενη ενίοτε, στην
κορύφωση της δουλειάς, ακόμα και τα
θαλασσινά μπάνια της…
Λεχαινά, Αύγουστος 1987. Στο κτήμα Σωσώς και Λάμπρου, ηχογραφώντας συνέντευξη στην ΕΡΑ- παράρτημα Πύργου Ηλειας σχετικά με την έκδοση του βιβλίου. Εκτόε από την γράφουσα, Ε.Ψ. και την Σωσώ Κατσούφη-Σεβδαλή (πισώπλατα), και οι Διονύσης Κράγκαρης (στο βάθος) και ο Ανδρέας Φουσκαρίνης (δεξιά) από μέρους των εκδόσεων "εκ παραδρομής".
Μαζί με τα της έκδοσης ανταλλάσσαμε βεβαίως μεταξύ μας με την Σωσώ γνώμες
ως προς την ανακαίνιση αλλά και εμπειρίες, μυστικά, και άλλα της προσωπικής και
οικογενειακής μας ζωής ανοίγοντας τις καρδιές μας και αλληλο-στηριζόμενες. Ταυτόχρονα
εγώ, εκτελώντας το καλοκαίρι και την
εντεταλμένη από την Ακαδημία Αθηνών όπου εργαζόμουν επιτόπια εθνογραφική έρευνά μου, απουσιάζοντας
και διακόπτοντας τη δουλειά μας για αρκετές ημέρες, όταν επέστρεφα διηγόμουν τα
ευρήματα, τις σκέψεις και τα πάθη μου
κατά τη διάρκειά της, εμπλουτίζοντας και τα θέματα των συζητήσεών μας.
Πάνω και κάτω: Από τα φαγοπότια στο κτήμα, με φίλους Λεχαινίτες μέλη του "¨Φράγματος" (μεταξύ αυτώνΓιώργος Γώτης, Χρήστος Ντάντος, Διονύσης Κράγκαρης γνωστοί ποιητές σήμερα) μερικοί συν γυναιξί . Στο βάθος αριστερά με την λευκή μπλούζα η Σωσώ, δίπλα στην γράφουσα, Ε.Ψ. , δεξιά με την κόκκινη μπλούζα ο Λάμπρος.
Προς το τέλος της έκδοσης,
κατά τη χειροποίητη τελική σελιδοποίηση τον Αύγουστο του 1987, δουλεύαμε
ξενυχτώντας μέχρι τις πρώτες πρωινές
ώρες καθημερινά, με τη δική μου
αναχώρηση για το Νιοχώρι - όπου το πατρικό μου- μέσα στη νύχτα, οδηγώντας μόνη το ξέσκεπο, σαραβαλάκι κόκκινο 2CV μου να περνάω «πάρωρα» δίπλα από το ιαματικό, νεραϊδοκρατούμενο
Μοσχονέρι και να αναρωτιέμαι μήπως δω από
το καθρεφτάκι τις λευκοφορούσες νεράιδες θρονιασμένες στο πίσω κάθισμα (! και
να γελάμε την άλλη μέρα που τους αφηγούμουν «της νύχτας τα καμώματα»), ή άλλες
φορές να διανυκτερεύω στο χτήμα. Το αποκορύφωμα ήταν όταν κατά τον γνωστό,
μεγάλο καύσωνα τον Αύγουστο εκείνης της χρονιάς, του 1987, μας ειδοποίησαν από
το τυπογραφείο λίγες ημέρες πριν την ορισμένη ήδη, επίσημη παρουσίαση του
βιβλίου στο Δημαρχείο Λεχαινών, ότι με τη φοβερή ζέστη τα μελάνια έλιωναν και
δεν γινόταν να γίνει η εκτύπωση! Πήραμε λοιπόν άρον-άρον οι δυο μας
το νυχτερινό τραίνο από τα Λεχαινά για Αθήνα, το οποίο έβραζε μέσα στο
βαγόνι από τη ζέστη ολονυχτίς και
φτάσαμε χαράματα στην κεκαυμένη Αθήνα για να πάμε στο τυπογραφείο μήπως βρεθεί
λύση. Μπαίνοντας στο ταξί, μας κόπηκε η ανάσα από το καύμα που εξέπεμπε το
εσωτερικό του, ενώ ζεματιστήκαμε από τα καυτά πλαστικά του καθίσματα.
Κατά την παρουσίαση του βιβλίου "Λεχαινά" στην αίθουσα εκδηλώσεων του Δημαρχείου Λεχαινών, 15/8/1987. Στο κέντρο η Σωσώ, δεξιά η γράφουσα, Ε.Ψ., αριστερά ο Διονύσης Κράγκαρης εκ μέρους της πολιτιστικής ομάδας "Φράγμα" και των εκδόσεων "εκ παραδρομής"
Ευτυχώς η Σωσώ μαζί με τους Λεχαινίτες, Α/φούς Βεσκούκη τυπογράφους βρήκαν λύση και το βιβλίο τυπώθηκε και παρουσιάστηκε στην ώρα του και μάλιστα ως πολυτελής, για την εποχή του και τα Λεχαινά και με αρκετές ολοσέλιδες έγχρωμες εικόνες , καλοτυπωμένη έκδοση… Η ζεστή υποδοχή του βιβλίου από τους Λεχαινίτες, οι πολύ καλές έξωθεν κριτικές μάς αντάμειψαν για τους μακροχρόνιους κόπους, τις χαρές και τις δυσκολίες που αντιμετωπίσαμε όλα αυτά τα χρόνια. Εμείς ανταποδίδουμε χάριτες για την ερευνητική και εκδοτική εμπειρία, την αλληλόδραση, την ενδυνάμωση της παιδιόθεν φιλίας μας.
Μια από τις βιβλιοκρισίες για το βιβλίο με την υπογραφή του διακεκριμένου, Ηλείου λογοτέχνη Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου.
Μετά την έκδοση του βιβλίου, η σχέση μας με την Σωσώ φυσικά συνεχίστηκε, στο μέτρο που μας επέτρεπαν τα του βίου μας, καθώς εν τω μεταξύ η Σωσώ εργαζόταν στη γνωστή διαφημιστική-κινηματογραφική εταιρεία Stefi film ιδιοκτησίας του αδελφού της Βασίλη Κατσούφη συνεταιριστικά με Ιταλό φίλο τους, με σημαντική συμβολή της ίδιας τόσο στην ίδρυση όσο και στην οργάνωση της Εταιρείας, απ’ όσο γνωρίζω από την ίδια. Ο Βασίλης, μάλιστα, με παραγωγό τη stefi κινηματογράφισε και την λεχαινίτικη "τσετιά" του Γενιτσαρίστικου χορού σε ένα μικρό ντοκιμαντέρ και το χάρισε στον Δήμο. Εκεί η Σωσώ ήλθε σε συνάφεια και με κινηματογραφιστές, σκηνοθέτες, ηθοποιούς, παραγωγούς κ.λπ. δουλεύοντας πάντα με το πάθος της οργάνωσης και της τελειότητας που τη διέκρινε, σε ποικίλους τομείς στην Εταιρεία, που της απορροφούσε πολύ χρόνο συν τις πολλές οικογενειακές υποχρεώσεις με το μεγάλωμα και τις λαμπρές σπουδές της Χριστίνας (για τις οποίες δεν την άκουσα ποτέ, ούτε και τον Λάμπρο, να καυχιούνται....).
Ξαναβρήκαμε τη στενή επαφή μας όταν εγώ αποφάσισα, αρχές της δεκαετίας του 2000 και προς το τέλος της επαγγελματικής μου πορείας, να πάρω δάνειο και με τη σύμφωνη γνώμη και επιθυμία των δύο θυγατέρων μου, να χτίσω εξοχικό στο χωριό των γονιών μου, το Νεοχώρι Κυλλήνης (σε απόσταση 6 χλμ. από τα Λεχαινά), όπου είχα κληρονομήσει ένα πατρογονικό οικόπεδο κάπως απομονωμένο, πλην εντός οικιστικού σχεδίου. Έχοντας πλέον και οι δύο «ξεμποστανίσει», με τα παιδιά μας να έχουν ανεξαρτητοποιηθεί ακολουθώντας, με τη στήριξή μας, κατά δύναμη έκαστη, τις δικές τους επιλογές στον προσωπικό και επαγγελματικό τους βίο, την απώλεια των γονέων μας, εγώ και με διαζύγιο, και με την συνταξιοδότησή μας να πλησιάζει, είχαμε τη δυνατότητα να ξαναβρεθούμε και να αφιερώσουμε χρόνο στη σχέση μας και πάλι.
Τον Ιούλιο του 2012 το χτήμα, διακοσμημένο λαμπρά και γαμήλια από την Σωσώ, μας φιλοξένησε και στον γάμο της Χριστίνας με τον Ιρλανδό αγαπημένο της John που απέκτησαν την μικρή Πηνελόπη, χαρά της ψυχής και φως των ματιών του Λάμπρου και της Σωσώς,
Ένα μεταξωτό "καλαματιανό μαντήλι" που μου είχε δώσει ένας Λαγκαδινός μάστορας από αυτά που κρεμούν οι νοικοκυραίοι στο "σταυρό" της σκεπής όταν χτίζουν καινούργιο σπίτι, επίσης στόλιζαν τα άλογα στους γάμους κλπ το έδωσα στην Χριστίνα στον γάμο της με λίγα λουλούδια από τον κήπο μου για να την κρατήσει με αυτό ο γαμπρός όταν σέρνει τον χορό, όπως και έκανε κι ας έλιωσε το μαντήλι...
Η Σωσώ, έχοντας μεγάλη εμπειρία πέραν των άλλων και από το πρόσφατο τότε χτίσιμο των σπιτιών δύο αδελφών της που είχε επιβλέψει, πήρε προσωπικά τη διαδικασία του χτισίματος και του δικού μου σπιτιού στο χωριό, συνέβαλε με τη γνώση, την εμπειρία, την επαγγελματική καλαισθησία και πάνω από όλα την αγάπη της στα τελειώματα του σπιτιού. «Εγώ σε είχα συν-εργάτη και συμπαραστάτη στο χτίσιμο του δικού μου σπιτιού στο χτήμα, εσύ δεν θα με έχεις συμπαραστάτη στο χτίσιμο του δικού σου;» μου έλεγε συγκινημένη και χαρούμενη που εκπλήρωνα και το δικό μου όνειρο. Βεβαίως και σε συνεργασία με τον εξαιρετικό, πολύτιμο πολιτικό μηχανικό, Λεχαινίτη Θοδωρή Αναστόπουλο (ευγνώμων!) που είχε αναλάβει με κέφι και φροντίδα το χτίσιμο (σε αρχιτεκτονικά σχέδια της αδελφής μου αρχιτεκτόνισσας Φανής Φούντα και με στατική μελέτη του μηχανικού αδελφού μου Πάνου Ψυχογιού -ευγνώμων, επίσης!) ..
Πέραν αυτών, όταν ολοκληρώθηκε σχεδόν το σπίτι και ήλθε η ώρα να μπει κάποια στοιχειώδης οικοσκευή, πρόσφερε ό,τι διέθετε από τα δική της περισσευούμενα, με αποτέλεσμα πολλά να μου την θυμίζουν πλέον σε αυτό, με ευγνωμοσύνη και συγκίνηση, έξω και μέσα στο σπίτι. Και πώς να μην την φέρνω στο νου μου καθημερινά όταν τρώω πάνω στο φοιτητικό, ξύλινο τραπέζι της Χριστίνας στην Κρήτη , όταν απλώνω τα πόδια μου στο μακρύ, ξυλόγλυπτο χαμηλό τραπέζι μπροστά στο τζάκι, όταν ακουμπώ το κεφάλι μου στα κεντητά χαρισμένα μαξιλάρια, όταν στηρίζομαι στα σχεδιασμένα από την ίδια κάγκελα των μπαλκονιών, όταν πατάω στα ιταλικά ”κότο” πλακάκια που μαζί διαλέξαμε σε γνωστό της προμηθευτή σε ευκαιρία με εξαιρετικά χαμηλές τιμές, όταν βλέπω το χειρόγραφο σχέδιό της για τα πλακάκια στη μικρή τουαλέτα και στο μπάνιο, στην πόρτα του οποίου είναι μόνιμα αναρτημένο εξωτερικά;
Όταν η Σωσώ και ο Λάμπρος συνταξιοδοτήθηκαν, επέλεξαν να εγκατασταθούν
μόνιμα στο πανέμορφο, όπως και είχε τελικά διαμορφωθεί, χτήμα τους. Πέραν των προσωπικών οικογενειακών
της θεμάτων η Σωσώ, με τον δοτικό
χαρακτήρα της , δεν έμεινε άπραγη. Πρόσφερε αφιλοκερδώς στα κοινά, κυρίως τα
πολιτιστικά, σχεδιάζοντας σκηνικά και κοστούμια για τις θεατρικές παραστάσεις
του τοπικού θιάσου και προσφέροντας πρόθυμα
σε ό,τι άλλο ενέπιπτε στην καλλιτεχνική της εμπειρία και γνώση. Καθώς και μετά
τη δική μου συνταξιοδότηση και εγώ περνώ
5-6 μήνες στο σπίτι μου στο χωριό, είναι ευνόητο ότι συνεχίσαμε να βλεπόμαστε,
να κάνουμε παρέα, στα Λεχαινά και στα σπίτια μας, με συγγενείς και φίλους, να
συν-εορτάζουμε, να συν-τρώγουμε συμμετέχοντας και στα κοινά και στα τοπικά πολιτιστικά,
κατά τις δυνάμεις και τις γνώσεις μας, έκαστη.
Τον Αύγουστο του 2017 η Σωσώ και εγώ μαζί καθώς και όλοι οι συντελεστές του βιβλίου αξιωθήκαμε να γιορτάσουμε, με την οργάνωση εκδήλωσης από το «Φράγμα» και τα 30χρονα από την πρώτη έκδοση του βιβλίου, το οποίο όχι μόνο αγοράστηκε και αγοράζεται από ντόπιους και ξένους αλλά αποτελεί και το καθιερωμένο πλέον δώρο του Δήμου σε επίσημους προσκεκλημένους και επισκέπτες, ως αντιπροσωπευτικό της ιστορίας και της αρχιτεκτονικής των Λεχαινών. Η επετειακή γιορτή έγινε και με την ευκαιρία της φωτομηχανικής ανατύπωσης του εξαντλημένου πλέον βιβλίου, από το «Φράγμα» και τις εκδόσεις «εκ παραδρομής» που με τη βοήθεια της συγκεκριμένης τεχνολογίας, μπορεί πλέον να αναπαράγεται από τον Σύλλογο και να είναι διαθέσιμο σε κάθε ζήτηση.
Γεράσαμε…
Με άπειρη χαρά και καμάρι η
Σωσώ, και η Χριστίνα βέβαια, με έφερνε τελευταίως, χρόνο με το χρόνο,
σε επαφή και με την πολυαγαπημένη τους, με τον Λάμπρο, εγγονή, την μικρή, χαρισματική Αρκαδο-Λεχαινο-Ελληνο-Ιρλανδή μικρή Πηνελόπη, που την φέρνουν κάθε καλοκαίρι από το Μπέλφαστ της μακρινής Ιρλανδίας στις καλοκαιρινές τους
διακοπές από το Πανεπιστήμιο οι γονείς της, η Χριστίνα και ο Ιρλανδός άντρας
της John.... Καθώς δεν έρχεται το γήρας μόνον αλλά επιβαρυμένο από τις καλές και τις κακές εμπειρίες του βίου, πόσο
μάλλον ενός βίου εντατικής δουλειάς και
προσφοράς όπως αυτός της Σωσώς, έφτασε η ώρα που η Σωσώ άρχισε πριν λίγα χρόνια να μας «φεύγει»
σιγά-σιγά λόγω προβλημάτων υγείας. Τόσο η
Χριστίνα με τον άντρα και τη μοναχοκόρη της
από μακριά και από κοντά τα καλοκαίρια, όσο κυρίως ο Λάμπρος της, 56 τουλάχιστον χρόνια συνοδοιπόρος της στις χαρές και τις λύπες, τής συμπαραστάθηκε,
τη συντρόφεψε, την περιποιήθηκε, την φρόντισε με αφοσίωση και αγάπη μέχρι την οριστική της αποχώρηση από κοντά μας
προς το επέκεινα, στις 4/10/2024.
…Κυπαρίσσω μου, «Κυρά μου»
(όπως με προσφωνούσες πάντα εσύ τρυφερά), "κυπαρίσσια" όπως οι "κυπαρίσσιοι", ku-pa-ri-si-jo στην πινακίδα με την ελληνική γραμμική γραφή Β΄, κυπαρίσσι περήφανο, πολύφυλλο, αειθαλές στην ψυχή, αναπαύσου μαζί με τη συνονόματη γιαγιά σου στο
νεκροταφείο της αγια-Τριάδας, δίπλα στους γονιούς σου και τόσο κοντά στο παλιό πατρικό σου, όπου γεννήθηκες και μεγάλωσες…
Υπήρξες αγαπημένη, πολύτιμη
για μένα και έτσι θα μείνεις, όσο ζω ακόμα, στο νου και στην καρδιά μου…
Σε ευχαριστώ!