18 Δεκ 2025

ταξιδεύοντας στην Ινδία με τον θείο Σάββα, Δεκέμβρης 1997-Γενάρης 1998 (προσωπικό, ταξιδιωτικό ημερολόγιο) . Travelling in India (personal diary, Dek. -Jan. 1997-1998)

 Ελένη Ψυχογιού



Πρόλογος

«…Δεν ήξερε ότι σε μερικά μέρη, όπως για παράδειγμα στην πατρίδα της Ραχήλ [την Ινδία], υπήρχαν πολλά είδη απελπισίας που πάλευαν για την πρωτοκαθεδρία. Και ότι η προσωπική απελπισία του καθενός δεν ήταν ποτέ αρκετά απελπισμένη για να κερδίσει  αυτή τη μάχη. Δεν ήξερε ότι κάτι συνέβαινε κάθε φορά  που η προσωπική αναστάτωση ερχόταν κι έμπαινε μέσα στο ναό της απέραντης, της βάναυσης, της περιδινούμενης, της ορμητικής, γελοίας, παράλογης, ασύλληπτης γενικής αναστάτωσης ενός ολόκληρου λαού… Τίποτα δεν είχε μεγάλη σημασία. Ελάχιστα πράγματα είχαν σημασία. Κι αυτά τα λίγα πράγματα που είχαν σημασία, δε μετρούσαν και πολύ. Μετρούσαν λίγο, όλο και πιο λίγο. Τίποτα δεν ήταν αρκετά σπουδαίο. Γιατί Υπήρχαν Και Χειρότερα. Στην πατρίδα της Ραχήλ που ισορροπούσε διαρκώς ανάμεσα στον τρόμο του πολέμου και στη φρίκη της ειρήνης, τα Χειρότερα δε σταματούσαν λεπτό να συμβαίνουν…» (Αρουντάτι Ρόι, Ο Θεός των Μικρών Πραγμάτων, μτφ. Μαρία Αγγελίδου, εκδόσεις Ψυχογιός, Αθήνα 1997, σ. 36-37) 

Εισαγωγή

  «…Η κουβέντα με τον θείο Σάββα είχε γίνει το καλοκαίρι, στο χαγιάτι του ανακαινισμένου από τον ίδιο σπιτιού  του παππούλη Μήτσου, μέσα στον ολάνθιστο κήπο του, στο Νιοχώρι. «Είναι βλακεία σου που δεν έρχεσαι στην Ινδία, δεν είναι τίποτα σπουδαίο, τα λεφτά είναι ελάχιστα», μου είπε μετά από συζήτηση για το πώς περνάει εκείνος εκεί,  αφού πηγαίνει ανελλιπώς για 3-4 μήνες το χρόνο, τα τελευταία δεκαέξι χρόνια. «Εφέτος θα ’ρθω», του είπα, χωρίς να το πιστεύω πραγματικά, περισσότερο σαν χρόνια επιθυμία και ευχή, παρά σαν προγραμματισμένη απόφαση που θα μπορούσε ποτέ να έρθει εις πέρας, παρά την επιμονή του  Σάββα…

 


Ο θείος Σάββας στα νιάτα του. Αριστερά το 1946 και δεξιά το 1959, όταν άνοιξε το μαγαζί τουρσιών στη Δημοτική Βαρβάκειο Αγορά  των Αθηνών.

Συνταξιδιώτης και χορηγός του ταξιδιού μου στην Ινδία, ο θείος μου Σάββας, 72 ετών στο ταξίδι, υπήρξε ανύπαντρος και μποέμ από πεποίθηση στο βίο του. Ήταν  ετεροθαλής αδελφός του πατέρα της γράφουσας. Γεννημένος και μεγαλωμένος στο Νιοχώρι Κυλλήνης Ηλείας, έχοντας κάνει και τις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου στη Γαστούνη. Δεν συνέχισε τη σχολική εκπαίδευση και από τα νιάτα του εγκαταστάθηκε  στην Αθήνα ως επιχειρηματίας, όπου διατηρούσε από το 1959 στη Βαρβάκειο Δημοτική Αγορά μαγαζί με ελιές, αλλαντικά και τουρσιά. Αριστερός ανέντακτος, γλεντζές, παράτολμος, πανηγυριώτης και χορευταράς  από νεαρή ηλικία, πρωταγωνιστής στο πανηγύρι του χωριού στα όργανα και νυκτόβιος/μπουζουκόβιος  αργότερα, με σχέσεις και χορηγός στους καλλιτεχνικούς κύκλους καθώς και πολλές επιτυχίες  στις γυναίκες. Τα προηγούμενα 16 χρόνια αφότου πήγα εγώ μαζί του, ο Σάββας ταξίδευε κάθε χρόνο στην Ινδία για  4-5 μήνες (Δεκέμβρη-Μάη)  μαζί με φίλους και ερωμένες, περιηγούμενος τη χώρα αλλά παρέμενε κυρίως στη Γκόα.   Οπότε ήταν εξοικειωμένος με την Ινδία και ξεναγός μου στο ταξίδι μας .

Την  επιθυμία να επισκεφθώ την Ινδία μου την είχε πρωτο- δημιουργήσει όταν ήμουνα ακόμα παιδί το βιβλίο της Χ. Φ. Μπέρνετ, «Η μικρή πριγκίπισσα», που το διάβασμά του με είχε τότε συναρπάσει. Αν και η αναφορά στην Ινδία στο βιβλίο είναι  έμμεση, στάθηκε από τότε ικανή να μου κινήσει το ενδιαφέρον γι’ αυτή την περίεργη, εξωτική χώρα. Εγώ ονειρευόμουν βεβαίως την Ινδία στο βορρά με τα παλάτια των μαχαραγιάδων, το Δελχί , το Βαρανάσι , Τζαϊπούρ κλπ., ωστόσο προσαρμόστηκα (ευγνωμονούσα) στους δικούς του προορισμούς μέσα στην Ινδία που τώρα είχαν περιοριστεί λόγω και ηλικίας του Σάββα, μια που ήταν ο χορηγός και ξεναγός μου, καθώς μόνη και μάλιστα ιδίοις εξόδοις, δεν θα ήταν δυνατόν ποτέ να το κάνω αυτό το ταξίδι.… Δεν το  πιστεύω ούτε τώρα, 28 χρόνια μετά, ότι έκανα αυτό το ταξίδι, ότι πήγα στην Ινδία  και έμεινα ένα μήνα εκεί, στη Βομβάη και στην Γκόα, ταξιδεύοντας  μαζί με τον Σάββα, χορηγό και ξεναγό μου στη "δική" του Ινδία .

Το ταξίδι  αποκαλυπτικό, συναρπαστικό, σοκαριστικό, μαγευτικό και συνάμα πληκτικό, τελικά διφορούμενο και αντιφατικό. Διαλύθηκαν πλάνες, επιβεβαιώθηκαν μύθοι, ενώ άλλα απομυθοποιήθηκαν. Κράτησα ημερολογιακές σημειώσεις στο πράσινο δερματόδετο σημειωματάριο. Τράβηξα και 397 φωτογραφίες, πολλές αποτυχημένες, ειδικά οι τραβηγμένες μέσα από οχήματα εν κινήσει, ενδεικτικές πάντως. Γύρισα μαυρισμένη απ’ τα μπάνια και τον ήλιο, λίγο αδυνατισμένη απ’ την ξεκούραση, το κολύμπι, τη ζέστη, την ψαροφαγία και το μασάζ, στολισμένη με φορέματα και φουλάρια σε χρώματα έντονα, σκουλαρίκια και βραχιόλια, φορτωμένη με δώρα δια δικούς και φίλους... Προσπαθώ, με κίνδυνο να φανώ και γελοία,  να κρατήσω έτσι λίγο ακόμα τη μαγεία που χάνεται στην καθημερινή πραγματικότητα…»[3]







Το χειρόγραφο ημερολόγιο 

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ

(17/12/1997- 18/1/1998)




Εισιτήρια 

Αναχώρηση

Αθήνα, Παρασκευή, 19/12/1997  
Η κόρη μου η Ευρυδίκη έρχεται στο αεροδρόμιο Ελληνικού με  το ταξί , με το οποίο περνάμε και παίρνουμε τον Σάββα από την οδό Κεραμεικού. Μεγάλη κυκλοφοριακή συμφόρηση στο κέντρο της Αθήνας.
Αεροδρόμιο, έλεγχος διαβατηρίων. Φεύγει η Ευρυδίκη. 
Αναμονή, 7.30 μ.μ. αναχώρηση για Κάιρο με Εgypt Air. Ωραίο, τεράστιο αεροπλάνο, καλή περιποίηση. Θέσεις μπροστά (με μέσο του Σάββα στην Εταιρεία) εγώ παράθυρο, τηλεόραση. Η θέα  της παραλιακής Αθήνας και του Πειραιά υπέροχη από ψηλά. Φαγητό: ψάρι, τρίγωνο τυρί, βούτυρο, σαλάτα, κομπόστα ζελέ, πλάκα σοκολάτα, νόστιμα, coca-cola, καφέ. Χαμηλότατου επιπέδου ταινίες στην τηλεόραση, και τουριστικά διαφημιστικά. Οι περισσότεροι επιβάτες Έλληνες που πηγαίνουν στο Κάιρο και από εκεί στην υπόλοιπη Αφρική. Διαβάζουμε εφημερίδες ("Ελευθεροτυπία", "Έθνος") με κύριο θέμα τους την πτώση αεροπλάνου στα Πιέρια όρη, όχι τόσο κατάλληλο εν πτήσει... Ένα Αιγυπτιακό τουριστικό περιοδικό, της Egyptair  στην τσέπη της πλάτης του μπροστινού καθίσματος, έχει αφιέρωμα στον τάφο του Τουταγχαμών και παρουσίαση του Μουσείου Ελληνικών Μουσικών Οργάνων "Φοίβος Ανωγειαννάκης", στην Πλάκα (!) και τα διαβάζω, κυρίως το πρώτο που δεν γνωριζα, με ενδιαφέρον.  Απορροφημένη, βλέπω κάποια στιγμή πάλι φώτα από κάτω μας, αναρωτιέμαι αν είναι η Κύπρος ή το Κάιρο μέσα στο σκοτάδι. Η ώρα είναι πλέον 9.15 μ.μ. οπότε τα φώτα είναι το Κάιρο και προσγειωνόμαστε. Κάποιοι στα διπλανά καθίσματα έχουν επίσης προορισμό τη Βομβάη, όπως εμείς. 
Μπαίνουμε μετά από πολλούς ελέγχους στην αίθουσα transit.  Μας κρατούν τα διαβατήρια και τα εισιτήρια. Η αίθουσα αναμονής μίζερη, με πορτοκαλί πλαστικές πολυθρόνες. Εκεί βρίσκονται ήδη  αρκετοί Ινδοί με σκούρο δέρμα, άνδρες με λευκά ρούχα άλλοι με σαρίκι, άλλοι χωρίς και γυναίκες με χρωματιστά. Μας δίνουν κουπόνια να ανεβούμε στον Α΄όροφο για φαγητό, ο Σάββας κι εγώ δεν πάμε. 
Δύο Ινδοί μάλλον, βιβλικές φυσιογνωμίες με πολύ σκούρο δέρμα, γκρίζα, αρκετά μακριά μαλλιά και γενειάδες, βγάζουν κάτι σαν λευκά σεντόνια που φορούν και μένουν γυμνοί από τη μέση και πάνω. Μετά τα γυρίζουν κάπως το πάνω-κάτω και τυλίγουν το ένα στη μέση και το άλλο στο πανωκόρμι τους και φεύγουν από την αίθουσα, άγνωστο για πού. Νιώθω να αρχίζω να "μπαίνω" στην πολυπόθητή μου Ινδία. Πιάνω κουβέντα με τον ΄θείο Σάββα περί Ινδίας και της παλιάς, πολύμηνης παραμονής του εκεί για χρόνια. Ο ολιγόλογος συνήθως απ' όσο τον γνώριζα μέχρι τότε και κάπως αποστασιοποιημένος από 'μας τα ανήψια του, Σάββας είναι περιποιητικός και ομιλητικός, αποκαλυπτικός για άγνωστα σε μένα μέχρι τότε θέματα του βίου του και δη στην Ινδία. Αφίξεις συνεχώς, από  διάφορες πτήσεις, αρκετοί Έλληνες και Αφρικανοί. Μαθαίνουμε ότι δεν θα φύγουμε για Βομβάη πριν τις 2.30 π.μ., υπομονή... 
Δυο κοπέλες, χαριτωμένες, η μια μάλλον Ινδή της διασποράς που σπουδάζει έξω μιλάει ζωηρά και ακατάπαυστα με μια Γαλλίδα από όσο κρίνω από το ότι μιλάνε στα Γαλλικά. Τις καμαρώνω. Σταδιακό "πέρασμα" προς τον προορισμό μας. 
Στι 2.30 π.μ., αναχωρούμε για Βομβάη, πάλι με αεροσκάφος της Egyptair, αυτό τεράστιο. Σε μια ομάδα, μάλλον οικογένεια, τρισχαριτωμένων Αφρικανών (μάλλον του Εξωτερικού και πλούσιοι, όπως κρίνω από το ντύσιμό τους) με δύο πανέμορφα, καλοντυμένα παιδιά, αγόρι και κορίτσι 6-7 χρονών, δεν τους επιτρέπεται η είσοδος στο αεροπλάνο, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες τους, γιατί οι αποσκευές τους έκαναν τον ανιχνευτή μετάλλων να βουίζει.  Μια άλλη ομάδα, ανδρών και μάλλον Ινδών, είναι ντυμένοι με ομοιόμορφες, περίεργες για μένα, λευκές κελεμπίες και ωχροκίτρινα "πανωφόρια" και με χρυσοποίκιλτα υφασμάτινα "σκουφιά" στο κεφάλι, που έμοιαζαν να συνοδεύουν με φροντίδα και σεβασμό έναν ηλικιωμένο, μικροκαμωμένο με την ίδια στολή αλλά με πάλλευκο σαρίκι στο κεφάλι του, ο οποίος έμοιαζε εκπληκτικά στον Γκάντι. Υπέθεσα ότι ήταν κάποιος ιερωμένος υψηλού βαθμού, κάποιας θρησκείας. 
Το αεροπλάνο, με οκταθέσιες σειρές καθισμάτων, ήταν γεμάτο, καθώς είχαν μαζευτεί πολλοί επιβάτες στο Κάιρο από διάφορες πτήσεις από διάφορες χώρες. Τα καθίσματα αρκετά στενάχωρα, ευτυχώς ήμουν προς το παράθυρο, δίπλα στον Σάββα. Πολύ μου άρεσαν τα κόκκινα πάνινα "παπουτσάκια"-τσουράπια κάπως φαραωνικά, λόγω του σήματος της Egyptair πάνω τους,  που είχαν για τον καθένα στα καθίσματα προκειμένου οι επιβάτες να βγάλουν τα παπούτσια τους και να τα φορέσουν  κατά την πολύωρη πτήση. Ο Σάββας με συμβούλεψε να μην τα φορέσω γιατί μπορεί να πρηστούν τα πόδια μου λόγω ύψους και πίεσης και μετά να μη μου μπαίνουν τα παπούτσια μου αλλά μου άρεσαν και τα φόρεσα. Το ταξίδι πολύωρο,  οπότε πέρασε κουβεντιάζοντας λίγο με τον Σάββα, λίγο ύπνο, καφέδες, σάντουιτς, χυμούς φρούτων. Έξω πηχτό σκοτάδι,  έβλεπα μόνο το φωτάκι που αναβόσβηνε στην άκρη του φτερού του αεροπλάνου που ήταν δίπλα μου, απέξω. Η οθόνη της τηλεόρασης που πρόβαλε χάρτη της διαδρομής μας και της πτήσης, έδειχνε κάποια στιγμή ότι πετούσαμε πάνω από την Αραβική Χερσόνησο.  
Αποκοιμήθηκα τελικά  αρκετή ώρα, φαίνεται, γιατί όταν κάποια στιγμή άνοιξα τα μάτια μου και σήκωσα το στότι του παράθυρου, ένα εκτυφλωτικό φως με τύφλωσε, καθώς είχε πλέον ξημερώσει και πετούσαμε πάνω από πυκνό στρώμα κατάλευκων σύννεφων, ωσάν πηχτή σαπουνάδα πάνω αε ανδρικό πρόσωπο για ξύρισμα. 
Έφεραν πλούσιο πρωινό, το οποίο δεν έφαγα, ούτε και ο Σάββας, είχα κουραστεί τόσες ώρες σφηνωμένη στο κάθισμα  και σηκώθηκα να ζητήσω νερό, για να ξεμουδιάσω λίγο. Η οθόνη έδειχνε ότι πετούσαμε πάνω από την Αραβική Θάλασσα. Ανάμεσα στους επιβάτες και κάποιοι Έλληνες, τους οποίους είχα προσέξει ότι ερχόντουσαν μαζί μας ήδη από το αεροδρόμιο του Ελληνικού. Ήταν ένα ζευγάρι νέων, ο άνδρας λεπτός, σε στυλ γιάπι, η κοπέλα λεπτή, με κατάμαυρα μαλλιά, λευκό δέρμα και πολύ έντονο, μαύρο βάψιμο γύρω από τα μάτια της, αιγυπτιακού στυλ. Υπέθεσα ότι ταξιδεύουν για δουλειές του συζύγου. Τρία άλλα νέα παιδιά, δυο κορίτσια και ένα αγόρι, με κάπως χίππικο στυλ, με ο νέος με μακριά μαλλιά   και οι δύο  κοπελίτσες πολύ λεπτές, υπέθεσα ότι πάνε για περιήγηση στη μαγική Ινδία. Στα μπροστινά μας καθίσματα, ένας πατέρας που έμοιαζε κάπως στο στυλ  με τον τραγουδιστή-ηθοποιό Κοινούση,  με το 12χρονο πάνω-κάτω γιο του. Είχε αγοράσει από τα αφορολόγητα στο αεροδρόμιο του Κάιρου μια από εκείνες τις φτηνές, ξινές κολόνιες  που εμένα με αναγουλιάζει το άρωμά τους και περιελουζόταν συνεχώς με αυτές και υπέφερα. Έλεγε και κάτι περίεργα στο γιο του, οπότε  ο Σάββας, υπομονετικός και άνετος στο ταξίδι, μου λέει  "άστονε, φαίνεται βαρεμένος", οπότε δεν του ζήτησα να μετριάσει την κολόνια, ούτε μπορούσα να υποθέσω το σκοπό του ταξιδιού του στην Ινδία.

 

"Η πύλη των Ινδιών" στην παραλία και το λιμάνι  της Βομβάης, ιδρυμένης από τους αποικιοκράτες Άγγλους  (Δεκ. 1997). 

Άφιξη

Βομβάη,  Σάββατο 18/12/1997
Σε λίγο σχετικά χρόνο, αντίκρισα γη κάτω, από το παράθυρο. μια έκταση με χαμηλή βλάστηση και πολλά  νερά, σαν κανάλια. Είχαμε φτάσει στη Βομβάη, που όπως μου είπε ο Σάββας οι Εγγλέζοι την είχαν θεμελιώσει μέσα σε έναν υγρότοπο, ένα είδος βάλτου με νησίδες ξηράς κατάλληλο για να ιδρύσουν και  λιμάνι όσο πιο κοντά στη Δύση γίνεται, σαν είσοδο, με τα πλοία τότε, στην κατακτημένη αποικία τους. Το αεροπλάνο έκανε στροφή για προσγείωση, ύστερα από πτήση πέντε ωρών από το Κάιρο. Κατεβήκαμε περνώντας μέσα από μια περίκλειστη, σαν τούνελ, σκάλα, που μας έβγαλε κατευθείαν μέσα σε μια αίθουσα ελέγχου διαβατηρίων, έναν τεράστιο, γκρίζο χώρο. Αποσκευές δεν είχαμε, πέρα από ένα μικρό σακίδιο έκαστος με τα απαραίτητα, ενώ κατά τις συμβουλές του Σάββα για το ταξίδι μας, είχα περασμένο από το λαιμό μου ένα σακουλάκι με το διαβατήριό μου και του είχα δώσει κάποια  χρήματα που είχα σε δραχμές, γιατί θα τις άλλαζε ό Σάββας  σε ρουπίες όταν φθάναμε στην Ινδία.  Επίσης ο Σάββας με είχε συμβουλεύσει, για να μην πω επιβάλλει,  να μην πάρω σχεδόν τίποτα από ρούχα κλπ μαζί μου, καθώς μάλιστα λάτρευα τα "ινδικά", δυτικοποιημένα βαμβακερά και πλουμιστά φορέματα, ώστε να αγοράσω από όλα και πάμφθηνα στην Ινδία και να τα φέρω πίσω επιστρέφοντας, 
Έκανε πολλή ζέστη και ήθελα να πάω τουαλέτα και για να βγάλω επειγόντως το καλσόν που φορούσα κατά την αναχώρηση από την κρύα Αθήνα, ευτυχώς είχα ήδη βγάλει τη μια μπλούζα στο Κάιρο. Μπήκα στις τουαλέτες γυναικών, όπου είδα Ινδές, ντυμένες με τα μακριά, πολύχρωμα σάρι τους να σφουγγαρίζουν και να  καθαρίζουν, να δίνουν χαρτί υγείας περιμένοντας κάποιο λίγο χαρτζιλίκι.  Καταντράπηκα και λυπήθηκα, καθώς εγώ δεν είχα καθόλου χρήματα και δη ρουπίες, πάνω μου  ενώ  μια από αυτές με ακολουθούσε παρακαλεστικά  και ευγενικά να της δώσω κάτι και στο τέλος έφυγε. 
Βγήκαμε από την αίθουσα ελέγχου σχεδόν τελευταίοι, ενώ οι ελεγκτές μας κοίταζαν κάπως περίεργα, ίσως γιατί δεν είχαμε αποσκευές. Στο γκισέ ενοικίασης ταξί και αυτοκινήτων είχε ουρά και εκεί ήταν ήδη το ζευγάρι των συνταξιδιωτών μας και προσπαθούσαν να κλείσουν ταξί για τη μεταφορά τους μέσα στην πόλη. Ο  νέος "γιαποειδής", όπως τον έλεγα εγώ, μας ρώτησε με κάποιο ύφος "αφ' υψηλού" σε ποια περιοχή θα πηγαίναμε και όταν ο Σ. του είπε στην Colaba ("Κολάμπα", περιοχή περιοπής γιατί ήταν το παλιό, διοικητικό κέντρο και οι κατοικίες των Εγγλέζων αξιωματούχων στη Βομβάη, σήμερα ενοικιαζόμενες κατοικίες για καλοστεκούμενους τουρίστες, επιχειρηματίες κ.λπ.) και ανεβήκαμε στην εκτίμησή του, μας πρότεινε να νοικιάσουμε ταξί όλοι μαζί, καθώς πήγαιναν και εκείνοι στην ίδια περιοχή. Ζητώντας ο Παντελής, όπως μας συστήθηκε, από τους υπεύθυνους απαιτητικά ταξί με aircondition και  μετά από επίμονο παζάρι που δεν του βγήκε, πληρώσαμε και οι τέσσερις μαζί χίλιες ρουπίες και μπήκαμε σε ένα κλιματιζόμενο ταξί. Η σύντροφος του γιάπη, η Αντιγόνη, όπως επίσης μας συστήθηκε, έβρισκε τη ζέστη φριχτή, παρά τη δροσιά του κλιματισμού  και όλο παραπονιόταν με νάζι αλλά και επιθετικά στον Παντελή  για αυτό, ωσάν να ήταν εκείνος υπεύθυνος για την ζέστη και να μπορούσε να την εξαφανίσει. Εκείνος της απαντούσε προστατευτικά και με κατανόηση αλλά και με κάποιο ίχνος ειρωνίας. 
Το ταξί βγήκε σε έναν σχετικά μεγάλο αυτοκινητόδρομο δύο κατευθύνσεων χωρίς διαχωριστικό και με τρομερή κίνηση. 

Η οδήγηση γίνεται αριστερά, όπως στην Αγγλία. Δεξιά και αριστερά του δρόμου, σε αρκετά μεγάλα διαστήματα, υπήρχαν αναχώματα από ένα  γκρι χώμα, ανασκαμμένο από κάτι χαντάκια που είχαν ανοιχτεί για κάποιο δημόσιο έργο.  Μέσα σε αυτά δούλευαν νωχελικά αλλά μεθοδικά σκουρόχρωμοι, ισχνοί εργάτες με γυμνά πανωκόρμια. Στα πλάγια του δρόμου περπατούσαν πλήθος άνθρωποι: γυναίκες με πολύχρωμα σάρι, άντρες με παντελόνι και πουκάμισο, κινούμενοι αργά και προσεκτικά. Δεξιά και αριστερά μας υψώνονταν κτίρια πολυώροφα, άσχημα τα περισσότερα, μουντά, γκρίζα ή βρώμικα. Ανάμεσα σε αυτά τα κτίρια και στον αυτοκινητόδρομο, κατά διαστήματα, ήταν στημένες για χιλιόμετρα τσαντιροειδείς κατασκευές από μαύρο πλαστικό ή από πανιά και  παράγκες  από χαρτόνια, σανίδες  ή τσίγκους που  ήταν κατοικίες χιλιάδων οικογενειών, όπως βλέπαμε να κυκλοφορούν έξω από αυτές, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, γέροντες. Ρούχα απλωμένα για στέγνωμα παντού, φωτιές για μαγείρεμα, παιδιά που έπαιζαν ή αφόδευαν, γυναίκες που πρόβαλαν μέσα από τις μαύρες μικρές παράγκες πανέμορφες στα μάτια μου, με τα λαμπρά σάρι τους και τα στολισμένα με λουλούδια κατάμαυρα, γυαλιστερά μαλλιά τους. Μια αντίφαση μου με τάραξε.
Στο δρόμο τα φανάρια λιγοστά, ανυπαρξία διαχωριστικής λωρίδας, σφυρίγματα συνεχώς. Επικρατούσε μια ιδιότυπη κυκλοφοριακή αναρχία, που λειτουργεί ωστόσο αποτελεσματικά. Ενώ έχεις την αίσθηση ότι θα πέσει το ένα αυτοκίνητο απάνω στο άλλο, με τα σφυρίγματα και τους ελιγμούς αποφεύγονται τα τρακαρίσματα. Είχα γίνει κόμπος από την ένταση, ενώ έβλεπα την ηρεμία και την υπομονή με την οποία αντιμετώπιζαν όλα αυτά οι άλλοι ντόπιοι οδηγοί και ο ταξιτζής μας. Ταξί-ταξί-ταξί, χιλιάδες κατέκλυζαν το δρόμο, μαυροκίτρινα, με σχάρα στη σκεπή τους, το ταξίμετρο εξωτερικά, πολλά με εικόνισμα κάποιου θεού πάνω στο παρμπρίζ, στολισμένο με γιρλάντες από φρέσκα λουλούδια. Παρόλο το πλήθος των αυτοκινήτων, δεν γίνεται μποτιλιάρισμα. Η ροή της κυκλοφορίας συνεχιζόταν με κορναρίσματα, απρόσκοπτα, αρκετά γρήγορα μάλιστα, μου φαινόταν με μια θαυμαστή ενδο-συνεννόηση των οδηγών!
Σε ένα κομμάτι της διαδρομής καθώς μπαίναμε στην πόλη (αν μπορούσα να καταλάβω πού άρχιζε) κι από τις δύο πλευρές του δρόμου εκτείνονταν στη σειρά μικροσκοπικά εργαστήρια/μαγαζιά ξυλογλυπτικής αλλά και καλαθοπλεκτικής, σιδεράδικα και άλλα. Στις προσόψεις τους (επί της ουσίας γύρω-γύρω από το άνοιγμα κάθε εισόδου, που ταυτίζεται με το πλάτος αυτών των μαγαζιών) κρεμόντουσαν λεπτοδουλεμένα τεχνουργήματα, κυρίως ξύλινα (κορνίζες, μικρο-έπιπλα, αλλά και καλάθια, σιδεριές κ. ά). 


Ινδία, 18/12/1997. Μέσα στο ταξί από αεροδρόμιο προς τη Βομβάη.

Μετά από μιάμιση ώρα περίπου, μπήκαμε στο κέντρο της πόλης. Πολλά δημόσια κτίρια, αυτοκρατορικά, μεγαλειώδη, τεράστια, χτισμένα με μεγαλοπρέπεια, πλην παλιωμένα. Μνημεία του πάλαι ποτέ αγγλικού αποικιοκρατικού μεγαλείου. Πολυκατοικίες χωρίς μπαλκόνια με πολλά στενά ξύλινα παράθυρα με στέγαστρα (υπέθεσα λόγω των μουσώνων). Και κόσμος, κόσμος, κόσμος (είχα διαβάσει ότι η Βομβάη έχει 15 εκατομμύρια πληθυσμό, που όμως πολλαπλασιάζεται με άγνωστο εκθέτη όταν λήξει η περίοδος των μουσώνων με την είσοδο άστεγων, κυρίως από την περιφέρεια)! Ποδήλατα, μηχανάκια, αυτοκίνητα κάθε είδους, με τα ταξί και κάποια λευκά παλαιάς μόδας αυτοκίνητα (πολλά από αυτά με κουρτινάκια στα τζάμια τους), ντόπιας παραγωγής (όπως είπε ο Σάββας) να πλειοψηφούν. Μέσα στον κυκλοφοριακό αυτό χαμό και τα κορναρίσματα, ζητιάνοι, πλήθος. Παιδιά κάτισχνα και ρακένδυτα, γέροντες με αναπηρίες ή χωρίς πόδια να σέρνονται με κάτι αυτοσχέδια scate board (σανίδες με ροδάκια) στην ανύπαρκτη διαχωριστική λωρίδα, να γραπώνονται ζητώντας βοήθεια από τα αυτοκίνητα που τους  συμπαρασύρουν, να τα αφήνουν μετά από λίγο για να πιαστούν σε άλλο. Και παντού, προς τις άκρες των δρόμων, άνδρες μεταφορείς κάθε ηλικίας, να σπρώχνουν κάτι ξύλινα μακρόστενα δίτροχα καρότσια-πλατφόρμες κατάφορτα με  κάθε είδους πραμάτειες.  Επίσης αραμπάδες που τους σέρνουν βόδια, άμαξες ιππήλατες από ασημί μέταλλο ποικιλμένες με ανάγλυφα σχέδια, στολισμένες με γιρλάντες από λουλούδια. Αμέριμνες "ιερές" αγελάδες να κυκλοφορούν ανάμεσα στα αυτοκίνητα, είτε να στέκονται στα πεζοδρόμια μασουλώντας  τούφες χορτάρι που τους ρίχνουν επιτόπου.
















 Βομβάη, 20-25 Δεκ. 1997. Από πάνω προς τα κάτω:  εικόνες από τους δρόμους (άνθρωποι, φορεσιές, αρχιτεκτονική, κυκλοφορία οχημάτων και πεζών, διαφημίσεις, εμπόριο,  πωλητές δρόμου κ.λπ.) , τραβηγμένες μέσα από αυτοκίνητο ή πεζή.


Βομβάη, Δεκ. 1997: παραγκούπολη 

Και πεζοί-πεζοί-πεζοί, άπειροι, αμέτρητοι...! Ινδοί αλλά και κάθε φυλής, φύλου  και χρώματος, οι γυναίκες με ποικιλία ενδυματολογική (με ινδικά σάρι, ευρωπαϊκά ρούχα, μουσουλμανικές μαντίλες ή μπούργκες, κ.ά.) ενώ δεν έβλεπα άντρες με κουστούμι και γραβάτα (κάτι ευχάριστο για μένα, πάντα αναρωτιέμαι γιατί η πλειονότητα των αντρών δεν επαναστατεί σε αυτό το τόσο τυποποιημένο ντύσιμο με κοστούμι και ιδίως στη γελοία γραβάτα!). Φορτωμένοι με σακούλες με ψώνια βάδιζαν σταθερά αλλά χωρίς φούρια.  Και μέσα σε αυτό το πλήθος έβλεπα να λάμπουν οι Ινδές, περπατώντας με χάρη, πάμπολλες με σάρι, την παραδοσιακή, πολύχρωμη  φορεσιά τους, φορτωμένες βραχιόλια και κοσμήματα και με φρέσκα λουλούδια στα μαλλιά. Όχι μόνον οι νέες, λεπτές,  με τα μαύρα, υπέροχα μάτια, τα στιλπνά μαύρα μαλλιά Ινδές, αλλά και οι γκριζομάλλες, παχύσαρκες ηλικιωμένες, να προβάλλουν γυμνά τα σκούρα μπράτσα και τη μέση τους μέσα από τα –συχνά χρυσοποίκιλτα– σάρι τους με την απίστευτη ποικιλία χρωμάτων. Πάντα με μάγευαν οι Ινδές με τα σάρι από τις εικόνες τους αλλά το να τις βλέπω ολοζώντανες δίπλα μου υπερέβαινε κάθε εικόνα που είχα δει σε ομορφιά. Οι νεαροί, περιστασιακοί συνταξιδιώτες μας φρικίαζαν φωναχτά σε όλο το δρόμο, σοκαρισμένοι από όσα ανοίκεια έβλεπαν και έκαναν άσχημη κριτική (ιδιαίτερα ο γιάπης, γιατρός, όπως μάθαμε, που είχε έλθει σε ιατρικό συνέδριο), ωσάν οι Ινδοί να ήταν υποχρεωμένοι να τους έχουν μια Βομβάη στα δυτικά πρότυπα, καθαρή, περιποιημένη, χωρίς διαφορετικότητες, υπερπληθυσμό, φτωχούς, ζητιάνους και άστεγους.  Γιατί ήρθαν εδώ; Σκεφτόμουν τσατισμένη. Στην παραλιακή λεωφόρο όπου βγήκαμε ψάχνοντας πρώτα για τα γραφεία της Egypt-air για να κλείσουν οι συνεπιβάτες μας τις θέσεις επιστροφής τους, δέσποζαν πανύψηλοι οι  ουρανοξύστες  του Seraton,  της Indian Airlines και διάφορων Εταιρειών και γραφείων, λίγοι ευτυχώς. Γιγαντοαφίσες με διαφημίσεις, πολλές για κινηματογραφικές ταινίες του Bollywood.







 Βομβάη, 20-25 Δεκ. 1997. Από πάνω προς τα κάτω:  εικόνες από τους δρόμους (άνθρωποι, φορεσιές, αρχιτεκτονική, κυκλοφορία οχημάτων και πεζών, διαφημίσεις, εμπόριο,  πωλητές δρόμου κ.λπ.) , τραβηγμένες μέσα από αυτοκίνητο ή πεζή.



 Βομβάη, 20-25 Δεκ. 1997. Μεταλλική, απαστράπτουσα άμαξα, μάλλον για τελετουργικές ή εξέχουσες μετακινήσεις (γάμοι κ.ά.), παρκαρισμένη δίπλα στο πεζοδρόμιο, σε κεντρικό δρόμο.

Colaba 

Στην  πολυσύχναστη από πεζούς και οχήματα παραλιακή  λεωφόρο, δεσπόζει το περίφημο, απίστευτα μεγάλο, υπερπολυτελές  ξενοδοχείο "Ταζ Μαχάλ" του οποίου οι περίτεχνοι τρούλοι δεσπόζουν σε όλη την περιοχή. Στρίβοντας από εκεί προς το εσωτερικό, μπήκαμε σε άλλο κόσμο. Δίπλα στο πολύβουο κέντρο, όπως προσπάθησα να το περιγράψω παραπάνω, είδαμε μια ήσυχη συνοικία με σχεδόν άδειους δρόμους, με δεντροστοιχίες, παρτέρια, παλιά μεν αλλά όμορφα σπίτια-μονοκατοικίες, το πολύ τριώροφα,  με κήπο και καγκελωτούς μαντρότοιχους,  πάνω στους οποίους σκαρφάλωναν πανέμορφες πολύχρωμες μπουκαμβίλιες, γιασεμιά,  άλλα ανθισμένα εξωτικά φυτά που δεν γνώριζα. Τη χωρίζει από την θορυβώδη παραλία και την λεωφόρο της ένα μικρό, πυκνό  δασάκι από το οποίο ακουγόντουσαν κελαηδήματα δεκάδων πουλιών. Δεν χρειαζόταν να με ενημερώσει ο Σάββας ότι είχαμε μπει στην Colaba, τη συνοικία των αποικιοκρατών Εγγλέζων και άλλων προνομιούχων ξένων στη Βομβάη. 


Βομβάη, Δεκ. 1997 1997. Συνοικία "Κολάμπα" 

 Το ταξί μπήκε σε έναν ήσυχο, σκιασμένο από κάτι πανύψηλα δέντρα και κοκοφοίνικες, δρομάκι πλαισιωμένο από τους κήπους και τα όμορφα σπίτια που προανέφερα, δύο από αυτά συντηρημένα και φρεσκοβαμμένα. Ο οδηγός, ευγενικός και γελαστός, ήρεμος παρόλη την κουραστική, δίωρη οδήγηση μέσα στο κυκλοφοριακό κομφούζιο, κατέβηκε, μας άνοιξε την πόρτα για να βγούμε και να μεταφέρει τα μπαγκάζια μας. Αναρωτιόμουν αν φερόντουσαν σε όλους έτσι οι ταξιτζήδες εδώ ή αν εμείς, λόγω του ότι ήρθαμε στην Κολάμπα, είχαμε ιδιαίτερη περιποίηση, με την προσδοκία και φιλοδωρήματος.
Οι συνεπιβάτες μας αναζητούσαν ένα ξενοδοχείο σε αυτό το δρόμο, το Bentleys, στο οποίο, αν μας άρεσε και ήταν σύμφωνο με τα οικονομικά μας, θα μέναμε και ’μείς. Στεγαζόταν σε ένα από αυτά τα παλιά σπίτια, το πιο σκούρο και φθαρμένο απ’ τα οχτώ περίπου που είχε το δρομάκι.  Ο Σάββας φάνηκε να ξέρει το δρόμο σαν την παλάμη του, γιατί όπως μας είπε είχε καταλύσει επανειλημμένα σε ένα  ξενοδοχείο στη γωνία του δρόμου που ήταν το πιο περιποιημένο, φρεσκοβαμμένο ώχρα, με δύο ξύλινα αγάλματα Ινδών μουσικών σε φυσικό μέγεθος να πλαισιώνουν την πόρτα της εισόδου του, ενώ γιρλάντες από φρέσκα λουλούδια στόλιζαν το ανώφλι της. Μπήκαν μέσα με τον Σάββα, να το δουν. Εγώ έμεινα  στο δρόμο με τον ταξιτζή, που περίμενε, μήπως δεν μας αρέσει αυτό, να μας μεταφέρει αλλού.
 Ήμουν κατασυγκινημένη, εντυπωσιασμένη από τις εικόνες και τις αντιφάσεις που είχα ήδη βιώσει, με τελευταία αυτό το  ίδιο  ειδυλλιακό δρομάκι μέσα στο πολύβουο κέντρο της Βομβάης. Πιάσαμε λίγο κουβέντα με τον ταξιτζή, που παρέμεινε έξω από το αυτοκίνητο, καθώς όλοι σχεδόν οι Ινδοί μιλούν (ή έστω μπορούν να συνεννοηθούν) αγγλικά: από πού είμαι, πόσο θα μείνω κ.λπ. Δεν φαινόταν να είναι δυσαρεστημένος που περίμενε.  Έξω από τις πόρτες αυτών των μικρών ξενοδοχείων, σμήνη από νεαρούς άντρες και αγόρια έκαναν διάφορες δουλειές ήσυχα, χωρίς βιασύνη. Άλλοι ήταν πορτιέρηδες, άλλοι σκούπιζαν με κάτι σκληρές σκούπες φτιαγμένες με δέσμες από ξύλινες  βέργες, άλλοι πότιζαν, άλλοι κουβαλούσαν μπαγκάζια, άλλοι κάθονταν άπραγοι, ακουμπώντας ανέμελα τις πλάτες τους στους φράχτες.
Η ζέστη ήταν πολλή και είχα ιδρώσει, αφού φορούσα ακόμα την βαμβακερή καπαρντίνα μου, για να μην την κουβαλάω στο χέρι. Είχε πάει δώδεκα περίπου η ώρα. Ξαφνικά πάνω από το κεφάλι μου ακούστηκε μια χλαπαταγή από φτερουγίσματα και κρωξίματα γέμισαν το χώρο. Χιλιάδες κοράκια και μαύρα περιστέρια είχαν σηκωθεί από τα κλαδιά των δέντρων και τις σκεπές των σπιτιών και γέμισαν τον ουρανό πάνω απ’ τα κεφάλια μας, σαν μαύρο πυκνό σύννεφο. «Μη σου φαίνεται περίεργο», άκουσα τον Σάββα να λέει καθώς ερχόταν προς το μέρος μας μαζί με τους άλλους, «η Βομβάη είναι γεμάτη κοράκια και περιστέρια, ακόμα και αητούς μπορείς να δεις. Παλιά, όταν πρωτοερχόμουνα, ήταν γεμάτος ο τόπος. Μπαίνανε απ’ τα παράθυρα και αρπάζανε ρολόγια, ό,τι βρίσκανε. Τώρα έχουνε αραιώσει πολύ!». «Τι έγινε»; ρώτησα.  «Είναι απαίσιο, καταθλιπτικό», είπε η Αντιγόνη, η κοπέλα του γιατρού, «εγώ δεν μένω εκεί μέσα με τίποτα!  Και ακριβό, 800 ρουπίες γράφει ο τουριστικός οδηγός και αυτοί μας ζητάνε 1200!! Αυτή είναι η φτήνια της Ινδίας;» «Πάμε να δείτε και το δικό μου», είπε ο Σάββας, «αλλά είναι πιο ακριβό». «Εγώ πάω να δω και το άλλο, στην άλλη γωνία», είπε ο γιατρός στην Αντιγόνη, «πήγαινε εσύ με τον Σάββα να δείτε αυτό». Έμεινα πάλι με τον ταξιτζή. Το σύννεφο των κορακιών είχε φύγει. Ένα υπέροχο φως, φιλτραρισμένο μέσα από τα φυλλώματα των δέντρων διαχεόταν και μού ’δινε την αίσθηση μιας άλλης, απροσδιόριστης εποχής. Από κάπου ακουγόταν να παίζει ένα φλάουτο, γυναίκες με σάρι περπατούσαν στο δρόμο, παιδιά μισόγυμνα, ξυπόλυτα, βρώμικα και κοκαλιάρικα τριγυρνούσαν και ζητιάνευαν ήσυχα, σαν να ’ταν μια φυσιολογική, καθημερινή χειρονομία.  Είχα αρχίσει να νοιώθω άσχημα και που κρατούσαμε τον ταξιτζή τόση ώρα. Ωστόσο κοιτώντας γύρω μου, φανταζόμουν ότι και η αγαπημένη μου "μικρή πριγκίπισσα" του παιδικού μυθιστορήματος που με είχε κάνει να πρωτο-αγαπήσω τις Ινδίες μικρή,  σε μια τέτοια συνοικία στην Ινδία θα έμενε μαζί με τον αγαπημένο της πατέρα, πριν την στείλει εσωτερική στο πολυτελές ιδιωτικό σχολείο στο Λονδίνο...



Το βιβλίο της Φ. Χ, Μπέρνετ και εικόνες που με είχαν φέρει σε έμμεση επαφή   με την Ινδία σε μικρή ηλικία

«Εμείς θα μείνουμε τελικά σε αυτό, μου αρέσει», άκουσα την Αντιγόνη να λέει , βγάζοντας με από τις παιδικές ονειροπολήσεις μου, καθώς εμφανίστηκε  μαζί με τον Σάββα, απευθυνόμενη στον γιατρό που πλησίαζε και αυτός, από την αντίθετη κατεύθυνση. «Ωραία, μείνετε εσείς σε αυτό, εμείς θα μείνουμε εδώ, στο Bentleys», είπε ο Σάββας, «εμένα μου φάνηκε πιο ωραίο και πιο φτηνό, τι λες και συ, Ελένη;». «Ο, τι πεις εσύ», απάντησα εγώ, «εξάλλου εσύ ξέρεις καλύτερα, είσαι σαν ντόπιος εδώ!». Αποχαιρετιστήκαμε, δώσαμε μπαξίσι στον οδηγό και κατευθυνθήκαμε καθένας προς το ξενοδοχείο του. «Είχανε δώσει το δωμάτιο που μένω συνήθως, που είναι ψηλά, πάνω στο δώμα και βλέπεις και τη θάλασσα» μου εξήγησε ο Σάββας, «και τα άλλα δωμάτια δε μ’ αρέσουνε.  Ύστερα ασ' τους αυτούς, μη μπλέξουμε με δαύτους, μου τη σπάνε». «Συμφωνώ απόλυτα, και μένα μου τη σπάνε», είπα εγώ, «εξάλλου μου αρέσει πολύ αυτό το παλιό σπίτι». Οι πορτιέρηδες έσπευσαν να μας πάρουν τα μπαγκάζια αλλά δεν είχαμε.



Βομβάη, 21 Δεκ. 1997. Από πάνω προς τα  κάτω: Η είσοδος και όψεις του δωμάτιου του ξενοδοχείου στη συνοικία"Κολάμπα" όπου καταλύσαμε. 


Το Βentleys είχε την είσοδο στο πλάι, όπου έμπαινες από ένα μακρόστενο προαύλιο, στρωμένο με πολύχρωμα πλακάκια, σε ώχρα και βυσσινί χρώματα. Πάνω στον μαντρότοιχο πήλινες νεοκλασικίζουσες κολώνες, φθαρμένες κάπως, στήριζαν πήλινες γλάστρες με σγουρές, πυκνόφυλλες φτέρες και άλλα, γνωστά σε μας σαν «εσωτερικού χώρου», πλατύφυλλα φυτά. Σύρριζα στον ίδιο τοίχο, σε όλο το μήκος του, παρτέρια με ανάλογα φυτά. Στο βάθος φαινόντουσαν ψηλά δέντρα, από  το μικρό  πάρκο. Μπήκαμε από την ανοιχτή, χωρίς πόρτα, όπως πρόσεξα, είσοδο. Μετά από 3-4 μαρμάρινα σκαλοπάτια, μας υποδέχτηκε ένα σκούρο ξύλινο έπιπλο-λαβομάνο με καθρέφτη που φιλοξενούσε ένα ανθοδοχείο με λευκά πλαστικά λουλούδια. Πίσω από το λαβομάνο ένα παμπάλαιο ασανσέρ από αυτά με το σιδερένιο κουβούκλιο ανεβοκατέβαινε με φοβερό θόρυβο. Στα δεξιά ανέβαινε μια βαριά, ξυλόγλυπτη σκάλα. Αριστερά ανοιγόταν ένα δωμάτιο-ρεσεψιόν με το γκισέ  για τους πελάτες και το χώρο υποδοχής. Ένας συμπαθητικός, χαμογελαστός ασπρομάλλης άντρας μας καλωσόρισε  και μας έδωσε το κλειδί του δωματίου μας. Το σκούρο, λαμπερό του πρόσωπο έκανε τα  λευκά  μαλλιά του να λάμπουν σαν ασημένια.
Ένα παιδί μας οδήγησε στο δωμάτιο, που ήταν στο ισόγειο, σε ένα διάδρομο που ανοιγόταν στα δεξιά, πίσω από τη σκάλα.  Η πόρτα ξύλινη, ταμπλαδωτή, βαμμένη γκρι-άσπρη, ήταν κλειδωμένη και αμπαρωμένη με ένα χοντρό, σιδερένιο σύρτη. Πάλαι ποτέ συστήματα ασφάλειας των Εγγλέζων, σκέφτηκα. Το δωμάτιο ήταν τεράστιο και καταλάμβανε τη ΒΔ γωνία της πρόσοψης του ξενοδοχείου, προς τη μεριά του πάρκου. Φωτιζόταν από τέσσερα ψηλά τοξωτά παράθυρα, δύο σε κάθε εξωτερικό τοίχο. Δεν είχαν τζαμιλίκια ή εξώφυλλα αλλά έκλειναν με σιδεριές-φυσαρμόνικες με χοντρή σίτα απέξω. Από τα κουρτινόξυλα κρεμόντουσαν βαριές μπροκάρ κουρτίνες σε γκρι-μπλε χρώματα, με ανάγλυφα σχέδια, φοδραρισμένες. Το πάτωμα στρωμένο με μεγάλα άσπρα-μαύρα πλακάκια και μπορντούρα-μαίανδρο στην περίμετρο. Μου θύμισαν τα μικρότερα σε μέγεθος, πλακάκια του παλιού σπιτιού που μέναμε στην οδό Πετσόβου, στην Αθήνα, κατεδαφισμένου εδώ και χρόνια. Το δωμάτιο ήταν πλήρως εξοπλισμένο με ογκώδη, ξύλινα, σκούρα έπιπλα παλιάς εποχής, αλλά καλοσυντηρημένα: δύο κρεββάτια με καπετοειδή κεφαλάρια, ένα μεγάλο τραπέζι  με στριφτά πόδια και καρέκλες, μια μεγάλη σιφονιέρα με καθρέφτη (κάτι σαν «σερβάντα» μάλλον) πάνω στην οποία ήταν μια τηλεόραση, μια μεγάλη τρίφυλλη ντουλάπα με καθρέφτη, δύο μεγάλα στρογγυλά κομοδίνα, δύο πελώριες πλαστικές πολυθρόνες. Και πάλι έμενε άφθονος κενός χώρος.  Στους τοίχους ήταν στερεωμένες από μια γυάλινη, στενόμακρη απλίκα σωληνάκια «νέον». Έβγαλαν ένα περίεργο, καταθλιπτικό γαλαζωπό φως, όταν  το παιδί άνοιξε το διακόπτη, γιατί το δωμάτιο ήταν υποφωτισμένο, αφού σκιαζόταν από τα πανύψηλα δέντρα του διπλανού πάρκου και της αυλής.  Το παιδί, προς έκπληξή του, όπως φάνηκε, μας βοήθησε να ξεχωρίσουμε τα δύο κολλητά κρεβάτια, στρωμένα με άσπρα, καθαρά σεντόνια, και να τα βάλουμε ένα σε κάθε τοίχο. Μείναμε μόνοι, αφού  το παιδί πήρε το μπαξίσι του και έφυγε. Υπήρχε μια μικρή αμηχανία στην αρχή, καθώς δεν είχαμε συγκατοικήσει από τότε που ήμουνα μικρό παιδί με τον θείο Σάββα, που όμως ξεπεράστηκε γρήγορα, καθώς η περίπου 20χρονη ηλικιακή διαφορά μας είναι πλέον αμελητέα, ενώ αμφότεροι προσπαθούσαμε να είμαστε βολικοί, διακριτικοί και ευπροσάρμοστοι.
Παρόλη τη ζέστη, η ατμόσφαιρα στο χώρο του δωματίου ήταν δροσερή και ευχάριστη, λόγω  των χοντρών τοίχων, των πλακακιών στο πάτωμα  αλλά κυρίως γιατί ένα ελαφρότατο, δροσερό αεράκι έμπαινε κατά διαστήματα από τα χωρίς τζάμια παράθυρα. Υπέθεσα ότι ερχόταν δυτικά, από την Αραβική  θάλασσα, που πρέπει να ήταν πολύ κοντά.  Από το μικρό πάρκο με το οποίο συνορεύαμε (όπως είδα από το παράθυρο) ακουγόντουσαν παιδικές φωνές αλλά και οι συνεχείς κρωγμοί των κορακιών, που παραδόξως δεν μ’ ενοχλούσαν. 

Τακτοποιήσαμε τα λιγοστά πράγματά μας και βγήκαμε για φαγητό. Τα ρούχα που φορούσα στο ταξίδι και τα κλειστά, χαμηλοτάκουνα παπούτσια μου με ζέσταιναν φοβερά αλλά δεν είχα άλλα για  ν’ αλλάξω, καθώς δεν είχα αποσκευές, κάθ' υπόδειξη του Σαββα. «Πρέπει επειγόντως να πάρω άνετα και δροσερά ρούχα και παπούτσια», είπα στο Σάββα. Πολύ σύντομα βγήκαμε στην κεντρική λεωφόρο  δίπλα στην Κολάμπα που είχε φοβερή κίνηση από αυτοκίνητα και φασαρία. Και κόσμος, κόσμος, κόσμος. Στα στεγασμένα, στενά πεζοδρόμια απ’ τη μια πλευρά ήταν τα ισόγεια μαγαζιά, πυκνά-πυκνά, στριμωγμένα θα έλεγα, το ένα δίπλα στο άλλο με εμπορεύματα (κυρίως ρούχα και υφάσματα) να κρέμονται και απέξω, και στην απέναντι πλευρά του ίδιου πεζοδρόμιου, αυτή που συνορεύει με το δρόμο, πάγκοι-μικρομάγαζα με κάθε είδους πραμάτειες, από παπούτσια και ρούχα μέχρι φρούτα, βότανα και φαγητά. Στο στενό ενδιάμεσο χώρο, πλήθος κόσμου κυκλοφορούσε, μπαινόβγαινε στα μαγαζιά, χάζευε στις βιτρίνες  ή στεκόταν και ψώνιζε στους πάγκους από τους νεαρούς κατά κανόνα μικροπωλητές, δημιουργώντας το αδιαχώρητο. Οι μαγαζάτορες ή κάποιοι υπάλληλοι στημένοι στις πόρτες των μαγαζιών προσκαλούσαν φωναχτά ή και τραβούσαν την πελατεία να μπει μέσα. Καθισμένοι κατάχαμα, ανάμεσα στα χιλιάδες πόδια, ζητιάνοι κάθε  φύλου, ηλικίας και αναπηρίας έτειναν τα χέρια  ζητώντας βοήθεια, ενώ άλλοι, κυρίως παιδιά, ξεφύτρωναν από παντού και σε τραβολογούσαν παρακαλεστικά. Και μέσα σε όλο αυτό το στριμωξίδι να κυκλοφορούν και πλανόδιοι πωλητές νταουλιών και ξύλινων φλάουτων, που μερικοί τα έπαιζαν κιόλας, διαλαλώντας τα. Οι φλογέρες μάλιστα ήταν στερεωμένες με τέτοιο  τρόπο στον αυχένα τους,  ώστε να προεξέχουν σαν ανοιχτή βεντάλια πίσω και πάνω από τα κεφάλια τους, ενώ τα μικρά σχετικά, ξυλόγλυπτα τύμπανα κρεμόντουσαν σε σειρές από τους ώμους τους. Περπατούσαμε με δυσκολία και εγώ ήμουν παραζαλισμένη από τις πυκνές εικόνες μέσα σε αυτό το κομφούζιο, αλλά παρόλ’ αυτά προσπαθούσα να εντοπίσω και κανένα μαγαζί που θα είχε ρούχα κατάλληλα για μένα, γιατί μου ’ρχόταν να γδυθώ μέσα στο δρόμο από τη ζέστη!


Ινδία, Βομβάη, 21Δεκ. 1997. Το εστιατόριο «Leopold»κοντά στη συνοικία "Κολάμπα". 

Κάποτε φτάσαμε σε ένα μεγάλο, γωνιακό εστιατόριο, πηγμένο στα τραπέζια, που ήταν όλα σχεδόν γεμάτα κόσμο που έτρωγε, καθώς ήταν και προχωρημένο μεσημέρι. Στο ταβάνι αλλά και στους τοίχους δούλευαν πολλοί ανεμιστήρες στο φουλ. ΄Ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο με στολίδια και λαμπάκια που αναβόσβηναν μας υποδέχτηκε γιορτινά δίπλα στην είσοδο, ενώ πολύχρωμα γυαλιστερά χαρτιά και άλλα λαμπάκια στις κολώνες και στους τοίχους συμπλήρωναν τον παράλογο για μένα, μέσα σε αυτή τη ζέστη και το όλο σκηνικό, χριστουγεννιάτικο διάκοσμο που με μελαγχολεί ούτως ή άλλως, ακόμα και σε χιονισμένο πλαίσιο! Συνειδητοποίησα τότε πόσο «δυτικά κατασκευασμένη» εικόνα των Χριστουγέννων  είχα, όταν σκέφτηκα ότι πριν λίγες μόλις ώρες είχα περάσει πάνω από τις ζεστές αραβικές χώρες, πολύ κοντά από εκεί όπου τοποθετείται η Γέννηση! 
Ένα ευγενικό γκαρσόνι με μαύρο παντελόνι, ασπρόμαυρο καρό πουκάμισο και παπιγιόν μας οδήγησε στο βάθος του μαγαζιού, όπου υπήρχε ένα γωνιακό τραπέζι άδειο, δίπλα σε δύο καλοβαλμένους Αφρικανούς, που έτρωγαν συζητώντας. Η πελατεία ήταν κάθε καρυδιάς καρύδι, μεσοαστοί, όπως φαινόταν από το ντύσιμο, τους τρόπους και το επίπεδο του εστιατόριου. Ινδοί, Κινέζοι, Αφρικανοί, Ευρωπαίοι κ.ά. Όπως μου εξήγησε ο Σάββας, επρόκειτο για το περίφημο εστιατόριο «Leopold», στην καρδιά της Κολάμπα, όπου έρχονται σχετικά ευκατάστατοι εργαζόμενοι, τουρίστες και φοιτητές, ξένοι και ντόπιοι επιχειρηματίες κ.λπ. [1].με ινδικό και κινέζικο φαγητό. Πίσω από την πλάτη μας ένας επίτοιχος ανεμιστήρας δούλευε πολύ δυνατά και μ' ενοχλούσε. Ο Σάββας το αντιλήφθηκε και "αυτό δεν είναι τίποτα, πού να 'βλεπες παλιότερα", μου λέει, "είχανε κάτι ανεμιστήρες τόσο δυνατούς, που σου βγάνανε το πουκάμισο καθώς έτρωγες!" Έσκασα στα γέλια. 
Γνωρίζοντας τα τοπικά φαγητά ό Σάββας, συνεννοήθηκε μια χαρά με τα τσάτρα-πάτρα, ελάχιστα  Αγγλικά του με το γκαρσόνι και παράγγειλε κάτι άγνωστα σε μένα φαγητά με περίεργα ονόματα. Τον θαύμαζα πόσο άνετος, σαν να ήταν στην Αθήνα, ήταν μέσα σε αυτή την τόσο πολύβουη, πολυάνθρωπη και τόσο αλλιώτικη πόλη. Λίγο με νοήματα, λίγο με τυποποιημένες αγγλικές λέξεις και φράσεις, αλλά και ελληνικές που παρενέβαλε ο Σάββας, επικοινωνούσε μια χαρά, χωρίς να ζητάει τα αγγλομαθή φώτα μου, καθώς  μάλιστα και οι φτωχοί, μη εγγράμματοι Ινδοί δεν μιλούσαν και αγγλικά της Οξφόρδης....  Παρ΄όλ' αυτά, η γέννημα -θρέμμα της αγγλικής Αποικιοκρατίας  Βομβάη όσο και η πρώην πορτογαλική επαρχία Γκόα  που ήταν ο τελικός μας προορισμός, τα όσα είχαν προηγηθεί στην Κολάμπα και το κάπως «σινιέ» αυτό εστιατόριο όπου τρώγαμε,  με έκαναν να συνειδητοποιήσω πως με το Σάββα θα έκανα ένα  μεσαίου επιπέδου, «προστατευμένο» κατά ένα τρόπο από κακοτοπιές κάθε είδους ταξίδι στην Ινδία. Ταξίδι που θα μου εξασφάλιζε μεν κάποια άνεση και ασφάλεια αλλά δεν θα μου επέτρεπε να δω και να βιώσω «από μέσα» τον Ινδικό πολιτισμό και σε πιο βόρειες και ανατολικές περιοχές της Ινδίας, όπως εγώ το φανταζόμουν  τουλάχιστον,  αν βεβαίως ερχόμουν νεότερη και με άλλη παρέα. "Κάποιου του χαρίζανε έναν γάιδαρο και τον κοίταζε στα δόντια", σκέφτηκα η αχάριστη, και ευχαρίστησα ακόμα μια φορά τον Σάββα που η γενναιοδωρία του μου κάλυπτε τα έξοδα για ένα τέτοιο ταξίδι που δεν θα έκανα ποτέ εξ ιδίων πόρων. Εκείνος με μάλωσε ακόμα μια φορά που τον ευχαριστούσα για τα αυτονόητα, όπως είπε. 
 Μας έφεραν σύντομα τα φαγητά, που όπως μου είπε ο Σ., ήταν κοτόπουλα "ταντούρ", δύο τσαπάτι,, (πίτες σαν ψωμί  πολύ, λεπτές, σαν αραχνοϋφαντες) και ρύζι. Το κοτόπουλο του καθενός μας ήταν ολόκληρο και πολύ μικρό, σαν πουλί, στεγνό και κατακόκκινο, σαν να το είχες βάψει με μίνιο. Καθώς το περιεργαζόμουν, "φάτο,  μη φοβάσαι, είναι πολύ ωραίο και καθαρό ", μου λέει ο Σ., "το κόκκινο που βλέπεις είναι κοκκινοπίπερο γλυκό, δεν καίει".  «Εκείνο που καίει πολύ αλλά πρέπει οπωσδήποτε να το φας, είναι το τσίλι», συνέχισε, δείχνοντάς μου ένα μικρό μπουκάλι  μέσα στο οποίο ήταν κάτι μικροσκοπικές ροδέλες από πράσινη πιπεριά που κολυμπούσαν σε άσπρο λάδι και  ήταν ήδη πάνω στο  τραπέζι όταν καθίσαμε. «Αυτό είναι φάρμακο», συνέχισε, «στην αρχή θα ζεματιστείς αλλά μετά θα σ’ αρέσει, θα σου είναι απαραίτητο, γιατί βοηθάει την πέψη εδώ, καίει τα πάντα και χωνεύεις χωρίς καούρες και τέτοια, από αυτό είναι που τα κόπρανα των Ινδών δεν βρωμάνε». «Δεν βρωμάνε;» τον ρώτησα έκπληκτη εγώ. «Όχι», μου είπε κατηγορηματικά, «μυρίζουνε ελάχιστα, γιατί με τόσα εκατομμύρια άνθρωποι που χέζουνε εδώ στους δρόμους και στα πεζοδρόμια που ζούνε, η Βομβάη έπρεπε να είναι ακατοίκητη από τη βρώμα, κι όμως δεν βρωμάει, υπάρχει σε πολλά σημεία κάποια μυρωδιά αλλά αντέχεται και τη συνηθίζεις, μετά έρχονται τα μασούνια (οι μουσώνες) και ξεπλένουνε τα πάντα και δεν μένει τίποτα». Δεν είχα ακόμα προσωπική εμπειρία επί του θέματος και δεν ήμουνα σίγουρη αν αυτά που μου έλεγε ίσχυαν, αλλά και μόνο τα όσα είχα δει από το πλήθος στους δρόμους δεν απέκλειε να είχαν έτσι τα πράγματα, εξάλλου είχε μακρόχρονη εμπειρία στην Ινδία και κάτι θα είχε μάθει.
Εν τω μεταξύ εγώ κοίταζα τις πιπεριές, τα τσίλι μέσα στο βάζο και αναρωτιόμουν αν θα ήταν δυνατόν να αντέξω να τα δοκιμάσω. Από την άλλη, δεν είχα κάνει εμβόλια πριν έλθω και όλοι με είχαν προειδοποιήσει να μην φάω οτιδήποτε και κυρίως να μην πιω ποτέ μη εμφιαλωμένο νερό, αν δεν ήθελα να αρρωστήσω με στομαχικά και εντερικά προβλήματα. Φανταζόμουν ότι πάλι η πείρα του Σάββα κάτι ήξερε για να μου λέει να τα φάω. Έτσι δοκίμασα ένα κομματάκι τσίλι και έβαλα τις φωνές από το κάψιμο. Αυτό όμως, με την παρότρυνση του Σάββα να κάνω υπομονή, κράτησε σχετικά λίγο και μετά ένιωθα μια κάπως ευχάριστη γεύση στο στόμα μου και μια ανακούφιση στον οισοφάγο. «Τώρα μπορείς να αρχίσεις να τρως σχεδόν τα πάντα», μου είπε ο Σ.
Έβλεπα γύρω σχεδόν όλους όσους έτρωγαν να πιάνουν το φαγητό όχι με μαχαιροπίρουνα αλλά με τη λεπτή πίτα, το τσαπάτι, αφού το μάζευαν με τα δάχτυλα σε μικρούς σωρούς, ή έτρωγαν, ακόμα κι αν είχε σάλτσα, κατευθείαν με τα δάχτυλα. Έπιασα λοιπόν και εγώ το μικρό, ολόκληρο κοτόπουλο με τα χέρια,  που κοκκίνισαν από το πιπέρι, και το βρήκα νόστιμο και τρυφερό, παρόλο που φαινόταν  τόσο ξερό. Προσπάθησα να πιάσω το ρύζι με το τσαπάτι αλλά δεν τα κατάφερα πολύ καλά. Μετά το φαγητό κατάλαβα γιατί μας έφεραν, όπως σε όλους,  ένα μπολ με ζεστό νερό και μέσα μισό, πολύ μικρό λεμόνι και γλυκάνισο να πλύνεις τα χέρια.
Σαν απόφαγα, άρχισα να περιεργάζομαι το χώρο γύρω. Έβλεπα ότι δεν θα γλύτωνα τη χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα με τις πράσινες πλαστικές γιρλάντες, τις σειρές με τα πολύχρωμα λαμπιόνια από τα οποία κρεμόντουσαν χάρτινες καμπανούλες, αστέρια  και αη-Βασίληδες, γύρω-γύρω μέσα στο μαγαζί, ένα πλαστικό, στολισμένο  χριστουγεννιάτικο δέντρο δίπλα στην είσοδο. Αυτό θα πει πολύ-πολιτισμικότητα και ανεξιθρησκεία, σκεπτόμουν αν και η μεγάλη ζέστη, παρόλο που οι ανεμιστήρες φυσούσαν μανιωδώς, μου φαινόταν παράταιρος, εκτός τόπου και χρόνου αυτός ο στολισμός. Εκτός από αυτά, το μαγαζί είχε πάνω στους τοίχους κάδρα με γκραβούρες και διαφημίσεις. Σε έναν τοίχο απέναντι από την είσοδο υπήρχε από τη μιαν άκρη στην άλλη μια σειρά  με μεγάλες φωτογραφίες από διάσημες πρωτεύουσες του κόσμου, μεταξύ των οποίων και μία με την Ακρόπολη και τον Παρθενώνα, προς ικανοποίησή μου. 
Όταν τελειώσαμε με το φαγητό, βγήκαμε πάλι στον πολύβουο δρόμο. Έξω από την πόρτα του εστιατόριου πολλοί ζητιάνοι, που δεν τους έδιωχνε κανείς από εκεί, ωστόσο δεν έμπαιναν και μέσα σε αυτό. Οι ζητιάνοι, άνδρες και αγόρια κάθε ηλικίας, ακολουθούν τα άτομα πιεστικά, παρακαλεστικά, ζητώντας  χρήματα. Αν τυχόν δώσεις κάτι σε έναν, σε «πλακώνουν» κυριολεκτικά, άλλοι δέκα-είκοσι. Αν δεν δώσεις, επιμένουν ακολουθώντας σε για λίγο και μετά στρέφουν τον προσοχή τους σε άλλον.
Το ειδυλλιακό, ήσυχο δρομάκι (αν εξαιρέσεις τα συνεχή κρωξίματα των κορακιών, σε όλη τη Βομβάη, έτσι κι αλλιώς ) όπου ο ξενώνας  μας, βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από τον κεντρικό δρόμο και περπατήσαμε προς τα εκεί, στριμωχτά, μέσα από το ίδιο πεζοδρόμιο-«στοά».  Όταν στρίψαμε από τον κεντρικό δρόμο, στα τριάντα περίπου μέτρα ήταν ένα περίπτερο, όμοιο κάπως με τα γνωστά μας περίπτερα. Ο Σάββας πλησίασε τον περιπτερά και του μίλησε με τα γνωστά του ελληνο-αγγλο-νοηματικά. Ωστόσο αυτοί κατάλαβαν –απορούσα πώς– ότι ο Σ. ζητούσε κάποιον γνωστό του εκεί από τα προηγούμενα χρόνια και έστειλαν να τον φωνάξουν. Όταν ήλθε, χαιρετήθηκαν εγκάρδια με τον Σ,, ο οποίος  του έδωσε να καταλάβει ότι τον ήθελε για να του ανταλλάξει δολάρια με ρουπίες, «μαύρα», βέβαια. Αυτός δεν είχε εκείνη τη στιγμή τόσα χρήματα όσα ήθελε ο Σάββας να ανταλλάξει, οπότε έστειλε κάποιον άλλο που εμφανίστηκε εκεί με ένα μηχανάκι να πάει να φέρει χρήματα, κι αυτός εξαφανίστηκε. Πέντ’-έξι άλλοι Ινδοί στεκόντουσαν τριγύρω και παρακολουθούσαν τη σκηνή ατάραχοι. Εν τω μεταξύ ήλθαν και μια ομάδα μικρών ζητιάνων και ζητούσαν από τον Σάββα και μένα βοήθεια. Με έκπληξή μου, άκουσα τον Σ. να τους διώχνει λέγοντάς τους αυστηρά το μυστηριώδες για μένα,  «τσέλο, ρε!» και αυτοί αφού επέμειναν λίγο, απομακρύνθηκαν. Έφτασε και ο άλλος με το μηχανάκι και τα χρήματα και  αφού απομακρύνθηκαν λίγο ο Σ. με τον πρώτο που είχε συνεννοηθεί, έκαναν επιτόπου (και καθώς οι άλλοι κρατούσαν , κάπως, τσίλιες)  την ανταλλαγή δολαρίων με ρουπίες, άγνωστο σε μένα πόσες.
Μόλις ολοκληρώθηκε η διαδικασία και προχωρήσαμε λίγο παρακάτω, «Πάμε τώρα να ψωνίσεις!» μου είπε αποφασιστικά ο Σάββας. «Με τι χρήματα; Χάλασέ μου και μένα κάποιες ρουπίες με δολάρια για να ψωνίσω», του είπα εγώ, κάπως αμήχανη με τη διαδικασία. «Άσε τώρα, αργότερα, φύλαξε τα λεφτά σου τώρα, πάμε, θα πληρώσω εγώ» είπε ο Σ. επιτακτικά. Δεν επέμεινα, σκεπτόμενη ότι θα κάνουμε την ανταλλαγή μετά, στο ξενοδοχείο, καθώς μάλιστα ήθελα να σπεύσω για ψώνια γιατί η ζέστη ήταν πολλή κι εγώ με ακατάλληλα ακόμα ρούχα.


Ινδία, Βομβάη, 21.Δεκ. 1997. Στο βάθος πώληση φρούτων και ρούχων σε πεζοδρόμιο κεντρικού δρόμου

 Ξαναβγήκαμε στον πολύβουο δρόμο και πήγαμε σε ένα από τα στενά, μικρά μαγαζιά πάνω στο πεζοδρόμιο που εγώ είχα ήδη εντοπίσει από πριν, καθώς πηγαίναμε για φαγητό. Είδα εκεί να κρέμεται ψηλά ένα φόρεμα μεσάτο με κουμπιά και  μακρύ, σε σκούρο ροδί-μοβ χρώμα και με κάπως μαλακό, ταφταδένιο ύφασμα που μου άρεσε πολύ και  φαινόταν δροσερό και άνετο, οπότε είπα στον υπάλληλο  να το κατεβάσει.  Το δοκίμασα, ήταν πολύ φθηνό για τα αντίστοιχα ελληνικά δεδομένα αλλά ήταν λίγο στενό μου. Εν τω μεταξύ, χωρίς να με ρωτήσει, ο Σάββας έλεγε στον μαγαζάτορα και κατέβαζε φουστάνια, πολλά. Εγώ τον κοίταζα απορημένη. «Είναι μπιρ παρά, πάρε μπόλικα, ρε παιδάκι μου, να έχεις τώρα και θα πάρουμε και άλλα, πολλά, εγώ θα σου τα πάρω», είπε ο Σ. με άνεση. Δεν ήμουνα συνηθισμένη ούτε ήθελα από άποψη να με φροντίζει κάποιος και να μου αγοράζει πράγματα, και μου ήρθε να γελάσω. Από τις κουβέντες μας στο αεροδρόμιο και το αεροπλάνο όσο και από τα οικογενειακά κουτσομπολιά για αυτόν, ήξερα ότι ο εργένης, από πεποίθηση, γλεντζές και εραστής Σάββας πρέπει να είχε χαλάσει πολλά χρήματα στο βίο του για γυναίκες, γλέντια και ταξίδια (και δη σπαταλώντας και οικογενειακή περιουσία, κατά τις κακές γλώσσες)  αλλά εγώ δεν ενέπιπτα σε αυτές τις κατηγορίες και δεν ήθελα να χαλάσει χρήματα για μένα. Αλλά εκείνος, «μη φοβάσαι, δεν θα με ξοδέψεις, απ’ ό,τι βλέπω από το μαγαζί που με έφερες και από  αυτά που διαλέγεις», είπε  γελώντας,  «άσε με να σε περιποιηθώ μια φορά, τι θείος σου είμαι, μην είσαι κορόιδο, εκμεταλλεύσου με!». Γελάσαμε και οι δύο και πρόσθεσε σοβαρά, «είσαι φιλοξενούμενή μου, ξέρω τι ζόρι τραβάς μόνη σου με δυο παιδιά, σου είπα ότι θα σου χαρίσω το ταξίδι και μην τολμήσεις να βγάλεις λεφτά να πληρώσεις τίποτα όσο θα είμαστε εδώ, θα σου δώσω λίγα χρήματα να έχεις πάνω σου αλλά  θα κρατήσω τα δικά σου λεφτά μέχρι να φύγουμε, είναι όλα πληρωμένα, δεν είσαι ξένη, αίμα μου είσαι!»  Του χαμογέλασα αμήχανα, ήξερα και ότι από μικρή με συμπαθούσε ιδιαίτερα γιατί είχα  και το όνομα της μητέρας του και γιαγιάς μου, οπότε δεν επέμεινα, σκεπτόμενη και ότι δεν ήταν άσχημα να με περιποιηθεί κάποιος δικός που με αγαπούσε, χωρίς ανταλλάγματα, και είχε και την οικονομική δυνατότητα. Εξάλλου, όπως είχε και ο ίδιος διαπιστώσει, ήμουν ολιγαρκής (εκ πεποιθήσεως αλλά και από ανάγκη) οπότε δεν θα τον έφτανα και στη χρεωκοπία! Τελικά, προς λύπην του και παρά τις διαμαρτυρίες του, πήρα τελικά το ροζ-μοβ  που μου άρεσε αρχικά παρόλο που μου ήταν κάπως στενό (με την ελπίδα ότι μπορεί να  χάσω κανένα κιλό στο ταξίδι ή αργότερα) και ένα άνετο, βαμβακερό φουστάνι που υπολόγισα ότι στοίχιζαν οκτακόσιες ελληνικές δραχμές έκαστο, ελάχιστα δηλαδή σε σύγκριση με τα αντίστοιχα φορέματα στην Ελλάδα, με την υπόσχεση ότι έτσι κι αλλιώς  θα ψωνίζαμε και άλλα τις επόμενες ημέρες.



 Βομβάη, 21 Δεκ. 1997. Πελάτισσες σε μικρό μαγαζί με ρούχα.


 Βομβάη, 21 Δεκ. 1997. Στα δεξιά ο Σάββας ψωνίζει εξωτικά φρούτα από υπαίθριους πωλητές. 

Επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο  και πήγα στο μπάνιο. Ένα μεγάλο δωμάτιο ντυμένο όλο, δάπεδο και τοίχοι, με λευκά πλακάκια, με   νιπτήρα, W.C. και ντους, χωρίς μπανιέρα ή γούρνα για το ντους, με κρύο μόνο νερό (το «κρύο» σχετικό βέβαια, σε αυτό το κλίμα). Ήταν κοινόχρηστο, στο βάθος ενός διαδρόμου αλλά τελικά το χρησιμοποιήσαμε μόνον εμείς, ελλείψει ίσως άλλων ενοίκων στο ισόγειο. Ξαπλώσαμε στα κρεβάτια μας να ξεκουραστούμε από το ταξίδι και την  περιπλάνηση στην πόλη με τις πρώτες δικές μου εντυπώσεις και όταν ξυπνήσαμε είχε σουρουπώσει. Φόρεσα το καινούργιο, άνετο μακρύ φουστάνι που ο Σάββας το ενέκρινε ως πολύ καλή αγορά, τελικά. Καθώς βγαίναμε, «το τσαντάκι και τα μάτια σου», μου επανέλαβε ο Σ., για το μικρό, πάνινο τσαντάκι που κρεμόταν από το λαιμό μου πάνω στο στήθος, «θα το έχεις πάντα στο λαιμό σου αλλά θα το κρατάς κιόλας σφιχτά, μη στο αρπάξουν και μη βγάζεις πορτοφόλι και το βλέπουνε, έχε τα λεφτά σου χύμα μέσα στο τσαντάκι και να βγάζεις μόνο όσα είναι απαραίτητο».

 Βομβάη, 21 Δεκ. 1997. "Η βρετανική "Πύλη των Ινδιών" και κόσμος βόλτα στην παραλία το σούρουπο. 

Πήγαμε βόλτα στην κοντινή μας παραλιακή λεωφόρο. Σαββατόβραδο και μιλιούνια κόσμος έκοβαν βόλτες εκεί, οικογένειες με παιδιά, τουρίστες, ζητιάνοι, μικροπωλητές φαγώσιμων και μικρο-αντικειμένων, χιλιάδες κόσμος. Ο Σάββας με ξεναγούσε.  Στο κέντρο του μήκους της παραλιακής λεωφόρου, δίπλα στη θάλασσα  η «Πύλη των Ινδιών», χτισμένη με κοκκινο-καφε-κίτρινη πέτρα, και φωτισμένη φαντασμαγορικά, παραμένει στους αιώνες ως το αποικιοκρατικό σύμβολο της Αγγλίας στην Ινδία. Απέναντί της, στην άλλη πλευρά του δρόμου σε μήκος περίπου 500 μέτρων υψώνεται ο τεράστιος, παραμυθένιος όγκος  του ξενοδοχείου Ταζ-Μαχάλ, του οποίου ο μεγαλειώδης τρούλος φωτισμένος, φαινόταν ωσάν να κρέμεται από τον ουρανό. Οι ζητιάνοι μας περικύκλωναν πιεστικά και εγώ τους έδινα κάποιες ρουπίες με πρόθεση να δίνω σε όλους, αλλά ο Σ. με εμπόδισε, λέγοντάς μου ότι έτσι θα προσελκύω όλο και πιο πολλούς  ενώ ταυτόχρονα έδιωχνε τα σμήνη των ζητιάνων που μας περικύκλωναν με  εκείνο το περίεργο «τσέλο, ρε!» το οποίο είχε αποτέλεσμα. «Τι τους λες αυτό το «τσέλο, ρε», τον ρώτησα γελώντας, «μου φαίνεται αστείο, δεν ξέρω για το «τσέλο» αλλά λες και καταλαβαίνουν τι θα πει το «ρε», αν και βλέπω ότι πιάνει», του είπα. «Μην το λες αυτό», μου απάντησε, «το έχουνε και αυτοί το «ρε» στη γλώσσα τους όπως ακριβώς και εμείς και καταλαβαίνουνε, γι’ αυτό τους το λέω». Δεν με έπεισε αν και στη συνέχεια διαπίστωσα ότι το χρησιμοποιούσε το «ρε» και στις προσφωνήσεις του σε όλους, κάτι που δημιουργούσε μια οικειότητα ανάμεσα στον Σ. και σε αυτούς με τους οποίους μιλούσε και τον αντιμετώπιζαν αμέσως με σοβαρότητα και εμπιστοσύνη.  Αν και εμένα με έφερνε σε αμηχανία  αυτό το «ρε» ωστόσο ίσως εκείνος να είχε δίκιο και δεν το έψαξα στη συνέχεια να δω αν όντως το έχει και η γλώσσα των Ινδών το «ρε»  που βέβαια δεν είναι μια και ίδια γλώσσα σε αυτή την απέραντη χώρα.


Βομβάη, 21 Δεκ. 1997. Φυτικός, αυτοσχέδιος "πάγκος" μικροπωλητή στον παραλιακό δρόμο. 

Η παραλία ήταν γεμάτη με μικροπωλητές σε όλο το μήκος της, που πουλούσαν τα πάντα, «μπινελίκια» κατά τον Σάββα,  πάνω σε μικρούς πάγκους ή σε κάτι ψηλές κυκλικές, πλεχτές και κλεψυδρόσχημες κατασκευές,  με μια σανίδα στο πάνω μέρος τους. Χάρμα γεύσεων και οφθαλμών από τα χρώματα και τους περίτεχνους τρόπους που τα εξέθεταν πάνω σε αυτά, με τις λιχουδιές πάνω σε μεγάλα πράσινα και κίτρινα φύλλα. Μπουκιές από μείγμα φρούτων και λαχανικών, στολισμένα από πάνω με πολύχρωμα τρίμματα από καρπούς, τριμμένες πάλλευκες καρύδες με κίτρινο ρύζι  που τα έκαναν  μπαλίτσες  μαζί με κάτι σαν ξηρούς καρπούς, τις οποίες τηγάνιζαν επιτόπου σε κάτι μικρά τηγανάκια πάνω σε αναμμένα κάρβουνα και τις έτρωγαν με κάτι πιτούλες σαν τσιπς. Επίσης φιστίκια, πολλούς άλλους ξηρούς καρπούς, φρούτα και πολλά άλλα, αδύνατον να τα περιγράψω. Ήμουν μαγεμένη  και δοκίμασα κάποια από αυτά, κατόπιν έγκρισης του Σάββα, που ήξερε ποια ήταν ασφαλή για το δικό μου άμαθο στομάχι.

Ταυτόχρονα ήμουν σοκαρισμένη, γιατί σύρριζα στο μεγαλοπρεπές Ταζ-Μαχάλ έβλεπα οικογένειες ολόκληρες στη σειρά με όλες τις γενιές, γέρους, μεσόκοπους, νέους και μικροπαίδια να είναι σαν εγκατεστημένοι και να ζουν εκεί, υπαίθρια με στοιχειώδη «οικοσκευή» πάνω στο πεζοδρόμιο: ένα δυο ξύλινα μικρά κασόνια με τα υπάρχοντα, ένα κρεβάτι με ξύλινο πλαίσιο και πλεχτά σχοινιά, σηκωμένο όρθιο και ακουμπημένο πάνω στον τοίχο ή κάτω, πάνω στο πεζοδρόμιο, μια μικρή, πήλινη «φουφού» ή απλά δύο πέτρες ανάμεσα στις οποίες ανάβουν φωτιά με ό,τι ξύλο βρουν και ένα μεταλλικό ή πήλινο τσουκάλι και συχνά τη φωτογραφία ενός «μπαμπά» ή  προγόνου ή άλλου να κρέμεται στον τοίχο, αλλού και μια «εικόνα» κάποιου θεού στερεωμένη πάνω στο δέντρο που τύχαινε να έχει ο δρόμος ή στον τοίχο, όλα στολισμένα με γιρλάντες φρέσκων λουλουδιών μέσα σε αυτό τον χαμό.  Κάθε «οίκος» οριζόταν από ένα πανί κρεμασμένο πάνω στον τοίχο του πολυτελούς ξενοδοχείου ή άλλων κτιρίων στη συνέχεια και κάτω στο έδαφος ψάθες, ή κουρελιασμένα πανιά πάνω στα οποία  κάθονταν κατάχαμα, έτρωγαν κοιμόντουσαν,  πλένονταν, έκαναν τις ανάγκες τους, άπλωναν τα πλυμένα ρούχα να στεγνώσουν, ζούσαν εν γένει. Με κατάπληξη είδα ότι αυτά τα κρεβάτια είναι ολόιδια με αυτά που οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν στο Ακρωτήρι, στη Σαντορίνη, ρίχνοντας γύψο μέσα στα κενά που άφηνε το καμένο ξύλο τους μέσα στη λάβα. Τετράπλευρα, μακρόστενα, με τέσσερα πόδια και πλεχτό με κάποιο χόρτο ή σχοινί, "στρώμα"!   Και ακόμα δεν είχα δει τίποτα, όπως με ενημέρωσε ο Σάββας που με άκουγε να του τα σχολιάζω έκπληκτη, αφού σε όλη την πόλη, όπως θα έβλεπα στη συνέχεια,   όλοι οι δρόμοι, ακόμα και οι πλέον κεντρικοί, τα πάρκα, οι στοές, οι πλατείες,  οι πολυτελείς προσόψεις των δημόσιων κτιρίων, ξενοδοχείων, γραφείων κ.λπ., είναι γεμάτα από αυτούς τους άστεγους «οίκους» όπου διαβιούν εκατομμύρια άνθρωποι, ενώ κανείς δεν δείχνει να ενοχλείται από αυτούς –και κυρίως να τους ενοχλεί, τουλάχιστον δραστικά γιατί είναι και χρήσιμοι, κάνουν όλες τις «βρώμικες» δουλειές. Αυτές τις  υπαίθριες κατοικήσεις τις ευνοούν και οι καιρικές συνθήκες, μου συμπλήρωσε ο Σάββας, ενώ όταν έρχονται οι μουσώνες οι περισσότεροι από αυτούς εξαφανίζονται και επανέρχονται μετά τη λήξη τους, γι’ αυτό η πόλη δεν έχει ακριβώς μόνιμο και μετρήσιμο επακριβώς πληθυσμό των εκατομμυρίων ανθρώπων, όπως είχα ενημερωθεί ήδη σχετικά και από τον τουριστικό Οδηγό. Βέβαια η πραγματικότητα που αντίκρισα τις επόμενες μέρες ήταν ανώτερη αυτού που μπορούσα να φανταστώ εκείνη τη στιγμή από το μικρό σχετικά δείγμα που έβλεπα… Μου φάνηκε δε  τραγικά ειρωνικό το ότι στη συνέχεια του υπαίθριου "οίκου" άστεγων  πάνω στο πεζοδρόμιο στις παρακάτω φωτογραφίες, ήταν ένα κρατικό κέντρο ελέγχου των γεννήσεων, όπως υπέθεσα,  με μια μορφή   σαν βρεφοκρατούσα Παναγία με ένα σαν μισοφέγγαρο στη βάση της, σε μια μεγάλη εικόνα έξω από αυτό, παραδίπλα από αυτήν της προγόνου των διπλανών άστεγων, στολισμένη και αυτή με γιρλάντα λουλουδιών, με τον ίδιο τρόπο...:


Ινδία, Βομβάη, Δεκ. 1997. "Οίκος" και οικοσκευή  άστεγων απλωμένα πάνω σε πεζοδρόμιο κεντρικού δρόμου. 


Ινδία, Βομβάη, Δεκ. 1997 . Φωτογραφία του προγόνου  στολισμένης με λουλούδια και προσφορές πάνω στον τοίχο του ίδιου πεζοδρόμιου, στην προέκταση του "οίκου" των άστεγων, στο άκρο δεξιά. Κάτω σκεύη μαγειρικής. 




Ινδία, Βομβάη, Δεκ. 1997




Παράλληλα με αυτή την εικόνα των άστεγων έξω από το Ταζ-μαχάλ, , έβλεπα στολισμένες άμαξες με δύο άλογα να βολτάρουν με ευκατάστατες οικογένειες  και τουρίστες στην παραλιακή λεωφόρο κάνοντας την Σαββατιάτικη βόλτα τους.  Σε κάποιες από αυτές τις άμαξες  επέβαιναν πανέμορφες Ινδές  με το σκούρο δέρμα τους σε αντίθεση με τα λαμπρά, πολύχρωμα, κεντημένα σάρι τους, τα πολύπλοκα κοσμήματα, τα μαύρα στιλπνά μαλλιά τους στολισμένα με φρέσκες γιρλάντες λευκών λουλουδιών, τα μεγάλα, αμυγδαλωτά, λαμπερά, σκούρα μάτια τους, οι οποίες φάνταζαν στα μάτια μου εξωπραγματικές, παραμυθένιες και τις ευγνωμονούσα που κρατούσαν αυτή την παραδοσιακή φορεσιά. Ακόμα και σε αυτούς τους μυριάδες που κατοικούν στα πεζοδρόμια, η παρουσία των γυναικών που φορούν αυτή τη φορεσιά, που φαντάζει σε όλες τις εκφάνσεις της ως λαμπρή και πολύτιμη, ακόμα κι αν είναι από ευτελή υφάσματα, για μένα ήταν ωσάν να βλέπω θεές και να μετριάζεται, το δυνατόν, η μιζέρια και η φτώχεια αυτής της  θλιβερής κοινωνικής συνθήκης. Ταυτόχρονα κυκλοφορούσαν στο δρόμο αρχαία δίτροχα καρότσια φορτωμένα με ποικίλα προϊόντα που τα έσερναν ξυπόλητοι, πεζοί οδηγοί, αυτοκίνητα ομοιόμορφα όσο και πολυτελείς λιμουζίνες που αποβίβαζαν πλούσιους πελάτες στην είσοδο του ξενοδοχείου Ταζ-Μαχάλ. Κι όλα αυτά με μια απίστευτη αλληλο-ανοχή, ηρεμία, ευγένεια, και ένα είδος ενεργητικής, θα έλεγα, νωχέλειας και ένα είδος διάχυτης ευωδιάς από μείγμα διαφορετικών οσμών…. Είχα μαγευτεί.

Με συνέφερε κάπως η φωνή του Σάββα  που «πάμε μέσα;» με ρωτούσε, κατευθυνόμενος άνετα στην είσοδο του Ταζ-Μαχάλ, νύχτα πλέον. Τον ακολούθησα και μπήκαμε  στην αχανή, υπέρ-πολυτελή ρεσεψιόν στολισμένη με δεκάδες χριστουγεννιάτικα δέντρα, απαστράπτουσες γιρλάντες, αστέρια, φωτάκια, αη-Βασίληδες κ.λπ. Καθώς ο Σ. προχωρούσε άνετος και ανέμελος ωσάν πελάτης του ξενοδοχείου, εγώ είχα εντυπωσιαστεί από τα παχιά, πολύτιμα χαλιά, στο πάτωμα και τους τοίχους, τα λεπτεπίλεπτα ξυλόγλυπτα έπιπλα και διακοσμητικά στοιχεία, τα  αραχνοΰφαντα χρυσοκεντημένα μεταξωτά. Επίσης από τις πανέμορφες πάμπλουτες Ινδές που κυκλοφορούσαν εκεί μέσα, υπέθεσα πελάτισσες ή επισκέπτριες για φαγητό, ποτό ή κάποια εκδήλωση εκεί. Φαίνεται ότι συναγωνίζονταν ποια θα φορέσει το πιο βαρύτιμο, χρυσοκεντημένο και στολισμένο με πολύτιμες ή ημιπολύτιμες πέτρες σάρι, τα χρυσά πολύπλοκα κοσμήματα, τα πιο πολλά διαμαντοστόλιστα, κόμης, λαιμού, αυτιών, μύτης, χεριών, ποδιών, τόσο που ήθελα να τσιμπηθώ για να δω αν ήμουν ξύπνια ή σε παραμύθι και ονειρευόμουν, όσο και από το σοκ των αντιθέσεων εκτός και εντός του ξενοδοχείου.

Τα σχολίαζα όλα αυτά με τον πολύπειρο μεν στην «πιάτσα» και την αγορά, πλην απλά εγγράμματο και όχι ανώτερης και ανώτατης παιδείας θείο μου, τον Σάββα, ο οποίος αναδεικνυόταν για μένα που πρώτη φορά ερχόμουν σε τόσο στενή συνάφεια μαζί του, πολύ καλός συζητητής με κατασταλαγμένες, κριτικά απόψεις (με  μερικές εκ των οποίων διαφωνούσα) και πως τα ταξίδια του στην Ινδία δεν ήταν απλά χαβαλές και επιφανειακά αλλά γνώση, μύηση και κατανόηση του εαυτού του σε αλληλόδραση με τα της Ινδίας, πάντα με τον τρόπο του και στο πλαίσιό του, και όσα βεβαίως ήταν διατεθειμένος να μου αποκαλύπτει. Σκεφτόμουν ότι το ταξίδι αυτό μπορεί να μη μου έδινε τη δυνατότητα να περιηγηθώ περιοχές που θεωρούσα «αυθεντική» Ινδία , ούτε να παρακολουθήσω μάλλον καλλιτεχνικές ή θρησκευτικές εκδηλώσεις κ.λπ., αλλά ωστόσο θα ήταν κατά ένα τρόπο και ένα ταξίδι, το δυνατόν, και στον εν πολλοίς άγνωστό μου, περιπετειώδη  βίο τού θείου Σάββα, τόσο διαφορετικού από τα δικά μου βιώματα και τις  δικές μου εμπειρίες, κάτι που εύρισκα πολύ ενδιαφέρον, επίσης...

Βολτάραμε χαζεύοντας και τις  πολυτελείς  μπουτίκ-παραρτήματα γνωστών οίκων μόδας κ.ά. μέσα στο ξενοδοχείο, εγώ περιεργαζόμουν και τις πολυτελείς, πολύχρωμες, τουριστικές και μη, εκδόσεις για την Ινδία, τη θρησκεία  και τον πολιτισμό της (μερικά και περί κάμα-σούτρα, εικονογραφημένα) σε ξενοδοχειακά βιβλιοπωλεία αυτού του είδους. Ένα πελώριο λεύκωμα σχετικά με το Ρατζαστάν με προκάλεσε να το αγοράσω αλλά ήταν πανάκριβο και ξεφυλλίζοντάς το, λυπήθηκα που δεν θα πήγαινα και σε αυτή την περιοχή.[1]

Αγοράσαμε κάτι αντηλιακές κρέμες στο εκεί φαρμακείο και βγήκαμε στην παραλιακή να συνεχίσουμε τη βόλτα μας καταλήγοντας πάλι στο εστιατόριο Leopold  για δείπνο. Ώρα δεν υπολογίζαμε, αφού κανείς από τους δυο μας δεν είχε ρολόι  και σαν αποφάγαμε επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο, αφού κάθ΄οδόν τηλεφώνησα στα παιδιά μου ότι έφτασα καλά και εν συντομία ότι  ήμουν εντυπωσιασμένη και ευχαριστημένη.

Το ότι το μπάνιο ήταν σχετικά απομακρυσμένο από το υπονοδωμάτιο στο ξενοδοχείο, μας βόλευε ως προς το να αλλάζουμε ρούχα κ.λπ. και καθιστούσε τη συμβίωσή μας αρμονική. Έπεσα ξερή στον ύπνο, εξουθενωμένη από το πολύωρο περπάτημα και  τις τόσες πολλές και αντιφατικές εμπειρίες, αν και μέσα από τις σιδεριές των ορθάνοιχτων παράθυρων και τις κλειστές, βαριές  κουρτίνες έμπαιναν πολλοί και διαφορετικοί θόρυβοι: φωνές, τηλεοράσεις, κόρνες αυτοκινήτων, παίξιμο κάποιας φλογέρας, ακόμα και ο μακρινός απόηχος της Αραβικής θάλασσας.

Το πρωί με ξύπνησαν οι κρωγμοί των κορακιών και οι θόρυβοι του ξενοδοχείου.  Ο Σάββας είχε ήδη σηκωθεί και έλειπε, ίσως στο μπάνιο. Τράβηξα τις κουρτίνες και το κάπως θαμπό φως του  ήλιου μπήκε από τα σιδερόφρακτα παράθυρα, φιλτραρισμένο μέσα από τα βελονοειδή φύλλα των δέντρων του διπλανού μικρού πάρκου, μαζί με την απαλή, δροσερή αύρα της θάλασσας.  

Όταν ετοιμαστήκαμε αμφότεροι να βγούμε, του επανέλαβα να μου αλλάξει χρήματα γιατί ήθελα να αγοράσω σαγιονάρες για να μη γλιστράω στο μπάνιο και για μέσα στο δωμάτιο και πέδιλα αλλά ήταν πάλι κατηγορηματικός στο να μη  χαλάω δικά μου χρήματα και μου ενεχείρισε κάμποσα χαρτονομίσματα σε ρουπίες από τα δικά του για να έχω να ξοδεύω. Και πρόσθεσε, καθώς ήμουν έτοιμη να του τα δώσω πίσω και ενώ είχα φορέσει το φουστάνι που είχα αγοράσει την προηγούμενη ημέρα: «να, αυτό το φουστάνι που πήρες, είναι «ψώνιο» σου λέω, πολύ ωραίο, πάρε πέντε τέτοια και άλλα χρώματα να τα ‘χεις, ρε παιδάκι μου, είναι πάμφθηνα, όπως είδες!»  «Πρέπει να το εκμεταλλευτείς το ότι βρίσκεσαι εδώ», πρόσθεσε, «η Βομβάη είναι το μέρος που πρωτοβγαίνουνε τα ινδικά σχέδια για τη μόδα, ξέρω τι σου λέω, εδώ δε στην Colaba είναι τα φθηνότερα και τα πιο καλά ρούχα, πάρε ό,τι θέλεις και για τα παιδιά σου και για δώρα, χάλασέ τα όλα όσα σου δίνω και θα πάρουμε και άλλα στη  Goa που θα πάμε, εδώ είμαστε πάλι», ως έμπειρος γνώστης της γυναικείας κοκεταρίας και κομψότητας, φάνηκε,  και δη με δικές του χορηγίες, υπέθεσα.

Ένοιωθα αμήχανα έως άσχημα για αυτή τη γενναιοδωρία και ταυτόχρονα κολακευμένη, χαϊδεμένη, κακομαθημένη, κάτι πρωτόγνωρο και ανήκουστο για μένα, που ανακάλυπτα  να έχω κυριολεκτικά τέτοιον «μπάρμπα στην Κορώνη», ποιος τη χάρη μου η τυχερή,  σκεφτόμουν και με κάποιες ενοχές για τα άλλα έντεκα (11 !) πρωτανήψια του, αδέλφια και πρωτο-ξαδέλφια μου,  που δεν είχαν την ίδια τύχη αλλά θα τους έπαιρνα δώρα και δεν έφερα άλλες αντιρρήσεις, έκτοτε.

Βόλτες στην πόλη 20 /12/1997

Ήταν όμως Κυριακή και τα περισσότερα μαγαζιά ήταν κλειστά, έτσι ξεκινήσαμε μαζί με τον Σάββα για βόλτες.  μακριά από την Κολάμπα.  Πήγαμε με ταξί ως το κέντρο , όπως κατάλαβα, της πόλης όπου είχε μαγαζί κάποιος  γνωστός του Σάββα και κάτι τον ήθελε, όπως μου είπε, εγώ εντυπωσιασμένη από το γεγονός ότι είχε "κάπου εκεί",  "κάποιο γνωστό", που "κάτι τον ήθελε", μέσα σε αυτή την περίπλοκη πόλη με αυτά τα εκατομμύρια κόσμο!.. Φτάσαμε σε μια μικρή σχετικά πλατεία, μάλλον φαρδύτατο, απλόχωρο σημείο συνάντησης δρόμων  όπου είδα να δεσπόζει ένα μεγαλοπρεπές, πανύψηλο Βικτωριανό κτίριο χτισμένο με κιτρινωπή πέτρα και ξεφτισμένη μεγαλοπρέπεια,  με ένα μαύρο στέμμα κορακιών πάνω από τον τρούλο του, το κεντρικό ταχυδρομείο, που υπέθεσα ότι λόγω Κυριακής θα ήταν κλειστό, αν και έβλεπα να μπαινοβγαίνει κόσμος στην είσοδό του.


Ινδία, Βομβάη, Δεκ. 1997. Το μεγαλοπρεπο κτίριο του ταχυδρομείου. 

 Στο απέναντι από το ταχυδρομείο  πεζοδρόμιο, μετά από έναν κεντρικότατο δρόμο με το γνωστό μου πλέον πυκνό κυκλοφοριακό κομφούζιο, ήταν στημένα στη σειρά κάτι ξύλινα κατασκευάσματα σαν πάγκοι στεγασμένοι με ένα κάποτε λευκό πανί, που χωριζόντουσαν με κάθετα πανιά σε ένα είδος πολλών, πάνω από πενήντα, μικρών-μικρών γραφείων. Πίσω από κάθε ένα από αυτά ήταν καθισμένοι ηλικιωμένοι και νέοι Ινδοί με τα λευκά τους ρούχα που φαινόντουσαν πολύ απασχολημένοι, ενώ εμπρός τους περίμεναν όρθιοι ή μισοκαθισμένοι άλλοι Ινδοί, κυρίως άνδρες. Όταν πλησιάσαμε, είδα ότι οι πίσω από τα μικροσκοπικά αυτά «γραφεία» καθισμένοι άνδρες άλλοι έγραφαν καθ’ υπαγόρευση των απέξω γράμματα, άλλοι κολλούσαν γραμματόσημα, άλλοι τύλιγαν  δέματα με βαμβακερό ύφασμα που είχαν δίπλα τους τυλιγμένο σε τόπι και έγραφαν επάνω διευθύνσεις, άλλος συμπλήρωνε αιτήσεις ή άλλα δημόσια έγγραφα κλπ., ανάλογα με τις ανάγκες αυτών που περίμεναν. Μελίσσι ολόκληρο από υπομονετικούς αιτούντες που φουρφούριζε βουερό, καθώς εξυπηρετούνταν ή περίμεναν, κάποιοι και σε ουρές, να εξυπηρετηθούν. Συνειδητοποίησα πόσο πολλοί μπορεί να ήταν οι αναλφάβητοι σε αυτή την αχανή χώρα και πόσο αναγκαίοι και χρήσιμοι ήταν αυτοί οι γραφιάδες στα αυτοσχέδια, ευμετακίνητα «γραφεία» που τους εξυπηρετούσαν, με μια μικρή  αμοιβή, υπέθεσα.



Ινδία, Βομβάη, Δεκ. 1997. Από πάνω προς τα κάτω: Μαγαζάκια με γραφείς έξω από το ταχυδρομείο. 

Πιο ‘κεί από αυτά τα «γραφεία», στο ίδιο πεζοδρόμιο, ήταν ένα δέντρο και δίπλα του ένα μικρό, χαμηλό  κτίσμα με έναν επίσης μικρό, περιφραγμένο με κάγκελα χώρο δίπλα του, σαν αυλή, που υπέθεσα ότι ήταν κάποιο είδος μικροσκοπικού ναΐσκου. Το δέντρο ήταν σχεδόν κατάμαυρο, καθώς ήταν κατάφορτο με κάτι μαύρα περιστέρια με παγωνί πράσινες ουρές ενώ και η καγκελόφρακτη αυλή ήταν γεμάτη με εκατοντάδες τέτοια περιστέρια που τσιμπολογούσαν με φούρια κάτι σπόρια στο δάπεδο που τους τα  έριχνε ένας άνδρας  που στεκόταν στην είσοδο. Έξω από αυτό το κιγκλίδωμα, στην άκρη στο οδόστρωμα, στεκόταν ήρεμη μια καφετιά αγελάδα και μασουλούσε φρέσκο χορτάρι που της πρόσφεραν κάτι περαστικοί, αμέριμνη η ίδια για το έντονο κυκλοφοριακό κομφούζιο δίπλα της σε τέτοιο σημείο, που τα διερχόμενα αυτοκίνητα έκαναν με μεγάλη προσοχή παράκαμψη για να μην την ενοχλήσουν ή την χτυπήσουν.


Ινδία, Βομβάη, Δεκ. 1997. Περαστικοί ¨δίνουν τροφή σε περιστέρια στην περιφραγμένη  αυλή μικρού ναού, κοντά στο κεντρικό ταχυδρομείο


Ινδία, Βομβάη, Δεκ. 1997. Αγελάδα τρώει χορτάρι που της προσφέρουν  περαστικοί σε κεντρικό δρόμο.

«Το ‘πιασες το κόλπο;» άκουσα τον Σάββα να μου λέει. «Τι κόλπο;» τον ρώτησα απορημένη.   «Τα περιστέρια και η αγελάδα ανήκουνε στον Άγιο», μου είπε δείχνοντάς μου το εκκλησάκι, «και οι πιστοί κάνουνε τάμα να τα ταΐζουνε με σπόρια και χορτάρι από αυτούς εδώ και όταν παχύνει η αγελάδα και τα πουλιά θα τα θυσιάσουνε στον άγιο και θα τα φάνε όλοι μαζί, όπως κάνουμε εμείς στα κουρμπάνια». Πράγματι, λίγο πιο ΄κεί, πάνω στο πεζοδρόμιο, ήταν καθισμένοι κάτω κάποιοι μικροπωλητές με καλάθια γεμάτα φρέσκο χόρτο ή σπόρους μπροστά τους και τα πουλούσαν χεριές-χεριές και χουφτιές, αντίστοιχα, σε περαστικούς.  Πήγαμε λίγους δρόμους πιο πέρα για να βρούμε το μαγαζί τού γνωστού του αλλά εκείνος έλειπε. Άφησε ωστόσο σε έναν γνωστό του ράφτη εκεί κοντά ένα παντελόνι του που ήθελε να του το κοντύνει, και θα περνούσαμε άλλη μέρα να το πάρουμε!




Ινδία, Βομβάη, Δεκ. 1997. Εξωτερική όψη και λεπτομέρεια (θαμπή) από το εσωτερικό του τεράστιου   κεντρικού σιδηροδρομικού σταθμού "Βικτώρια".

Μετά ξεκινήσαμε με τα πόδια από εκεί για να μου δείξει τον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό της Βομβάης, το περίφημο Victoria Terminal, τον μεγαλύτερο της Ανατολής, όπως μου είπε , από όπου ξεκινάνε τα τραίνα για όλη την Ινδία, την Ασία, τον κόσμο όλο. Εγώ ακολούθησα με μεγάλο  ενδιαφέρον, όχι μόνο γιατί αγαπώ τα τρένα αλλά και γιατί το άπιαστο, ανέφικτο όνειρό μου ήταν να κάνω το γύρο της Ευρασίας με τρένο, και δη στην πρώτη θέση, όταν θα αφυπηρετούσα και θα έπαιρνα σύνταξη και το εφάπαξ. Γνώριζα ήδη τον αφετηριακό σταθμό Λαρίσης στην Αθήνα.  Επίσης, από άλλο μου ταξίδι εκεί,  τον σταθμό Χαϊντάρ Πασά στην ασιατική  πλευρά της Κωνσταντινούπολης από όπου έφευγαν τα τρένα για την Ασία, οπότε τώρα θα γνώριζα έναν ακόμα κομβικό σταθμό της πορείας που ονειρευόμουν, εδώ στη Βομβάη. Τουλάχιστον θα είχα γνωρίσει κάποιους σταθμούς αυτής της πορείας, σκέφτηκα, αφού ήταν βεβαίως ανέφικτος για πολλούς λόγους αυτός ο σιδηροδρομικός γύρος που ονειρευόμουν.

Περάσαμε μπροστά από τεράστια, μεγαλοπρεπή αποικιακά κτίρια, τράπεζες κ.ά. και μια-δυο καθολικές εκκλησίες στο δρόμο μας, που σε όλο το μήκος του ήταν ένα απέραντο, υπαίθριο παζάρι. Πάγκοι στη σειρά, με όλων των ειδών τις πραμάτειες και πλήθη κόσμου από ηλικιωμένoυς μέχρι άπειρα μικροπαίδια, Ινδοί και άλλοι, παντού. Ο σιδηροδρομικός σταθμός Victoria είναι πράγματι εντυπωσιακός. Ένα τεράστιο, μακρόστενο κτίριο σαν στοά,  με μήκος ατελείωτο, που δεν μπορούσα να προσδιορίσω, με τρούλους και τζαμαρίες στη σκεπή που φωτίζουν τον χώρο, περίτεχνες κολώνες, καγκελόφρακτα παράθυρα εξαερισμού, είναι χτισμένος με την κοκκινοκίτρινη πέτρα που έβλεπα στα περισσότερα δημόσια κτίρια. Ο σταθμός καταπίνει και εμέσσει ακατάπαυστα πάνω σε πολλαπλές σειρές σιδηροτροχιών  τρένα με άπειρα βαγόνια, επιβατικά και εμπορικά, και χιλιάδες κόσμο. Μέσα το χάος. Κόσμος να κυκλοφορεί, μακριές ουρές στα γκισέ την εισιτηρίων και ανάμεσα,  μυριάδες βαλίτσες, δέματα, μπόγοι, αφημένα κάτω ή μεταφερόμενα από βαστάζους και χειροκίνητες άμαξες, μικροπωλητές, ζητιάνοι αλλά και πολλοί από τους άστεγους που βρίσκουν οικογενειακή στέγη μέσα στο σταθμό. Πολλοί συρμοί ήταν σταματημένοι έτοιμοι να ξεκινήσουν, άλλοι μόλις έφταναν, κομφούζιο .

Βγήκαμε έξω και προχωρήσαμε περπατώντας σε μια από τις λεωφόρους. Πάνω σε όλα σχεδόν τα πεζοδρόμια κατά μήκος τους  οι υπαίθριες οικογενειακές εστίες των άστεγων πάνω σε αυτά, άλλοτε έρημες, άλλοτε με κάποια από τα μέλη τους να κάθονται εκεί, να πλένονται, να κοιμούνται κλπ, δημοσίως. Σε ένα από αυτά είδα δύο γυναίκες με τα πολύχρωμα σάρι τους καθισμένες κατάχαμα στην άκρη του  πεζοδρόμιου, με την πλάτη στηριγμένη πάνω στην κολώνα των σημάτων της τροχαίας. Η μία είχε τα κατάμαυρα στιλπνά,  μακριά μαλλιά της λυτά και η άλλη κάτι τις σκάλιζε πάνω στο κεφάλι της, αναρωτήθηκα αν την ψείρίζε. Άλλες παραπέρα χτενιζόντουσαν, άλλες μαγείρευαν, άλλες θήλαζαν τα μωρά τους, όλη η ζωή τους δημόσια, υπαίθρια πάνω στα πεζοδρόμια της λεωφόρου και όλες με τα λαμπερά, χρωματιστά  σάρι, τα μαλλιά μαζεμένα στον αυχένα σε ένα είδος κότσου, γύρω από τον οποίο πάντα σχεδόν τυλιγμένη μια γιρλάντα φρέσκα, λευκά κατά κανόνα, λουλούδια. Σε κάποιο σημείο, κα’να δυο μέτρα μακριά από δυο γυναίκες που χτενιζόντουσαν, ήταν ξαπλωμένο πάνω σε ένα κουρέλι στην άκρη στο πεζοδρόμιο ένα μωρό, ανάσκελα, γυμνό αλλά με χάντρινα κολιέ και φυλαχτά στο λαιμό και τα χεράκια του. Δίπλα του περπατούσαν πλήθος κόσμου πάνω στο πεζοδρόμιο, κάποιοι το δρασκέλιζαν κιόλας, ενώ πάνω στη λεωφόρο, δίπλα του επίσης το γνωστό κυκλοφοριακό χάος. Και πολλά άλλα παρόμοια, βέβαια, που απέφυγα βεβαίως να φωτογραφίσω, καταστάσεις συνηθισμένες για την ινδική καθημερινή πραγματικότητα, σκεφτόμουν,  γιατί δεν έβλεπα και κάποιον να θεωρεί ότι συμβαίνει κάτι περίεργο ή να ανησυχεί.

Στρίψαμε σε κάποιους παράδρομους της λεωφόρου. Παντού μαγαζιά, κλειστά όμως, λόγω Κυριακής, κάποια τα καθάριζαν ή τακτοποιούσαν τα εμπορεύματα οι ιδιοκτήτες ή οι υπηρέτες τους. Παντού από όπου περνούσαμε έβλεπα νεαρούς κυρίως άνδρες, να σκουπίζουν κάποιους συγκεκριμένους χώρους με χειροποίητες «σαρωματιές», σαν αυτές που είχα δει στην Κολάμπα, φτιαγμένες από μια δεσμίδα λεπτών κλαδιών  δεμένων στο πάνω μέρος τους που ανοίγουν κάτω σαν βεντάλια. Σε έναν από αυτούς τους δρόμους με πολλά, κλειστά εκείνη την ημέρα μαγαζιά αλλά απ’ ότι καταλάβαινα τις καθημερινές θα γινόταν χαμός, έρημο και ήσυχο σχεδόν σήμερα, ήταν εγκαταστημένες, πρόχειρα ή πιο μόνιμα, τρεις-τέσσερις οικογένειες άστεγων με το γνωστό μου πλέον τρόπο, μόνο που αυτές ήταν από τις πιο περιποιημένες και καθαρές. Στην μια από αυτές μάλιστα, είχαν τοποθετήσει δίπλα στο πεζοδρόμιο, πάνω στο οδόστρωμα και μια μεταλλική κούνια μωρού, σκεπασμένη με κουνουπιέρα. Μια νεαρή, όμορφη κοπέλα, με το σάρι της, τα λουλούδια στα μαλλιά κ.λπ., καθισμένη οκλαδόν κοντά  στην κούνια πάνω στο πεζοδρόμιο, η μητέρα του μωρού, υπέθεσα, μαγείρευε κάτι μέσα σε ένα μεταλλικό δοχείο, ακουμπημένο πάνω σε δύο πέτρες που ανάμεσά τους έκαιγαν με δυνατή φλόγα λίγα σανίδια. Δυο-τρία βήματα πιο πέρα, ήταν ένας σκελετωμένος σχεδόν, βιβλικός γέροντας με μακριά, λευκή γενειάδα και μαλλιά, ο οποίος καθόταν επίσης κάτω οκλαδόν, γυμνός, φορώντας μόνο ένα λεπτό, στριφτό πανί στα γεννητικά του όργανα. Είχε γύρω του μερικά τενεκεδάκια με νερό  και έκανε ατάραχος το μπάνιο του, με σαπουνάδα και ξεπλενόταν ρίχνοντας  πάνω του νερό από αυτά.  Προσπέρασαμε γρήγορα, ήταν σαν να είχαμε εισχωρήσει, άθελά μας, στα πιο κρυφά σημεία της ιδιωτικής τους ζωής αλλά εκείνοι δεν μας έδωσαν καμία σημασία.


Ινδία, Βομβάη, Δεκ. 1997. Ο χώρος όπου η έκθεση-παζάρι παραδοσιακών τεχνών.

Προχωρήσαμε σχολιάζοντας με το Σάββα που μου έλεγε ότι μετά από τόσα χρόνια που ερχόταν και έμενε μήνες στην Ινδία  δεν τον παραξένευε τίποτα από αυτά και ότι είχα δει πολύ λίγα ακόμα. Βγήκαμε σε μια δεντροφυτεμένη λεωφόρο και προχωρούσαμε. Δίπλα σε ένα μεγάλο, κυκλικό κτίριο απλωνόταν προς τον δρόμο ένα τεράστιο αεροπανό στολισμένο με γιρλάντες από φρέσκα λουλούδια που είχε μια μεγάλη επιγραφή στα Ινδικά και αποκάτω τη λέξη Bazaar. «Α, τι ωραία, παζάρι!», λέω του Σάββα και προχωρήσαμε στον μεγάλο ανοιχτό χώρο που όριζε το πανό. Στο βάθος του ήταν στημένη μια εξέδρα ντυμένη με κόκκινα λαμέ υφάσματα, πάνω στην οποία κάποιοι τακτοποιούσαν μουσικά όργανα, δυτικού τύπου, και μηχανήματα ήχου, φαίνεται για κάποια συναυλία που θα λάβαινε χώρα εκεί κάποια στιγμή. Στις δύο μακριές πλευρές αυτού του χώρου υπήρχαν κιόσκια σκεπασμένα με λευκά πανιά  που στέγαζαν είδη χειροτεχνίας τα οποία κάποιοι τακτοποιούσαν εκείνη τη στιγμή πάνω στους πάγκους ή κάποιοι είχαν ολοκληρώσει το στήσιμό τους, ενώ κάποιοι άλλοι έδειχναν ήδη τεχνικές χειροτεχνίας, όπως αγγειοπλαστική, υφαντική, ζωγραφική σε ύφασμα κ.ά.




Ινδία, Βομβάη, Δεκ. 1997.  Έκθεση-παζάρι παραδοσιακών τεχνών. Από πάνω προς τα κάτω: επίδειξη κατασκευής κεραμικών με χειροκίνητο τροχό, τον οποίο γυρίζει πιέζοντάς τον στην άκρη με το ξύλο που κρατάει στην τρίτη φωτογραφία. 

 Ενθουσιασμένη εγώ για την αναπάντεχη αυτή ευκαιρία να δω λαϊκή τέχνη, όσο πιθανόν «τουριστική» και αν ήταν εκεί , πλησίασα το πρώτο κιόσκι, όπου ένας άνδρας καθισμένος κατάχαμα είχε εμπρός του ένα ξύλινο τροχό με ένα κομμάτι πηλό κέντρο, στον οποίο τροχό έδινε κίνηση με ένα ραβδί στερεωμένο σε μιαν άκρη του. Ο πηλός έπαιρνε έτσι σχήμα και αυτός έπλαθε με τα χέρια του μικρές κούπες, μικρογραφίες τσουκαλιών και άλλα αντικείμενα τα οποία κάποιο άλλοι τα διακοσμούσαν με λευκό «μπαντανά»  και άλλοι τα τοποθετούσαν στη σειρά πάνω στους πάγκους, για να πουληθούν. Αφού μου επέτρεψε να τον φωτογραφίσω, αγόρασα δυο-τρεις κούπες, πάμφθηνες . Λίγο πιο ‘κει σε ένα άλλο κιόσκι, κρεμόντουσαν από το πάνω μέρος του ως κάτω μεταξωτά και βαμβακερά υφάσματα ζωγραφισμένα, που πρέπει να ήταν το βασικό κομμάτι της φορεσιάς «σάρι», από ό,τι κατάλαβα, που τυλίγεται σαν χιτώνας γύρω από το σώμα των γυναικών, πάνω από το κοντό «τσόλι», είδος μπλούζας που αφήνει το μεταξύ της κοιλιάς και του στήθους μέρος του σώματος των γυναικών ακάλυπτο.. Κάτω από αυτά καθόταν κατάχαμα μια  μεσόκοπη Ινδή σκυμμένη πάνω σε ένα τέτοιο ύφασμα και το ζωγράφιζε με γεωμετρικά σχήματα  και ανθρώπινες φιγούρες με ένα καλάμι με μυτερή άκρη σαν πένα με ελεύθερο σχεδιασμό, χωρίς να έχει κάποιο χνάρι, πανέμορφα. Σκέφτηκα ότι κάπως έτσι θα σχεδίαζαν και οι  γυναίκες της προϊστορίας πάνω στα πήλινα αγγεία. Υπέθεσα ότι όλα όσα κρεμόντουσαν εκεί, ήταν δικά της δημιουργήματα και αναρωτήθηκα αν εκτός από το να ζωγραφίζει, γνώριζε και να γράφει και να διαβάζει κείμενα. Την φωτογράφισα αλλά δεν αγόρασα κάτι από αυτά, ήταν άλλωστε πολύ ακριβά, γύρω στις 10.000 ελληνικές δραχμές το καθένα, υπολόγισα. Εξάλλου και ο γενναιόδωρος Σάββας με συμβούλευε να μην βιαστώ να αγοράσω κάτι από εκεί γιατί ήταν έκθεση κυρίως για τουρίστες και τα είχαν πανάκριβα ενώ θα εύρισκα αλλού πιο όμορφα και πιο φθηνά, αντίστοιχα πράγματα, να πάρω.



Ινδία, Βομβάη, Δεκ. 1997.  Έκθεση-παζάρι παραδοσιακών τεχνών. Γυναίκα ζωγραφίζει και πουλάει σάρι. 

Πιο ΄κει, σε άλλο κιόσκι, κρεμόντουσαν υφαντά  και ήταν στημένος και ένας αργαλειός που έμοιαζε πολύ με τον δικό μας αργαλειό, της μανούλας μου,  για να δείχνουν την υφαντική τέχνη, όπως και έκανε ο άνδρας που είχε το κιόσκι και κάθισε ότι δήθεν υφαίνει για να τον φωτογραφίσω. Στην άλλη, την απέναντι  πλευρά του παζαριού ήταν πάγκοι κατάφορτοι με μικρά και μεγάλα χειροτεχνήματα, κάθε είδους. Πολλά από αυτά, ινδικής προέλευσης,  τα αναγνώρισα να πουλιούνται και σε μαγαζιά στο Μοναστηράκι, σε δικά μας τουριστικά κέντρα, παζάρια κλπ.




Ινδία, Βομβάη, Δεκ. 1997.  Έκθεση-παζάρι παραδοδιακών τεχνών. Πάνω και κάτω: αργαλειοί οριζόντιοι ,παρόμοιοι με τους ελληνικούς, και άνδρας υφαντής.

 Αυτό το παζάρι με είχε κάνει να νιώσω ότι βρισκόμουν σε χώρο πιο οικείο, πιο κοντά μου, παρά τις διαφορές, καθώς έβλεπα πόσα κοινά έχει ο λαϊκός πολιτισμός και οι χειροποίητες τέχνες σε όλους τους πολιτισμούς. Ακόμα και κάποια μυρωδιά στους παράδρομους από τις ακαθαρσίες ανθρώπων και ζώων, μου έφερνε κάπως στο νου μυρωδιές από τα δικά μας  χωριά όταν δεν είχαν τουαλέτες με βόθρους, καταυλισμούς Ρομά κ. ά…

Βγήκαμε από το χώρο της έκθεσης-παζαριού και παρατήρησα το μεγάλο, κυκλικό κτίριο που ήταν δίπλα της και κατάλαβα ότι επρόκειτο για κάποιο είδος δημόσιας γκαλερί τέχνης. Απέξω ήταν αρκετοί νέοι που ζωγράφιζαν επιτόπου, υπέθεσα φοιτητές καλών τεχνών, ενώ είχαν εκεί και εκτεθειμένα μικρά σχετικά σε μέγεθος έργα ζωγραφικής, για πούλημα. Μπήκαμε μέσα στο κτίριο. Στην αριστερή αίθουσα είδαμε μια γυναίκα να εκθέτει, δικά της έργα κατάλαβα, σε μεγάλους πίνακες  ζωγραφικής με έντονα χρώματα και σε στυλ κάπως «σοσιαλιστικού ρεαλισμού», με επιδράσεις σε άλλους από την Ινδική μυθολογία και σε άλλους από την κοινωνική και πολιτική επικαιρότητα της χώρας, απ’ όσο κατάλαβα. Στην  αίθουσα στα δεξιά της εισόδου,  είδαμε ομαδικές εκθέσεις νέων ανθρώπων που ήταν παρόντες δίπλα στα έργα τους, κυρίως χαρακτικά, πολύ όμορφα, κατά τη γνώμη μου.

Βγήκαμε πάλι στη μεγάλη λεωφόρο. Εντωμεταξύ τα πλήθη πάνω στο φαρδύ πεζοδρόμιο είχαν αυξηθεί, καθώς φαίνεται πολλοί είχαν εντωμεταξύ βγει με τα καλά τους για Κυριακάτικη βόλτα και είχαν ξεχυθεί στους δρόμους, τις πλατείες και τα πάρκα. Η μέρα ήταν λαμπρή και πολύ ζεστή αλλά η ζέστη ήταν κάπως ανεκτή από το μαγικό αεράκι της Αραβικής θάλασσας το οποίο φυσάει κατά διαστήματα στην αχανή πόλη και εκεί που νομίζεις ότι θα λιώσεις, έρχεται με το απαλό του φύσημα και σε ανακουφίζει.

Ινδία, Βομβάη, Δεκ.1997. Το περιφραγμένο  γήπεδο του κρίκετ, μέσα στην πόλη. Μπροστά πλανόδιος επαγγελματίας (τροχιστής;) 

Περπατώντας, σε κάποιο σημείο  του δρόμου βρεθήκαμε μπροστά σε έναν τεράστιο, ανοιχτό, περιφραγμένο με ψηλά κάγκελα χώρο, στρωμένο με αραιό γρασίδι, κάτι σαν γήπεδο μέσα στην πόλη. Εκατοντάδες άνδρες με τις λευκές πουκαμίσες και τα λευκά τους παντελόνια κάτι έπαιζαν κρατώντας κάτι μπαστούνια. «Γήπεδο του κρίκετ», μου είπε ο Σάββας, «έχουν τρέλα με αυτό, τους την κόλλησαν οι Εγγλέζοι». Εκτός όμως από τους παίκτες, υπήρχε πλήθος κόσμου, μέσα και έξω από τα κιγκλιδώματα, όχι τόσο για να παρακολουθούν το παιχνίδι και τους παίκτες, αφού δεν έβλεπα κόσμο συγκεντρωμένο πάνω σε κερκίδες, αλλά και για άλλους λόγους, σε παρέες-παρέες. Μέσα από τα κιγκλιδώματα της περίφραξης, ακουμπητά σε αυτά, ήταν βεβαίως και πολλά υπαίθρια «σπίτια» άστεγων. Μέσα σε όλο αυτό  το χαμό, σε ένα από αυτά, πάνω στο αρχαϊκό ξύλινο κρεβάτι με το σχοινένιο πλεχτό «υπόστρωμα» (χωρίς να έχει στρώμα, βέβαια) κοιμόταν κάποιος, κουκουλωμένος με ένα βρώμικο πανί ενώ στα πόδια του κοιμόταν αμέριμνος και ο σκύλος του. Πέντε βήματα πιο πέρα, περικυκλωμένος από αρκετούς, κάπως απαθείς, θεατές, ένας νεαρός «γόης» φιδιών έκανε επίδειξη «παίζοντας» με δυο τεράστια φίδια, πότε τυλίγοντάς τα στα χέρια του και πότε γύρω από το σώμα του. Μέσα και έξω από το γήπεδο, δεκάδες μικροπωλητές με είδη διατροφής, φρούτα, κ.λπ. και ζητιάνοι, όπως είχα δει και το προηγούμενο βράδυ στην παραλιακή λεωφόρο.


Ινδία, Βομβάη, Δεκ.1997. Το περιφραγμένο  γήπεδο του κρίκετ, μέσα στην πόλη. Δίπλα  στα κάγκελα της περίφραξης, "οικιακή" εγκατάσταση άστεγων.


Ινδία, Βομβάη, Δεκ.1997. Το περιφραγμένο  γήπεδο του κρίκετ, μέσα στην πόλη. Καθισμένος στα γόνατα διακρίνεται "γόης φιδιών" που κάνει επίδειξη σε θεατές.


Ινδία, Βομβάη, Δεκ.1997. Το περιφραγμένο  γήπεδο του κρίκετ, μέσα στην πόλη. Πίθηκος πάνω στην περίφραξη 



Ινδία, Βομβάη, Δεκ.1997. Το περιφραγμένο  γήπεδο του κρίκετ, μέσα στην πόλη. Δίπλα στην είσοδο, τεράστια εικόνα του ελεφαντόμορφου θεού Γκανές  δίπλα σε διαφήμιση ξυραφιών. Κάτω παιδιά. 


Ινδία, Βομβάη, Δεκ.1997. Το περιφραγμένο  γήπεδο του κρίκετ, μέσα στην πόλη. Μικρή ζητιάνα.

Εδώ όμως έβλεπα και  υπαίθριους «επαγγελματίες», όπως κουρείς, τσαγκάρηδες, κ. ά. Δηλαδή ανθρώπους καθισμένους οκλαδόν πάνω στο πεζοδρόμιο, δίπλα στους περαστικούς και στο κυκλοφοριακό κομφούζιο,  και κάποιοι πίσω τους να τους κουρεύουν, να τους ξυρίζουν με σοβαρό επαγγελματισμό, κάποιοι ακόμα και να τους βγάζουν δόντι! Ούτε εδώ γινόταν να φωτογραφίσω, βέβαια, όπως άλλωστε και μου έκαναν αρνητικά νεύματα, βλέποντας τη φωτογραφική μηχανή στα χέρια μου.

Τα πόδια μου είχαν βγάλει φουσκάλες από το πολύ περπάτημα, πρέπει να είχαμε διανύσει χιλιόμετρα, καθώς φορούσα ακόμα τα παπούτσια με τα οποία είχα ταξιδέψει, κλειστά και με χαμηλό τακούνι, ενώ το κεφάλι μου ψιλο-πονούσε από τη ζέστη και τις πολλές και τόσο διαφορετικές εντυπώσεις. Ο Σάββας άνετος, παρά την ηλικία του, ξεκούραστος, καλός ξεναγός γνώριζε κάθε γωνιά της πόλης ενώ αγόραζε  και φρούτα άγνωστα σε μένα από τους υπαίθριους μικροπωλητές με τα καρότσια και με παρακινούσε να τα δοκιμάσω και εγώ. Του εξέφρασα την κούρασή μου και μου είπε ότι  είχαμε πλησιάσει , κάνοντας έναν μεγάλο κύκλο την Κολάμπα και το ξενοδοχείο μας. Περνώντας από μια πλατεία με ένα μεγάλο σινεμά, ήταν κρεμασμένα στο πεζοδρόμιο φορέματα μακριά, βαμβακερά, προς πώληση και πήρα ένα ακόμα που μου άρεσε για να αλλάξω, ενώ λίγο πιο κάτω αγόρασα σαγιονάρες και τις φόρεσα επιτόπου, στα ήδη πληγιασμένα πόδια μου και ανακουφίστηκα. Βλέποντας όσο περπατούσαμε την πλειονότητα των πιο φτωχών ανθρώπων, όσοι δεν ήταν και ξυπόλητοι,  να φοράνε πλαστικές σαγιονάρες, σκεφτόμουν πόσα δισεκατομμύρια ζευγάρια πουλιούνταν μόνον εδώ και πόσους τόνους πλαστικού θα συσσώρευαν όταν τις πετούσαν, φθαρμένες… Όταν φτάσαμε στο ξενοδοχείο συμβουλεύτηκα το χάρτη της πόλης και διαπίστωσα ότι είχαμε όντως περπατήσει μια τεράστια διαδρομή, σε όλη σχεδόν την κεντρική, παλιά πόλη.

Ξαποστάσαμε για λίγο και καθώς είχε πλέον περάσει το μεσημέρι, πήγαμε σε ένα κοντινό Αραβικό, όπως μου είπε ο Σάββας, φαγάδικο που είχε μακρόστενους πάγκους κάθετα στους τοίχους  με καναπέδες ένθεν και ένθεν σε καθέναν από αυτούς.   Παραγγείλαμε πάλι κοτόπουλο ταντούρι με μεσάλα και τσαπάτι. Γύρω έβλεπα όλους σχεδόν, κυρίως Άραβες και Αφρικανούς,  να τρώνε με τα δάχτυλα το φαγητό τους με μεγάλη επιδεξιότητα. 

Επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο τηλεφωνήσαμε στην Αθήνα κάθ’ οδόν και ξαπλώσαμε για μεσημεριανό ύπνο.  Εγώ  πήρα και διάβαζα τον λεπτομερή, πολύ καλό τουριστικό οδηγό που είχα φέρει μαζί μου αλλά δεν τον μετέφερα παντού γιατί είναι ογκώδης και δεν γινόταν να τον κουβαλάω συνεχώς, ώστε να επιβεβαιώσω και να μάθω και άλλα για τα όσα είχα δει. Καθώς διάβαζα, τα συνεχή στην πόλη κρωξίματα των κορακιών έμπαιναν από τα ανοιχτά παράθυρα ακατάπαυστα και τώρα μου φαίνονταν κάπως αποτρόπαια.  Και τούτο γιατί είχα πέσει σε εκείνο το σημείο όπου ο Τουριστικός Οδηγός αναφερόταν στους Πάρσι των Ινδιών και δη της Βομβάης, οι οποίοι δεν θάβουν, ούτε καίνε τα πτώματα των νεκρών τους αλλά τα εκθέτουν πάνω σε έναν λόφο στις παρυφές τις πόλης, τον Malabar,  και τα κοράκια πάνε και τρώνε τις σάρκες τους. Ο Σάββας που δεν είχε ακόμα αποκοιμηθεί και του το σχολίασα, το επιβεβαίωσε και πρόσθεσε ότι επειδή κοντά εκεί βρίσκονται τα κινηματογραφικά στούντιο της περίφημης Bollywood, πολλοί αστέρες του κινηματογράφου έχουν εκεί γύρω τις επαύλεις τους, συχνά τα κοράκια αφήνουν κομμάτια από αυτά τα κρέατα πάνω στις βεράντες τους…!  Ότι μάλιστα ό ίδιος είχε έναν φίλο με θρήσκευμα των Πάρσι εκεί στην Βομβάη, ο οποίος περίμενε να εκτεθεί εκεί στο λόφο, έτσι, όταν θα πέθαινε, όπως του είχε πει…

Την άλλη μέρα το πρωί, όπως και τις ημέρες που ακολούθησαν, κάπως εξοικειωμένη εγώ τώρα με την πόλη, αποφάσισα να αποστασιοποιηθώ  κάπως από τον Σάββα ειδικά ως προς τα ψώνια και κάποια αξιοθέατα που ήθελα εγώ να δω και βγήκα μόνη μου, με τον ίδιο ανήσυχο να με συμβουλεύει να προσέχω, ωσάν να ήμουνα μικρό παιδί, 51 χρονών γυναίκα! Τον διαβεβαίωσα ότι έτσι κι αλλιώς δεν σκόπευα να απομακρυνθώ ολομόναχη από το κέντρο της πόλης και την Κολάμπα, όσο κι αν το ήθελα να εξερευνήσω και υποβαθμισμένες και περιθωριακές περιοχές της.  Ήθελα να πάρω ρούχα και γενικά να ξεμπερδεύω με τα ψώνια και τα δώρα εδώ στη Βομβάη που και κατά τον Σάββα αλλά και από όσα είχα δει, έχει τεράστια αγορά με μεγάλη ποικιλία. Αγόρασα δερμάτινα πέδιλα και τα φόρεσα, κάποια φορέματα, όσο μου ήταν δυνατόν να επιλέξω από την τεράστια ποικιλία και την ποσότητα, καθώς και δώρα για τις κόρες μου και άλλους συγγενείς και φίλους, γνωρίζοντας τι θα τους άρεσε να τους πάω από το εξωτικό ταξίδι μου, πόσο μάλλον που επί της ουσίας ήταν δώρα από τον Σάββα, οικονομικά, κάτι που μου παρείχε κάποια άνεση στις αγορές (μάλλον και θέλοντας να απαλλαγώ από τις ενοχές γιατί εγώ μόνο από τα ανήψια του απολάμβανα τη γενναιόδωρη φιλοξενία του)...

Με ένα χάρτη και τον τουριστικό Οδηγό βεβαίως τώρα, χωρίς τη συνοδεία του Σάββα, στο χέρι, επισκέφθηκα το «Μουσείο του Πρίγκιπα της Ουαλίας», σε ένα μεγαλόπρεπο κτίριο με τρούλο, στο κέντρο ενός πολύ όμορφου κήπου στην περιοχή της Κολάμπα. Το κτίριο, αντάξιο του εξωτερικού και της πριγκιπικής του αφιέρωσης και εσωτερικά, αν και μου φαινόταν κάπως παλαιωμένο, μη συντηρημένο και το κτίριο και τα εκθέματά του.  Αραβο-Ινδικής, όπως έκρινα, αρχιτεκτονικής, είχε γύρω από την κεντρική, κυκλική  αίθουσα που στέγαζε ο τρούλος  ένα μπαλκόνι με ξύλινο κιγκλίδωμα. Σε ένα τμήμα έβλεπα κρεμασμένους κυρίως μικρούς πίνακες με μικρογραφίες αρχαίες έγχρωμες και μη, με επεισόδια από θρησκευτικές παραστάσεις. Μερικές από αυτές, κυρίως με τις ερωτικές-σεξουαλικές σκηνές, έλειπαν, απ’ όσο διαπίστωνα από τις λεζάντες τους, που είχαν ξεμείνει στη θέση τους και το σκούρο αποτύπωμά τους  πάνω στον τοίχο. Επειδή υπήρχαν δίπλα μου στην αίθουσα και Ινδές επισκέπτριες που φορούσαν το σάρι, παρατηρούσα ότι οι φορεσιές τους ήταν σχεδόν ίδιες σήμερα με αυτές πάνω σε γκραβούρες που ανήκαν στο 4ο αι. π. Χ.! Σκεφτόμουν λοιπόν, τηρουμένων βεβαίως των ιστορικών κ.λπ. αναλογιών, πώς θα ήταν άραγε και ο δικός μας πολιτισμός στην Ελλάδα, η θρησκεία,  το ντύσιμο κ.λπ., αν δεν είχε μεσολαβήσει ο Χριστιανισμός. Πόσο μάλλον που σε μια άλλη αίθουσα με ολόσωμα γλυπτά από μεγάλους ναούς, μου θύμισαν τα δικά μας κλασικά αγάλματα (στο πιο στρουμπουλό)  και τους πτυχωμένους χιτώνες και αναρωτιόμουν ποιες αλληλεπιδράσεις και από ποιους σε ποιους να είχαν μεσολαβήσει στην Αρχαιότητα, καθώς είναι τόσο κοινά και τόσο διαφορετικά ταυτόχρονα…



Ινδία, Βομβάη, Δεκ.1997.  Μουσείο "Πρίγκιπα της Ουαλίας". Επίσκεψη σχολικής τάξης . 

Στο τμήμα της προϊστορίας του Ινδού ποταμού, μου προκάλεσε έντονο ενδιαφέρον μια πιστή  αναπαράσταση ενός παραποτάμιου οικισμού και πολλά ευρήματα εργαλείων, αγγείων  και λοιπών αντικειμένων εκείνης της εποχής που εκτίθενται στην αίθουσα και σκεφτόμουν πόσο λείπουν από τα δικά μας μουσεία τέτοιου είδους αναπαραστάσεις, έστω εικονικές. Στο τμήμα του Θιβετιανού πολιτισμού, εκτίθενται, πέραν των άλλων  και πολλά  μαγικά περίαπτα, κάποια σκαλισμένα και σε ανθρώπινα κόκαλα.   Βγαίνοντας από το Μουσείο, έπεσα πάνω σε μια ομάδα μαθητών και μαθητριών εφηβικής ηλικίας, των κοριτσιών ντυμένων ομοιόμορφα, που μιλούσαν και γελούσαν ζωηρά. Υπέθεσα ότι θα ήταν τάξη κάποιου σχολείου  που τα έφερναν εκπαιδευτική επίσκεψη στο Μουσείο, ίσως ιδιωτικού, όσο έκρινα από τις ομοιόμορφες στολές τους σε έντονο ροζ χρώμα, που ερχόταν σε όμορφη αντίθεση με το μελαψό δέρμα τους.

Προχώρησα μέσα από δύο υπέροχες, δεντροφυτεμένες λεωφόρους προς την πλατεία όπου η Flora Fountain, γιατί διάβαζα στον τουριστικό οδηγό ότι εκεί έχει υπαίθριο παζάρι βιβλίων. Έφτασα σε μια πλατεία με πελώρια δημόσια, κοκκινο-κιτρινο-καφετί κτίρια του γνωστού αποικιακού τύπου. Στο κέντρο της βρίσκεται η κρήνη Flora, μνημειώδης, από λευκή πέτρα με τρεχούμενο νερό, που σε συνδυασμό με το πράσινο των δέντρων και των παρτεριών της πλατείας, μου φάνηκε σαν μια ανάσα δροσιάς και χαράς στην πόλη, παρόλη βεβαίως την παρουσία, λίγο πιο ‘κει,  τριγύρω των υπαίθριων κατοικιών των άστεγων και της γνωστής μου πλέον μυρωδιάς. 

Στους λίγους σχετικά, πάγκους με το παζάρι των βιβλίων, ως επί το πλείστον μεταχειρισμένων, υπήρχαν, τα πιο πολλά στην Αγγλική βεβαίως, πολλές  επιστημονικές πανεπιστημιακές εκδόσεις αλλά και μυθιστορήματα, εκλαϊκευμένα αναγνώσματα τύπου Άρλεκιν και πολλά άλλα είδη, όχι οι πολυτελείς βεβαίως εκδόσεις που είχα δει στο Ταζ-Μαχάλ. Αφού χάζεψα αρκετά εκεί, πήρα εντέλει ένα όχι μεταχειρισμένο βιβλίο ενός Ινδουιστή φιλοσόφου και  επέστρεψα ποδαράτη και περιεργαζόμενη τα πάντα, στο ξενοδοχείο.

Οι επόμενες ημέρες στη Βομβάη κύλισαν με μοναχικές δικές μου εξορμήσεις για ψώνια και περιηγήσεις στην πόλη, όσο και με κοινές με τον Σάββα κυρίως για φαγητό. Τα βράδια εγώ ήθελα να πάμε σε καμιά εκδήλωση με τοπικό θέατρο, συναυλία, χορό κλπ., ή έστω ένα σινεμά με ταινία παραγωγής Bollywood, αλλά ο Σάββας τα είχε βαρεθεί όλα αυτά, απ’ ότι μου έλεγε, αλλά δεν με άφηνε να πάω και μόνη μου, μη μου συμβεί κάτι. Όσο περνούσαν οι μέρες, με εντυπωσίαζε το πόσο φοβόταν μήπως πάθω κάτι, μη με ληστέψουν, μη με κοροϊδέψουν, μη μου συμβεί κάτι κακό εκεί,  αυτός που ήταν τόσο τολμηρός, άνθρωπος της πιάτσας, του πεζοδρόμιου και της αγοράς, μαθημένος τόσα χρόνια στην πραγματικότητα της Ινδίας.  Όταν του το ανέφερα, μου απαντούσε ότι ακριβώς επειδή γνώριζε όλα αυτά ήταν τόσο επιφυλακτικός και γιατί εγώ ήμουνα αθώα και δεν υποψιαζόμουν ότι μπορούσα να βρεθώ, χωρίς να το καταλάβω, πολύ άσχημα μπλεγμένη εκεί. Εγώ το απέδιδα στην ηλικία του, γιατί πρόσεχε την υγεία του αλλά και στο ότι, ως εργένης και άτεκνος, ήταν  ίσως πρωτόγνωρο για εκείνον να νιώθει ευθύνη για ένα τόσο συγγενικό, δικό του πρόσωπο.  Δεν του το έλεγα βέβαια και σεβόμουν τις ανησυχίες του. 

Οι μέρες περνούσαν χωρίς να το καταλάβουμε.  Κατά το πρόγραμμά του Σάββα,  παραμονή  Χριστουγέννων  θα  αφήναμε τη Βομβάη για να πάμε στη Goa. Όταν ο Σ.  συνειδητοποίησε ότι ήταν προπαραμονή Χριστουγέννων, θορυβήθηκε. Δεν μπορείς να φανταστείς, μου είπε, πόσο μεγάλο πλήθος ντόπιων της Βομβάης και άλλων πόλεων αλλά και τουριστών από όλες τις χώρες πάνε για διακοπές τέτοιες ημέρες στην Goa! Πω,πω άργησα και πρέπει να τρέξω να κλείσω θέσεις στο αεροπλάνο από την Βομβάη στη Goa και φοβάμαι μήπως δεν βρω. Ξεκίνησε για τα γραφεία της Εgyptair, καθώς, όπως μου είπε, είχε ήδη πληρωμένα στην εταιρεία από την Αθήνα τα εισιτήρια Βομβάη-Γκόα αλλά έπρεπε να κλείσει θέσεις.

Εγώ  βγήκα  για βόλτες στην πόλη. Συμπλήρωνα κάτι τελευταία ψώνια καθώς δεν γνώριζα αν θα εύρισκα τόσα πολλά και φθηνά πράγματα στη Goa, κάπως αγχωμένη αν είχα κάνει σωστές επιλογές, κυρίως για τα δώρα σε συγγενείς και φίλους, μέσα από την τεράστια ποικιλία που είχα να διαλέξω.   Περιηγήθηκα στην πόλη με τον Οδηγό στο χέρι αλλά και χάζευα βιτρίνες καταστημάτων με υπέροχες αντίκες, χαλιά, κ.λπ. πανάκριβα, ούτε καν έμπαινα μέσα, βέβαια.


Ινδία, Βομβάη, Δεκ. 1997. Παρόδιο "εικονοστάσι "-προσκυνητάρι ακουμπημένο  σε κορμό δέντρου

 

Περιδιαβαίνοντας στους δρόμους είχα προσέξει τοποθετημένα συνήθως πάνω σε κορμούς δέντρων στα πεζοδρόμια κάτι μικρά κατασκευάσματα  σαν ντουλάπια, ανοιχτά εμπρός, που μου θύμιζαν τα δικά μας εικονοστάσια στους δρόμους.  Είχαν στο βάθος κάτι μικρές κούκλες που υπέθετα ότι ήταν αναπαραστάσεις θεοτήτων γιατί είχαν μπροστά τους θυμιάματα και λουλούδια, σαν προσφορές. Ήθελα λοιπόν να δω αν θα εύρισκα κάπου να πωλούνται τέτοιου είδους «εικονίσματα»-κουκλάκια για να πάρω, αλλά δεν εύρισκα.


 


 
Ινδία, Βομβάη, Δεκ. 1997.  Μερικά από τα μεταλλικά "τάματα" που βρήκα στο παλαιοπωλείο.  

Ινδία, Βομβάη, Δεκ. 1997. Ξύλινο πινάκιο με ζωγραφισμένη σκηνή οργώματος, που βρήκα στο παλαιοπωλείο. 




Κεντημένο είδος φούστας από μετάξι και οργάντζα  που βρήκα στο ίδιο παλαιοπωλείο, στη Βομβάη, με το οποίο έντυσα  μια φθαρμένη παιδική κούκλα από βιτρίνα μαγαζιού που είχα βρει στα σκουπίδια, και με προσθήκη κοσμημάτων κ.λπ. έφτιαξα τον δικό μου "Μικροκωσταντίνο" των αναστενάρικων τραγουδιών...

 Σε ένα δρομάκι ανακάλυψα ένα μικρό παλαιοπωλείο που είχε απέξω στο πεζοδρόμιο κάτι καλάθια γεμάτα παλιά μικροπράγματα, κομμάτια από κεντημένα ρούχα, κοσμήματα,  κ.ά., πολύ φθηνά. «Κουκλάκια» θεοτήτων δεν είχε, είχε όμως, μεταξύ άλλων μέσα σε ένα καλάθι αρκετά μικρά μεταλλικά, σαν ασημένια, ελάσματα με ανάγλυφες φιγούρες ανθρώπων, όσο και ανθρώπινων μελών, χεριών,  ποδιών  κλπ, ίδια με τα δικά μας «τάματα» που αφιερώνουμε στις εικόνες αγίων. Αναρωτιόμουν πώς βρέθηκαν εκεί, αν τα συνηθίζουν και οι Ινδοί τέτοια αφιερώματα στους θεούς τους αλλά δεν είχα την απάντηση[1]. Θα ήταν το καλύτερο δώρο για κάποιες φίλες, σκέφτηκα, οπότε τα πήρα όλα, για να χαρίσω και να κρατήσω και εγώ, ήταν πολύ φθηνά εξάλλου. Βρήκα επίσης ένα μικρό ξύλινο πινάκιο με τα νερά  του ξύλου εμφανή πάνω του, όπου είναι ζωγραφισμένη με μαύρο μελάνι η σκηνή οργώματος με καμήλα και αλέτρι που το οδηγεί οργώνοντας ένας Ινδός και πίσω του έρχεται μια γυναίκα και δύο μικροσκοπικές φιγούρες που μπορεί   να παριστάνουν παιδιά, πολύ απλό και όμορφο.  Μου ήρθε στο νου η ταινία «Γη ποτισμένη με ιδρώτα» και η Ναργκίς και το πήρα και αυτό, καθώς και κάνα-δυο άλλα μικροπράγματα, πασιχαρής με τις ανακαλύψεις μου, περισσότερο από όλα τα άλλα που είχα ψωνίσει ως τότε. 

Όταν επέστρεψα στο ξενοδοχείο, βρήκα τον Σάββα να με περιμένει αγανακτισμένος. Δεν είχε προλάβει να βρει θέσεις στο αεροπλάνο της Εgyptair που τις είχε και πληρωμένες αλλά ούτε και στην Indian airlines ή άλλη εταιρεία για τη Γκόα. ΄Ετσι είχε βρει μόνο εισιτήρια και είχε κλείσει θέσεις να πάμε  με κλειστό πλοίο catamaran, που κάνουν τη διαδρομή Βομβάη-Γκόα διά θαλάσσης και στοιχίζουν όσο και τα αεροπορικά εισιτήρια και έχουν τις ίδιες ανέσεις. Δεν τον ένοιαζαν τα χρήματα που είχε χάσει, όπως μου είπε, αλλά το γεγονός ότι το μεν αεροπλάνο κάνει περίπου μια-μιάμιση  ώρα για τη Γκόα ενώ τα πλοία 7-8 ώρες και βαριόταν την ταλαιπωρία. Επίσης θα ταξιδεύαμε ανήμερα τα Χριστούγεννα γιατί δεν υπήρχαν πουθενά θέσεις νωρίτερα. Δεν με πείραζε να ταξιδέψουμε ανήμερα Χριστούγεννα αλλά ούτε εμένα μου άρεσε να πάμε με κλειστό καταμαράν, θα προτιμούσα να πάμε με λεωφορείο ή τρένο να βλέπω και τη διαδρομή, έστω κι αν αργούσαμε, ή έστω με φεριμπότ, να είμαι έξω και να βλέπω τη θάλασσα και τις παραλίες, αν έπλεε σχετικά κοντά σε αυτές. Ο Σ. μου είπε ότι με τρένο ή λεωφορείο δεν υπήρχε περίπτωση να πηγαίναμε γιατί το ταξίδι κρατούσε 20 ώρες με μεγάλη ταλαιπωρία, κόσμο κ.λπ.  όπως το είχε κάνει ο ίδιος κάποτε και δεν ταλαιπωρούσε πλέον τον εαυτό του. Το πήραμε λοιπόν απόφαση ότι θα πηγαίναμε με το καταμαράν και συνεχίσαμε τις βόλτες μας στην Βομβάη τις δύο ημέρες που μας απόμεναν.

Δύο ημέρες πριν φύγω από Αθήνα, μου είχε τηλεφωνήσει μια από τις ανηψιές μου για να με παρακαλέσει να της βρω και να πάρω από την Ινδία ένα μικρο-αντικείμενο που το είχε μικρή, δεκαετία του ’70,  αγορασμένο από κάποιο ινδικό μαγαζί στο Παρίσι και που τώρα δεν το εύρισκε. Επρόκειτο για μια μικροσκοπική, όσο το νύχι του μικρού δάχτυλου, ξύλινη θήκη κόκκινου χρώματος, ωσάν σπυρί ροδιού, μέσα στην οποία έμπαιναν ακόμα μικρότερα, λεπτά μικροσκοπικά ελεφαντάκια, σκαλισμένα πάνω σε υλικό που έμοιαζε με ελεφαντόδοντο. Τα θυμόμουν, γιατί τα είχαν φέρει από εκεί δώρο και στις δικές μου κόρες και είχαν χαθεί με τα χρόνια, οπότε τα ήθελαν και αυτές να τους πάω από αυτά τώρα, το μόνο που είχαν ζητήσει. Όλες αυτές τις ημέρες που τριγυρνούσα μόνη μου στην πόλη, κοιτούσα και ρωτούσα μήπως τα βρω κάπου αλλά δεν τα είχα βρει πουθενά. Καθώς θα ήταν απίθανο να τα βρω στις μικρές πόλεις της Goa όπου θα πηγαίναμε μεθαύριο, είπα στον Σάββα τι έψαχνα να βρω, μήπως εκείνος με την πείρα του με βοηθούσε. «Θα πάμε σ’ αυτό το φίλο μου που έχει μαγαζί δίπλα στο τραχυδρομείο», μου απάντησε πρόθυμος, «γιατί ξέρω ότι αυτός έχει ένα φίλο που πουλάει ελεφαντόδοτο στα κρυφά, γιατί απαγορεύεται τώρα, ξέρεις». «Ε, όχι να παρανομήσουμε για τόσο δα πραγματάκια», του είπα, αλλά ήταν κατηγορηματικός, ότι εκείνος θα μας εύρισκε άνετα τα ζητούμενα.

Πήραμε ταξί για να πάμε στην περιοχή του ταχυδρομείου. Καθώς οι εκπλήξεις είναι ατελείωτες στη Βομβάη, περνώντας είδα σε ένα κεντρικό σημείο της διαδρομής μέσα από το ταξί ένα «δέμα» τυλιγμένο ολόκληρο με σκουρόχρωμες γάζες σαν μούμια, τοποθετημένο πάνω στο πεζοδρόμιο. Ήταν βέβαια νεκρός αφημένος να τον μαζέψουν συνεργεία του Δήμου, ίσως, όπως μου είπε και ο Σ., καθώς δεν έβλεπα κάποιους, συγγενείς ή φίλους,  κοντά του να συμπαραστέκονται…

Όταν φθάσαμε  στο ταχυδρομείο, ο Σάββας πήγε στο μαγαζί τού φίλου του να τον βρει και για να πάρει και το παντελόνι του από τον υπαίθριο ράφτη εκεί κοντά που του το είχε αφήσει προ ημερών για επιδιόρθωση. Εγώ κατευθύνθηκα προς τα μικρά «γραφεία» απέναντι από το Ταχυδρομείο, όπου διεκπεραιώνεται η αλληλογραφία των μη εγγράμματων Ινδών, για να δω μήπως είχαν καρτ-ποστάλ να τις ταχυδρομήσω στην Ελλάδα. Η ημέρα ήταν σήμερα καθημερινή με ανοιχτό το ταχυδρομείο, οπότε είχε εκεί πολύ κόσμο να περιμένει να εξυπηρετηθεί, ο δρόμος είχε κίνηση τρομερή, ενώ η ιερή αγελάδα του μικρού ναού ήταν λιτή και περπατούσε αμέριμνη στο οδόστρωμα  σταματώντας κάθε τόσο την κυκλοφορία των αυτοκινήτων. Τελικά βρήκα κάρτες στα μαγαζάκια και πήγα στο ταχυδρομείο για να τις στείλω. "Μη βιάζεσαι", μου είπε ο Σάββας, "γιατί εδώ οι υπηρεσίες ανοίγουν προς το μεσημέρι, μπορεί να το βρεις κλειστό ακόμα"!


Ινδία, Βομβάη, Δεκ. 1997. Άλλη άποψη του κεντρικού ταχυδρομείου . 

Ωστόσο, ήταν σχεδόν μεσημέρι πια, ήταν ανοιχτό και μέσα στο τεράστιο, πολύβουο εσωτερικά  αυτό κτίριο, πλήθος κόσμου κυκλοφορούσε ή στεκόταν σε ουρές σε θυρίδες για να εξυπηρετηθεί. Στο κέντρο της τεράστιας αυτής αίθουσας βρίσκονται τοποθετημένες σε κύκλο πολλές θυρίδες και αφού πήρα γραμματόσημα και έγραψα σε αυτές αυτά που ήθελα (διαπιστώνοντας ότι δεν θυμόμουν τις ακριβείς διευθύνσεις πολύ κοντινών μου προσώπων, γιατί τις ήξερα εμπειρικά και δεν έδινα σημασία), στάθηκα σε μια από αυτές στην ουρά. Μέχρι να έλθει η σειρά μου παρατηρούσα τις Ινδές υπαλλήλους που εξυπηρετούσαν ντυμένες με τα παραδοσιακά «σάρι», όμορφες και λαμπερές, ενώ λίγο πιο πίσω έβλεπα άλλες να έχουν στήσει κουβεντούλα, χαλαρά, α λα ελληνικά.

Βγήκα και πήγα στο μαγαζί του φίλου του Σάββα που ήταν εκεί κοντά, απέναντι στο ταχυδρομείο, για να τον συναντήσω. Το μαγαζί πουλούσε ανδρικά είδη, έτοιμα παντελόνια, φανέλες, εσώρουχα κ.λπ.,  που μου θύμισε τέτοια μαγαζιά στο Μοναστηράκι. Ο Σ. καθόταν σε κάτι σκαμνιά με τον μαγαζάτορα απέναντί του στην είσοδο του μαγαζιού και κουβέντιαζαν χαλαρά και ήρεμα. Θαύμασα και πάλι την άνεση με την οποία «κουβέντιαζε» ο Σ. εν μέσω του πολύβουου κέντρου της Βομβάης με τα ελληνο-αγγλο-νοηματικά του αλαμπουρνέζικα και κατάφερνε να συνεννοείται! «΄Ντάξει, θα τα βρούμε ‘κείνα τα παραμύθια που θες», μου είπε ο Σάββας αφού έκανε τις συστάσεις, « είναι εδώ δίπλα το άλλο μαγαζί που θα μας τα βρούνε». Η λέξη, της πιάτσας, που χρησιμοποίησε ο Σ. για να ορίσει στο περίπου τα αντικείμενα που έψαχνα, το «παραμύθια», ήταν η πλέον κατάλληλη, γιατί όντως, τόσο τα μικροσκοπικά αυτά αντικείμενα, όσο και η αναζήτησή τους  στο χάος των αγορών της Βομβάης, ήταν σαν να είχαν βγει από παραμύθι! Πριν πάμε στο άλλο μαγαζί, ο Σ. άφησε στον φίλο του το τσαντάκι του που είχε ξηλωθεί να το δώσει σε κάποιον μάστορα εκεί για επιδιόρθωση και να ξαναπεράσουμε για να το πάρει (!).

Βαδίσαμε προς το μαγαζί, προσπερνώντας διάφορους που καθισμένοι οκλαδόν στο πεζοδρόμιο δεχόντουσαν κούρεμα ή ξύρισμα από υπαίθριους κουρείς. Στο μαγαζί που πήγαμε συστημένοι από τον άλλο μαγαζάτορα, μας έδωσαν συνοδό ένα παιδί το οποίο θα μας οδηγούσε εκεί όπου θα βρίσκαμε τα ζητούμενα «παραμύθια». Με το παιδί προπορευόμενο, διασχίσαμε έναν μεγάλο δρόμο και μπήκαμε σε μια στενή, σκοτεινή στοά που ανοίγεται ανάμεσα σε δύο μαγαζιά-τρύπες (μου θύμισε Chinatown, απ' όσο έχω δει σε ταινίες),  όπου βρίσκονται εργαστήρια και πωλητήρια δερμάτινων ειδών, με την χαρακτηριστική μυρωδιά τους διάχυτη, των οποίων οι μαγαζάτορες μας καλούσαν να μπούμε να  ψωνίσουμε. Εμείς προχωρούσαμε απτόητοι με το παιδί μπροστά να μας οδηγεί, μέχρι που εκείνο άρχισε να ανεβαίνει μια πανάρχαια, ξύλινη, στενή σκάλα με χώματα και βρωμιά αιώνων πάνω της, όπως μου φάνηκε, που άφηναν λίγο χώρο μπροστά, ίσα-ίσα να πατήσει το πέλμα και τον ακολουθήσαμε. Βρεθήκαμε στον πιο πάνω όροφο, σε ένα στενό διάδρομο, γεμάτο με μαγαζιά τουριστικής «λαϊκής τέχνης», θα λέγαμε, στη σειρά. Το παιδί μας οδήγησε και μπήκαμε σε ένα από αυτά στο βάθος, ενώ εγώ κοίταζα τον Σάββα να δω αν πηγαίναμε με ασφάλεια. Ένας ψηλός, όμορφος μεσήλικας Ινδός  σηκώθηκε πίσω από ένα τραπέζι. Όταν αντίκρισε τον Σάββα, έβαλε τις φωνές, «Σάββας, Σάββας, Σάββας!» και τον χτυπούσε στον ώμο. «Τι κάνεις, ρε;» του είπε, προς κατάπληξή μου, στα ελληνικά και συνέχισαν τα καλωσορίσματα σε σπασμένα ελληνικά και τις διαχύσεις. Με σύστησε και μένα ο Σ. και συνέχισαν να συνομιλούν σε ελληνο-ινδο-αγγλο-μάγκικη γλώσσα, για τις δουλειές, για Έλληνες ναύτες που ξεμπαρκάρουν στη Βομβάη όταν πιάνουν εκεί τα πλοία τους (εξού και γνώριζε κάποια ελληνικά), τη γενικότερη οικονομική κατάσταση, τα νέα τους, κ.ά. Του είπε ο Σ. και τι περίπου ζητούσαμε εκεί και μετά στράφηκε σε μένα να του εξηγήσω καλύτερα. Φαίνεται ότι από όσα του είχε πει ο Σάββας, είχε καταλάβει ότι εγώ ενδιαφερόμουν να αγοράσω ελεφαντόδοντο, κανένα χαυλιόδοντα,  και ήταν επιφυλακτικός, λέγοντας ότι πάρ’ όλ’ αυτά, θα μας έφερνε. Εγώ προσπάθησα να του εξηγήσω τι ακριβώς ήθελα, όχι τίποτα κομμάτια ελεφαντόδοντο αλλά τα μικροσκοπικά, σκαλιστά σε ελεφαντόδοντο ελεφαντάκια μέσα στην κόκκινη μικρούτσικη θήκη αλλά δεν καταλάβαινε τι του ζητούσα. Με τα πολλά, κατάλαβε τι ήταν αυτά και μου είπε ότι δεν τα έχει. Όταν είδε πόσο στενοχωρήθηκα που δεν τα βρήκα, έστειλε ένα άλλο παιδί με οδηγίες να πάει κάπου αλλού να δει αν τα έχουν και να μας τα φέρει.  Εγώ στενοχωριόμουν που τον είχα βάλει σε τόσο μπελά και σε κόπο για τόσο μικρά πράγματα, που ωστόσο τα ήθελα πολύ και γι’ αυτό επέμενα, αφού ήταν τα μόνα που μου είχαν ζητήσει τα παιδιά να τους πάω από την Ινδία. Ένιωθα κάπως σαν εκείνον τον πατέρα του παραμυθιού που του είχε ζητήσει η κόρη του να της φέρει από κάποιο μακρινό ταξίδι του το πιο απλό δώρο, ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, και δεν μπορούσε να το βρει και να εκπληρώσει την παραγγελία της. Σε λίγη ώρα το παιδί επέστρεψε κρατώντας στο χέρι μια μεγάλη, διαφανή πλαστική σακούλα. Μέσα φαινόταν να είναι μισογεμάτη από κάτι μικροσκοπικά αντικείμενα σαν κόκκινα στραγάλια ή χάντρες. Τα είχε βρει, τα «παραμύθια» μου, όπως τα  έλεγε ο Σάββας, κυριολεκτικά, πλέον! Τρελάθηκα από την χαρά μου! Παρόλο το μικρό τους μέγεθος, ήταν εξαιρετική μικροτεχνία και ήταν  πολύ ακριβά. Μετά τα παζάρια που έκανε ο Σ., πλήρωσε και πήρα καμιά εικοσαριά από αυτά για να δώσω και σε όλα τα ανήψια μου (η εκμεταλλεύτρια!). Ωστόσο δεν έμαθα πώς τα λένε και σε τι χρησιμεύουν, ούτε, προσηλωμένη στην περιπετειώδη αναζήτησή τους, σκεφτόμουν ότι για να φτιαχτούν αυτά τα "παραμύθια" από ελεφαντόδοντο, έπρεπε να έχουν θανατωθεί ελέφαντες, και να έχω αρνηθεί να τα πάρω, δυστυχώς.. .

 


Βομβάη, Δεκ. 1997. Τα "παραμύθια": μικροσκοπικά ελεφαντάκια και οι θήκες τους.

  Τον ευχαριστήσαμε θερμά για όλα και φύγαμε, με τη συνοδεία του μικρού οδηγού μας για το μαγαζί του φίλου του από όπου θα έπαιρνε ο Σ. και το επιδιορθωμένο τσαντάκι του. Ο επόμενος σταθμός μας, όπως μου το είχε υποσχεθεί,  θα ήταν το «μπιτ-παζάρ», όπως το έλεγε ο Σάββας, το τεράστιο παζάρι με πραμάτειες κάθε είδους, της Βομβάης.  Ένοιωθα ωσάν να ήμουν σε πολύ οικείο, γνωστό μου περιβάλλον μέσα από αυτή τη διαδικασία που είχε προηγηθεί.

Συνεχίσαμε τη βόλτα μας και ξεκινήσαμε για το μπιτ-παζάρ, όπως το έλεγε ο Σάββας, το κεντρικό παζάρι της Βομβάης. Όνομα που αναλογιζόμενη την ελληνική, ιδιωματική λέξη «μπήτι» και τη χρήση της εις διπλούν, «μπήτι-για-μπήτι», να σημαίνει το έσχατο, το πλήρες που δεν πάει άλλο και  φανταζόμουν, με βάση την εμπειρία μου πλέον, ότι δεν θα χόρταιναν τα μάτια μου από το πλήθος και την ποικιλία των εμπορευμάτων και ότι θα ήταν αδύνατον να το εξαντλήσουμε σε μια μόνον επίσκεψη, αφού την επομένη θα φεύγαμε για την Goa.

Στο δρόμο-δρόμο παρατηρούσα και πάλι κάποιου είδους  σκαλωσιές που στήνονται στους τοίχους πολυώροφων κτιρίων για την κατασκευή ή ανακαίνισή τους. Μου έκανε εντύπωση το ότι αποτελούνταν από χοντρά, κάθετα και παράλληλα τοποθετημένα μπαμπού καλάμια, χωρίς τις οριζόντιες σανίδες όπου πατούν οι χτίστες κ.λπ. στις δικές μας αντίστοιχες σκαλωσιές. Οπότε εδώ οι εργάτες αναρριχούνταν πάνω σε αυτά τα καλάμια και δούλευαν γαντζωμένοι από αυτά, ωσάν πίθηκοι. Εκείνο δε που με εντυπωσίαζε περισσότερο, ήταν το ότι υπήρχαν και μερικές γυναίκες εργάτριες σκαρφαλωμένες σε αυτά τα ψηλά καλάμια να δουλεύουν έτσι, έχοντας μαζέψει και τυλίξει  τα πολύχρωμα  σάρι τους γύρω από τους μηρούς τους, αφήνοντας ακάλυπτο αρκετό μέρος τους πάνω από τα γόνατα, ωσάν ένα είδος σφικτής περισκελίδας. Βλέποντας ταυτόχρονα και τα γυμνά γλυπτά στους ινδουιστικούς ναούς στο Μουσείο, όσο και  στο δρόμο τις Μουσουλμάνες  μπαμπουλωμένες από την κορυφή του κεφαλιού μέχρι τα πέλματα  με κατάμαυρα τσαντόρ αφήνοντας μια σχισμή στα μάτια ίσα-ίσα για να βλέπουν, σκεφτόμουν πόσο διαφορετική σχέση με τα σώματά τους όσο και εν γένει με το ένδυμα και την κοινωνικότητα δίνουν στις γυναίκες οι δύο θρησκείες, ο Ινδουισμός και ο Μουσουλμανισμός. Απ’ όσο έβλεπα εικονικά και δημόσια τουλάχιστον, γιατί γνώριζα βεβαίως και τις έμφυλες και ως προς την κοινωνική ένταξή τους σε κάστες,  εκ γενετής όσο και στο γάμο και στο θάνατο, διακρίσεις κατά των γυναικών σε άλλα θρησκευτικά, τελετουργικά  και κοινωνικά πεδία στην Ινδία…

 Φτάσαμε στο παζάρι όπου εγώ ενδιαφερόμουν να αγοράσω μουσικά όργανα μικρού σχετικά μεγέθους ώστε να μεταφέρονται με το αεροπλάνο, κυρίως για δώρα.

  


Ινδία, Βομβάη, Δεκ. 1997. Ελάχιστες, ενδεικτικές εικόνες από το τεράστιο κεντρικό παζάρι. 

Το παζάρι απερίγραπτα τεράστιο, όπου πωλούνται κυριολεκτικά τα πάντα, από τα πιο αρχέγονα πολιτισμικά χειροτεχνήματα π.χ. αγγειοπλαστικής και σιδηρουργίας,  μέχρι προϊόντα της τελευταίας ψηφιακής τεχνολογίας, κομπιούτερ, κινητά κ.λπ., απίστευτο! Αναρωτιόμουν μετά από αυτό το παζάρι πώς γινόταν να ευδοκιμούν και τα άλλα επιμέρους κατά τόπους πολλά, παζάρια, παραβλέποντας βεβαίως τα εκατομμύρια του πληθυσμού και τις ποικίλες, ποιοτικά, πολιτισμικά  και οικονομικά, ανάγκες και προτιμήσεις τους.  Δρομάκια φιδωτά ανάμεσα στις πραμάτειες, γεμάτα πλήθος κόσμου που χάζευε, παζάρευε, ψώνιζε. Μια μεγάλη ποικιλία ανθρώπινων φυλών, ενδυμασιών, χρωμάτων, συμπεριφορών. Επίσης τεράστια ποικιλία εμπορευμάτων, επαγγελμάτων, υπηρεσιών, μεταφορικών μέσων, εργαλείων, αντικειμένων, σε απίστευτες ποσότητες τα τελευταία.

Διψούσα τρομερά. Παντού σε κάθε βήμα μέσα στο παζάρι, υπάρχει προσφορά υγρών ροφημάτων και φρούτων σε αφάνταστη ποικιλία. Ξεχώριζα τους πάγκους με ινδικές καρύδες, όπου οι πωλητές έκοβαν την κορυφή τους με κάτι τεράστια καλο-ακονισμένα μαχαίρια σαν χατζάρες με μια κίνηση,  έχωναν από την τρύπα μέσα στην καρύδα ένα καλαμάκι και την έδιναν στον πελάτη να πιει επιτόπου  το φρέσκο γάλα της.

 Όλες αυτές τις ημέρες που τριγυρνούσα στην πόλη, έβλεπα παντού, στις άκρες των δρόμων, κάτι τροχήλατα κιόσκια που έχουν στα πλάγια τους στημένες όρθιες δεσμίδες ψηλών, πράσινων  καλαμιών, ωσάν κολόνες με γλυφές, δεμένες με χόρτινα σχοινιά, ή ωσάν τις ρωμαϊκές fasces, από όπου και η λέξη φασισμός. Πάνω στον καλυμμένο με τέντα πάγκο είναι τοποθετημένο ένα χειροκίνητο μηχάνημα με τροχαλίες, κυλίνδρους και γρανάζια, που μου θύμιζε μηχάνημα προβολής κινηματογραφικών ταινιών. Παρόλο που έβλεπα ουρές ανθρώπων μπροστά σε αυτά τα κιόσκια να περιμένουν και  να παίρνουν κάποιο ρόφημα σε κύπελλο, δεν είχα ρωτήσει τον Σάββα περί τίνος πρόκειται, ούτε είχα πλησιάσει να δω τι πουλάνε.


Ινδία, Βομβάη, Δεκ. 1997. Μικροπωλητές χυμών και φρούτων στο δρόμο 


Όταν είπα ότι διψάω, ο Σάββας πλησίασε ένα από αυτά τα κιόσκια και κάτι είπε με τα ιδιότυπα αγγλικά του στον νεαρό που δούλευε το παράξενο μηχάνημα. Πλησίασα και εγώ  και είδα έκπληκτη τον νεαρό να παίρνει από την μεγάλη δεσμίδα καλαμιών δυο-τρεις καλαμίδες μήκους 2-2.50μ., να δίνει ώθηση με το χέρι στη μεγάλη ρόδα που κινητοποίησε κάτι γρανάζια και δύο αγκαθωτούς κυλίνδρους και σπρώχνοντάς τες, να τις περνάει  ανάμεσα σε αυτούς τους  κυλίνδρους. Οι καλαμίδες έβγαιναν από την άλλη πλευρά σπασμένες, ενώ ένας πρασινο-κίτρινος φρουτώδης χυμός είχε αρχίσει να ρέει, σουρωμένος, μέσα σε ένα δοχείο με σίτα τοποθετημένο κάτω από αυτούς. Αφού πέρασαν οι καλαμίδες σε όλο το μήκος τους από τους κυλίνδρους, ο νεαρός επανέλαβε την ίδια διαδικασία πολλές φορές, διπλώνοντας τις καλαμίδες όλο και περισσότερο, μέχρι που έβγαιναν από τους κυλίνδρους μετασχηματισμένες σε λευκές, ξυλώδεις αλλά εύκαμπτες ίνες, στιμμένες εντελώς από το χυμό τους, τις οποίες πετούσε μέσα σε έναν κάδο, μισο-γεμάτο ήδη από τέτοιες ίνες. Ο νεαρός έβαλε τον παχύρευστο, κιτρινωπό  χυμό σε δύο  πλαστικά κύπελλα, τα έδωσε στο Σάββα που τον πλήρωσε. Ο Σ. έτεινε το ένα κύπελλο προς εμένα και μου είπε «πιες, να δεις τι ωραίο πράμα είναι αυτό!». Καθώς εγώ ήμουν κάπως διστακτική, «βρε, πιες» επέμεινε, «είναι το καλύτερο πράμα αυτό, χυμός από άγριο ζαχαροκάλαμο  -και όπως βλέπεις, τίποτα δεν πάει χαμένο, τις χρησιμοποιούν αλλού αυτές τις κλωστές που μένουν από τα καλάμια!». Το πήρα και τον δοκίμασα. Ήταν όντως απολαυστικός, γλυκός, δροσερός, ξεδιψαστικός, φρουτώδης αυτός ο χυμός, οπότε τον κατέβασα μονορούφι και έκτοτε δεν έχανα την ευκαιρία να τον πίνω ό,που έβλεπα να τον παρασκευάζουν, δηλαδή παντού.

Μετά από πολύ περπάτημα, εξαντλητικής περιήγησης και θαυμασμού για πολλά από τα εκθέματα, χωμένοι μέσα στο πλήθος εμπορευμάτων και ανθρώπων,  καταλήξαμε στο μαγαζί με μεγάλη ποικιλία από πνευστά, έγχορδα, κρουστά κ.λπ. μουσικά όργανα που δεν ήξερες τι να πρωτο-διαλέξεις και πήρα ξυλόγλυπτες  φλογέρες  και φλάουτα. Έτσι κι αλλιώς ο Σάββας με απέτρεπε συνεχώς από την ορμή μου για να ψωνίζω, παρασυρμένη και από τα επίμονα καλέσματα των εμπόρων, με την προτροπή να ψωνίσω τα υπόλοιπα στην Goa, όπου θα εύρισκα πολλά και πιο φθηνά από αυτά που ορεγόμουν εδώ να πάρω, όπως υφάσματα από σάρι, μικρές, τυπικά ινδικές,  υφασμάτινες κούκλες κ.ά.

Επιστρέψαμε κατάκοποι από το περπάτημα, τις πυκνές και ποικίλες εντυπώσεις,  τη ζέστη στο ξενοδοχείο και καθίσαμε να ξεκουραστούμε, πριν αρχίσουμε τις προετοιμασίες για το ταξίδι της επόμενης ημέρας, που έπρεπε να σηκωθούμε από τις 7 π.μ., γιατί το καταμαράν θα έφευγε κατά τις 8.30.  

 

 

 

 

Ινδία, Βομβάη, Δεκ. 1997. Μυθολογικές και θρησκευτικές σκηνές σε εξέλιξη,  στην τηλεόραση.


Αντί εξόδου για μουσικές παραστάσεις κ.λπ., ήμασταν εξάλλου κατάκοποι αμφότεροι και ο Σ. πρόσεχε πολύ πλέον τη υγεία του και τη δίαιτά του,  άνοιξα την τηλεόραση.  Έπεσα πάνω σε καθημερινή, υπέθεσα, προβολή, ενός είδους σήριαλ ή θρησκευτικής αφήγησης εν γένει που υπέθεσα ότι είχε θέμα την Ινδική μυθολογία και θρησκεία. Δεν καταλάβαινα τη γλώσσα αλλά έβλεπα τους παράξενους θεούς και θεές ή μυθικά πρόσωπα  σε εικόνες που μάλλον αναπαριστούσαν και αφηγούνταν τα του ιερού βίου τους. Σκέφτηκα ότι αυτό είναι αδιανόητο για την δική μας τηλεόραση, βέβαια, το να έχουν σήριαλ που αφορούν την τόσο πλούσια αρχαία ελληνική μυθολογία και θρησκεία. Λογικό ως ένα βαθμό, αφού στην Ινδία έχουν ακόμα αυτή τη θρησκεία ενώ εμείς ασπαστήκαμε πριν δύο χιλιετίες τον Χριστιανισμό του οποίου διαχρονικά  οι  Εκκλησιαστικές  ηγεσίες όσο βεβαίως και οι  χριστιανικές κοσμικές εξουσίες έκτοτε, φρόντισαν να καταστρέψουν και να απαλείψουν, απαξιωτικά και «αμαρτωλά»,  με κάθε, βίαιο ή προσηλυτιστικό  τρόπο  την αρχαία ή όποια άλλη τοπική θρησκεία στην εγγύς Ανατολή, την Ευρώπη,  τη Δύση γενικότερα  και στις αποικιοκρατικές  περιοχές, ό,που γης. Όταν το σχολίασα, ο Σάββας μου είπε ότι κάποιοι στην Ινδία είναι αντίθετοι με την προβολή τέτοιων θρησκευτικών ιστοριών, και δη καθημερινά, γιατί προωθούν  την προσήλωση στη θρησκεία των απλών, φτωχών, πεινασμένων ανθρώπων και την αταραξία, τη μη αντίσταση για τις κάστες και τις δραματικές κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες  κ.λπ. Ομολόγησα ότι εγώ, γοητευμένη από τις  υπέροχες θεϊκές φιγούρες  και τις αφηγηματικές, όπως υπέθετα, αναπαραστάσεις  δεν τα είχα σκεφτεί έτσι τα πράγματα και πόσο δίκιο είχαν ως προς το ρόλο των θρησκειών εν γένει, αυτοί οι αντιδρώντες.


Ταξιδεύοντας από Βομβάη προς  Goa ανήμερα Χριστούγεννα, 25/12/1997.

 Ανήμερα Χριστούγεννα, ημέρα αναχώρησης για τη Goa,  ξυπνήσαμε  στις 7 π.μ. εγώ αγχωμένη για το επικείμενο ταξίδι και τι θα έβλεπαν τα μάτια μου εκεί, ο Σάββας φουριόζος να τακτοποιήσει τα πάντα.

Στη ρεσεψιόν της πανσιόν ήπιαμε καφέ, είπαμε τα «Χρόνια πολλά» /merry christmas με τον ξενοδόχο και τα δύο συμπαθητικά παιδιά που ήταν συνεχώς στην εξώπορτα κουβάλησαν ως το ταξί που μας περίμενε ήδη στο δρόμο τις βαλίτσες που εν τω μεταξύ είχα εγώ αποκτήσει με τα ψώνια… Ο Σάββας τα χαρτζιλίκωσε και εκείνα έκαναν  τη χαρακτηριστική κίνηση ευχαριστίας και συνάμα υποταγής, φέρνοντας το ένα χέρι προς το μέτωπο με την παλάμη όρθια και το άλλο εμπρός χαμηλά, προς τη μέση τους, σκύβοντας συγχρόνως. Αφήσαμε πίσω μας την άνετη, πρώην αγγλική συνοικία Colaba πολλά από τα όμορφα σπίτια της οποίας εκτός από πανσιόν  έχουν αρχίσει να συντηρούν εύποροι  Ινδοί για κατοικία.

Πήραμε το δρόμο προς το λιμάνι, στον οποίο είχαμε δίπλα μας τα ατελείωτα, ογκώδη κτίρια των τελωνείων και των ναυτικών-πολεμικών εγκαταστάσεων και φτάσαμε στους χώρους αναχώρησης και έκδοσης εισιτηρίων των πλοίων catamaran με ένα εκ των οποίων θα ταξιδεύαμε παραλιακά στην Goa και είχε ήδη κλείσει θέσεις και βγάλει εισιτήρια ο Σάββας στα γραφεία τους στο κέντρο της Βομβάης.  Κατά βάση ήθελε να ταξιδέψουμε με αεροπλάνο των εσωτερικών αερογραμμών γιατί ήταν μεγάλο σχετικά το ταξίδι, όπως έλεγε, και κάθε άλλο μέσον που είχε δοκιμάσει συνεπαγόταν ταλαιπωρία αλλά δεν είχε βρει εισιτήρια, ήταν όλες οι θέσεις κλεισμένες από καιρό, λόγω Χριστουγέννων και κυρίως Πρωτοχρονιάς, που ήταν διακοπές και για τους Ινδούς. .

Ήταν σχετικά νωρίς, 8.30π.μ., όταν φτάσαμε, καθώς το πλοίο θα έφευγε στις 10π.μ. και εκεί περίμεναν ήδη μόνο 2-3 οικογένειες καλοβαλμένων, εύπορων, όπως συμπέρανα, Ινδών με τα παιδιά τους, προφανώς για εορταστικές, πρωτοχρονιάτικες βέβαια κυρίως, διακοπές στη Goa. Οι γυναίκες δεν φορούσαν σάρι αλλά την πιο σύγχρονη κάπως (εκτός κι αν αφορά κάποια ιδιαίτερη κοινωνική ή θρησκευτική ομάδα) φορεσιά, το «παντζάμπι», από πολύχρωμα, απλά ή πολύτιμα  υφάσματα, με φαρδύ παντελόνι, μακριά σχετικά πουκαμίσα με σχισίματα στα πλάγια από πάνω και μια μακριά εσάρπα από το ίδιο ύφασμα διακοσμημένη με πιο έντονα σχέδια  ή με κεντήματα  στα δύο άκρα της, που την φορούν συνήθως να κρέμεται μπρος και πίσω πάνω από τον ένα ώμο τους ή πίσω από τον λαιμό τους (είχα ψωνίσει και εγώ τέτοια). Αυτά πάντως που φορούσαν οι συνταξιδιώτισσες μας ήταν πανέμορφα και πολύτιμα, από μεταξωτό ύφασμα, χρυσοκεντημένα με λουλούδια ενώ ήταν φορτωμένες με χρυσαφικά, κυρίως πολλές σειρές βραχιόλια στα χέρια τους. Τα παιδιά τους περιποιημένα, καλοντυμένα επίσης, τα κορίτσια με φορέματα πλισέ με   δαντελένιους γιακάδες. Σκεφτόμουν με λύπη μου παρατηρώντας τα,  ότι μπορεί  ίσως σε κάποια χρόνια να έχει εξαφανιστεί το υπέροχο, αρχαίο σάρι, όταν αυτά τα κοριτσάκια θα είναι μεγάλες γυναίκες…

«Πάμε να τσεκάρουμε τις θέσεις», μου λέει ο Σάββας που θέλει να τα έχει όλα τακτοποιημένα έγκαιρα. «Άσε, θα πάω εγώ», του λέω, «μείνε εσύ με τα πράγματα». Πήγα στο γκισέ όπου είχε σχηματιστεί ήδη μια μικρή ουρά. Όταν έφτανε σχεδόν η σειρά μου, είδα δύο που ήταν πριν από μένα να φεύγουν νευριασμένοι και σαν απογοητευμένοι αλλά δεν είχα παρακολουθήσει τι είχαν πει με τον υπάλληλο και φαντάστηκα ότι θα ήλθαν τελευταία στιγμή για εισιτήρια και δεν βρήκαν. Όταν έφτασα στο γκισέ, «να μας τσεκάρετε τις θέσεις που έχουμε κρατήσει», είπα αγγλιστί στον υπάλληλο, δίνοντά του τα εισιτήρια. «Η αναχώρηση δυστυχώς ακυρώθηκε», μου λέει ο υπάλληλος, «γιατί το πλοίο έπαθε βλάβη και θέλει μέρες για να επιδιορθωθεί, θα φύγετε σε λίγο με πούλμαν που έχει βάλει η Εταιρεία» . Δεν πίστευα στα αυτιά μου και σκέφτηκα πως δεν θα κατάλαβα καλά τι μου είπε, οπότε τον ρώτησα αν εννοούσε ότι το catamaran δεν θα φύγει για την Goa. “Δυστυχώς όχι, mam, όπως σας είπα, δεν θα φύγει» μου είπε ζεματισμένος και αυτός από τις διαμαρτυρίες των χριστουγεννιάτικων ταξιδιωτών.

«Τι σου λέει;» ακούω πίσω μου να με ρωτάει ανήσυχος ο  Σάββας, ο οποίος είχε καταφθάσει στο γκισέ εντωμεταξύ. Του εξήγησα τι τρέχει και ότι έχουν βάλει πούλμαν να μας πάνε στη Goa.  «Τους πούστηδες! Επίτηδες το κάνουνε», λέει έξαλλος, «θα δεις που δεν είναι χαλασμένο και πάνε να μας φάνε τα λεφτά!» «Μα έβαλαν πούλμαν», του λέω, κάτσε να ρωτήσω αν είναι ίδια η τιμή εισιτηρίου με το πούλμαν και πώς θα γίνει αν υπάρχει διαφορά. Ο υπάλληλος μου είπε ότι υπάρχει διαφορά αλλά δεν γνώριζε πώς θα την πληρωθούμε. Το είπα στον Σάββα και αυτός άρχισε πάλι να φωνάζει. «Τους πούστηδες, τους κερατάδες, ακούς με λεωφορείο! Ξέρεις τι ταλαιπωρία είναι αυτή; Θα ταξιδεύουμε δύο ημέρες στριμωγμένοι σαν σαρδέλες και να δούμε και αν και πότε θα το βάλουνε το πούλμαν!». «Κάτσε εσύ εδώ με τα πράγματα», συνέχισε, «να πάω εγώ που τους ξέρω να δω τι γίνεται» και έφυγε.

Εν τω μεταξύ ο χώρος εκεί μπροστά από τα γκισέ είχε γεμίσει από υποψήφιους ταξιδιώτες οι οποίοι είχαν πληροφορηθεί τα άσχημα νέα και γινόταν μια αναστάτωση, όχι όση θα γινόταν αν συνέβαινε αυτό στην Ελλάδα, σκέφτηκα, κρίνοντας και από την τόσο καχύποπτη και έντονη αντίδραση του Σάββα. Δίπλα μου ήταν ένα ζευγάρι αγγλόφωνων, μάλλον Εγγλέζων, υπέθεσα. Ο άνδρας, μεσόκοπος, είχε ανοίξει έναν χάρτη και τον μελετούσε ατάραχος, σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Η συνοδός του, μια λεπτοκαμωμένη, κομψά ντυμένη κυρία, με ασπρόμαυρο με λεπτά καρό  παντελόνι και λευκή, κεντημένη μπλούζα, χρυσά σκουλαρίκια και βραχιόλια, πολύ μελαχρινή και με κατάμαυρα μαλλιά, με έκανε να σκεφτώ ότι θα ήταν Ινδή παντρεμένη με Εγγλέζο.  Εκείνη έδειχνε πιο ανήσυχη από τον άνδρα καθώς τακτοποιούσε δύο τεράστιες, κομψές επώνυμες βαλίτσες και τσάντες με προσεκτικές, μικρές κινήσεις. Τελικά άνοιξε την μια βαλίτσα και έβγαλε από μέσα κάτι ρούχα και απομακρύνθηκε κρατώντας τα. Υπέθεσα ότι θα πήγαινε να αλλάξει τα κομψά της ρούχα που φορούσε για το θαλασσινό ταξίδι με το άνετο catamaran και να βάλει πιο πρόχειρα για το ταξίδι διά ξηράς με το πούλμαν. Ο σύζυγος εξακολουθούσε να διαβάζει αμέτοχος και ατάραχος το χάρτη.Οι υποφήφιοι επιβάτες όλο και πλήθαιναν και η φασαρία μεγάλωνε.

Κάποια ώρα  εμφανίστηκε ο Σάββας, πιο νευριασμένος από ό,τι είχε φύγει, βρίζοντας και λέγοντας ότι δεν υπάρχει περίπτωση να πάει αυτός στη Goa με λεωφορείο. Βλέποντας τον τόσο οργισμένο του λέω, «να σου πω μια ιδέα;». «Ρίχ’ την!» μου λέει ο Σάββας, «εσένα κόβει το μυαλό σου». «Σκέφτηκα», του λέω, «να ζητήσεις πίσω όλα τα χρήματα των εισιτηρίων του catamaran, που από ότι είδα είναι πολλά και με αυτά, ίσως και λίγα ακόμα, αφού εσύ δεν έχεις οικονομικό πρόβλημα, να νοικιάσουμε ταξί, φτηνά είναι εδώ, να μας πάει στη Goa». «Λες;» είπε ο Σάββας σκεφτικός, «δεν είναι άσχημη ιδέα, τους πούστηδες!» και έφυγε πάλι. Εγώ κατά βάθος χαιρόμουν που είχε ματαιωθεί το θαλάσσιο ταξίδι γιατί προτιμούσα το ταξίδι διά ξηράς, για να δω λίγο Ινδία της υπαίθρου, οπότε δεν ήταν και τόσο ανυστερόβουλη η πρότασή μου.

Πέρασε αρκετή ώρα καθώς εγώ χάζευα τις αντιδράσεις των Ιωδών υποψήφιων ταξιδιωτών που έφταναν άνετοι και χαρούμενοι και μετά μάθαιναν τα άσχημα νέα. Μπορώ όμως να πω ότι εκτός από λίγες εξαιρέσεις, οι αντιδράσεις τους ήταν από ήπιες έως και ήρεμες, πολύ υπομονετικοί άνθρωποι. Ο Σάββας επέστρεψε μαζί με έναν παχουλό, γελαστό Ινδό.  «Αποφάσισα να φύγουμε με ταξί», μου είπε, «θα κοιτάξω μη βρω και κα’να δυο άλλους να ‘ρθουν μαζί και φύγαμε!».

                 Έφυγε πάλι, ενώ αναρωτιόμουν πώς θα κατάφερνε να συνεννοηθεί, αφήνοντάς με τον Ινδό που υπέθεσα ότι θα ήταν συνταξιδιώτης μας,. Αυτός κάτι μου έλεγε σε Ινδο-Αγγλικά που δυσκολευόμουν να καταλάβω. Με μεγάλη  προσπάθεια, βάζοντας και φαντασία καταλάβαινα ότι μου μιλούσε για το ταξίδι. Αρκετή ώρα μετά ξαναφάνηκε ο Σάββας, με αέρα νικητή. «Τους τα πήρα, τους πούστηδες!», μου λέει. «Τι σου επέστρεψαν όλα τα χρήματα από τα εισιτήρια;» τον ρώτησα. «Όχι, που δεν θα μου τα δίνανε, μου λέγανε ότι δεν γίνεται , αποκλείεται και κάτι τέτοια συχωρεμένα, μέχρι που αγρίεψα κι εγώ και τους είπα ότι είμαι δημοσιογράφος και θα τα γράψω όλα στην εφημερίδα μουκαι μου τα δώσανε αλλά μου είπανε να μην το πω σε κανέναν άλλο, γιατί θα γίνει χαμός». Ελλάς το μεγαλείο σου, σκέφτηκα εγώ, απορώντας ακόμα πώς κατάφερε να συνεννοηθεί για όλα αυτά ! «Φεύγουμε, μόνοι μας, με ταξί» συνέχισε αποφασιστικά «τι να μπλέκουμε τώρα με δαύτους, να τους έχουμε στη μάπα σε όλο το ταξίδι, είναι πολλές οι ώρες και δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί, πάμε, φύγαμε!». «Και αυτός εδώ ο Ινδός τι είναι; « τον ρώτησα απορώντας για την επιφυλακτικότητά του απέναντι στους Ινδούς μετά από τόσα χρόνια που ερχόταν και έμενε εδώ για μήνες, ενώ εγώ ήθελα να συνταξιδέψουμε με Ινδούς, κάτι θα λέγαμε στο δρόμο, κάτι θα μαθαίναμε... «Αυτός είναι ο ταξιτζής», μου λέει.  Μια χαρά είχα καταλάβει εγώ τι μου έλεγε ο άνθρωπος! Πάντως φαινόταν ανοιχτόκαρδος και γελαστός, θα είχαμε καλή παρέα, σκέφτηκα.

 

Βομβάη-Γκόα

25/12/ 1997

 

Μπήκαμε στο ταξί και φύγαμε μέσα από δρόμους στις παρυφές της Βομβάης που ήταν γεμάτοι από πρόχειρα παραπήγματα των άστεγων, περιοδικών κατοίκων της.

Ινδία. Τουριστικός χάρτης της Γκόα στα δυτικά παράλια της χώρας , νότια της Βομβάης.. Στο βόρειο τμήμα του, τοποθεσίες και οικισμοί  που αναφέρονται στην εδώ αφήγηση

Κάθ’ οδόν κατάλαβα ότι δεν απομακρυνόμασταν από την πόλη αλλά ότι επιστρέφαμε προς το κέντρο, προς την Colaba. Πληροφορηθήκαμε ότι μας πήγαινε στην έδρα των ταξί για να αλλάξουμε αυτό το ταξί με ένα άλλο, μεγαλύτερο, πιο κατάλληλο για τόσο μακρύ ταξίδι. Όντως, φτάσαμε έξω από το ξενοδοχείο Ταζ Μαχαλ όπου ένας ψηλός, και λεπτός, σκούρος, σχεδόν μαύρος άνδρας με λευκό σαρίκι και λευκά ρούχα μπήκε μέσα στο ταξί και κάτι έλεγαν με τον οδηγό, στα Ινδικά. Ξεκίνησε το ταξί, κάναμε ένα μεγάλο γύρο, σταμάτησαν κάπου και κάτι είπαν με κ΄’ατι άλλους και ξαναεπέστρεψαν στο Ταζ Μαχάλ! «Τους πούστηδες, βόλτες μας κάνουνε», είπε θυμωμένος ο Σάββας και τους ρωτούσε με νοήματα τι συμβαίνει. Αυτοί μας έδειξαν ένα λευκό ημιφορτηγάκι βαν με τζάμια στα παράθυρα που ήταν σταθμευμένο εκεί, λέγοντας ότι με αυτό θα ταξιδεύαμε. «Είναι γερό;» είπε ο Σάββας, «αν χαλάσει στο δρόμο δεν πληρώνω μία, θα πάρω άλλο ταξί και θα συνεχίσω». Αυτοί με ινδο-αγγλικά, μας είπαν ότι το αυτοκίνητο είναι πολύ καλό  και συμφώνησαν με όσα είπε ο Σάββας. Είχαν μαζευτεί καμιά δεκαριά  γύρω μας και συμφωνήθηκε να δώσουμε 200 δολάρια (περίπου 45.000 δραχμές τότε) για 700 χιλιόμετρα διαδρομής και τα ήθελαν να πληρωθούν εκεί, μπροστά. Ο Σάββας δεν τα έδινε μπροστά, έγινε ένας ψιλο-καβγάς. Τους έδειξε τα 200 δολάρια, ότι τα είχε  αλλά ότι θα τα έδινε στο τέλος, αφού φτάναμε στο Panjm, την πρωτεύουσα της Goa. Τελικά συμφώνησαν, με τον όρο να πληρώνει ο Σάββας τη βενζίνη κάθ΄οδόν και να τα αφαιρέσει στο τέλος από τα 200 δολάρια που συμφώνησαν.

Μετά μας είπαν ότι θα αλλάζαμε και σοφέρ και μας έδωσαν ένα σοβαρό,  λεπτοκαμωμένο νεαρό. «Ξέρει αυτός το δρόμο να μας πάει στη Goa;», ρώτησε ο Σάββας αμφιβάλλοντας και βρίζοντας ότι κάνουν ό,τι θέλουν και ότι ο νεαρός δεν θα ήξερε να μας πάει. Αυτοί επέμεναν ότι ο νεαρός ξέρει και ξεκινήσαμε με τον Σάββα να βρίζει ακόμα.   Ωχ, ωραία ιδέα είχα, σκεφτόμουν εγώ και του το είπα αλλά μου είπε ότι ήταν πολύ καλή ιδέα, δεν υπήρχε περίπτωση να ταξιδέψουμε δύο ημέρες  στριμωγμένοι στο πούλμαν,  αλλά ότι αυτοί  έκαναν ό,τι ήθελαν.

Το αυτοκίνητο ήταν μεγάλο, πολύ ευρύχωρο για δύο άτομα, με τρεις σειρές καθισμάτων, οι δύο πίσω από αυτήν του οδηγού αντικριστές, οπότε μπορούσαμε να απλωθούμε, ή και να ξαπλώσουμε, αν θέλαμε.

 

Ινδία, 25.12. 1997. Μέσα από το αυτοκίνητο, ταξιδεύοντας προς τη Γκόα. 

Διασχίσαμε πάλι τη Βομβάη με κατεύθυνση νότια, μέσα σε απίστευτο κυκλοφοριακό κομφούζιο, όπως συνήθως, χωρίς διαχωριστικό στις λωρίδες κυκλοφορίας και με τα φορτηγά να έχουν πίσω την επιγραφή «please horn»!.  Το γεγονός ότι ήταν ανήμερα Χριστούγεννα, πέρα από φωτάκια και χάρτινα φωτεινά αστέρια  σε κάποια σπίτια, δεν φαινόταν να επηρεάζει τη συνήθη  καθημερινότητα. Ο Σάββας εξακολουθούσε να είναι νευριασμένος και να αγριοκοιτάζει τον καημένο τον νεαρό οδηγό. Μετά από δύο ώρες διαδρομή βγήκαμε από την πόλη και τα νότια προάστια με τις γνωστές, πυκνές παράγκες των άστεγων.

Μπροστά μας απλωνόταν απέραντη πεδιάδα με πολλά δέντρα και ορυζώνες. Εδώ κι εκεί πρόβαλαν πελώρια βιομηχανικά συγκροτήματα, υπέθετα, και διυλιστήρια. Ο δρόμος άσφαλτος,  στενός, με δύο  υποτιθέμενες λωρίδες κυκλοφορίας καθώς δεν υπήρχε διαχωριστική γραμμή σήμανσης και με πολλή κίνηση. Κάθε τόσο αγελάδες διέσχιζαν αμέριμνες το δρόμο σταματώντας τα αυτοκίνητα, ενώ βοϊδάμαξες κυκλοφορούσαν στο οδόστρωμα μεταφέροντας ανθρώπους και διάφορα προϊόντα. Κάτι παμπάλαια, μισοσκουριασμένα λεωφορεία περνούσαν συνεχώς δίπλα μας κατάφορτα επιβάτες όσο και πολλά ταξί σαν το δικό μας ή τύπου τζιπ, γεμάτα κόσμο.  Τα περισσότερα όμως από τα οχήματα ήταν εκείνα τα κίτρινα τρίκυκλα ανοιχτά «ταξί» , τα «ρίκσο» με τη μαύρη κουκούλα, χαρακτηριστικά στην Ινδία που πλημμυρίζουν τους δρόμους σαν σμάρια από σφήκες. Είχα παρατηρήσει ότι στο κέντρο της Βομβάης δεν είχα δει ούτε ένα και τα ξανασυναντούσα στα προάστια. Θα υπάρχουν κάποιοι σχετικοί κυκλοφοριακοί περιορισμοί, για κάποιο λόγο, σκέφτηκα και το επιβεβαίωσα μετά διαβάζοντας τον λεπτομερή τουριστικό Οδηγό που είχα μαζί μου. Ο νεαρός οδηγός μας, σοβαρός και αμίλητος, οδηγούσε το μεγάλο αυτοκίνητο πολύ επιδέξια  μέσα σε αυτές τις προβληματικές συνθήκες οδικής κυκλοφορίας και μάλιστα κάνοντας συνεχή προσπεράσματα, που εγώ απέδιδα σε θαύμα το ότι δεν προκαλούσαν συγκρούσεις! [Σημειώνω εδώ εκ των υστέρων ότι μου είχε φανεί περίεργο επίσης πώς ως το τέλος της εξ 700 χλμ. διαδρομής Βομβάη- Παντζίμ στην Γκόα δεν  συνέβη σε εμάς αλλά δεν συναντήσαμε να συμβαίνει και κανένα άλλο ατύχημα ή τρακάρισμα, δεδομένης της στενότητας του δρόμου και της έλλειψης οδικών σημάνσεων για στροφές, ανωμαλίες δρόμων κ.λπ και σκεφτόμουν ότι ίσως όσο περισσότερο αυτενεργούν οι οδηγοί, τόσο πιο προσεκτικοί γίνονται].


Ινδία. 25.12.1997. σπίτια κάποιου οικισμού  κάθ' οδόν από τη Βομβάη προς τη Γκόα. 


Ινδία. 25.12.1997. Μικρός ινδουιστικός ναός κάθ' οδόν από τη Βομβάη προς τη Γκόα. 

Στις πλαγιές χαμηλών λόφων λίγο πιο ’κεί από τον δρόμο έβλεπα μικρά χωριά πνιγμένα στο πράσινο με γκρίζα σπίτια που είχαν τετράρριχτες στέγες  με «γαλλικού» τύπου κεραμίδια. Ούτε ένα χωριό δεν ήταν χτισμένο ακριβώς  πάνω σε αυτόν τον κεντρικό, «εθνικό» δρόμο όπου κινούμασταν ώστε να διασχίζεται από αυτόν, όπως κατά κανόνα συμβαίνει σε δικά μας χωριά. Στις άκρες του πολυσύχναστου δρόμου όμως περπατούσαν γυναίκες με πολύχρωμα  σάρι, κουβαλώντας πάνω στο κεφάλι τους δοχεία με νερό, καλάθια, μπόγους  κ.ά., καθώς και δεσμίδες από κλαδιά δέντρων που φαίνεται είχαν κόψει από κοντινό δάσος, θυμίζοντάς μου τις δικές μας Λευκαδίτισσες και τις Ηπειρώτισσες. Αυτές, στητές και λυγερές, ευκίνητες, περπατούσαν με χάρη με μια χαρακτηριστική κίνηση της λεκάνης τους και των ποδιών τους για να κρατούν ισορροπία. Με τα λαμπρά με έντονα χρώματα σάρι τους  που φωτίζουν το σκούρο δέρμα τους, τα κατάμαυρα μαλλιά τους μαζεμένα στον αυχένα, τα μεγάλα λαμπερά σκούρα μάτια τους, ήταν χάρμα οφθαλμών παρά την κούραση που κουβαλούσαν μαζί με τα αντικείμενα στα κεφάλια τους… Στα ριζοχώραφα,  πλημμυρισμένα με νερό, που προσπερνούσαμε, άλλοι όργωναν με ξυλάλετρα και βόδια , ο άνδρας να οδηγεί το αλέτρι και η γυναίκα πίσω να βοηθάει (σκηνές που μου έφερναν στο νου ταινίες της «Ναργκίς»), άλλοι πόστιαζαν θημωνιές με θερισμένο ρύζι, άλλοι έσπερναν, άλλοι κανόνιζαν τη ροή των νερών, όλα αυτά ταυτόχρονα. Και παντού οι κάπως ισχνές αγελάδες με το χαρακτηριστικό εξόγκωμα πάνω στον αυχένα τους να βόσκουν κινούμενες αργά και ελεύθερα στο χώρο. Προσπαθούσα, γοητευμένη, να φωτογραφίζω αλλά η ταχύτητα του αυτοκινήτου και οι συνεχείς ελιγμοί που έκανε άλλαζαν αστραπιαία τη σκόπευση και τα καδραρίσματά μου (δεν είμαι και καταπληκτική φωτογράφος άλλωστε  να ρυθμίζω χειροκίνητα τη μηχανή) και δεν μου άφηναν περιθώρια να βγάλω καλές φωτογραφίες και σκεφτόμουν ότι θα είναι όλες «κουνημένες» όταν τις «εμφανίσω»  στην Ελλάδα.  Όμως ήμουν χαρούμενη, παρά τα όσα προηγήθηκαν, που ταξιδεύαμε οδικώς και μπορούσα να βλέπω όλα αυτά, χαλάλι  τα χρήματα!

Κατά διαστήματα συναντούσαμε στις άκρες του δρόμου  και βενζινάδικα για τροφοδοσία του αυτοκινήτου τα οποία ήταν δύσκολο να εντοπίσεις γιατί δεν είχαν τις τεράστιες εγκαταστάσεις,  τα στέγαστρα, τις μεγάλες επιγραφές, κλπ.  μεγάλων εταιρειών που έχουν  τα δικά μας πρατήρια. Ο Σάββας μου εξήγησε ότι στην Ινδία είναι αυτάρκεις, έχουν δικό τους πετρέλαιο και γι’ αυτό δεν έβλεπα τις γνωστές εταιρείες.


Ινδία. 25.12.1997. Μικρό μαγαζί-περίπτερο κάθ' οδόν από τη Βομβάη προς τη Γκόα. 

 Συναντούσαμε επίσης και μικρά εστιατόρια στη διαδρομή σε υποτυπώδεις εγκαταστάσεις. Σε ένα από αυτά σταματήσαμε να φάμε και για τις σωματικές ανάγκες μας. Οι τουαλέτες «τούρκικου» στυλ, χωρίς λεκάνη αλλά καθαρές. Καθίσαμε μαζί με τον οδηγό μας να φάμε, είχε περάσει το μεσημέρι και ήμασταν από τις επτά το πρωί στο πόδι, νηστικοί σχεδόν. Ο οδηγός ήταν πολύ διστακτικός και σχεδόν αμίλητος κατά τη διάρκεια του φαγητού. Ο Σάββας κι εγώ πήραμε κοτόπουλο ψητό με σάλτσα «μεσάλα» (κάρυ) και ο οδηγός  μόνο ρύζι και μεσάλα με αρακά και καρότα.

‘Όταν ξεκινήσαμε πάλι ήταν τρεις και μισή η ώρα (ο Σάββας με ενημέρωσε ότι βρισκόμασταν μόλις στην αρχή του ταξιδιού ακόμα) και το τοπίο άλλαξε.  Ο Σάββας λαγοκοιμόταν. Τους ορυζώνες και τα χωράφια ακολούθησε πυκνό, σκοτεινό  δάσος και από τις δύο πλευρές του δρόμου. Και στις δύο πλευρές του, αντί άλλου σήματος ή κάποιου κιγκλιδώματος , είχαν βάψει με λευκή μπογιά   από μια  ισοϋψή ταινία  πάνω στους κορμούς των δένδρων έτσι που να σχηματίζονται ένθεν και ένθεν δύο μακρές, συνεχόμενες  λευκές γραμμές. Άλλου είδους οδική σήμανση δεν υπήρχε και υπέθεσα ότι μάλλον η λευκή «γραμμή» θα σηματοδοτούσε το δρόμο σε σχέση με το δάσος τις νύχτες.

Μετά από πολλά-πολλά χιλιόμετρα,  το έδαφος άρχισε να γίνεται ανηφορικό, σαν ορεινό  και με πολλές στροφές ενώ το δάσος  συνεχιζόταν και αναγκαστικά πηγαίναμε πιο αργά, ενώ η κίνηση στο δρόμο ήταν πολύ αραιή. Εντωμεταξύ είχαμε πιάσει κουβέντα με τον Σάββα. Μου αφηγούνταν ιστορίες από την επεισοδιακή, ανταρσιακή εφηβεία και νεότητά του στο χωριό, το Νιοχώρι, χωριό και των γονέων μου.  Γνώριζα ότι ο αιώνιος εργένης, από άποψη, θείος Σάββας ήταν ένα είδος μύθου στο χωριό με τον ζωηρό, ανυπότακτο χαρακτήρα , τους έρωτες, τα γλέντια στα μπουζούκια, τα ταξίδια του  ιδιαίτερα στην εξωτική Ινδία,  τις ριψοκίνδυνες, πότε κερδοφόρες και άλλοτε με χασούρα, επιχειρήσεις του, την οικοτεχνία τουρσιών στο χωριό και το μαγαζί στη στοά Αθανάτων στη Δημοτική Βαρβάκειο Αγορά των Αθηνών από το 1959, που του παρείχαν την οικονομική άνεση ενώ ήταν και ανοιχτοχέρης, βοηθώντας συγχωριανούς και άλλους  που είχαν ανάγκη. Καθώς ήταν  πάντα λιγομίλητος σχετικά με την ιδιωτική ζωή του σε μας και αποστασιοποιημένος από την οικογένεια, δεν γνώριζα λεπτομέρειες για τον μποέμικο βίο του και οι αφηγήσεις του μέσα στη σιωπή του δάσους που διασχίζαμε σχεδόν μόνοι στο δρόμο πλέον, τόσο μακριά από την Ελλάδα, ήταν αποκάλυψη για μένα, ιδιαίτερα οι στενές φιλικές σχέσεις του με γνωστούς καλλιτέχνες της λαϊκής μουσικής και ηθοποιούς του κινηματογράφου και του θεάτρου.  Δεν ήταν τυχαίος ο βίος του λοιπόν, δεδομένης και της αδυναμίας που του είχε η γιαγιά μου, μητριά του πατέρα μου...  

Ο Σάββας όταν με έβλεπε τα καλοκαίρια τα τελευταία χρόνια στο χωριό, έχοντας προσωπική άποψη περί της γυναικείας σιλουέτας με βάση τις καλλιτέχνιδες που συναναστρεφόταν ερωτικά ή φιλικά, μου έλεγε ότι στενοχωριόταν να με βλέπει να έχω πάρει αρκετά κιλά, ενώ είχα πρόσωπο ωσάν «μαντόνα», όπως έλεγε,  και  με προέτρεπε να προσπαθώ να χάσω κιλά -σε ώτα μη ακούουσας, και μη συμμορφούμενης βεβαίως, εμού. Έφερε λοιπόν μεταξύ των άλλων και σε αυτό το ζήτημα την κουβέντα μας. Έλεγε σοβαρά  ότι καταλάβαινε και συμμεριζόταν το ότι οι περιστάσεις του βίου μου (διαζύγιο, μονογονεϊκή οικογένεια μετά με δύο έφηβες κόρες κλπ)  δεν μου επέτρεπαν να προσέχω τόσο πολύ τη σιλουέτα μου αλλά ότι ήταν ευκαιρία τώρα εδώ στην Ινδία που κάνει ζέστη να χάσω τα λίγα παραπάνω κιλά  τρώγοντας ψητό ψάρι, λαχανικά, πίνοντας τους υπέροχους χυμούς και κάνοντας μασάζ να  χάσω λίγα κιλά και να γίνω «και γαμώ τις γκόμενες» (κατά λέξη)!  Εγώ του είπα γελώντας ότι  έχω άλλη άποψη για τις «γκόμενες» και ότι συμφωνώ ως προς το μασάζ, αλλά ότι δεν ήρθα τόσο δρόμο στην Ινδία για να τρώω ψάρι και όχι την  ινδική κουζίνα, όσο καυτερή και τυχόν βαριά κι αν ήταν! 

Αν και γνώριζα κάποια πράγματα, τον ρωτούσα τη δική του εμπειρία για τις συνθήκες που θα βρίσκαμε στη Goa, τον τρόπο ζωής εκεί κ.λπ. και γιατί δεν προτιμούσε τη βόρεια Ινδία  που εγώ την φανταζόμουν ως κατεξοχήν «Ινδική». Τα όσα μου είπε, για τη ζέστη, τον απίστευτα μεγάλο αριθμό τουριστών διεθνώς και κυρίως τους κατακόκκινους από τον ήλιο τουρίστες από τη βόρεια Ευρώπη,   τις απέραντες παραλίες, τη νυχτερινή ζωή, τα πάρτι, τα παζάρια, τα ναρκωτικά, δεν μου άρεσαν και επιβεβαίωσαν την προτίμησή μου για τη βόρεια Ινδία. Ο Σάββας μου είπε ότι ταξίδευε κυρίως με τρένα όταν πήγαινε τόσα χρόνια στην Ινδία σε όλη τη χώρα, μέχρι και το Θιβέτ και ότι παντού υπήρχαν τουρισμός και προβλήματα και ότι αυτός προτιμούσε τη Goa για να έχει καλοκαίρι, να ξεκουράζεται με φίλους  και κυρίως για να διασκεδάζει πιο ελεύθερα εκεί μια που ήταν πρώην πορτογαλική αποικία, παλιότερα πιο πολύ  γιατί τελευταία τα χρόνια του  δεν του επέτρεπαν τις παλιότερες κραιπάλες.  Δικαίωμά του, βέβαια σκέφτηκα, όσο για μένα «κάποιου του χαρίζανε ένα γάιδαρο και τον κοίταζε στα δόντια»! Εξάλλου κάθε τόπος και πολιτισμός  έχει ενδιαφέρον, ανάλογα με την οπτική και τον τρόπο  που τον προσεγγίζει κανείς... Οι ώρες περνούσαν και ο δρόμος έδειχνε ατελείωτος. Σε ένα διάλειμμα της ερημιάς  του δάσους  συναντήσαμε κάτι  ανθρώπους και ο οδηγός ρώτησε κάποιον αν κοντεύαμε να φτάσουμε στην Γκόα. Αυτός αφού σκέφτηκε λίγο, του απάντησε ότι υπολογίζει ότι έχουμε άλλες οκτώ ώρες τουλάχιστον δρόμο!... «Κατάλαβες τώρα γιατί ήθελα εγώ να πάμε με αεροπλάνο και δεν ήθελα και το πούλμαν;» μου είπε ο Σάββας και άρχισε να βρίζει πάλι  την εταιρεία των καταμαράν. 

Είχε νυχτώσει πλέον και το πυκνό δάσος συνεχιζόταν, από ανθρώπους ψυχή, ενώ δεν έβλεπα πλέον έξω τίποτα εκτός από τα κοντινά μας δέντρα. Πηγαίναμε… πηγαίναμε… Δρόμο παίρναμε-δρόμ’ αφήναμε… που λένε και τα παραμύθια. Καμιά φορά, θα ΄ταν 9.30-10 μμ. η ώρα, συναντήσαμε ένα μικρό χωριό. Ο οδηγός σταμάτησε και πήγε να βρει τηλέφωνο να πάρει τα αφεντικά του στη Βομβάη, όπως μας είπε, να τους ενημερώσει για το ταξίδι. Κατεβήκαμε και εγώ με τον  Σάββα για τουαλέτα. Το χωριό φαινόταν φτωχικό και μίζερο μέσα στη νύχτα, το καφενείο όπου    ευτυχώς υπήρχε τηλέφωνο ήταν άθλιο, βρώμικο, ωστόσο ήταν στολισμένο με Χριστουγεννιάτικα φωτάκια και μεγάλο, χάρτινο αστέρι. Ρωτήσαμε ξανά εκεί πόσο απείχαμε  από τη Γκόα και αυτοί είπαν ότι σχεδόν ήμασταν στα σύνορα, καμιά 90ριά χιλιόμετρα ακόμα  ενώ κάτι εξηγούσαν στον οδηγό σχετικά με τον δρόμο που θα ακολουθούσαμε που εμείς δεν καταλαβαίναμε.  Ξαναμπήκαμε στο ταξί και ξεκινήσαμε παίρνοντας ένα δρόμο που μου φάνηκε σαν παράδρομος αυτού του κεντρικού που ακολουθούσαμε ως τώρα αλλά δεν είπα τίποτα, υπέθετα ότι θα είχαν δώσει σχετικές οδηγίες οι ντόπιοι στον οδηγό μας.  Σε λίγο βρήκαμε μπροστά μας το δρόμο να κόβεται από μια μπάρα, στα αυτές που μπαίνουν στις διασταυρώσεις των σιδηροδρομικών γραμμών με δρόμο. Ωστόσο έβλεπα κάτι αυτοκίνητα να την παρακάμπτουν  τη μπάρα και να συνεχίζουν στο δρόμο ενώ δεν έβλεπα πουθενά σιδηροδρομικές γραμμές. Ο οδηγός μας, ακολουθώντας το παράδειγμα των άλλων οδηγών, παρέκαμψε και αυτός την απαγορευτική  μπάρα και συνεχίσαμε το δρόμο μας. 

Λίγο μετά όμως ο δρόμος αυτός γινόταν  χωματόδρομος γεμάτος αρκετά ογκώδεις πέτρες και λακκούβες που έκαναν το ταξί να χοροπηδάει τόσο, που τραντάζονταν τα κόκαλά μας και ανακατώνονταν τα σπλάχνα μας, καθώς ο οδηγός συνέχιζε να προχωρεί πάνω σε αυτόν. Δεν είπαμε τίποτα, θεωρώντας ότι πρόκειται για ένα μικρό κομμάτι του δρόμου και ότι μετά θα συνέχιζε ο δρόμος άσφαλτος,  κανονικά.  Ωστόσο ο δρόμος δεν άλλαζε, δεν καλυτέρευε, αντίθετα χειροτέρευε και κινδυνεύαμε να διαλυθούμε απ’ τα τραντάγματα. Δεξιά κι αριστερά μας πυκνό δάσος και ούτε σπίτι, ούτε φως πουθενά.  Είχα αρχίσει να φοβάμαι και πως θα διαλυθεί το αυτοκίνητο και θα ξεμείνουμε εκεί μέσα στη νύχτα και την ερημιά. Δεν έλεγα τίποτα, μη χειροτερέψω την κατάσταση, παραδόξως δεν διαμαρτυρόταν  ούτε έβριζε συνεχώς και ο Σάββας, παρότι φαινόταν πολύ ανήσυχος και ταλαιπωρημένος, ίσως για να μη με ανησυχήσει περισσότερο, ή να μη με στενοχωρήσει που είχα εγώ τη φαεινή ιδέα να πάρουμε ταξί και όχι μόνο είχε δώσει τόσα χρήματα αλλά περνούσε και τέτοια ταλαιπωρία... Κάπου-κάπου ωστόσο, έβαζε τις φωνές στον καημένο τον οδηγό, ελληνιστί, «πρόσεχε, ρε, θα μας διαλύσεις, πού πάμε, τι δρόμος είναι αυτός που μας έφερες;» Εγώ έβλεπα ότι ο καημένος ο νεαρός οδηγός ήταν πιο ανήσυχος  από μας γιατί, σκεφτόμουν, ότι θα είχε να απολογηθεί και στα αφεντικά του αν χαλούσε το αυτοκίνητο…

Η νύχτα προχωρούσε και μετά από πολλή ώρα, είδαμε στην άκρη του δρόμου ένα μικρό χτίσμα σαν φυλάκιο που είχε τηλέφωνο και υπηρεσία ταξί. Εγώ υπέθεσα ότι ίσως ήταν φυλάκιο που δήλωνε ότι μπήκαμε επιτέλους στην επικράτεια του κρατίδιου της Γκόα και θα φτάναμε σύντομα στην πρωτεύουσα. Είχαμε μπει μεν στη Γκόα αλλά,  προς απελπισία μας όμως, μας είπε ότι θέλαμε τουλάχιστον τρεις ώρες ακόμα δρόμο! Ο Σάββας ξέσπασε τότε βρίζοντας, ότι δεν ήξερε ο οδηγός τον δρόμο και ότι είχε πάρει λάθος δρόμο γιατί εκείνος είχε κάνει τη διαδρομή αυτή με λεωφορείο πριν ένα χρόνο και ήταν σίγουρος ότι δεν ήταν αυτός ο σωστός δρόμος και τέτοια, «τον μαλάκα, θα μας σκοτώσει απόψε», κατέληξε έξαλλος. Εγώ προσπάθησα να τον ηρεμήσω, λέγοντάς  του ότι δεν φταίει ο καημένος ο  νεαρός, φαίνεται δεν θα είχε ξανάρθει και  μάλλον θα του έδωσαν λάθος πληροφορίες στο χωριό που είχαμε σταματήσει και ρωτήσει ή ότι μπορεί ακόμα και να είχαν χαλάσει το δρόμο για να τον ανακατασκευάσουν και γι’ αυτό είχαν εκείνη τη μπάρα,  «Δεν βλέπεις πόσο ανήσυχος και ταλαιπωρημένος είναι και αυτός; Μην τον ταράζεις και ‘συ περισσότερο», του είπα, «μην πάθουμε στ’ αλήθεια κανένα ατύχημα! Κάνε και εσύ υπομονή, σιγά σιγά θα φτάσουμε, κοντεύουμε».

Συνεχίσαμε για κα’να δυο ώρες ακόμα στον ίδιο δρόμο, με τραντάγματα. Ήμασταν πτώματα, να μας πονάει το σώμα μας από τα τραντάγματα,  από τις επτά το πρωί στο πόδι και τόσες ώρες ταξίδι και δεν ξέραμε ακόμα πότε θα φτάσουμε.   Κάποια στιγμή είδαμε να πλησιάζει ένα από τα ταξί-«ρίξο» που μετέφερε μια θορυβώδη αντροπαρέα, με δυνατή μουσική και τους κάναμε νόημα να σταματήσουν.  Τους ρωτήσαμε αν κοντεύουμε να φτάσουμε στη Mapusa, μια κωμόπολη που ήθελε ο Σάββας να μας πάει κάτ’ ευθείαν το ταξί για να αποφύγουμε την πρωτεύουσα. Αυτοί δεν ήταν σε κατάσταση να καταλάβουν και πολλά αλλά είπαν εν τέλει ότι κοντεύουμε. Άλλα αυτοκίνητα δεν περνούσαν από αυτό το δρόμο, ζήτημα είναι να συναντήσαμε ένα-δύο ακόμα. Κάποια στιγμή βρήκαμε μπροστά μας να κλείνει το δρόμο μια μπάρα σαν αυτή που είχαμε δει πριν πάρουμε τον ανώμαλο αυτό δρόμο και την είχαμε αγνοήσει. Τότε επιβεβαιώσαμε ότι ο δρόμος που είχαμε ακολουθήσει παρακάμπτοντας εκείνη την πρώτη μπάρα ήταν εκτός κυκλοφορίας γιατί ήταν υπό κατασκευή και κακώς είχαμε μπει σε αυτόν!

 Ωχ! Το τι καντήλια κατέβασε βρίζοντας τότε ο Σάββας, δεν λέγεται! Τον κοιτούσα, ένοχη και εγώ με την ιδέα μου να πάρουμε ταξί. Είχε χάσει το συνηθισμένο, νεανικό και μάγκικο στυλ του μετά από τόση και τέτοια ταλαιπωρία και φαινόταν γερασμένος, κουρασμένος και πολύ εκνευρισμένος, μέχρι που ανησυχούσα για την υγεία του ενώ σκεφτόμουν ότι άλλος στην ηλικία του (72 χρονών) μπορεί να μην είχε αντέξει τέτοια ταλαιπωρία... Ευτυχώς μετά από αυτή τη μπάρα ο δρόμος ήταν κανονικός, ασφαλτοστρωμένος και σταμάτησαν τα τραντάγματα. Εδώ και λίγη ώρα έβλεπα εδώ κι εκεί  κάτι μικρά εκκλησάκια με καμπαναριό, λευκή πρόσοψη με τριγωνική, καμπυλωτή απόληξη, κάπως ισπανικού στυλ, απ’ όσο μπορούσαν να προσδιορίσω, με χριστιανικό σταυρό στην κορυφή και φωτισμένο αστέρι πάνω από την είσοδο. Η παρουσία τους μου επιβεβαίωσε ότι ήμασταν στη Γκόα επιτέλους, καθώς ήταν πορτογαλική επαρχία μέχρι το 1961 και κρατούσε φαίνεται ακόμα αποικιοκρατικά και χριστιανικά στοιχεία.

Κάποια στιγμή, λίγο πριν αρχίσει να χαράζει,  φτάσαμε σε έναν φωτισμένο,  μεγάλο, κυκλικό κυκλοφοριακό κόμβο με κιγκλίδωμα στο κέντρο του. «Να ο δρόμος από τη Βομβάη», ανέκραξε αγανακτισμένος ο Σάββας όταν τον είδε, δείχνοντάς μου ένα μεγάλο αυτοκινητόδρομο στα δεξιά.  «Από ΄δώ έπρεπε να μας φέρει, από πού μας έφερε ο μαλάκας;;!!» . «Τέτοια ώρα δεν θα βρούμε τίποτα να μείνουμε στη Μάπουσα», συνέχισε  ο Σάββας, ανανεωμένος, «πάμε στο Πανζίμ που είναι πρωτεύουσα και όλο και κάτι θα έχει». Έδειξε στον οδηγό ποιο δρόμο να πάρει, αφού ήταν πια στα «λημέρια» του, και συνεχίσαμε προς τα εκεί. Μετά από αρκετή ώρα, διασχίσαμε  μια μεγάλη γέφυρα, πάνω από έναν πολύ πλατύ ποταμό, πίσω από την οποία έφεγγαν τα φώτα μιας αρκετά μεγάλης πόλης. «Να το Πανζίμ, φτάσαμε»! μου λέει ο Σάββας προς μεγάλη  μου χαρά, γιατί ήμουν και εγώ πτώμα.  Έκανε πολλή ζέστη παρά τη νυχτερινή ώρα και προς μεγάλη μου τρομάρα για την επί πλέον ταλαιπωρία που με περίμενε, ένιωσα ότι ξανάρχιζε το μαρτύριο με τους κλιμακτηριακούς ιδρώτες και τα φουντώματα που είχαν διακοπεί εδώ και τρεις μήνες,  ή στην Αθήνα δεν τους πολύ-αισθανόμουν λόγω κρύου.

Panjim

Μετά τη γέφυρα μπήκαμε σε μια πόλη της οποίας τα κτίρια, όσο φαινόντουσαν στο αμυδρό φως από σωλήνες «νέον» που φώτιζαν τους δρόμους, είχαν ισπανο-πορτογαλέζικο στυλ και μου θύμιζαν αποικίες τους  στη νότια Αμερική.  Βλέποντας αυτό το περίεργο ινδο-πορτογαλικό αρχιτεκτονικό κράμα, σκεφτόμουν ότι εδώ όντως συναντήθηκαν οι Ισπανο-Πορτογάλοι με τους πραγματικούς Ινδούς! Η φθορά των παλιών κτιρίων σε συνδυασμό με κάτι άθλιες, βρώμικες, τσιμεντένιες «μοντέρνες» πολυκατοικίες , μου έσφιγγαν το –νηστικό- στομάχι. Σταματήσαμε σε μια πλατεία και ο Σάββας κατέβηκε για να ρωτήσει για δωμάτια σε ένα μεγάλο, μακρόστενο κτίριο πορτογαλικού στυλ με πολλά παράθυρα, φραγμένα με αυτό το χαρακτηριστικό, καμπύλο στο κάτω μέρος του, κιγκλίδωμα. Εμένα μου έδωσε την εντύπωση ότι ήταν ακατοίκητο. Ο οδηγός κατέβηκε από το αυτοκίνητο και έκοβε βόλτες για να ξεμουδιάσει, ο καημένος. Εγώ παρατηρούσα γύρω την έρημη πλατεία. Ξημέρωνε η επομένη των Χριστουγέννων και πολλά πολύχρωμα λαμπιόνια και μεγάλα χάρτινα, φωτισμένα αστέρια στόλιζαν τους κοκοφοίνικες της πλατείας σε έναν τρελό, παράταιρο για μένα συνδυασμό ζέστης, Πορτογαλο-Ινδίας και Χριστουγέννων  μέσα στην περίεργη νύχτα που είχαμε περάσει. Από κάπου ακουγόταν σε πολύ μεγάλη ένταση μια μάλλον ηλεκτρονική (techno-rave; αναρωτιόμουν, η άσχετη) που με μελαγχολούσε ακόμα περισσότερο. Αυτή ήταν η Ινδία που είχα ονειρευτεί, σκεφτόμουν η προκατειλημμένη για το τι σήμαινε «Ινδία».

Ο Σάββας αργούσε και ο οδηγός είχε τελικά ακουμπήσει όρθιος απέξω στην πόρτα του ταξί ήρεμος, χωρίς να δείχνει να ανυπομονεί. Πίσω από έναν σχετικά χαμηλό τοίχο που ήταν στο βάθος της πλατείας περνούσε κινούμενο κάπως αργά ένα μακρύ όχημα φωταγωγημένο με πολύχρωμα λαμπιόνια και αστέρια από το οποίο διαχεόταν μια δυνατή μουσική που έμοιαζε με την άλλη. Από τον αργό, ευθύγραμμο τρόπο που κινιόταν  και λόγω του ποταμού που είχαμε περάσει από τη γέφυρα,  υπέθεσα ότι το ποτάμι διέσχιζε την πόλη και ότι το όχημα θα ήταν κάποιο πλοίο ή ποταμόπλοιο  που μετέφερε τουρίστες  με εορταστικό πρόγραμμα, καθώς μετακινούνταν μπρος-πίσω διαπλέοντας  μια συγκεκριμένη απόσταση.  Λίγοι, που μου φαινόντουσαν Ευρωπαίοι από τα ροδοκοκκινισμένα από τον ήλιο πρόσωπα και σώματα, ντυμένοι με σόρτς, φανελάκια και σαγιονάρες (το «εθνικό» δερμάτινο ή πλαστικό υπόδημα των Ινδιών, απ’ όσο είχα δει και στη Βομβάη) περνούσαν φωνασκώντας  και με μπουκάλια μπύρας στο χέρι, αφού η Γκόα είναι το μόνο κρατίδιο της Ινδίας όπου παράγονται και πουλιούνται νόμιμα και ελεύθερα οινοπνευματώδη ποτά, λόγω Πορτογάλων, κατάλοιπο της αποικιοκρατίας, φαίνεται, σκέφτηκα. Παρά το προχωρημένο της ώρας, αραιά και πού περνούσαν και μηχανάκια με Ινδούς οδηγούς που μετέφεραν στο πίσω μέρος (καθισμένες «γυναικεία», στο πλάι) γυναίκες ντυμένες με λαμπρά σάρι που τα χρυσοκεντημένα άκρα τους  ανέμιζαν πίσω τους και αναρωτιόμουν πόσο επικίνδυνο ήταν να μπλεχτούν στις ρόδες τους. Σκηνικό αλλοπρόσαλλο. 

Ο Σάββας εμφανίστηκε μετά από πολλή ώρα, απελπισμένος. Δεν υπήρχε διαθέσιμο δωμάτιο σε κανένα από τα ξενοδοχεία εκεί γύρω. «Πάμε σε κάτι άλλα που ξέρω, παρακάτω»,  λέει.  Μπήκαμε στο ταξί και καθοδήγησε τον οδηγό και μας πήγε σε ένα άλλο είδος πλατείας που περιβαλλόταν από κάτι απαίσια, βρώμικα ολιγοώροφα τσιμεντένια κτίρια. Κάποια από αυτά είχαν πάνω τους διαφημίσεις ενώ ένα, το χειρότερο από όλα, μου φάνηκε, έγραφε Hotel.   Ο Σάββας κατέβηκε, ρώτησε αλλά ούτε εκεί υπήρχε διαθέσιμο δωμάτιο. Εκείνη τη στιγμή της απελπισίας, περνούσε ένα ταξί «ρίκσο» και ο Σάββας το σταμάτησε και κατεβαίνοντας από το δικό μας, πλησίασε και έπιασε κουβέντα με τον οδηγό του (όλη αυτή την ώρα εξακολουθούσα να θαυμάζω και να απορώ πώς κατάφερνε να συνεννοείται με όλους). Μετά από λίγο, ανέβηκε πάλι στο δικό μας και «ακολούθα τον αυτόν», είπε στον οδηγό, «θα μας πάει σε ξενοδοχείο που έχει δωμάτιο». Μετά από περιπλάνηση στους έρημους δρόμους τής σχετικά μικρής, όπως μου φάνηκε, πόλης, που ωστόσο ήταν παντού στολισμένη με γλομπόνια και αστέρια, φτάσαμε σε έναν ήσυχο χωματόδρομο με συμπαθητικά, διώροφα σπίτια στις δυο πλευρές του, τα οποία  είχαν μπροστά  μικρό κήπο με κάγκελα που τον χώριζαν από τον δρόμο. Ο οδηγός του ρίκσο μαζί με τον Σάββα χάθηκαν μέσα σε ένα από αυτά. Καθώς αργούσαν, εγώ με τον δικό μας οδηγό μοιραστήκαμε κάτι κρακεράκια που είχα, ήπιαμε νερό και κουβεντιάσαμε (τρόπος του λέγειν!) αν θα επέστρεφε μέσα στη νύχτα πίσω στη Βομβάη (που μου φαινόταν ήδη πολύ μακρινή) τόσο πολύ δρόμο και κατάκοπος όπως ήταν.  Αυτός είπε ότι είχε εντολή να επιστρέψει αμέσως, το πισάχναρο, που λέμε.

Επέστρεψε ο Σάββας και «εντάξει, ξεφορτώνουμε, έχει δωμάτιο», είπε.  Είχε έλθει μαζί του και ένας άλλος άνδρας και πήρε τις βαλίτσες. Αποχαιρετίσαμε τον οδηγό μας λέγοντάς του να μη φύγει αμέσως αλλά να κοιμηθεί έστω λίγο μέσα στο αυτοκίνητο αλλά είπε ότι δεν γινόταν, έπρεπε να φύγει αμέσως γιατί είχαμε αργήσει πάρα πολύ και τα αφεντικά του ήταν δυσαρεστημένα.

Μπήκαμε στο σπίτι και ανεβήκαμε από κάτι σκάλες στρωμένες με βρώμικα «μωσαϊκά» πλακάκια και παν-βρώμικους, πασαλειμμένους   τοίχους στον δεύτερο όροφο. Μπήκαμε σε ένα είδος διαμερίσματος, που είχε ένα σαλόνι-κουζίνα στην είσοδο, δύο υπνοδωμάτια στο βάθος και ανάμεσά τους ένα είδος μπάνιου.  «Σουίτα!» είπε κοροϊδευτικά ο Σάββας, καθώς ήταν όλα μέσα εκεί επίσης παν-βρώμικα, άθλια. Το στομάχι μου είχε γυρίσει ανάποδα απ’ την αναγούλα. Τοίχοι γκριζόμαυροι, από τη βρωμιά και τα μυγοχέσματα.  Οι υποτιθέμενοι καναπέδες του «σαλονιού» βρώμικοι, ξεσχισμένοι, ένα βρώμικο ψυγείο στο βάθος. Στα δύο υπνοδωμάτια υπήρχαν από δύο κολλητά μονά κρεβάτια  στο κέντρο του δωματίου, μακριά από τους βρώμικους τοίχους, στρωμένα με κάτι πολύχρωμα με έντονα «μπατίκ» σχέδια σεντόνια και μαξιλάρια με σκούρα, χοντρά, σαν υφαντά, ντύματα. Κάτι κιτρινισμένοι ανεμιστήρες γεμάτοι μυγοχέσματα κρέμονταν από το ταβάνι που αν τους άναβες, θα ανακύκλωναν τη βρωμιά.  Και το αποκορύφωμα,  ψιλο-κουρελιασμένες, παλιές κουρτίνες, στο πάνω μέρος τους γκρίζες και κάτω  μαύρες από τη βρώμα, ανέμιζαν μπρος στα ανοιχτά, χωρίς τζαμιλίκια, καγκελόφρακτα παράθυρα. Δρασκελώντας μια μαύρη, τεράστια, παχιά κατσαρίδα μπήκα να δω και το περίεργο «μπάνιο» με φρίκη για το τι θα έβλεπα. Ήταν χωρισμένο σε δύο, ανδρικό και γυναικείο, υπέθεσα, διαμερίσματα με ένα χαμηλό τοίχο. Το «αντρικό» μέρος όπου έμπαινες από το «σαλόνι , είχε σε ένα σαν υπερυψωμένο τσιμεντένιο  βάθρο στο κέντρο του μια «τούρκικη» τουαλέτα, χωρίς λεκάνη και πίσω του ένα χώρο για ντους όπως κατάλαβα από ένα σκουριασμένο «τηλέφωνο» κρεμασμένο στον τοίχο στον οποίο υπήρχε κάτω μια τρύπα από όπου διοχετεύονταν τα νερά στο διπλανό, το «γυναικείο» μέρος, όπου έμπαινες από μια από τις κρεβατοκάμαρες. Εκεί είχε μια λεκάνη τουαλέτας κάπως καθαρή  και σωλήνες με ένα ντους. ‘Όπως και στη Βομβάη είχε και εδώ έναν, βρώμικο εδώ,  κουβά με το νερό και το κανάτι για να ρίχνεις νερό στην τουαλέτα μετά τη χρήση. Τι να κάνω, έκανα την ανάγκη μου όπως-όπως και δεν είπα τίποτα βγαίνοντας για την αηδία μου στο Σάββα,  που ήταν εκνευρισμένος, κουρασμένος, σαστισμένος,  να μου λέει «θα λες στη μάνα σου, ο Σάββας με πήγε σε βασιλικές σουίτες στην Ινδία!» «Πέσε τώρα και μη μιλάς μιλιά», συνέχισε, «δε λες που το βρήκαμε  κι αυτό, θα κοιμόμαστε στο ταξί ή στο δρόμο!».  Τον ρώτησα γιατί τα κρεβάτια ήταν στο κέντρο του δωματίου και μου είπε για να μην ανεβαίνουν σκορπιοί και άλλα από τους τοίχους σε αυτά! Έστρωσα ένα φουστάνι μου πάνω στο μαξιλάρι που έφτανε και ως τη μέση του κρεβατιού και ξάπλωσα όπως ήμουν ντυμένη, με τα ρούχα και με πήρε ό ύπνος αμέσως, καθώς ήμουν κατάκοπη.   Ο Σάββας πήρε το άλλο υπνοδωμάτιο.

 

Πανζίμ- Μάπουσα

26/12/ 1996

Το πρωί με ξύπνησε  το λάλημα ενός κόκορα κάπου κοντά και παρόλο που σιχαινόμουνα, έκανα ντους και άλλαξα. Κοίταξα από το παράθυρο και είδα στην πίσω αυλή του κτιρίου μια αγελάδα και κάτι πουλερικά, μεταξύ των οποίων και ο κόκορας. Κοκοφοίνικες φορτωμένοι καρπούς σκίαζαν το παράθυρο. Αναρωτήθηκα οι υπόλοιποι ταξιδιώτες που δεν ταξίδεψαν με το καταμαράν πώς να ταξίδεψαν και αν είχαν φτάσει, μάλλον, με καλύτερες συνθήκες από εμάς. Σηκώθηκε και ο Σάββας, ντύθηκε, πλήρωσε «παπορίσια» όπως είπε, τη «σουίτα» , κάλεσαν  ένα  ταξί κανονικό, όχι ρίκσο και φύγαμε για τον τελικό προορισμό μας, την Μάπουσα. ..

Η πόλη, το Πανζίμ,  το πρωί ήταν ζεστή, πολύβουη,  με το συνηθισμένο κυκλοφοριακό κομφούζιο αλλά έλειπαν οι άστεγοι των πεζοδρομίων της Βομβάης. Τα περισσότερα κτίρια ήταν του ισπανο-πορτογαλέζικου αποικιακού ρυθμού σε όλη την πόλη. Περάσαμε πάλι τη γέφυρα του ποταμού, που στο φως της ημέρας είδα πόσο τεράστιος ήταν και με πόσο πολύ νερό,  που ρέει προς την Αραβική Θάλασσα γεμάτος ποταμο-μαούνες που κατεβαίνουν φορτωμένες σκούρο σιδηρομετάλλευμα από κάποια μεταλλεία στην ενδοχώρα, όπως μου είπε ο Σάββας.

Κατευθυνθήκαμε πάλι  βόρεια. Σε όλη τη διαδρομή με το γνωστό κυκλοφοριακό κομφούζιο οι αγελάδες κυκλοφορούσαν αμέριμνες στους πολυσύχναστους δρόμους ή έβοσκαν σε καλαμιές ή στα ξερά, θερισμένα ριζοχώραφα. Συναντούσαμε χωριά σε κατάφυτες πλαγιές  ή μεμονωμένα σπίτια του ίδιου, αποικιακού στυλ σε ώχρα ή γαλάζια χρώματα  άλλα όμορφα συντηρημένα και άλλα παλιωμένα, σαν εγκαταλελειμμένα από τους παλιούς κατοίκους τους, όλα όμορφα, μέσα σε κήπους με περίτεχνες μάντρες . Ο Σάββας μου είπε ότι άλλα τα επισκευάζουν και τα νοικιάζουν σε τουρίστες, σε άλλα μένουν ευκατάστατοι Ινδοί.

Σε όσα χωριά ήταν πάνω στο δρόμο, ο κεντρικός δρόμος τους ήταν ένα συνεχές παζάρι για τουρίστες: καλάμια μπαμπού μπηγμένα στο έδαφος σε σχήμα Π σχηματίζουν ένα είδος συνεχόμενων  υπαίθριων, παρόδιων μαγαζιών που ορίζονται από πολύχρωμα υφάσματα, σταμπωτά, μπατίκ ή κεντημένα πάνω στα  καλάμια  και στο ανοιχτό εσωτερικό τους τοποθετούνται  πάγκοι ή καφάσια με ποικίλα εμπορεύματα , όπως υφάσματα, κοσμήματα, μπιζού, έργα μικροτεχνίας, Βούδες και πολλά άλλα, σαν αυτά που πουλιούνται και στο Μοναστηράκι στην Αθήνα σε κάποια μαγαζιά και που τόσο μου αρέσουν. Ατελείωτες σειρές τέτοιων μικρομάγαζων κατά μήκος των δρόμων δημιουργούν πολύχρωμη εικόνα πανηγυριού αλλά εμένα με μελαγχόλησαν κάπως βλέποντας πόσο προσαρμοσμένος στον τουρισμό εκτίθεται ο τοπικός πολιτισμός αλλά και εξάγεται σχεδόν πανομοιότυπα και σε άλλους τουριστικούς προορισμούς ανά τον κόσμο… Ανάμεσα σε αυτά τα πλουμιστά μαγαζάκια κυκλοφορούν στο δρόμο σε απίστευτο ανακάτωμα παλιά, σκουριασμένα , κατάφορτα κόσμο, λεωφορεία, κιτρινόμαυρα ανοιχτά ρικσο-ρίκσο-ρίκσο, ταξί-ταξί-ταξί με επιγραφή tourist, δεκάδες μηχανάκια με κοκκινισμένους ή ασπριδερούς ακόμα, τουρίστες, καρότσες με πραμάτειες που τις σπρώχνουν οι μεταφορείς, σκούροι ντόπιοι πεζοί, Ινδές  με πολύχρωμα σάρι, κ.ά. μέσα σε ένα σύμπλεγμα σκόνης,  θορύβων από μηχανές και κορναρίσματα…

Σε ένα  χωριό από αυτά, στην άκρη του δρόμου, όσο ελάχιστο διάστημα μπορεί να υπάρχει ανάμεσα σε αυτόν και τα «μαγαζιά», προχωρούσαν αργά, λικνιστικά, δύο αμέριμνοι  ελέφαντες βαμμένοι με κιτρινόχρωμα σχέδια, ακολουθούμενοι  από συνοδεία Ινδών με πορτοκαλί γιλέκα και πορτοκαλί σχέδια στα πρόσωπά τους που δεν φαινόταν να προκαλούν το ενδιαφέρον κανενός,  εκτός από το δικό μου μέσα από το ταξί που αναρωτιόμουν τι να παριστάνουν άραγε… Την προσοχή μου τράβηξαν επίσης κάτι σκελετωμένοι Ινδοί με λευκές, μακριές γενειάδες που τους έκαναν να φαίνονται πολύ γέροντες, οι οποίοι περπατούσαν ξυπόλητοι, ημίγυμνοι με κάτι γανιασμένα άσπρα πανιά μόνο τυλιγμένα στη μέση τους και στα αχαμνά τους και κόκκινα σαρίκια στο κεφάλι.  Περπατούσαν ανενόχλητοι  μέσα σε αυτό το  κομφούζιο κρατώντας  κάτι μουσικά όργανα σαν  μακριούς ζουρνάδες με κόκκινη απόληξη στα χέρια τους και με ένα πάνινο σακούλι κρεμασμένο στον ώμο,  ζητώντας ελεημοσύνη, προτείνοντας την παλάμη τους στους άλλους περαστικούς. Ο Σάββας μου είπε ότι αυτοί οι άνθρωποι μπορεί να ήταν πρώην εξέχοντες επιστήμονες, πολιτικοί, ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι κ.ά., που μετά τη συνταξιοδότηση απαρνούνται τα πάντα, αξιώματα, οικογένεια, πλούτη κ.λπ. και κυκλοφορούν πεζοί ανά τη χώρα με ελάχιστα, ζητιανεύοντας, για τη σωτηρία της ψυχής τους στον άλλο κόσμο, όταν πεθάνουν.  Εντυπωσιάστηκα, καθώς δεν γνώριζα αυτή τη διάσταση της Ινδουιστικής πίστης, όχι χωρίς  κάποια επιφύλαξη για την ακρίβεια αυτής της πληροφορίας από τον Σάββα. Οι πωλητές που είχαν τα μαγαζάκια, τραβολογούσαν με επιμονή και απαιτητικά τους περαστικούς, τουρίστες κυρίως, να αγοράσουν από τις παρόμοιες λίγο-πολύ πραμάτειες  που εξέθεταν εκεί, όπως έκαναν πιο παλιά οι μαγαζάτορες στο Μοναστηράκι. Όλα αυτά έφερναν πιο πολύ την εξωτική «Ινδία» που φανταζόμουν τουλάχιστον, πλην μέσα σε τόσο τουριστικό και εμπορευματοποιημένο πλαίσιο που ξεπουλούσε  τον «εξωτισμό», σχεδόν καταναγκαστικά, στους τουρίστες.  

Calangute

Σε ένα σημείο του δρόμου που είχε μια μεγάλη ταμπέλα με την επιγραφή «Προς Τίτο», στρίψαμε αριστερά και ανηφορίσαμε ένα αμμώδες δρομάκι παρόμοιο ως  προς τα μαγαζάκια αλλά με πολύ λιγότερη κυκλοφορία, ενώ στο βάθος, ανάμεσα στους κοκοφοίνικες και σε κάτι δέντρα που μου έμοιαζαν με αρμυρίκια, φαινόταν η (Αραβική) θάλασσα. Στο τέλος του δρόμου στρίψαμε και περνώντας από μια αμμώδη περιοχή φυτεμένη με μικρούς κοκοφοίνκες, ανθισμένες, πολύχρωμες  μπουκαμβίλιες, τροπικούς θάμνους με πολύχρωμα φύλλα, φτάσαμε σε ένα ξέφωτο που περιβαλλόταν από ανεξάρτητα, μικρά κεραμοσκεπή σπιτάκια μέσα στη βλάστηση, με σκεπαστές βεράντες στην πρόσοψη, όπου ήταν απλωμένες πετσέτες μπάνιου και μαγιό, οπότε συμπέρανα ότι ήταν ξενοδοχειακά μπαγκαλόους για εύπορους, μάλλον. Τουρίστες, κρίνοντας από το ειδυλλιακό φυσικό περιβάλλον και τη γειτνίαση με τη θάλασσα.



Calangute. H κάρτα του ξενοδόχου (τεκμήριο, χωρίς πρόθεση διαφήμισης, μετά από σχεδόν 30 χρόνια!)

«Φτάσαμε!», είπε ο Σάββας σταματώντας το ταξί, «ελπίζω να έχει εδώ δωμάτιο». Κατεβήκαμε και καθώς ο Σάββας πλήρωνε τον ταξιτζή, ακούω «Ooooououou! , Savas, Savas, Savas!!» και βλέπω έναν ψηλό, κάπως παχουλό, μελαχρινό άνδρα να τρέχει προς το μέρος μας φωνάζοντας, με ανοιχτά τα χέρια.  «Savas, Savas, welcome, ooo, the good Savas, wellcome, re, okay, how are you, re!!» έλεγε γελώντας   και αγκάλιασε τον Σάββα όλο χαρά, σαν να έβλεπε τον χαμένο του αδελφό. Μισο-αληθινά, μισο-επαγγελματικά, μου φάνηκε, υποθέτοντας από την ενθουσιώδη υποδοχή ότι πρόκειται για τον ξενοδόχο, ο οποίος θα είχε συχνό και καλό πελάτη τον Σάββα τα προηγούμενα χρόνια. Μετά στράφηκε σε μένα “«Is she your girl friend?” ρώτησε τον Σάββα με πονηρό χαμόγελο, “No, my niece” είπε κοφτά ο Σάββας στον κάπως έκπληκτο, ξενοδόχο, υπέθεσα, που δεν έδειχνε να το πολύ-πιστεύει πως ήμουν πράγματι ανιψιά του. “How long you stay, re”, (εκπλήσσοντας με με το "re"στο τέλος) ρώτησε τον Σάββα μετά τις συστάσεις και τα ενθουσιώδη καλωσορίσματα. Αφού είδε τα διαβατήρια που του έδωσε ο Σάββας με το ίδιο επώνυμο και στα δύο, φάνηκε να πείθεται, κοιτώντας μας και πιο προσεκτικά, ότι είμαι ανηψιά του, καθώς, σκέφτηκα, θα τον είχε συνηθίσει να συνοδεύεται πάντα με άλλου είδους γυναικεία παρέα, και μου χαμογέλασε εγκάρδια. Στο ξύλινο, πολυγωνικό κιόσκι που καθίσαμε να ξανασάνουμε και να πιούμε καφέ μέχρι να μας ετοιμάσουν το σπιτάκι όπου θα μέναμε, ο ξενοδόχος κάθισε μαζί μας ενθουσιώδης ακόμα και έκανε λεπτομερείς ερωτήσεις περί των οικογενειακών μας σχέσεων και λοιπά, όπως κάνουν και στην Ελλάδα για τους ξένους στα χωριά, ενώ με αγκάλιαζε από τους ώμους, μου χάιδευε κάθε τόσο το σαγόνι, μέχρι που ο Σάββας, μεταξύ σοβαρού και αστείου, του είπε να μαζευτεί!

Παρατηρούσα γύρω την ξενοδοχειακή αυτή μονάδα. Ο κήπος, παρά το αμμώδες έδαφος,  ήταν παραδεισένιος, περιποιημένος. Κοκοφοίνικες, άλλοι μεγάλοι και πλατύφυλλοι θάμνοι, ιβίσκοι, μπουκαμβίλιες όλων των χρωμάτων ολάνθιστα. Ανάμεσά τους τα μικρά σπιτάκια-μπαγκαλόους με τα χαγιάτια στην πρόσοψη, μου θύμιζαν έντονα τα αγροτικά «μετόχια» στον ηλειακό κάμπο, κυρίως στα χτήματα της μαύρης σταφίδας όπου διαμένουν τα καλοκαίρι. Μου θύμιζαν όμως και  τις «καμπάνες» στα «Αστέρια», τα πολυτελή ξενοδοχειακά θέρετρα της Γλυφάδας και της Βουλιαγμένης  όπου είχα διαμείνει δυο-τρία καλοκαίρια τέλη της δεκαετίας του 1960, όταν ήμουν φοιτήτρια, ως δασκάλα ελληνικών και συνοδός των παιδιών κάποιων Ελλήνων εφοπλιστών του εξωτερικού.

Ο οικονομικός διακανονισμός μου φάνηκε ακριβός, όχι μόνο για τα δικά μου οικονομικά δεδομένα αλλά και της ευρύτερης περιοχής: 600 ρουπίες την ημέρα για δίκλινο μπαγκαλόου, περίπου 5.000 δραχμές, τότε, και μάλιστα σε ειδική τιμή για παλιό πελάτη όπως ο Σάββας που θα έμενε εκεί μήνες, όχι και εγώ, βέβαια.  Μας έβαλε σε ένα ελεύθερο σπιτάκι προσωρινά, γιατί κατά απαίτηση του Σάββα θα μας μετέφερε την επομένη σε κάποιο γωνιακό με θέα στη θάλασσα που θα ελευθερωνόταν.

Ινδία, Goa, Calangute,  26.12.1997. Το εσωτερικό του μπανγκαλόου. Φαίνονται και τα μπαγκάζια που είχα αποκτήσει εν τω μεταξύ από τα ψώνια στη Βομβάη (ρούχα και δώρα)!

Στο σπιτάκι ήταν όλα καθαρά και τακτοποιημένα, απλά, χωρίς πολυτέλειες. Ένα μεγάλο δωμάτιο με δύο μπαμπού κρεβάτια στρωμένα με καθαρά, γαλάζια βαμβακερά σεντόνια και μαξιλάρια,  μια σιφονιέρα  με συρτάρια και καθρέφτη, δύο πολυθρόνες, ένα τραπέζι, όλα μπαμπού και ψάθινα, όπως και οι πολυθρόνες με το τραπέζι έξω στη βεράντα. Μια πόρτα οδηγεί στο πίσω μέρος, στο μπάνιο, επενδυμένο όλο με πλακάκια, με νιπτήρα, ντους και λεκάνη τουαλέτας καθαρή και δίπλα της τον γνωστό κουβά με το κανάτι. Μετακομίσαμε με τον Σάββα τα δύο κρεβάτια στα άκρα του δωματίου, τακτοποιήσαμε στο τραπέζι τις βαλίτσες και …ξαπλώσαμε πάραυτα, αποκαμωμένοι από την τόση ταλαιπωρία. Κοιτούσα την χωρίς ταβάνι οροφή με τα εμφανή δοκάρια και τα «γαλλικού» τύπου κεραμίδια. Ανάμεσα στους τοίχους και τη στέγη, στην «αστρέχα», υπήρχε κενό από όπου έμπαινε δροσερό αεράκι και λίγο φως. Σε συνδυασμό με την παρουσία του θείου μου Σάββα εκεί δίπλα, μου έφερε στο νου το «μετόχι» του παππού μου και πατέρα του στην εξοχή της «Ξέχειλης», όπου είχα περάσει πολλά καλοκαίρια μικρή και του οποίου η διαρρύθμιση και ο ολάνθιστος κήπος που φρόντιζε η νεαρή τότε θεία Γιούλα, αδελφή του Σάββα,  το θύμιζε πολύ και ένοιωσα πολύ οικεία, αν και για τα δεδομένα της Γκόα, αυτό  ήταν ένα αρκετά πολυτελές, ας πούμε, ξενοδοχειακό ενδιαίτημα.  Μετά δε την προηγηθείσα ταλαιπωρία και το «ξενοδοχείο» στο Πανζίμ, ευγνωμονούσα τον Σάββα για αυτή την πολυτέλεια -όσο κι αν ήθελα να βιώσω και την καθημερινότητα και τη  φτώχεια της Ινδίας,  σε κάποιο σπίτι μέσα σε χωριό…  

Δεν μπορούσα να κοιμηθώ  και καθώς ο Σάββας είχε πέσει ξερός στον ύπνο, βγήκα και κάθισα έξω στο υπερυψωμένο λίγο από το αμμώδες έδαφος,  χαγιάτι. Στα απέναντι δύο σπιτάκια έβλεπα να κάθονται έξω, στο ένα δύο νεαροί αγγλόφωνοι άνδρες, απ’ όσο τους άκουγα, και στο άλλο ένα ζευγάρι μεσόκοπων, αγγλόφωνων επίσης. Ο άνδρας, κατακόκκινος από τον ήλιο, μου έμοιαζε κάπως με τον Τσενγκίς-Χαν,  στο αδύνατό του, με ξυρισμένο κεφάλι και μακριά, στριφτά μουστάκια, ενώ η γυναίκα ήταν παχουλή, ξανθιά με μαύρες βερμούδες και λευκό μπλουζάκι. Από την άλλη πλευρά ακουγόντουσαν ανδρικές, νεανικές φωνές που μιλούσαν γερμανικά. Μια κοπελίτσα με κόκκινο σάρι πηγαινοερχόταν στα σπιτάκια κρατώντας έναν δίσκο  με καφέδες ή τσάγια.

Σε λίγο είδα να ξεπροβάλει αθόρυβα, αλαφροπάτητος,  μέσα από τις μπουκαμβίλιες και να έρχεται προς το μέρος μου λεπτός, ψηλός σχετικά, Ινδός. Φορούσε το «κουστούμι» τύπου «Νεχρού», που φοράει και η πλειονότητα των Ιωδών: λευκό βαμβακερό, φαρδύ πανταλόνι και από πάνω μακριά πουκαμίσα, με σχισίματα στο πλάι. Κάτω από τη μια μασχάλη του κρατούσε τυλιγμένο ένα κάπως παχύ ύφασμα. Με πλησίασε και κοιτώντας με διαπεραστικά με κάτι μαύρα, μυστηριώδη μάτια κατευθείαν μέσα στα δικά μου, μου   είπε «do you want massage, mam»;, καταλαμβάνοντάς με εξ απροόπτου. Του είπα ότι μόλις είχαμε φθάσει και δεν ήξερα αν θα έκανα μασάζ, ίσως άλλη μέρα. Πήρε ξαφνικά το ένα,  ξυπόλητο, πόδι μου και άρχισε να κάνει μασάζ στο πέλμα λέγοντάς μου ότι ήταν πολύ καλός μασέρ. Εγώ  τράβηξα το πόδι μου ξαφνιασμένη και του είπα να περάσει άλλη μέρα. Ο Σάββας άκουσε τις ομιλίες μέσα από το δωμάτιο, κατάλαβε τι συνέβαινε και έβαλε τις φωνές «go, re, now, go, tomorrow!!». «Διώχτονε!», μου φωνάζει εμένα, «μην τους πιάνεις την κουβέντα γιατί χάθηκες, θα σου κολλάνε αυτοί συνέχεια  και θα βρεις το μπελά σου!». Ο Ινδός μόλις άκουσε τις φωνές του Σάββα, «tomorrow, then», μου είπε και εξαφανίστηκε το ίδιο αθόρυβα όσο είχε εμφανιστεί. Εν τω μεταξύ το πέλμα μου που είχε τρίψει, είχε μυρμηγκιάσει και ήταν ζεστό για ώρα μετά.

Ο Σάββας σηκώθηκε, έβαλε μαγιό και πήγε προς τη θάλασσα, ενώ ο ήλιος κόντευε να δύσει. Εγώ δεν είχα φέρει μαγιό και έμεινα πίσω στη βεράντα διαβάζοντας στον τουριστικό οδηγό τα σχετικά με τη Γκόα και διαπίστωσα ότι βρισκόμασταν όχι στη Μάπουσα αλλά σε ένα μικρό χωριό κοντά σε αυτήν, τo Calangute. Ο ξενοδόχος, καθώς κυκλοφορούσε μέσα στον κήπο, μου φώναζε κάθε φορά που περνούσε κοντά μου, “Okay, Helen?”

Όταν επέστρεψε ο Σάββας από το μπάνιο του, ετοιμαστήκαμε και βγήκαμε για φαγητό, αφού αρνήθηκε σε ερώτηση του ξενοδόχου αν θα τρώμε εκεί, στην ξενοδοχειακή μονάδα, που φαίνεται είχε και εστιατόριο. Ρώτησα τον ξενοδόχο αν υπήρχε εκεί κοντά κάποιο μαγαζί όπου θα μπορούσα να βρω μαγιό και μου απάντησε ότι δεν υπήρχε μεν αλλά ότι την επομένη θα πήγαινε αυτός με το μηχανάκι του στην κοντινή Mapusa και ότι μπορούσε να με πάρει μαζί του εκεί, όπου θα εύρισκα σίγουρα. Του είπα εντάξει, ευχαριστώντας τον και βγήκαμε μέσα από κάτι μονοπάτια στον κεντρικό δρόμο από όπου είχαμε έλθει το πρωί. Τα μαγαζάκια ήταν τώρα ολόφωτα και ρωτούσα σε όλα μήπως τυχόν πουλούσαν μαγιό αλλά δεν είχαν, ωστόσο προσπαθούσαν επίμονα να μου πουλήσουν ο,τιδήποτε άλλο.

Σε αυτό το δρόμο  υπήρχαν και πολλά εστιατόρια στη σειρά και ο Σάββας επέλεξε ένα που φαίνεται ότι ήξερε την ποιότητά του και καθίσαμε. Παράγγειλε και φάγαμε ψάρια και καλαμάρια ψητά στη θράκα, πολύ νόστιμα, κουβεντιάζοντας. Ο Σάββας μου έλεγε πόσο άφθονο και καλό ψάρι μπορούσα να απολαύσω και εγώ εκεί, τρώγοντας ελαφρά και υγιεινά, έχοντας βέβαια στο νου του να με κάνει και να χάσω κιλά αλλά δεν το είπε.

Μετά κάναμε μια βόλτα στο δρόμο, που εκτός από τα μαγαζάκια είχε πολύ κόσμο, βαβούρα, μουσικές, πολύχρωμα γλομπόνια, αστέρια, χρυσαφιές γιρλάντες και άλλα χριστουγεννιάτικα και μη διακοσμητικά.

Όταν επιστρέψαμε στα μπαγκαλόους, μας υποδέχθηκε ενθουσιωδώς μια ψηλή κάπως μεγαλοκοπέλα Ινδή με μεγάλα μάτια και κάπως μελαγχολικό πρόσωπο, η οποία έκανε μεγάλες χαρές στον Σάββα, λέγοντας σε μένα, «He is a good man, a very good man!!», προφανώς ενημερωμένη και για το ποια ήμουν εγώ. Όταν απομακρύνθηκε, «είναι αδερφή του μαλάκα του ξενοδόχου», μου είπε ο Σάββας, «ξέρεις τι καλή κοπέλα είναι», συνέχισε, «αυτή κρατάει όλα τα οικονομικά του ξενοδοχείου, πέρσι ήταν άρρωστη η κακομοίρα, κάτι είχε το στομάχι της και την είχα βοηθήσει πολύ, τώρα τη βλέπω καλύτερα». «Μακάρι η κακομοίρα», συνέχισε, «γιατί είναι καλή κοπέλα, αν και δεν νομίζω ότι είναι αδελφή αυτού του μαλάκα, έτσι το λένε». Ο Σάββας, όπως οι άνθρωποι της  πιάτσας, είχε μια επιφυλακτικότητα και μια δυσπιστία για όλα και για όλους. Ενώ μπροστά τους ήταν άνετος και εγκάρδιος, πίσω τους ήταν επιφυλακτικός, συμπεριφορά που με ενοχλούσε αλλά δεν του το έλεγα. Συνεχώς με προειδοποιούσε για διάφορους κινδύνους, μη με εξαπατήσουν, μη με κλέψουν, να προσέχω, να φυλάγομαι κ.λπ., που θεωρούσα υπερβολές των δυτικών έναντι των ντόπιων αλλά το απέδιδα και στην ευθύνη που είχε αναλάβει απέναντί μου ως ανηψιά του, κάπως υπερβολική, δεν του το ΄χα να είναι τόσο υπεύθυνος θείος, καθώς δεν ήμουν μικρή! Από την άλλη, εγώ είχα ξεμάθει να συμβιώνω με άνδρα και κάποιες συμπεριφορές του μου επιβεβαίωναν πόσο σωστή ήταν η επιλογή μου!...

Όταν φτάσαμε στο σπιτάκι μας, συνειδητοποίησα ότι κοντά σε αυτό υπήρχε από τη στιγμή που φτάσαμε εκεί ένα νεαρό, ψιλόλιγνο, χλωμό  παιδί που  μας καλησπέρισε. Μετά κατάλαβα ότι ήταν ένα είδος υπηρέτη-φύλακα παρόντα νυχθημερόν σε εναλλαγή με άλλους σε βάρδιες, που ανοιγόκλεινε την πόρτα, επιτηρούσε το χώρο, καθάριζε τα δωμάτια, έπαιρνε παραγγελίες για πρωινό, καφέ κ.λ.π. Παρατηρώντας τον ολάνθιστο, πνιγμένο στις μπουκαμβίλιες κήπο γύρω μας, κατάλαβα τι είχε αναπαραστήσει ο Σάββας στον κήπο και το περιβόλι του πατρικού  σπιτιού στην Ελλάδα,  στο χωριό: τον είχε και αυτόν πνίξει σε μπουκαμβίλιες και σε λουλούδια, σε σημείο που να σταματούν απέξω περαστικά αυτοκίνητα και να ρωτούν αν προσφερόταν για φωτογραφίσεις γάμων! Καθίσαμε στη βεράντα κουβεντιάζοντας, με το βαρύ παφλασμό των κυμάτων του ωκεανού υπόκρουση στην κουβέντα μας μέσα στη νυχτερινή σιγαλιά. Ξαφνικά κάτι δυνατοί κρότοι, σαν να έσκαγαν βεγγαλικά έσπασαν την μαγεία ενώ ταυτόχρονα φάνηκαν στον ουρανό οι εντυπωσιακές  λάμψεις  των πυροτεχνημάτων. «Α, εδώ έχουνε τρέλα με τα πυροτεχνήματα», μου είπα ο Σάββας, «δεν μπορείς να φανταστείς τι γίνεται, συνέχεια ανάβουνε βεγγαλικά, στα πάρτι, την Πρωτοχρονιά ή στα καλά καθούμενα !». Ήμουν πολύ κουρασμένη και κατά τις 11 μμ πέσαμε για ύπνο. Από την ανοιχτή αστρέχα κάτω από τη σκεπή έμπαινε δροσερό αεράκι και καθώς είχαν σταματήσει τα βεγγαλικά,  με τα κύματα του ωκεανού νανούρισμα, με πήρε ό ύπνος…

Την άλλη μέρα το πρωί παραγγείλαμε πρωινό με το παιδί που είχε αντικαταστήσει τον νυχτερινό φύλακα, να νεαρό αγόρι με πολύ σκούρο δέρμα, σχεδόν μαύρο, με γλυκό πρόσωπο, μαύρα, όμορφα μάτια με καθαρό βλέμμα και ευγενικό χαμόγελο. Μέχρι να πιούμε τον καφέ μας, παρουσιάστηκε και ο χθεσινός μασέρ αλλά τον απόδιωξε ο Σάββας και εξαφανίστηκε. Σε λίγο εμφανίστηκε ένας άλλος, σκούρος, κοντοδέματος, με κάπως ανακατωμένα μαλλιά και κάπως βρώμικο πουκάμισο με τυλιγμένο επίσης ένα πανί κάτω από τη μασχάλη του. Αυτόν ο Σάββας τον υποδέχθηκε ευμενώς γιατί όπως μου είπε, του είχε κάνει μασάζ τον προηγούμενο χρόνο και τον θεωρούσε πολύ καλό στη δουλειά του αλλά και καλό επαγγελματία και άνθρωπο, χωρίς πονηριές. «Θα του πούμε να έρχεται από αύριο-μεθαύριο κάθε μέρα να μας κάνει μασάζ», μου είπε, «θα κάνεις και εσύ οπωσδήποτε, θα τον πληρώνω εγώ. Σου χρειάζεται λίγο μασάζ, θα κάνεις και λίγο διαιτούλα, θα τρώμε μόνο βραδινό και πρωινό και θα γυρίσεις στην Αθήνα γκόμενα!».  Θέλω να δω πώς κάνουν μασάζ» του είπα, «αλλά όχι κάθε μέρα και θα τα πληρώσω εγώ όσα θα κάνω». «Άσε τις σαχλαμάρες και μη γίνεσαι κορόιδο», μου απάντησε, «θα κάνεις μασάζ κάθε μέρα και μην το συζητάς, αυτά τα λεφτά δεν είναι τίποτα, μην ακούω σαχλαμάρες και πάρε και αυτά τα χρήματα τώρα που θα πας στη Μάπουσα, να έχεις να ψωνίσεις» και μου έβαλε στα χέρια ένα μάτσο χαρτονομίσματα των 100 ρουπιών. Εγώ αρνήθηκα σθεναρά να μου δώσει χρήματα λέγοντας του ότι θα πληρώσω εγώ το μαγιό, αν εύρισκα, αλλά επέμενε να τα κρατήσω κρατώντας μου κλειστές τις παλάμες για να μην τα αφήσω… Δεν επέμενα.

Εντωμεταξύ κατέφθασε φουριόζος ο ξενοδόχος με το μηχανάκι για να με πάρει. Αφού ο Σάββας μου έδωσε εξαντλητικές οδηγίες να προσέχω και τον ξενοδόχο, την ταχύτητα, τους  μαγαζάτορες κ.λπ., ανέβηκα πίσω στο μηχανάκι και φύγαμε (χωρίς κράνος, εννοείται…).  Για ένα διάστημα ακολουθήσαμε τον πολύβουο κεντρικό δρόμο του χωριού και μετά   στρίψαμε σε ένα δρομάκι που χανόταν μέσα σε κοκοφοίνικες. Έκανε φοβερή ζέστη και το δροσερό θαλασσινό αεράκι με ανακούφιζε, δεδομένου και του κλιμακτηριακού ιδρώτα μου. Σε λίγο βγήκαμε από τον οικισμό σε έναν μεγαλύτερο δρόμο με αρκετή κυκλοφορία. Παρατηρούσα ότι τα πάμπολλα μικρά, βοηθητικά μάλλον,  οικήματα,  φράχτες, σκεπές,  καλύβια κ.ά., ήταν φτιαγμένα από τα τεράστια φύλλα κοκοφοίνικα, των οποίων τις σχιστές λωρίδες πλέκουν μεταξύ τους με έναν όμορφο, σταυρωτό τρόπο και τα χρησιμοποιούν ως οικοδομικό υλικό, κάπως όπως εμείς τα καλάμια.  Ανάμεσα από τους κορμούς των κοκοφοίνικων που γεμίζουν τον τόπο, έβλεπα ριζοχώραφα γεμάτα νερό, καταπράσινα από το φρεσκοφυτρωμένο ρύζι και νερά παντού, σε ποτάμια, κανάλια, χωράφια. Αλλού έβλεπα τεράστια πηγάδια ή στέρνες που είχα δει και στη διαδρομή από τη Βομβάη, όπου γυναίκες έπλεναν ρούχα ή στρωσίδια, παιδιά πλατσούριζαν στα νερά, άλλες γέμιζαν νερό αυτά τα στρογγυλά μεταλλικά ή πλαστικά δοχεία και τα μετέφεραν πανω στο κεφάλι τους στητές και λυγερές, χάρμα οφθαλμών με τα πολύχρωμα σάρι τους να τυλίγουν λοξά τα λεπτά, κατά κανόνα, κορμιά τους. Παντού, σε μικρές αποστάσεις μεταξύ τους, στα πλάγια του δρόμου ή πνιγμένα στο πράσινο ή ανάμεσα στους κοκοφοίνικες, έβλεπα χαριτωμένα εκκλησάκια ή προσκυνητάρια, σαν τα δικά μας εικονοστάσια, μικρά και μεγάλα, χριστιανικά όπως δήλωνε ο σταυρός, και ινδουιστικά υπέθετα, να ορίζουν και να στολίζουν το τοπίο. Πολλά από τα εκκλησάκια είχαν απέξω και κιόσκι με ψάθες και πεζούλια για να κάθονται οι προσκυνητές και να δροσίζονται.  Κάποια χριστιανικά (πορτογαλικά, υπέθετα) κάπως μεγάλα εκκλησάκια είχαν και προσκτίσματα γύρω τους και αναρωτιόμουν μήπως ήταν μοναστήρια ή κάτι σχετικό. Αυτή η συνύπαρξη τόσο διαφορετικών θρησκειών σε αυτό το ειδυλλιακό τοπίο ήταν παρηγορητική αλλά υποπτευόμουν ότι δεν θα ήταν και τόσο ειδυλλιακή στα χρόνια της αποικιοκρατίας.

Ο ξενοδόχος οδηγούσε χωρίς μεγάλη ταχύτητα και σταθερά το μηχανάκι και εγώ, κρατημένη πάνω του, είχα αρκετή ευχέρεια να παρατηρώ τριγύρω. Κάθε τόσο με ρωτούσε, φωνάζοντας, «Elena, are you okay?» Περάσαμε κα’να-δυο χωριά χωρίς  τα τουριστικά μαγαζιά πάνω στο δρόμο που μου θύμισαν χωριά στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’50, Από ΄δω και από εκεί του δρόμου ριζοχώραφα, άλλα καταπράσινα και άλλα ξερά και βεβαίως μικρόσωμες αγελάδες με τη μικρή καμπούρα στον αυχένα που έβοσκαν παρέα με κάτι λευκά πουλιά που μου φάνηκαν σαν φλαμίγκος.  Κάποια στιγμή διέκρινα στο βάθος του δρόμου πολλά κτίρια που έδειχναν ότι πλησιάζαμε κάποια μικρή ή μεγάλη πόλη.

Mapusa- παζάρι

Στην είσοδο της μικρής πόλης ένας συγκοινωνιακός κόμβος με συνεργεία αυτοκινήτων, βενζινάδικα και ένα μεγάλο ξενοδοχείο με μαγαζιά τουριστικών ειδών υποδέχονται τους εισερχόμενους. Αμέσως μετά ένας Ινδουιστικός ναός ήταν ανοικτός και σε λατρευτική λειτουργία, καθώς από μέσα ακουγόντουσαν τύμπανα, κουδουνίσματα, ρυθμικές ψαλμωδίες ενώ έβγαιναν καπνοί από θυμιάματα. Απέξω σειρά από σαγιονάρες και πέδιλα των πιστών που τα βγάζουν πριν εισέλθουν στο ναό.

 Μετά ένας οριζόμενος από χαμηλό τοιχίο, αρκετά μεγάλος χώρος, σαν πάρκιν, ήταν γεμάτος από δεκάδες ταξί και ρίκσο. Φέραμε γύρω αυτό το πάρκιν και μπήκαμε στον κύριο εμπορικό δρόμο δύο κατευθύνσεων, με μεγάλη κίνηση και φασαρία. Ο ξενοδόχος, ο Giogio, σταμάτησε σε ένα σημείο και κατέβηκα από το μηχανάκι. Ευχαριστώντας τον για τη μεταφορά, τον ρώτησα τι του χρωστούσα. Όταν μου είπε «δώσε μου ό,τι θέλεις», του απάντησα ότι εγώ δεν γνώριζα ούτε ακριβώς την αξία της διαδρομής, ούτε την αντιστοιχία της σε ρουπίες και τον παρακάλεσα να μου πει εκείνος το ποσό. Τότε μου είπε  «δεν πειράζει, δεν θέλω χρήματα, έτσι κι αλλιώς  θα ερχόμουν για δική μου δουλειά εδώ». Αφού επέμεινα κάμποσο ακόμα και δεν δεχόταν πληρωμή, τον ευχαρίστησα και ξεκίνησα να φύγω. «Περίμενε», μου λέει, θα σου δείξω εγώ πού να πας» και μπήκε σε ένα μαγαζί, ενώ εγώ τον περίμενα απέξω. Στα πεζοδρόμια πολλοί περαστικοί άνδρες και γυναίκες κάθε ηλικίας και ενδυμασίας, από σάρι, «παντζάμπι» οι γυναίκες  και «Νεχρού» οι άνδρες, μέχρι ευρωπαϊκά. Διώροφα και τριώροφα, γκριζοκαφετιά  οικοδομήματα στην αριστερή πλευρά του δρόμου με διαφόρων ειδών μαγαζιά στο ισόγειο, και εντυπωσιακά πολλά φαρμακεία.

Στη δεξιά πλευρά του δρόμου, ήταν ένας  μακρύς, γκρίζος τοίχος κάποιου ισόγειου οικοδομήματος, μου φάνηκε,  με μια μεγάλη ανοιχτή, στεγασμένη  είσοδο σαν στοά  και τέσσερις άλλες μικρότερες. Εμπρός του ανοιγόταν μια στοά με κολώνες που στέγαζε  πολλά και διαφορετικά, ανοιχτά μαγαζιά, μικροπωλητές, μικροεπαγγελματίες, κυρίως μπαλωματήδες, ζητιάνους, σακάτες και μη, ενώ στο πεζοδρόμιο μπροστά της ήταν παρκαρισμένα δεκάδες μηχανάκια, κάτω από μια δεντροστοιχία με πολύ ψηλά δέντρα που σκίαζαν τον κεντρικό αυτό δρόμο. Πάνω από τη μεγάλη, κεντρική πύλη του οικοδομήματος που ήταν στολισμένη με ένα τεράστιο αστέρι και πολλές ασημο-χρυσαφιές γιρλάντες, μια  μεγάλη  ταμπέλα έγραφε «Central Municipal Market of Mapusa» στην Αγγλική και κάτι ανάλογο, υπέθεσα, στα  τοπικά Ινδικά. 

Ο Giogio βγήκε από το μαγαζί και μου είπε να τον ακολουθήσω. Μπήκαμε στην κεντρική είσοδο-στοά της Δημοτικής αυτής Αγοράς. Δεξιά στον εισερχόμενο, ήταν στημένη με τις ανάλογες κούκλες μια τεράστια αναπαράσταση της Γέννησης του Χριστού μέσα στη φάτνη, η οποία υπολόγισα ότι κάλυπτε πάνω από 50 τ.μ. Κάτω άμμος, φοίνικες, οι μάγοι, η Παναγία, ο Ιωσήφ, το θείο βρέφος, οι άγγελοι, οι βοσκοί, κάπως μικρότερα από φυσικό μέγεθος, όλα λίγο στραπατσαρισμένα και σκονισμένα, υπέθεσα από τη μακροχρόνια, ετήσια, εορταστική χρήση τους. Εμπρός από αυτή την αναπαράσταση ήταν στημένα τραπεζάκια  με μπλοκ κουπονιών πάνω τους, διακοσμημένα με έντυπα αστεράκια, καμπανούλες, άη-Βασίληδες, καθώς και άλλα σαν λαχνοί, λαχεία, λόττο, ξυστά κ.λπ. με κάποιους νεαρούς στημένους πίσω τους να τα πουλάνε.

Απέναντι από αυτά, ο τοίχος στ’ αριστερά αυτής της εισόδου-στοάς ήταν ολόκληρος διακοσμημένος με μια μόνιμη, ανάγλυφη παράσταση σε στυλ σοσιαλιστικού ρεαλισμού, βαμμένη όλη σε έντονο ροζ χρώμα: μια γυναίκα ολόσωμη, με μεγάλα βυζιά, κάτω από την ανασηκωμένη φούστα τής οποίας πρόβαλλαν φρούτα και λαχανικά ωσάν το κέρας της Αμαλθείας,  και δίπλα της, όρθιος, ένας άνδρας αγρότης. Κάτω, παντού ήταν ακουμπημένα κάτι μακρόστενα ξύλινα πανό ζωγραφισμένα  με διάφορα ερωτικά και άλλα θέματα, σαν κομμάτια από θεατρικά σκηνικά, που εκείνη τη στιγμή δεν γνώριζα αλλά αργότερα θα καταλάβαινα τι ήταν. 

Μπαίνοντας από την είσοδο στο εσωτερικό, ανοιγόταν ένας μεγάλος, υπαίθριος χώρος  που είχε δύο ή τρεις σειρές παράλληλων, ξύλινων ή χτιστών, κτιρίων που στέγαζαν όλες, μπρος και πίσω, διάφορα μαγαζιά ενώ στα ενδιάμεσα, παντού, κάτω στο χώμα ή πάνω σε πάγκους ήταν απλωμένες κάθε είδους πραμάτειες.  Ένας λαβύρινθος από δρομάκια, ανάμεσά τους με εκατοντάδες  ημιϋπαίθρια μαγαζάκια, μικροπωλητές  και άλλους που πουλούσαν τα πάντα, ανακατωμένα ή και με κάποιες στοιχειώδεις ομαδοποιήσεις: κρεαταγορά, ψαραγορά (φρέσκων και αλατισμένων), αλλαντικά,  αγορά ψωμιών, μπαχαρικών, λαχανικών, σιτηρών, καλαμποκιού, υφασμάτων, σχοινιών (χειροποίητων, από κάνναβη), σπάγγων, κεραμικών, λουλουδιών κ.ά. που σε πρώτη προσέγγιση μου φάνηκε απίστευτος. Μέσα από διαδρόμους που δεν χωρούσες να περάσεις από τις απλωμένες πραμάτειες και τον κόσμο, ο ξενοδόχος με οδήγησε σε ένα από τα ανοιχτά, στεγασμένα μαγαζιά. «Εδώ θα ρωτήσεις για μαγιό», μου είπε. Τον ευχαρίστησα, του είπα ότι δεν ήθελα να τον καθυστερώ άλλο από τις δουλειές του και ότι θα επέστρεφα μόνη μου στα μπανγκαλόους  με ταξί ή ρίκσο και έφυγε.


Goa, Mapusa, Ιάν.  1998. Σκαρίφημα κάτοψης Δημοτικής αγοράς, από το χειρόγραφο ημερολόγιό μου.

Βρήκα ένα κάπως απαίσιο εμπριμέ, με μοβ λουλούδια σε μαύρο φόντο,  μαγιό που υπέθεσα ότι θα μου μπαίνει και το πλήρωσα 2000 ρουπίες. Μετά ξεκίνησα την περιπλάνηση μέσα σε αυτή την αγορά. Φωτογράφιζα και αγόρασα και κάποια πράγματα που μπορούσα να εντοπίσω και να επιλέξω μέσα σε αυτή την απίστευτη ποικιλία και ποσότητα των ειδών που δεν είχαν τουριστικό χαρακτήρα γιατί προορίζονται για τους  κατοίκους της πόλης όσο και των γύρω χωριών, αφού η Μapusa είναι ένα είδος τοπικής πρωτεύουσας.   Πήρα φτηνά μικροπράγματα, ψευτο-κοσμήματα, γυάλινα βραχιόλια , σκουλαρίκια κ.ά., που συμπληρώνουν το ντύσιμο των Ινδών γυναικών με σάρι, καθώς και δυο ολόκληρες, φτηνές επίσης,   φορεσιές  για τις κόρες μου, που επιτόπου μου έδειξαν και πώς φοριούνται: το μακρύ σάρι, την εσωτερική  φούστα όπου και το στερεώνουν, το «τσόλι» (το  κοντομάνικο, κοντό μπλουζάκι  που φοριέται κάτω από το σάρι  αφήνοντας έξω την μέση).    Για το τελευταίο πήρα και ύφασμα για να το ράψω εκεί σε κάποιον ράφτη, αφού δεν βρήκα  έτοιμο, ραμμένο στο μέγεθός μου.    Βρήκα επίσης κάτι κομμάτια από παλιά, κεντημένα  σάρι  σαν ριχτάρια για στρώσιμο ή κρέμασμα τον τοίχο ή άλλα φτιαγμένα σαν πάζλ από κεντημένα, χειροποίητα κομμάτια από φορεσιές, όλα φθηνά σχετικά.


Ριχτάρι φτιαγμένο από χειροποίητα, κεντημένα κομμάτια από φορεσιές κ.ά.


Κομμάτι από κεντημένο σάρι, μέρος από  το άκρο του  που κρέμεται πίσω στην πλάτη, όπως το πουλούσαν στο παζάρι

.

Εντυπωσιάστηκα από το πλήθος των κάθε είδους αλατισμένων, λιαστών αποξηραμένων θαλασσινών, ψαριών ακόμα και γαρίδων,  που πουλιούνταν είτε μέσα σε καλάθια είτε χύμα, κάτω, πάνω σε εφημερίδες. Η πλειονότητα των μικροπωλητών κάθε είδους και δη των παστών ψαριών ήταν γυναίκες, κυρίως μεσήλικες καθισμένες ανακούκουρδα με τα σάρι τυλιγμένα στους μηρούς τους, ενώ τα «μαγαζιά» τα είχαν άνδρες ιδιοκτήτες αν και σε μερικά είχαν και γυναίκες πωλήτριες, κυρίως στα φαρμακεία.  Η ζέστη ανάμεσα σε όλο αυτό το κομφούζιο, τις μυρωδιές, τον κόσμο ήταν αφόρητη και βγήκα από την αγορά φορτωμένη με τα ψώνια για να κάνω μια βόλτα στην πόλη. Πίσω από την αγορά απλώνονταν χωράφια, έτσι βγήκα πάλι στον κεντρικό δρόμο και ανηφόρισα στον λόφο όπου είναι χτισμένη η πόλη. 

Σπίτια διώροφα, άλλα ινδικού και άλλα πορτογαλικού, αποικιακού στυλ. Όσο μπορούσα να κρίνω, με στεγασμένα μπαλκόνια που οι σκεπές τους στηρίζονται σε κάτι περίτεχνες, παχουλές κολόνες βαμμένες σε διάφορα χρώματα, συχνά κλεισμένα και με σιδερένια κιγκλιδώματα. Συνάντησα μια γυναίκα με ένα μωρό στην αγκαλιά που από ότι είχα αντιληφθεί πρέπει να ήταν από το Ρατζαστάν, κρίνοντας από την  χαρακτηριστική, «γραφική» φορεσιά της, γιατί είχα δει και στο παζάρι και αλλού γυναίκες από εκεί να κατεβαίνουν στη Γκόα την τουριστική περίοδο και να πουλούν  κυρίως χειροποίητα υφάσματα, κεντήματα από τις φορεσιές τους κ.ά. Σε έναν παράλληλο προς τον κεντρικό, δρόμο, ήταν περιτοιχισμένα κτίρια, αποικιακού στυλ μέσα σε όμορφους κήπους που στεγάζουν διάφορες κοινωφελείς υπηρεσίες της Καθολικής  Εκκλησίας  (ιατρεία, κέντρα κοινωνικής φροντίδας για φτωχούς και ηλικιωμένους κ.ά.). Εκεί γύρω πρόσεξα ότι υπήρχαν μερικά γραφεία κηδειών και συμπέρανα ότι κάπου κοντά θα υπήρχε νεκροταφείο και ήθελα να το δω. Πράγματι, σε λίγο είδα έναν περιμαντρωμένο χώρο με όμορφη, αποικιακού στυλ πόρτα. Επρόκειτο για νεκροταφείο καθολικών,  κρίνοντας από την ταμπέλα και τους σταυρούς. Από την καγκελόπορτα μπόρεσα να δω μια μικρή χαριτωμένη εκκλησία και μερικά μνήματα αλλά ήταν κλειδωμένη και δεν μπόρεσα να μπω, ούτε να φωτογραφίσω γιατί το φιλμ που είχα στη μηχανή είχε τελειώσει  και δεν είχα άλλο μαζί μου.

Η ζέστη ήταν φοβερή, παρόλ’ αυτά συνέχισα την περιήγησή μου. Στο τέλος του δρόμου μια άλλη , ψηλή μάντρα περιέκλειε έναν μεγάλο κήπο με μια καθολική εκκλησία στο κέντρο και κτίσματα, κάτι σαν θρησκευτικό ίδρυμα ή μοναστήρι, μου φάνηκε. Απέναντί του, σε ένα ύψωμα υπήρχαν μερικά ξυλουργεία, απ’ όσο έκρινα από τους σωρούς κομμένων ξύλων και κορμούς δέντρων. Πάνω σε έναν τέτοιο σωρό, στη σκιά ενός πανύψηλου δέντρου, ένας γέροντας και ένας νεότερος άνδρας είχαν ξαπλώσει και κοιμόντουσαν.

Κάνοντας τον γύρο του υποτιθέμενου  «μοναστηριού», κατάλαβα ότι βρέθηκα στην αρχή του κεντρικού δρόμου, που εδώ είχε χωράφια δίπλα του, μονοκατοικίες με κήπους, λίγα μαγαζιά και λίγους περαστικούς. Σε ένα χωράφι ανάμεσα στα σπίτια, σκιασμένο από ψηλούς κοκοφοίνικες, είδα κρεμασμένο  στον κορμό ενός από αυτούς  ένα μεγάλο ανδρικό, ανθρώπινο ομοίωμα, ντυμένο ευρωπαϊκά, κάτι σαν τα δικά μας σκιάχτρα. Παραγεμισμένο με καλάμια και χορτάρια, είχε ανοιγμένα τα χέρια και τα πόδια, κεφάλι με καπέλο και ζωγραφισμένο πρόσωπο.  Αναρωτήθηκα αν ήταν όντως σκιάχτρο και λυπήθηκα που δεν είχα φιλμ να το φωτογραφίσω. [Λίγες ημέρες αργότερα, το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, ξαναείδα αυτό το «σκιάχτρο» καθιστό σε καρέκλα στο κέντρο των χωριών με ένα παιδί δίπλα του που κρατούσε ένα κύπελλο μέσα στο οποίο οι περαστικοί  έριχναν χρήματα. Έμαθα από τον ξενοδόχο, τον  Giogio, ότι το ονομάζουν “The old man” και συμβολίζει τον παλιό χρόνο.  Όταν  μπει ο καινούργιος χρόνος του βάζουν φωτιά και εκπυρσοκροτούν τα πυροτεχνήματα με τα οποία είναι παραγεμισμένος. Φτιάχνουν πολλά τέτοια εκείνη την ημέρα σε όλα τα γύρω χωριά. Μου θύμισε τον ανάλογο ένα «Ιούδα» που καίμε εμείς το Πάσχα και δη αυτόν που κρεμούν στο καμπαναριό της «Καθολικής» στη Γαστούνη, που είχα φωτογραφίσει πριν λίγα χρόνια. Ωστόσο αργότερα είδα σε χωράφια και «σκιάχτρα» σαν τα δικά μας].

Προχώρησα με το κεφάλι μου έτοιμο να σπάσει από τον ήλιο και τη ζέστη, παρατηρώντας ωστόσο όμορφες, καθαρές αυλές σπιτιών με λουλούδια, γυναίκες να σκουπίζουν, άλλες να ταζουν μωρά, άλλες να κουβεντιάζουν με γειτόνισσες, μέχρι που έφτασα πάλι στο πολύβουο κέντρο. Παρόλες τις πολιτισμικές διαφορές, εδώ στην επαρχία  ένοιωθα οικεία, άνετα σαν να ήμουν στην Ελλάδα, μόνο αρκετά χρόνια πιο πίσω, ίσως, σε κάποια πράγματα.  Ακολουθούμενη από διάφορους επαίτες μπήκα στο πάρκιν των ταξί όπου με τραβολογούσαν οι ταξιτζήδες να πάρω το δικό τους ταξί. Συμφώνησα, αφού παζάρεψα  (! ώστε να είναι η τιμή σύμφωνη με αυτήν που μου είχε πει ο Σάββας ότι έπρεπε) με έναν από τους οδηγούς των ρίκσο  την τιμή για να με μεταφέρει στην Calangute , μπήκα στο ζεματιστό από τον ήλιο, πλην ευτυχώς ανοιχτό,  ρίκσο του και φύγαμε.

Στα μπαγκαλόου, έδειξα στον Σάββα (που είχε ήδη ανησυχήσει γιατί είχα αργήσει κάπως) τα ψώνια μου που τα ενέκρινε και ως προς τις τιμές, ότι δεν με είχαν πιάσει κορόιδο, όπως είπε. Δοκίμασα το μαγιό το οποίο αν και κάπως στενό,   μου έκανε τελικά και το άφησα φορεμένο για να πάμε για μπάνιο. Ο Σάββας όταν με είδε με το μαγιό, αφού παίνεψε το συμμετρικό, πλην παχουλό σώμα μου, επανήλθε με επιμονή στο θέμα του μασάζ και της υγιεινής διατροφής που θα με έκαναν να χάσω κιλά, τονίζοντας ότι βέβαια δεν ήμουν άσχημη όπως ήμουν αλλά ότι θα μπορούσα να γίνω, κατά τη γνώμη του, καλλονή (!)  και κατάλαβα ότι το είχε σοβαρά σκοπό να με κάνει να επιστρέψω στην Ελλάδα αγνώριστη.  Συμφώνησα τελικά μαζί του, αφού του είπα ότι δεν θα το παίρναμε και κατάκαρδα, έτσι κι αλλιώς μου είχε κοπεί και η όρεξη από την πολλή ζέστη.

Από τις μέχρι τώρα συζητήσεις μας, τη διάθεσή του, την ηλικία του,  και από το περιβάλλον εδώ στην Calangute  είχα βέβαια καταλάβει ότι θα κάναμε διακοπές  ξεκούρασής του, χωρίς περιηγήσεις, εξόδους κ.λπ. Παρά τα όσα μου αφηγούνταν  εμπιστευτικά και για πρώτη φορά (που υπερέβαιναν και τα όσα θρυλούνταν για αυτόν ή είχα εγώ φανταστεί)  σε μια εκ βάθους εξομολόγηση, για την τρελή ζωή, τα ξενύχτια, τα πολυήμερα πάρτι, τα ξεφαντώματα με τις πολυεθνικές παρέες, τις ερωτικές σχέσεις του,   τα χασίσια, τα ταξίδια σε όλη την Ινδία, στο Μπαγκλαντές, μέχρι και στο Θιβέτ,  όσο έμενε Ινδία, τον έβλεπα ότι είχε πλέον κουραστεί και ότι τώρα ήθελε να αράξει, να χαλαρώσει, να κάνει τα μπάνια του, χωρίς πολλές εντάσεις και μετακινήσεις. Εκτός, σκεφτόμουν, και αν  η δική μου παρουσία τον έκανε να μην επιδίδεται στις παλιές του συνήθειες και ότι όταν θα έφευγα εγώ στα μέσα του Γενάρη θα εύρισκε και πάλι το ρυθμό του και τις παρέες του -και βέβαια δεν είχα παρά να το σεβαστώ.  Από την άλλη, αποφάσισα , μετά και την περιήγησή μου στη Mapusa,να κάνω μόνη μου κάποιες περιηγήσεις, να κυκλοφορώ στο χωριό, αντί να κάθομαι όλη μέρα στη θάλασσα και καθώς δεν είχα κάποιον δικό μου να ανταλλάσσω κουβέντες   για όσα βίωνα, θα τα κατέγραφα στο ημερολόγιο, αν και λυπόμουν που δεν είχα μαζί μου μαγνητόφωνο να καταγράφω τις συναρπαστικές, από πολλές πλευρές ενδιαφέρουσες, αφηγήσεις του Σάββα...

Παραλία Calangute 

Περνώντας από ένα σύντομο μονοπάτι ανάμεσα στις μπουκαμβίλιες και από μια σειρά αρμυρίκια, βγήκαμε στην παραλία. Απέραντη, πολύ φαρδιά, αμμουδερή, απλώνεται από μια κατάφυτη, λοφώδη χερσόνησο στο βορρά μέχρι όσο μπορούσα να δω προς το νότο. Προς την ξηρά, ανατολικά, την κρύβει από το χωριό, τα μαγαζιά, τα ξενοδοχεία,  ένα συνεχές δάσος από αρμυρίκια, φοίνικες και άλλα τροπικά δέντρα. Εμπρός μας, στα δυτικά, απλωνόταν η απέραντη Αραβική Θάλασσα. Γκριζογάλανη, απλώνει τα  βουερά, βαριά, μεγάλα της κύματα πάνω  στην αμμουδιά. Ο βουερός ήχος τους σε συνδυασμό με τα κρωξίματα των κορακιών, ήταν ηχητική υπόκρουση στις μέρες  και τις νύχτες μας. Αυτή είναι άραγε μια από τις περίφημες παραλίες της Goa, σκεφτόμουν, όπου πολλοί διάσημοι, χίπηδες και μη, καλλιτέχνες, μουσικοί (μεταξύ των οποίων και οι Beatles) έκαναν τα μπάνια τους, σκέψη που μου την επιβεβαίωσε ο Σάββας (βρεβρεβρε, τσσσς, ποια είμαι εγώ! αυτοσαρκάστηκα). Η παραλία ως προς το μήκος της και την αμμουδιά μου θύμιζε την παραλία «Πετρέλαια» ή “Golden Beach” κάτω από το κάστρο Χλεμούτσι στην Ηλεία αλλά η θάλασσα, ένας ωκεανός στην πραγματικότητα ανάμεσα στην Αφρική και την Ινδία, δεν μου φαινόταν τόσο γαλάζια και φιλική όσο το Ιόνιο Πέλαγος, ούτε βέβαια υπήρχε εκείνη η διαύγεια της ατμόσφαιρας… 

Έστρωσα στην άμμο το βαμβακερό χράμι που είχα μόλις αγοράσει στη Mapusa και ξαπλώσαμε.  Ο Σάββας μπήκε πρώτος στη θάλασσα και εγώ έμεινα να παρατηρώ τριγύρω. Πίσω μου, μπροστά από το συνεχές δάσος και ανάμεσα σε αυτό και την παραλία, ήταν αραδιασμένα πρόχειρα καφενεία- μπαρ- εστιατόρια,  σε καλύβες, κανένα κτίσμα,  φτιαγμένες από μπαμπού και τα πλεγμένα φύλλα κοκοφοίνικα, που αποτελούνταν από ένα σκεπαστό με ψάθες κυκλικό ή τετράγωνο είδος μεγάλου «χαγιατιού» όπου καθόντουσαν οι πελάτες και πίσω μικρά δωμάτια, υπέθεσα χώροι παρασκευής εδεσμάτων, αποθήκευσης ποτών, νερού κ.λπ. Μου θύμισαν έντονα τις καλαμένιες ή από φτέρες παραθεριστικές καλύβες που φτιάχναμε στην παραλία των Λεχαινών για ξεκαλοκαίριασμα και μπάνια, που πλέον έχουν μεταμορφωθεί εκεί  σε αυθαίρετα,  χτιστά σπίτια.


Ινδία, Γκόα, αμμουδιά. Βάρκες και ψαράδες που επιδιορθώνουν δίχτυα  (κάρτ-ποστάλ από τα κατάλοιπα του Σάββα μετά το θάνατό του)

Εδώ κι εκεί ήταν τραβηγμένες  πάνω στην αμμουδιά αρκετές  όμορφες, ξύλινες βάρκες, επιμήκεις με οξύρρυγχη, ανασηκωμένη κάπως,  πλώρη βαμμένη με διάφορα έντονα χρώματα ή παραστάσεις. Κατά μήκος του ενός πλαϊνού τους, όσο έβλεπα, ήταν προσαρτημένο με δύο κάθετα στην κουπαστή,  μακριά ξύλα ένα άλλο, χοντρό, επίμηκες ξύλο, παράλληλο με το κύριο σώμα της βάρκας, κάτι σαν στήριγμα ή παλαντζάρισμα του σκάφους στο νερό, υπέθεσα, καθώς δεν έβλεπα κάποιο να πλέει μέσα στη θάλασσα εκείνη τη στιγμή, για να κρίνω.

Δεν έβλεπα πολλούς να κολυμπούν στα γκρίζα νερά, κάτι λίγοι, ξένοι, όχι Ινδοί,  όρθιοι έξω-έξω, 2-3 το πολύ μέτρα από εκεί που σκάνε τα κύματα, όχι στα πιο βαθιά. Αρκετά μπουλούκια από  νεαρούς με μπρούτζινα, σκούρα κορμιά  Ινδοί,  που άστραφταν βρεμένα, τσαλαβουτούσαν στα ρηχά παίζοντας μπάλα, φωνάζοντας  και γελώντας και αναρωτήθηκα αν παιζόταν και κάποιο ερωτικό κάλεσμα προς τους τουρίστες, ανεξαρτήτως φύλου. Γιατί   εκατοντάδες  ροδοκοκκινισμένοι ή άσπροι σαν το γάλα ακόμα, άνδρες κυρίως, με περίτεχνα τατουάζ, ξυρισμένα κεφάλια ή μαλλιά «πινωμένα» σε κοτσίδια, στολισμένα με χάντρες και   κορδέλες, άλλοι με μακριές χαίτες ελεύθερες στο ελαφρύ αεράκι, βολτάριζαν ημίγυμνοι, με τα ελάχιστα ή μεγαλύτερα μαγιό τους ή πολύχρωμα παρεό στην παραλία ή λιαζόντουσαν ξαπλωμένοι σε πετσέτες ή ξύλινες πολυθρόνες-ξαπλώστρες. Σε αντίθεση, έβλεπα και ομάδες Ινδών ανδρών  αποτελούμενες από 10-12 άτομα, ντυμένους με σκούρα παντελόνια και ριχτά απέξω πουκάμισα με μακριά μανίκια να βολτάρουν πάνω-κάτω στην παραλία ξυπόλητοι, βρέχοντας τα πόδια τους. Αρκετοί από αυτούς περπατούσαν πιασμένοι, ανά δύο ή περισσότεροι,   χέρι-χέρι.

Δεν βρήκα λεπτό όμως για να παρατηρώ με την ησυχία μου, γιατί συνέχεια με πλησίαζαν, όπως όλους τους τουρίστες στην παραλία,  διάφοροι μικροπωλητές, ζητώντας με επιμονή ή και παρακάλια να πουλήσουν κάτι από τα προϊόντα που μετέφεραν. Ινδές με σάρι που μετέφεραν στην κορυφή του κεφαλιού του τεράστια καλάθια φορτωμένα τροπικά φρούτα, συχνά πολύ βαριά, όπως ανανάδες, κοκοφοίνικες, καρπούζια και άλλα, μικρότερα. Κατέβαζαν κάθε φορά το καλάθι από το κεφάλι τους για να δώσουν αυτά που πουλούσαν και μετά παρακαλούσαν τους πελάτες να τις βοηθήσουν να το ανεβάσουν πάλι στο κεφάλι τους. Άλλες φορούσαν μέσα σε εκείνη τη ζέστη μακριές, άχαρες φούστες και μακρυμάνικα, φαρδιά πουκάμισα σαν να ήθελαν να προστατευτούν από τον καυτό ήλιο, όπως οι εργάτριες στα δικά μας χωράφια. Άλλες πουλούσαν φτηνά μικρο-κοσμήματα, κολιέ, βραχιόλια, δαχτυλίδια, σκουλαρίκια  κ.λπ. απλωμένα πάνω σε μεγάλους δίσκους κρεμασμένους εμπρός στο σώμα τους. Άλλες ζητούσαν να σου ζωγραφίσουν με χένα περίτεχνα σχέδια στο σώμα,  ενώ άνδρες μόνο, Ινδοί, κυκλοφορούσαν με το ύφασμα υπό μάλης, ζητώντας να σου κάνουν μασάζ…   Σμήνη μικροπαίδια παρακαλούσαν για λίγες ρουπίες. Μερικά, όχι πάνω από 4-5 χρονών, ερχόντουσαν με σκελετωμένα ή παραμορφωμένα, μωρά στην αγκαλιά τους, αδέλφια τους ή όχι, τα οποία συχνά έκλαιγαν σπαραχτικά, ραγίζοντας την καρδιά σου…

Η τουριστική  και κοινωνικο-οικονομική αντίφαση στο μεγαλείο της, από ποιον να πρωτο-αγοράσεις και πόσα να πάρεις και από ποιους, σε πόσους να πρωτο-δώσεις… Ανάμεσα σε όλα αυτά κυκλοφορούσαν βεβαίως μέχρι το κύμα αγελάδες ανενόχλητες, τρώγοντας τα φλούδια από τα φρούτα που πετούσαν οι λουόμενοι, καθαρίζοντας ταυτόχρονα την παραλία. 

Μπήκα εντέλει για μπάνιο σε μια θάλασσα που βάθαινε απότομα, γκρίζα και θολή, δεν έβλεπα τίποτα μέσα στο νερό, με ελαφρό κυματισμό εκείνη την ώρα. Κολυμπώντας, είδα  να κολυμπούν στα ξέβαθα αγκαλιασμένα και κάποια παράταιρα, ηλικιακά,  ζευγάρια νεαρών Ινδών με μεγαλύτερες τουρίστριες αλλά και τουρίστες.  Μαθημένη από τις δικές μας θάλασσες, ανοίχτηκα κάθετα προς την παραλία, στα βαθιά και απομακρύνθηκα. Όταν γύρισα το σώμα μου και έστρεψα το βλέμμα μου προς την ακτή, είδα τον Σάββα όρθιο να κουνάει τα χέρια του ψηλά και να φωνάζει προς εμένα. Δεν άκουγα καλά τι έλεγε, αλλά κατάλαβα ότι ήταν αναστατωμένος και με καλούσε να βγω έξω. Περίεργη για το τι είχε συμβεί, άρχισα να επιστρέφω στην παραλία. Φτάνοντας άκουσα τον Σάββα να φωνάζει, έξαλλος, «Τρελάθηκες; Γιατί πήγες τόσο βαθιά;  Που νομίζεις ότι βρίσκεσαι, στην Κυλλήνη; Εδώ η θάλασσα είναι ωκεανός, επικίνδυνη, άσε που είναι γεμάτη καρχαρίες, μην ξαναπάς τόσο βαθιά, ποτέ!!!». Ωχ, δεν είχα σκεφτεί κάτι τέτοιο, όντως! Λέγοντάς του ωστόσο  ότι αντιδρά υπερβολικά, του υποσχέθηκα ότι δεν θα ξανακολυμπήσω στα βαθιά, αναλογιζόμενη και εγώ την αποκοτιά μου.



Ινδία, Goa, Calangute,  Ιανουάριος .1998. Με τις  φίλες μου πωλήτριες φρούτων στην παραλία. Στο βάθος μια από τις καλύβες εστιατόρια-μπαρ.  

Ξάπλωσα στην παραλία με το Σάββα δίπλα μου. Μας πλησίασε μια Ινδή, κάπως μεγαλοκοπέλα από αυτές με το πουκάμισο και το παντελόνι και τα μεγάλα καλάθια στο κεφάλι.  Αντί να ζητήσει να αγοράσουμε, ξεφόρτωσε το καλάθι,  κάθισε δίπλα στον Σάββα  πάνω στην άμμο και… του έπιασε κουβέντα: γέλια και εγκάρδια  καλωσορίσματα, ποια είμαι εγώ, κ.λπ., καθώς τον γνώριζε από τα προηγούμενα χρόνια του εκεί, βέβαια.  Στη συνέχεια, όσο έμεινα εγώ στη Γκόα, έπιασα φιλία με αυτή την κοπέλα  και την οικογένειά της, αφού την έβλεπα καθημερινά στην παραλία. Η οικογένειά της αποτελούνταν από την μάνα και άλλες δύο αδελφές, που όλες κυκλοφορούσαν, ανεξάρτητες μεταξύ τους, στην παραλία καθημερινά πουλώντας φρούτα και τις γνώρισα όλες. Η μάνα, μια πολύ σκουρόχρωμη  Ινδή σκελετωμένη, νευρώδης,  με πολύ ζαρωμένο πρόσωπο και μαύρα μάτια διαπεραστικά, χωμένα βαθιά στις οστεώδεις κόγχες τους και με λευκά, αραιά  μαλλιά, δεν πρέπει να ήταν τόσο πολύ γριά όσο  έδειχνε εκ πρώτης όψεως, όψη  που υπέθεσα ότι οφειλόταν στη δύσκολη ζωή της, γιατί κατά τα άλλα ήταν πανέξυπνη, ζωηρή, ομιλητική, αεικίνητη ολημερίς να πουλάει φρούτα στην παραλία, όπως και οι τρεις κόρες της.  Η εμφάνισή της αυτή ερχόταν σε αντίθεση και τονιζόταν, από ένα σε έντονο ροζ χρώμα βαμβακερό σάρι που φορούσε καθημερινά με κιτρινοπράσινες ρίγες στα τελειώματα , το οποίο είχε μόνιμα σχεδόν τυλιγμένο μαζί με την περιφέρεια τής εσωτερικής φούστας ανάμεσα στους, εμφανείς έτσι, νευρώδεις μηρούς και τις γάμπες της, για να μην την εμποδίζει στο περπάτημα στην αμμουδιά. Η μάνα  είχε ένα μόνο δόντι στην πάνω σιαγόνα της, το οποίο προβαλλόταν προεξέχοντας καθώς μιλούσε και κυρίως όταν γελούσε. Όταν την είχα πρωτο-συναντήσει να κάθεται  κατάχαμα, ανακούκουρδα σε ένα κοίλωμα της άμμου χωμένη κάτω από έναν θάμνο στο δρομάκι που οδηγεί προς τις καμπάνες μας, μου είχε φέρει στο νου τις τρεις γριές   του  μύθου του Περσέα στο δρόμο του για τη Μέδουσα που μοιραζόντουσαν ένα δόντι και ένα μάτι, στα χαρακτικά του Γραμματόπουλου στα «Κλασσικά Εικονογραφημένα»…  Δεν μπορούσα πάντως ποτέ να φανταστώ ότι αυτή η γυναίκα  ήταν 50 χρονών, δύο χρόνια μικρότερή μου, όπως με πληροφόρησαν οι κόρες της, και ντράπηκα για τα λίγα έστω, πάχη μου  που ενοχλούσαν τον Σάββα και για τις χαρισμένες τουριστικές διακοπές μου. Η μάνα ήταν οικογενειακά δεσπόζουσα στο εμπόριο στην παραλία μαζί με τις τρεις κόρες της,  ανύπαντρες, αν και σχετικά μεγαλωμένες  μάλλον για τα τοπικά γαμήλια δεδομένα, υπέθετα.  Ενημερωμένες για τα πάντα στο χωριό, τα κουτσομπολιά, τους τουρίστες και τα διαδραματιζόμενα στην παραλία, τα  μάθαινα έτσι και εγώ, το δυνατόν, στις καθημερινές κουβέντες μας  στη «νοηματική» και στην όπως-όπως Αγγλική γλώσσα. Παρόλη την κούραση ήταν ευγενικές και πρόσχαρες, καθόλου πιεστικές προς τους πελάτες και έπιαναν κουβέντα με όλους. Έδιναν πάντα από τα φρούτα που κουβαλούσαν στα παιδάκια που ζητιάνευαν.


Ινδία. Παράσταση "Κατακάλι" σε παραλία  (από τουριστική καρτ-ποστάλ) 

Μια άλλη «ατραξιόν» της παραλίας, με πρωταγωνιστές μικρά παιδιά ντυμένα περίεργα, φανταχτερά, με έντονα βαμμένα χείλη, χρυσόσκονη στα βλέφαρα, χρυσοστόλιστα ρούχα, που δυσκολεύτηκα αρχικά να αντιληφθώ αν είναι τα «κανονικά» ρούχα τους  ή αν για να τραβούν την προσοχή ή αν  «παίζουν»,  κάτι, κάποια αναπαράσταση. Μια μέρα είδα να με πλησιάζει ένα από αυτά τα παιδιά, 5-6 χρονών, ξυπόλητο, αλλόκοτα κάτ’ εμέ, ντυμένο. Φορούσε ένα παντελόνι με το ένα μπατζάκι πιο κοντό από το άλλο, πάνω στο οποίο ήταν ραμμένα διάφορα κουρέλια, σαν κρόσσια.  Στο πανωκόρμι φορούσε ένα είδος γούνινου γιλέκου, μισο-σχισμένο, ενώ εμπρός στο στόμα του είχε μια κατακόκκινη περίεργη μάσκα, φθαρμένη,   ωσάν να είχε πολύ φουσκωμένα κόκκινα χείλη, πάνω από το μέτωπο ένα χρυσό, κωνικό στέμμα από χαρτόνι με γούνινο φινίρισμα, τα μάτια βαμμένα έντονα με κιτρινόμαυρη σκιά. Από τον ώμο του κρεμόταν με ένα λουρί ένα αντικείμενο που έμοιαζε με τετράγωνο φυσερό, βαμμένο με διάφορα χρώματα.  Το παιδάκι στάθηκε μπροστά μου, τακτοποίησε καλά στη θέση της τη μάσκα-στόμα, έφερε μπροστά του το κουτί-φυσερό ανοιγοκλείνοντάς το με τα χέρια του σαν ακορντεόν, το οποίο έβγαζε μια  παραπονιάρικη,  κάπως στριγκή μουσική και άρχισε να τραγουδάει παράφωνα ένα είδος ψαλμού κάνοντας ταυτόχρονα υποτυπώδεις χορευτικές κινήσεις, σαν κουρδιστό παιχνίδι. Έμεινα άφωνη! Όσο το κοίταζα, κάτι μου θύμιζε η μάσκα και το όλο κουστούμι, μέχρι που τελικά κατάλαβα ότι το κουστούμι και δη η μάσκα πρέπει να αναπαριστούσε κάτι σαν λιοντάρι, και ο νους μου πήγε στον ινδουιστικό θεό Hanuman, μωρό, πολλές εικόνες του οποίου έβλεπα και μάλιστα μία από αυτές είχα αγοράσει στο παζάρι , στη Mapusa! Άρα, όπως και το επιβεβαίωσα αργότερα, αυτά τα παιδιά ήταν μικροί ηθοποιοί-τροβαδούροι που αφηγούνταν παραστατικά επεισόδια από τους βίους των θεών. Ινδία το μεγαλείο σου, σκέφτηκα καθώς έδινα στο παιδί μερικές ρουπίες που τις δέχτηκε με τη γνωστή υπόκλιση. Έμαθα ότι τέτοια θεάματα και από μεγάλους σε ηλικία "ηθοποιούς" είναι συνήθη.

 

Το ινδικό νόμισμα ρουπία, εδώ κοπής 1976
 

Τις Κυριακές στην  παραλία εκτός από τους συνήθεις τουρίστες, τις αντροπαρέες, τους πωλητές  και άλλους,  ξεπρόβαλλαν από τα χωριά, υπέθεσα, πολυμελείς οικογένειες Ινδών, μεγάλοι και μικροί,  που κατασκήνωναν ολημερίς κάτω από τα αρμυρίκια και τους κοκοφοίνικες. Εκεί κάθονται, τρώνε, κάνουν βόλτες στο ακρογιάλι, κοιμούνται το μεσημέρι και το βραδάκι φεύγουν. Η συντριπτική πλειονότητα δεν κολυμπούσαν, και οι γυναίκες ειδικά, έμπαιναν με τα ρούχα, σάρι ή παντζάμπι, μέχρι τα γόνατα στο νερό βρέχοντας τα ρούχα τους, έκαναν μερικά βήματα ή βοηθούσαν τα παιδιά να πλατσουρίζουν στα κύματα που σκάνε στην ακτή και έβγαιναν στην παραλία.

Κάτι άλλο που παρατήρησα στην παραλία τις ημέρες που ήμουν εκεί, ήταν ότι σχεδόν κάθε μέρα άλλαζε όψη. Και τούτο γιατί οι καλύβες-εστιατόρια-μπαρ, αναλόγως και την ώρα που κατέβαινα στην παραλία, ή είχαν εξαφανιστεί ή είχαν αλλάξει θέση και σχήμα. Ρώτησα τον Σάββα σχετικά και μου είπε ότι είναι, λέει, όλες παράτυπες και το κάνουν για την εφορία και για την αστυνομία, να μην τους πιάσουν, αλλάζοντας θέση, σχήμα και μαγαζάτορες!

Εν τω μεταξύ είχαμε μεταφερθεί σε άλλη καμπάνα, αυτή που προτιμούσε ο Σάββας. Ήταν χωμένη στις ανθισμένες μπουκαμβίλιες, ανάμεσα από τις οποίες βλέπαμε τη θάλασσα και ακούγαμε τον παφλασμό των κυμάτων. Απομονωμένη από τις υπόλοιπες, μπορούσες να αναπαυθείς στη μικρή βεράντα της χωρίς   να σε βλέπει ή να σε ενοχλεί κανείς, εκτός βεβαίως από τον μόνιμο φύλακα στα σκαλοπάτια της. Ήταν και πιο ζεστή από την προηγούμενη γιατί δεν την σκίαζαν ψηλά δέντρα και την έβλεπε  ολημερίς σχεδόν ο ήλιος. Όμως ο Σάββας ήθελε τον ήλιο και λιαζόταν όλη μέρα στη βεράντα ή στην παραλία, πασαλειμμένος με αντηλιακές κρέμες στο σώμα και αλλά και στο πρόσωπο, κάνοντας  μόνος του μασάζ για να μην κάνει ρυτίδες –και το είχε καταφέρει. Εγώ κρεμούσα από σχοινί στη βεράντα πετσέτες ή παρεό για σκιά και εκείνος τα αφαιρούσε. 


Ινδία, Γκόα, Calangute, Ιανουάριος 1998. Ο Σάββας  στη βεράντα του μπανγκαλόου.

Βιογραφικά -Αναμνήσεις 

Το βράδυ πήγαμε για φαγητό στο ίδιο μαγαζί και αφού φάγαμε πάλι ψητό ψάρι, επιστρέψαμε στις 10.00 μ.μ. και καθίσαμε στη βεράντα, εγώ λίγο ψυχοπλακωμένη, να  μαζευτούμε τόσο νωρίς στην μοναχική καμπάνα μας. Όμως ο Σάββας είχε διάθεση για κουβέντα, παραδόξως μιλούσε πολύ και μου άνοιγε την καρδιά του, αφηγούμενος  περιστατικά του βίου του. Με εξέπληξε το αριστερό παρελθόν του στη γερμανική Κατοχή και στον Εμφύλιο, που δεν γνώριζα. Τέλη της δεκαετίας του 30, είχε πάει (δεν μου είπε γιατί και πώς) από το Νιοχώρι της Κυλλήνης στην Ηλεία στη Βιέννη (!) όπου είχε πιάσει δουλειά σε φαρμακείο. Όταν ο Χίτλερ μπήκε στην Αυστρία και θα επέτασσε τους νέους στο στρατό, για να μην στρατευτεί, κατάπιε πίσσα και αρρώστησε βαριά, έτσι γλύτωσε τη στράτευση. Όταν συνήλθε κάπως, επέστρεψε πεζός από τη Βιέννη στο Νιοχώρι, κάνοντας και ένα είδος οτοστόπ σε ό,τι οχήματα μπορεί να κυκλοφορούσαν τότε και εν μέσω πολέμου! Στο Νιοχώρι οργανώθηκε, μέσω ενός εξαδέλφου του τσαγκάρη, στο ΕΑΜ και οργάνωσε διαδήλωση έφηβων στα Λεχαινά κατά των κατακτητών αλλά τη γλύτωσε, άγνωστο σε μένα πώς. Στο τέλος του Εμφύλιου, για να μην τον κατατάξουν στην Εθνοφρουρά, που καταδίωκε και αριστερούς, πυροβόλησε τα χέρια του, γι΄αυτό του έλειπαν τρία δάχτυλα και γλύτωσε τη στράτευση. Στην Κατοχή είχε αρραβωνιαστεί και μια όμορφη, μελαχρινή κοπέλα, την Χρυσοπηγή,  κόρη προσφύγων που έμεναν  στις Τζιτζιφιές, της οποίας  οι γονείς και η ίδια είχαν μείνει  κάποιους μήνες στο χωριό σε μακρινούς συγγενείς τους,  για να επιβιώσουν από την πείνα. Η Χρυσοπηγή τον λάτρευε, την θυμάμαι αμυδρά και εγώ, γιατί ο αρραβώνας «σύρθηκε» για δέκα περίπου χρόνια και είχε γίνει οικογενειακό θέμα τότε, μέχρι που τον διέλυσε ο γυναικοκατακτητής Σάββας. Μου έλεγε λοιπόν ότι παρόλο που η Χρυσοπηγή μετά παντρεύτηκε και απόκτησε οικογένεια, δεν έπαψε ποτέ να τον αγαπάει, ότι περνούσε πού και πού από το μαγαζί του στη Βαρβάκειο αγορά για να τον βλέπει ενώ τηλεφωνούσε ακόμα και τώρα, χήρα, στο μαγαζί όσο και στο χωριό που έμενε πιο πολύ πλέον ο Σάββας,   για να μαθαίνει νέα του, τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα. Τότε εγώ του είπα, "αφού και εσύ δεν παντρεύτηκες ποτέ και είσαι μόνος ενώ και η Χρυσοπηγή είναι μόνη και σε αγαπάει ακόμα, γιατί δεν της λες να συζήσετε;" Πήρε αυστηρό ύφος και κουνώντας πέρα δώθε απειλητικά το χέρι του, «τι λες», μου είπε, «αυτή πάει για γάμο, αποκλείεται»! Μετά δυσκολίας κρατήθηκα να μη σκάσω στα γέλια με τον αμετανόητο εργένη!

Με την ιστορία της Χρυσοπηγής  μου ήρθαν στο νου και του θύμισα τις δικές μου ημέρες στο Νιοχώρι, όπου πήγαιναμε τα αδέλφια μου  από τα Λεχαινάστο Νιοχώρι   στις διακοπές του καλοκαιριού και των Χριστουγέννων στα Ψυχογιέικα, στο σόι του πατέρα μου και ετεροθαλούς αδελφού του Σάββα. Εκεί το χειμώνα ήταν ο ήσυχος, γελαστός παππούς Μήτσος, που έλειπε σχεδόν όλη μέρα στα λίγα πρόβατά του και επέστρεφε  μαζί με τον τσοπάνη από τα «Αντριατέϊκα» χτήματα όπου τα σταύλιζαν το βράδυ. Καθόταν μαζί με τον τσοπάνη στο τζάκι, στην κουζίνα με το χωμάτινο δάπεδο και έτρωγαν το ζεστό φαγητό και το ψωμί ζυμωμένο και ψημένο στο χειροποίητο  φούρνο, όλα  από τα χέρια της γιαγιάς Ελένης… Που τα καλοκαίρια ο παππούς καθόταν δίπλα στο μακρύ, «μοναστηριακό» ξύλινο τραπέζι στο διάδρομο του σπιτιού με τις δύο πόρτες στο εμπρός και το πίσω άκρο του ορθάνοιχτες για δροσιά, με ένα νεροπότηρο με αραιωμένο, «κεκραμένο» με νερό κρασί δίπλα του, να το πίνει ήσυχος και αμίλητος γουλιά-γουλιά…Το τρικούβερτο γλέντι που γινόταν σε αυτό το τραπέζι το μεσημέρι στο πανηγύρι του χωριού, με τους περιηγούμενους  Ρομά να παίζουν στην πόρτα με ζουρνάδες και νταούλια...  Την γιαγιά Ελένη, «αρχηγό» επί της ουσίας της οικογένειας, αν και μη εγγράμματη. Πριν παντρευτεί τον χήρο παππού, με τα δύο ορφανά παιδιά τον πατέρα μου και τον μεγαλύτερο αδελφό του, είχε διατελέσει οικιακή βοηθός σε πλουσιόσπιτο σταφιδεμπόρων στην Πάτρα και είχαν δει τα μάτια της και αποκτήσει εμπειρία και σε «άλλο» τρόπο ζωής πέρα από τον αγροτο-κτηνοτροφικό του χωριού…  Αεικίνητη, δυναμική και τρυφερή, να ρυθμίζει με σύνεση και σιγουριά εκείνη τα πάντα στην οικογένεια, εσωτερικές και εξωτερικές δουλειές, και ταυτόχρονα να ξεγεννάει τις επίτοκες του χωριού και να φροντίζει τα νεογέννητα ως μαμή, , μοιρολογάει τους νεκρούς μαζί με άλλες στο χωριό, να θεραπεύει με γητειές και ξόρκια τους αρρώστους… Και τα καλοκαίρια να φυλάει ξέχωρα το «χειμωνικό»/καρπούζι για τον άλλο γιόκα της, τον αγαπημένο  Χρήστο να έλθει με άδεια πρώτα από τη στρατιωτική σχολή ως σπουδαστής και μετά με άδειες από την Πολεμική Αεροπορία, ως μόνιμος αξιωματικός…. Την νεαρή τότε μοναχοκόρη, την θεία Γιούλα, όμορφη, προκομμένη, γελαστή, να έχει υπνοδωμάτιο στολισμένο με ροζ κουρτίνες και τραπεζάκι- τουαλέτα με κρέμες, κάτι σπάνιο στο χωριό τότε -προς δικό μου θαυμασμό- να είναι συνδρομήτρια στον «Ταχυδρόμο» και να τον διαβάζει όλον όσο και άλλα βιβλία που έπαιρνε από τον πατέρα μου, με θυμό γιατί δεν την άφησαν, παρόλ’ αυτά΄να συνεχίσει σπουδές στο Γυμνάσιο που ήταν ο καημός της (και για να εκδικηθεί, όπως έλεγε, επέλεξε να μείνει ανύπαντρη διά βίου, όπως και ο Σάββας). Εκεί στην πίσω αυλή του σπιτιού έπαιζα ώρες ατελείωτες με ξαδέλφια , κυρίως τις συνομήλικες  Λίτσα και την Γιώτα και με άλλα παιδιά της γειτονιάς, γι' αυτό και προτιμούσα, πλην των άλλων να πηγαίνω πιο πολύ από ό,τι στους γονείς της μάνας μας μέσα στο ίδιο χωριό -και για να ξεφεύγω από τη δική της στενή επιτήρηση … Εδώ γέλασε ο Σάββας! 

Οι γονείς του Σάββα, παππούς και γιαγιά μου Μήτσος Ψυχογιός και η δεύτερη γυναίκα του Ελένη, το γένος Παγκάκη, μητριά του πατέρα μου.  Επάνω: στους αρραβώνες τους περί το 1920 και κάτω: οι ίδιοι  στα τέλη της δεκαετίας του 1950. 

Κυρίως όμως τις ωραιότερες καλοκαιρινές  αναμνήσεις από την παιδική μου ηλικία στην εξοχή, στην «Ξέχειλη», όπου τα περιβόλια και οι καλλιέργειες πιπεριού κ.ά, κηπευτικών (από τα οποία προμηθευόταν και ο ίδιος ο Σάββας επεξεργασμένα σε τουρσιά , με τη φροντίδα κυρίως της γιαγιάς Ελένης,   προϊόντα για το μαγαζί του στη Βαρβάκειο). Το μικρό «μετόχι», το πλίθινο μικρό σπίτι με το χαγιάτι, το μαγειρειό με το φούρνο, τη μεγάλη μουριά με την «τραγάτα»-δεντρόσπιτο, το πηγάδι, το αρτεσιανό με τρεχούμενο νερό για το πότισμα του πιπεριού και τη δεξαμενή με τα βατράχια και τις «μπουσάκλες» δίπλα στο λαγκάδι. Τη μεγάλη, σκιασμένη με κρεβατίνα  αυλή , με τα μοσχοβολιστά βασιλικά και όλων των ειδών τα καλοκαιρινά λουλούδια γύρω της, φυτεμένα και φροντισμένα από την θεία Γιούλα. Το αποκοίμισμα  με τα παραμύθια  και τον ύπνο έξω στο χαγιάτι, το πλατσούρισμα στη ρηχή δεξαμενή του αρτεσιανού με τα ανθισμένα ζαχαροκάλαμα γύρω του, όπου η γιαγιά Ελένη μας έφερνε κολατσιό με μελωμένα, ζεστά  τηγανόψωμα… Το διπλανό, συγγενικό μετόχι με τα πολλά ξαδέρφια και την τραγάτα πάνω στο πανύψηλο ευκάλυπτο, όπου σκαρφαλώναμε και παίζαμε, ερήμην των γονιών… Ή το κατέβασμα όλοι μαζί στην κοίτη του λαγκαδιού με την υγρή ακόμα λάσπη, από όπου παίρναμε έτοιμο τον πηλό για να φτιάξουμε μικροσκοπικά σκεύη, έπιπλα κλπ και να τα στεγνώσουμε στον ήλιο,  για τα παιχνίδια μας… 



Η θεία Γιούλα Ψυχογιού, όταν πρωτο-πήγε στην Αθήνα, αρχές δεκαετίας του 1960   και δούλευε στο μαγαζί του Σάββα στη Βαρβάκειο Δημοτική αγορά. 

Ένας Παράδεισος για μένα, αξέχαστος, είπα του Σάββα. «Εσύ», συμπλήρωσα, είσαι παρών στις αναμνήσεις μου  κυρίως από το πανηγύρι στο χωριό και στο σπίτι,  από την ζωή στην «Ξέχειλη» στο κτήμα απουσιάζεις, θα ήσουν στο μαγαζί ή γενικά στην Αθήνα, φαίνεται, δεν σε τραβούσε εσένα τότε η αγροτική ζωή, προτιμούσες το εμπόριο στην Αθήνα….» «Ε, ναι», μου λέει δεν έκανα  για αγρότης εγώ, ήθελα επαφή με κόσμο, νταβαντούρι».. «Πάντως να ξέρεις», του είπα, «τώρα που είμαστε οι δυο μας σου ομολογώ ότι εγώ δεν σου έχω συγχωρήσει το ότι πούλησες αυτό τον  παιδικό παράδεισό μου, αυτό  το χτήμα στην «Ξέχειλη» για τις επιχειρήσεις και τα γλέντια σου, έστω κι αν αγόρασες το διαμέρισμα στην Αθήνα για την θεία Γιούλα και σένα. Όταν το έμαθα, έκλαιγα, ήταν σαν να είχα χάσει την παιδική μου ηλικία …». «Είχα οικονομικά προβλήματα, τότε» μου είπε ο Σάββας, «δεν γινόταν αλλιώς, ελπίζω τώρα  με αυτό το ταξίδι να μου ξεθυμώσεις… »     « Τέλος πάντων», του είπα, «έτσι κι αλλιώς εκείνα τα χρόνια δεν γυρίζουν πίσω, για κανέναν μας και ίσως αν δεν είχες κρατήσει τότε με εκείνα τα χρήματα το μαγαζί, να  μην ήμουν εγώ τώρα εδώ μαζί σου, τότε όμως είχα στενοχωρηθεί πολύ, αφού μετά από χρόνια πήγα και φωτογράφισα, έστω κάπως ερειπωμένο, το μετόχι με το πηγάδι και τη μουριά, ό,τι είχε απομείνει,  για να το θυμάμαι»... (γενικά για τα μετόχια στον κάμπο της Ηλείας, βλ.  https://psychogiou.blogspot.com/2012/06/blog-post.html). 


Το πατρογονικό εξοχικό σπιτάκι, το "μετόχι", η μουριά και το πηγάδι  στην τοποθεσία  "Ξέχειλη" στο Νιοχώρι, το 1983, αφού είχε πουληθεί χρόνια πριν από τον Σάββα  σε άλλους. 

 Έφερα την κουβέντα και μου έλεγε, αποσπασματικά,  για την καθημερινή νυχτερινή ζωή του στην Αθήνα και αλλού, όσο και τις σχέσεις του με επώνυμους μουσικούς, τραγουδιστές και ηθοποιούς, όπως τον Μπονάτσο, τον Νταλάρα, τον  ηθοποιό και σκηνοθέτη Γιώργ0 Κοτανίδη  και άλλους, κάποιους από τους οποίους βλέπαμε, συχνά τον Γ. Κοτανίδη,  ενίοτε να φιλοξενεί τα καλοκαίρια στο χωριό.  Υπέθετα ότι οι καθημερινές σχεδόν, νυχτερινές του μουσικές περιπλανήσεις θα αφορούσαν μαγαζιά λαϊκά, της λεγόμενης  «κάτω νύχτας» όταν  αυτά ήταν στις δόξες τους, μια που έκανε στενή παρέα και με τον συγγενή μας, λαϊκό συνθέτη  Νιοχωρίτη Κώστα Ψυχογιό, συνεργάτη με τον Γιώργο Μανισαλή που είχε κάνει πολλές επιτυχίες με τον Κ. Καφάση,  αλλά και την Ρίτα Σακελλαρίου («ιστορία μου αμαρτία μου» κλπ).   

 Η αδελφή του Σάββα, θεία Γιούλα, εργαζόμενη μέχρι τα 80 χρόνια της  στο μαγαζί τους στη Δημοτική Βαρβάκειο Αγορά των Αθηνών, στη "Στοά Αθανάτων" (εδώ δεκαετία 1990)

Από τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του μαγαζιού του Σάββα στη Βαρβάκειο αγορά των Αθηνών, το 1959, ανέβηκε στην Αθήνα και η αδελφή του η θεία Γιούλα, που έμεινε ανύπαντρη επίσης από άποψη και δούλευε μαζί του στο μαγαζί, αφού προηγουμένως είχε επιχειρήσει να κάνει δική της επιχείρηση αγοράζοντας πλεκτομηχανή, και φτιάχνοντας πλεκτά είδη ρουχισμού.    Από τη δεκαετία του 1980 μάλιστα που ο Σάββας έμενε για μήνες στην Ινδία και μετά στο χωριό, το ημι-υπαίθριο, όπως όλα στην αγορά, όσο και πλούσιο σε εμπόρευμα και  πολυσύχναστο σε πελατεία αυτό μαγαζί, το κρατούσε σχεδόν μόνη της η θεία Γιούλα με σθένος και γλυκύτητα συνάμα μέσα στην ανδροκρατούμενη Αγορά, ανάμεσα στα χασάπικα.  Η θεία,  με την οποία συγκατοικούσαν, μου αφηγούνταν ότι κάθε βράδυ ο Σάββας έβγαινε για διασκέδαση στα νυχτερινά κέντρα με τις παρέες του. Επειδή όμως κολλούσε στο σώμα του η μυρωδιά από τα αλίπαστα, τη σαλαμούρα, τα τουρσιά που πουλούσαν αμφότεροι στο μαγαζί στη Βαρβάκειο αγορά, ο Σάββας για να απαλλαγεί από αυτή τη μυρωδιά και να κυκλοφορήσει με τέτοιες παρέες, έκανε κάθε βράδυ μπάνιο με «βαρικίνα» ένα είδος χλωρίνης που το χρησιμοποιούσαν τότε και για το λεύκασμα των ασπρόρουχων! Του το είπα και γελούσε, "ναι, αυτό έκανα, μου είπε, δεν έφευγε με τίποτ' άλλο αυτή η μυρωδιά τότε. Αλλά και η Γιωργία [η θεία Γιούλα, όπως την έλεγε ο Σάββας], φύλακας στο μαγαζί, δεν κολώνει, κάνει φοβερή δουλειά"!   «Αχ, βρε Σάββα, κρίμα που μας απομάκρυνες από αυτή τη νυχτερινή ζωή  σου", του είπα γελώντας, "εμένα θα μου άρεσε, άσε που θα με είχες προωθήσει και μένα να εκπληρώσω το όνειρο που είχα μέχρι τα 12-13 χρόνια μου να γίνω τραγουδίστρια και δη λαϊκή και σε πανηγύρια, αφού μου λέγατε όλοι ότι είχα ωραία φωνή!..» «Ευτυχώς να λες, που δεν έγινες!» μου  είπε επιτατικά, «δεν ξέρεις τι εστί νύχτα…». Του θύμισα και  τη θρυλική για το χωριό ιστορία, όταν μια χρονιά, καλοκαίρι, είχε επιστρέψει από την Ινδία στο χωριό μαζί με κάτι φίλους του Ρουμάνους ξεπεσμένους αριστοκράτες που τους φιλοξενούσε στο πατρικό και είχαν φέρει μαζί τους μια μαϊμού, με την οποία στον ώμο του κυκλοφορούσε μαζί τους ο Σάββας στο χωριό στα εστιατόρια κ.λπ., της φορούσαν μάλιστα πάνα-βρακάκι όταν είχε περίοδο...Ακόμα την αφηγούνται στο χωριό την ιστορία με χιούμορ  γιατί  στον Σάββα όλα επιτρέπονταν, ό,τι κι αν έκανε, τον αγαπούσαν όλοι, είναι ένα είδος θρύλου για το χωριό.  Το θυμήθηκε και μιλούσε με τρυφερότητα για το ζώο όσο και για εκείνους τους  φίλους του  με τους οποίους είχε εντωμεταξύ χαθεί...


Ο θείος  Σάββας δεξιά και τα αδέλφια του, ο θείος Χρήστος και η θεία Γιούλα σε οικογενειακό γάμο, τον Αύγουστο του 2012.

Του έλεγα πως οι πρώτες μου αναμνήσεις από εκείνον ήταν  μέσα δεκαετίας του 1950,  στο Νιοχώρι, στο πανηγύρι   να χορεύει, περίπου  3οχρονος, αφήνοντας πολλά χρήματα στα όργανα (ιδίως στο τοπικό "συγκρότημα" του Ανδραβιδαίου Γιαννακάκη με τραγουδίστρια την περίφημη "Βούλα", με ρεπερτόριο από δημοτικά, λαϊκά,  μέχρι αρχοντορεμπέτικα, ντυμένοι στα ασπρόμαυρα, με στυλ, α λα Μανώλη  Χιώτη και Μαίρη Λίντα), που ο ίδιος τους παράγγελνε, με μπόλικη "χαρτούρα", δίνοντας χρήματα δηλαδή,  να του παίξουν να χορέψει πρώτος δεξιοτεχνικά έναν χορό που τον έλεγε  "κοφτό" και πόσο τον θαύμαζαν όλοι σε εκείνο το χορό του...  Το καμάρι μου όταν με έβαζε πρώτη στο χορό και τους έλεγε να παίζουν το δημοτικό τραγούδι "Κόφ' την Ελένη την Ελιά γιατί τρελαίνεις τα παιδιά...".   Εγώ, μικρή 8-9 χρονών και θαρρετή, όσο και με το θάρρος που έπαιρνα από τις "χαρτούρες" του Σάββα και τη σχέση του με τους μουσικούς, σκαρφάλωνα στο πάλκο με την ορχήστρα και καθόμουν μπροστά από τα πόδια της τραγουδίστριας της Βούλας, που ήταν το ίνδαλμά μου. Την επομένη του πανηγυριού, αναποδογύριζα το μεγάλο, ξύλινο "σκαφίδι" μέσα στο οποίο έβαζαν το μούστο και ανέβαζα πάνω του τη δική μου "ορχήστρα" με τα πιτσιρίκια της γειτονιάς  με κρουστά όργανα κατσαρόλες και καπάκια, αυτοσχέδιες "κιθάρες", καδρόνια με σύρματα,  κ.ά., η αφεντιά μου βέβαια στο ρόλο της τραγουδίστριας με ένα τενεκεδένιο κουτί μπηγμένο σε ένα καλάμι για μικρόφωνο, να μιμούμαι την Βούλα! Το θυμάμαι,  ήσουνα διάολος, μου λέει ο Σάββας, ωραία εκείνα τα χρόνια στο χωριό... Θυμάμαι, μου λέει, που ήσουνα πολύ μικρή , 4-5 χρονών, πνεύμα αντιλογίας και πολυλογού.  Μια φορά η μάνα σου σε μάλωσε γιατί κάτι αντιρρήσεις τής έφερνες και σου έλεγε "βούλωστο μωρή, αυτό το στόμα πια, βούλωστο"!! Και εσύ της απάντησες "τα μπουκάλια βουλώνουνε"! Τι γέλια είχα κάνει τότε εγώ, τι αγκαλιές σου είχα κάνει και η μάνα σου με μάλωνε ότι σε κακομαθαίνω! Ααα, του είπα, γι' αυτό μου είχες πει, κάποτε, μικρή αλλά  το θυμάμαι πολύ καλά,  ότι "άσ' τες ρε, να λένε, δεν υπάρχει κόλαση ούτε παράδεισος, εδώ είναι όλα, μη σε τρομοκρατούνε"!  Με συμπαθούσες από τότε, του είπα εγώ και γελούσαμε.    

Ακούγοντας για την τόσο περιπετειώδη, αδέσμευτη ζωή του, σκέφτηκα ότι δεν μπορεί να ήταν άσχετη και με τον τρόπο που η μητέρα του, η γιαγιά Ελένη, αγωνίστηκε για να τον αποκτήσει, όπως μου είχε αφηγηθεί η ίδια πριν πολλά χρόνια, όταν της είχα πάρει συνέντευξη στο πλαίσιο και της λαογραφικής έρευνάς μου. Τον ρώτησα αν ήξερε τα «μάγια» που είχε κάνει η γιαγιά προκειμένου να τον φέρει στον κόσμο. «Μπα, δεν θυμάμαι να μου τα είχε πει», μου απάντησε, «θυμάμαι όμως ότι όταν έκανα τις διαολιές μικρός, μου έλεγε «τόσα μάγια έκανα για να σε γεννήσω, δεν έβγαινες κουβάρι μαλλί καλύτερα, να έχω να πλέκω κιόλας;!!». Γελάσαμε και του εξήγησα γιατί έκανε τα μάγια η γιαγιά. Η (πρακτική γιάτρισσα και μαμή) γιαγιά Ελένη, της οποίας φέρω και το όνομα, ήταν μητριά του πατέρα μου. Η μητέρα του πατέρα μου, η Γιαννούλα, είχε πεθάνει στην ισπανική γρίπη το 1918 , αφήνοντάς τον  3 ετών   ορφανό, καθώς και τον μεγαλύτερο αδελφό του. Τότε ο παππούς Μήτσος παντρεύτηκε μετά από λίγο διάστημα την  συγχωριανή του Ελένη, που ήταν η καλύτερη φίλη της πεθαμένης γυναίκας του, η οποία, συμπονώντας και τα ορφανά της φίλης της, δέχτηκε τον γάμο. Ήθελε βέβαια να κάνει και δικά της παιδιά. Όμως όσα παιδιά γεννούσε, μετά από λίγους μήνες σιγά-σιγά κιτρίνιζαν, αδυνάτιζαν και πέθαιναν σαν «στριγγλιασμένα», όπως έλεγαν τότε, ότι δηλαδή τα είχαν «πιάσει»  οι «Στρίγγλες» γυναικείες δαιμονικές, θανάσιμες δυνάμεις που «ρουφούσαν» την υγεία των μικρών παιδιών και πέθαιναν. Στην πραγματικότητα όμως, το ζευγάρι των γονέων, και η μάνα και ο πατέρας,  είχαν αμφότεροι  «στίγμα» μεσογειακής αναιμίας  στο αίμα, εξ αιτίας του οποίου  συνδυαστικά πέθαιναν τα παιδιά, με αυτά τα συμπτώματα. Τότε δεν ήταν σε θέση να το γνωρίζουν αυτό επιστημονικά  οι χωρικοί, οπότε απέδιδαν τους θανάτους σε «απόξω» δαιμονικές δυνάμεις, Λάμιες, Νεράιδες κα Στρίγγλες.   Απελπισμένη η γιαγιά μετά από 2-3 θανάτους των μωρών της και μην έχοντας γιατρό, απευθύνθηκε σε, διάσημους,  μάγους: τον τοπικό μάγο-σαμάνο στην κοντινή Βάρδα και στην  περίφημη μάγισσα Ναούμ στην πιο μακρινή  Ναύπακτο, περίφημοι αεκίνη την εποχή και οι δύο με πολλούς να προσφεύγουν σε αυτούς για ποικίλα θέματα υγείας, ερωτικά, "δεσίματα" κ.ά. Μετά από πολλές μαγικές τελετουργίες που μου αφηγήθηκε (σε συνέντευξη και στο πλαίσιο  της εθνογραφικής έρευνάς μου)  η γιαγιά, τόσο στο χώρο των μάγων όσο και στο σπίτι της  και πίνοντας  φαρμακευτικά ιδιοσκευάσματα των μάγων κατά την εγκυμοσύνη της, στο τέλος, όταν πλησίαζε η γέννα, η μάγισσα Ναούμ της Ναυπάκτου της έδωσε και ένα «λυκόστομα», τον σκελετό με τις ανοιχτές σιαγόνες ενός λύκου, ώστε να περάσει η μαμή το έμβρυο πρώτα μέσα από αυτό καθώς θα έβγαινε, στον τοκετό! Έτσι γεννήθηκε μέσα από το «λυκόστομα» και επέζησε ο Σάββας! Του το έλεγα και γελούσε, «τι να έκανε η καημένη η γριά εκείνα τα χρόνια χωρίς γιατρούς», μου είπε ο ορθολογιστής  Σάββας, μισο-θαυμαστικά, μισο-απορριπτικά  για τις μαγικές διαδικασίες… Στην πραγματικότητα βέβαια, είχε πλέον εξασθενήσει το «στίγμα» λόγω των προηγηθέντων θανάτων και επέζησε τόσο ο Σάββας, όσο μετά και δύο αδέλφια του ακόμα. «Έτσι εξηγούνται όλα, λοιπόν» του είπα γελώντας και γελούσε και αυτός. Εδώ που είμαστε, στην Ινδία, αυτά ή παρόμοια μαγικά λαϊκά θεραπευτικά, γίνονται ακόμα βέβαια, του είπα, ίσως γι' αυτό να σε τραβάει!"... 

Με αυτή την μεγάλη κουβέντα και τις αναμνήσεις πέσαμε για ύπνο. Κατά τα μεσάνυχτα είχε αρχίσει να ακούγεται από κάπου πολύ κοντά μας, πίσω από την καμπάνα μια πολύ δυνατή, εκκωφαντική ρυθμική μουσική, ντάπα-ντούπα, ντάπα ντούπα που χτυπούσε στο στομάχι μου συνοδευόμενη από ρυθμικά ουρλιαχτά και που σε συνδυασμό με τη ζέστη, δεν μας άφηνε να κοιμηθούμε. Ο Σάββας στριφογύριζε στο κρεβάτι του βρίζοντας  «τους π@στηδες, αυτό το πράμα δεν έχει ξαναγίνει, θα μας μουρλάνουνε, αν συνεχίσουν έτσι και τις άλλες ημέρες, θα φύγουμε από ΄δώ»! Εγώ αναρωτιόμουν πώς τα λέει αυτά και αγανακτεί, αφού όπως μου είχε πει, σε όλα αυτά τα (16!) χρόνια που ξεχειμώνιαζε στην Ινδία είχε λάβει μέρος και ο ίδιος σε ανάλογα, πολυήμερα, οργιώδη πάρτι σε παραλίες, κέντρα και σπίτια με αντίστοιχες μουσικές, παρέες και συμπεριφορές, ουσίες, ποτά κλπ, σε σημείο να με έχει σοκάρει με αυτά που άντεχε να κάνει ιδίως όταν ήταν  προχωρημένη η  ηλικία του! 

Το μασάζ


Ινδία, Γκόα, Calangute, Ιανουάριος 1998. Ο Σάββας (δεξιά)  στη βεράντα του μπανγκαλόου, με τον μασέρ  Babu

Προς τα χαράματα μας πήρε λίγο ο ύπνος. Ξυπνήσαμε από τις φωνές όσων είχαν ξεκινήσει την ημέρα τους όσο και από τα γνωστά μου πλέον κρωξίματα των κορακιών αλλά και το κελάηδημα κάποιων μικρών μικροσκοπικών πουλιών που δεν γνώριζα. Είχα πονοκέφαλο από το ακούσιο ξενύχτι πίνοντας καφέ στη βεράντα, όταν εμφανίστηκε ο κοντοδέματος μασέρ που προτιμούσε ο Σάββας.  Εμένα δεν μου πολυ-γέμιζε αυτός το μάτι, μου φαινόταν βλοσυρός και κάπως βρώμικος, πόσο μάλλον που όταν έβγαλε το βρώμικο πουκάμισο που φορούσε, φάνηκε από κάτω μια σκούρα φανέλα με τρύπες και κάτι λεκέδες, σαν από αίμα, πάνω της, που μ’ έκανε ν’ αηδιάσω. Σαν να κατάλαβε την απέχθειά μου ο Σάββας, «μην έχεις πρόβλημα», μου είπε, «είναι πολύ καλός μασέρ, έχω δοκιμάσει πολλούς εγώ, καλό παιδί, δεν είναι πονηρός και έτσι, κάνει τρομερό μασάζ σου λέω, τον είχα πέρσι». «Κάνε εσύ πρώτος τότε μασάζ» του είπα. Όσο έκανε μασάζ μέσα στο δωμάτιο ο Σάββας, εγώ έξω στη βεράντα προσπαθούσα να υπερνικήσω τις αναστολές μου, βλέποντας μάλιστα τον Σάββα σχεδόν γυμνό πάνω στο κρεββάτι, όσο και την απέχθεια που μου είχε προκαλέσει ο συγκεκριμένος μασέρ. Τελικά νίκησε η επιθυμία μου να δοκιμάσω το περίφημο μασάζ που είχα ακούσει από την ξαδέρφη μου την Έφη που είχε κάνει στο ταξίδι της εδώ, όσο και από  τα λεγόμενα του Σάββα για το πόσο καλό θα μου έκανε και πόσο θα αδυνάτιζα σε  συνδυασμό με την τα μπάνια και ψαροφαγία στην οποία με είχε υποβάλει εδώ…


Ινδία, Γκόα, Calangute, Ιανουάριος 1998. Ο Babu επί το έργον στο σώμα του Σάββα.

Όταν τελείωσε ο Σάββας, ξάπλωσα και εγώ στο κρεβάτι, πάνω σε μια πρόσθετη, χοντρή βαμβακερή πετσέτα που είχα πάρει στη Βομβάη επί τούτου, γυμνή, μόνο με το βρακί. Ο μασέρ μού συστήθηκε ως Babu και τράβηξε από πάνω μου το σεντόνι με το οποίο είχα φροντίσει να σκεπαστώ, κατεβάζοντας ταυτόχρονα και το βρακί μου ώστε να καλύπτει όσο το δυνατόν λιγότερα από το γυμνό σώμα μου. Τι να έκανα, το πήρα κι εγώ απόφαση, σκεπτόμενη ότι για αυτόν δεν ήμουν παρά ένα σώμα, σάρκα (μπόλικη) που έπρεπε να μαλάξει, να δουλέψει, να πλάσει σαν ζυμάρι… Έκλεισα λοιπόν τα μάτια μου και αφέθηκα, όσο μπορούσα χαλαρά, στα όντως δυνατά και επιδέξια χέρια του. Αφού με άλειψε με ένα λάδι, έκανε, αρχίζοντας από το πίσω μέρος του σώματος,  μασάζ μεθοδικό, δυνατό, δουλεύοντας όλους τους μυς, κάνοντάς με να νιώθω τα κόκαλά μου ένα-ένα. Καμιά σχέση με ηδονή και «μυρμηγικιάσματα», εκεί μάλιστα που το λίπος ήταν συμπαγές και τα νεύρα μου δεμένα σαν κόμπος, πονούσα. Η αμηχανία μου μεγάλωσε όταν μου είπε να γυρίσω ανάσκελα (turn!)  γιατί νόμιζα ότι θα μου έκανε μασάζ μόνο στο πίσω μέρος του σώματος, όπως και το είχε κάνει, από το κεφάλι ως τα πέλματα. Γύρισα λοιπόν, και εκείνος προχώρησε ακάθεκτος και επιδέξιος να κάνει μασάζ στα μαλλιά, στο πρόσωπο, στο στήθος, στην κοιλιά, στους μηρούς ως κάτω και στα δάχτυλα των ποδιών μου. Δούλευε μεθοδικά, αμίλητος,  ιδρωκοπώντας, προσέχοντας μάλιστα να μη με ακουμπήσει με άλλο σημείο του σώματός του εκτός από τις παλάμες και τα  δάχτυλά του. Θυμόμουν τη φράση που συνήθιζε να λέει ο Σάββας, «πάει, ξεφτιλιστήκαμε!»  και μου ερχόταν να γελάσω, μέσα στην αμηχανία μου, ωστόσο παρά τη δύσκολη θέση μου, ένοιωθα ήδη ότι μου έκανε καλό, μετά από μία ώρα που είχε κρατήσει. Μέρα-με-τη-μέρα μετά, καθώς το μασάζ γινόταν έκτοτε καθημερινά, ήταν σαν μια ξένη ουδέτερη, ωσάν μηχανική, επέμβαση συχνά και επώδυνη, στο κορμί μου, που το ένοιωθα να μαλακώνει και να σμιλεύεται, όσο περνούσαν οι μέρες… Σκεφτόμουν ότι αυτός ο άνθρωπος γνώριζε καλύτερα και από μένα την ίδια όλο το σώμα μου, καθώς το δούλεψε καθημερινά πόντο-πόντο για είκοσι ώρες συνολικά, όσο κράτησαν τα μασάζ μέχρι να φύγω..  Ένιωθα κάπως σαν τον αρχηγό των Γαλατών, τον Βερσιτζεντορίξ, που τον είχαν πάει στα θερμά λουτρά να αδυνατίσει και είχε γίνει αγνώριστος!

Συν τω χρόνω αποκτήσαμε και μια οικειότητα με τον Babu και μιλούσαμε, λέγαμε και αστεία με τη συμμετοχή και του Σάββα που καθόταν έξω στη βεράντα. Έμαθα ότι μένει μόνιμα εκεί στην Calagute και ότι είναι παντρεμένος και έχει δύο  παιδιά. Ότι δύσκολα τα φέρνει βόλτα οικονομικά κάνοντας μασάζ στους τουρίστες. Φαινόταν να νοιάζεται πολύ την οικογένειά του και να τους φροντίζει, κρατώντας και τις παραδόσεις και τη θρησκεία του τόπου του, μη έχοντας προσηλυτιστεί στον Καθολικισμό.  Μας ρωτούσε  μάλιστα αν είχε καλή τιμή το μασάζ στην Αθήνα, μήπως τον βοηθούσαμε να μεταναστεύσει εκεί κάνοντας μασάζ  για να  ζήσει καλύτερα την οικογένειά του. Ο Σάββας τον απέτρεψε να το κάνει, προειδοποιώντας και εμένα να μην του δίνω πολύ θάρρος και μας «κουβαληθεί» στην Αθήνα…  Ταυτόχρονα τον κερνούσε, του παράγγελνε πρωινό, του έκανε μικρο-δώρα για τα παιδιά του και του έδινε κάτι παραπάνω από όσα ζητούσε για κάθε μασάζ.

Το χωριό

Μια μέρα ρώτησα τον Babu αν ήξερε κάποιο κομμωτήριο στο χωριό για να κάνω χένα στα μαλλιά μου. Μου είπε βέβαια ότι γνώριζε κάποιο και μάλιστα προθυμοποιήθηκε να με πάει ο ίδιος εκεί, μια που ήθελε και εκείνος κούρεμα, συνεπικουρούντος και του Σάββα, ο οποίος δεν είχε εμπιστοσύνη να πηγαίνω μόνη μου οπουδήποτε, μη με κοροϊδέψουν. Στο κομμωτήριο μου έβαλαν χένα στα μαλλιά και καθώς περίμενα να περάσει η κατάλληλη ώρα, είδα κάποια αναστάτωση. Ο Babu μου εξήγησε ότι είχε κοπεί το νερό! «Ωχ», του είπα «και πότε τα ξανάρθει το νερό, γιατί αν μείνω πολύ ώρα με τη χένα στα μαλλιά μου, θα βγω ξανθιά από εδώ!» Καθώς ήταν άγνωστο πότε θα επανερχόταν το νερό και εγώ είχα ήδη αρκετή ώρα τη χένα στα μαλλιά, πλήρωσα και έφυγα για το μπανγκαλόου μας, ώστε να βάλω μαγιό και να πέσω στη θάλασσα να ξεπλύνω τη χένα  εκεί!

Κάποια πρωινά περπατούσαμε  μαζί με τον Σάββα στο χωριό δίπλα στα μπανγκαλόους, στην Collagut, πνιγμένο μέσα σε διάφορα δέντρα και στους κοκοφοίνικες. Το πιο τουριστικοποιημένο, απ’ ό,τι κατάλαβα μετά, από όλα τα πέριξ χωριά, με φοβερή κίνηση στον κεντρικό του δρόμο, γεμάτο από άκρου εις άκρο με τα τουριστικά μικρομάγαζα-παράγκες με κάθε είδους μικροαντικείμενα, υφάσματα, κοσμήματα κ.λπ. Απ΄όσο έβλεπα, όσο και με τις πληροφορίες του Σάββα, οι προερχόμενοι από το βορινό Ρατζαστάν έμποροι, πουλούσαν  τα δικά τους κοχυλο-κοσμήματα, τα κομμάτια από ολοκέντητες φορεσιές ως τσάντες,  πατσγουόρκ πάντες τοίχου, σάκους κ. ά.  Οι προερχόμενοι από το Θιβέτ βουδιστές, πουλούσαν μικρο-αγάλματα Βούδα,  και άλλα αντικείμενα, ξυλόγλυπτα ή γλυπτά σε  πετρώματα  με έγχρωμες φλέβες και σε ημιπολύτιμες πέτρες. Όλοι αυτοί κατεβαίνουν οικογενειακώς από τα βόρεια για την τουριστική περίοδο (Δεκέμβρης-Μάης) πριν τους μουσώνες και στήνουν τα μαγαζάκια τους στο νότο, στα τουριστικά κέντρα. Τα πιο ακριβά, καλλιτεχνικά είδη, χαλιά, χρυσά και ασημένια κοσμήματα, μεταξωτά υφάσματα, βαρύτιμα κεντητά σάρι, λεπτές μάλλινες  εσάρπες κασμίρ κ.λπ. πουλιούνται σε κανονικά καταστήματα, όχι στο παζάρι με τις πρόχειρες παράγκες.



Ινδία,  Οριζώνες στη Γκόα  (τουριστική κάρτ-ποστάλ από τα κατάλοιπα του Σάββα μετά το θάνατό του)

Πίσω από αυτή την  πολύχρωμη, πολύβουη τουριστική και προσωρινή βιτρίνα το χωριό έχει τη δική του, αγροτική (καλλιέργεια ρυζιού, κτηνοτροφία) και ψαράδικη ζωή στην Αραβική θάλασσα.  Κάθε πόλη και χωριό με σεβαστό αριθμό κατοίκων έχει τη δική του, ανοιχτή δημοτική αγορά, όπου, από ό,τι διαπίστωσα, το υπαίθριο εκεί εμπόριο, ψαρικών, λαχανικών κ.ά.  βρίσκεται στα χέρια κυρίως των γυναικών.  Στο χωριό αυτό, καθισμένες ανακούκουρδα πάνω σε δύο υπερυψωμένους με δύο σκαλοπάτια παράλληλους πάγκους κατά μήκος της ανοιχτής αγοράς, με τα πολύχρωμα σάρι τους μαζεμένα στο κάτω μέρος  τους γύρω και μέσα από τους μελαψούς, εμφανείς έτσι,  μηρούς τους, έχουν μπροστά τους όλων των ειδών τα ψάρια της Αραβικής θάλασσας, από king fish μέχρι κομμάτια καρχαρία, φρέσκα και παστά,  καθώς και οστρακοειδή, καραβίδες και γαρίδες, καβούρια κ. ά... Μια έντονη μυρωδιά, στο μεταίχμιο να γίνει βρώμα, πλανιέται στον αεριζόμενο αυτό χώρο.  Στην ψαραγορά,  εβένινες και δυναμικές, οι εμπόρισσες με εκείνα τα αναμμένα μάτια με τις μαύρες κόρες και το φιλντισένιο, ιριδίζον  ασπράδι στο σκούρο τους πρόσωπο με το φωτεινό χαμόγελο, τα φανταχτερά κοσμήματα μύτης, αυτιών, χεριών και ποδιών, τα στιλπνά κατάμαυρα, ανθοστολισμένα  μαλλιά,  τα πολύχρωμα, λαμπρά  σάρι, φωνάζουν, διαλαλούν το εμπόρευμά τους  και πουλάνε την πραμάτεια τους στους πελάτες που περνοδιαβαίνουν ανάμεσα στους πάγκους διαλέγοντας τι θέλουν να ψωνίσουν. Πίσω τους, άντρες και νεαρά αγόρια ξελεπίζουν, ξύνουν, καθαρίζουν από τα εντόσθια και τεμαχίζουν με βαριούς μπαλτάδες τα πολύ μεγάλα ψάρια πάνω σε κάτι σανίδες και υγρές λινάτσες.

Και στην αγορά λαχανικών, λουλουδιών, μπαχαρικών  γυναίκες έβλεπα να πρωτοστατούν στις πωλήσεις, ενώ μόνο άνδρες κατέχουν τα «κανονικά», χτισμένα και στεγασμένα μαγαζιά.Σε ξεχωριστό, μεγάλο μαγαζί που είχε και μεγάλες πόρτες για να κλείνει, μεγάλα τσουβάλια από κάνναβη κατάχαμα,  περιείχαν προς πώληση δημητριακά, ρύζι, σιτάρι, αραποσίτι , ενώ 3-4 άντρες ζύγιζαν σε μια πανάρχαια, μεγάλη ζυγαριά-«παλάντζα» και πουλούσαν αποκλειστικά αυτά τα είδη στους αγοραστές, μάλλον κάποιου είδους κρατικό μονοπώλιο αυτών των ειδών, σκέφτηκα, όπως είχα δει και στη Mapusa.

Στο κέντρο του χωριού ένας αρκετά μεγάλος ινδουιστικός ναός με τράβηξε προς τα εκεί. Βαμμένος ροζ-καφετί απέξω, είχε εμπρός του έναν, σε έντονο ροζ χρώμα, κυκλικό και κλιμακωτό πύργο με πολλές, μικρές τοξωτές κόγχες πάνω σε κάθε σκαλοπάτι, μέσα στην κάθε μια από τις  οποίες ήταν  τοποθετημένα μικρά αγαλματάκια θεαινών και θεών από το τεράστιο πάνθεο των ινδικών θεοτήτων. Καθώς τα περιεργαζόμουν σκέφτηκα να δω στο παζάρι μήπως βρω τέτοια μικρά αγάλματα να αγοράσω, αν πουλιούνταν βέβαια, ήταν υπέροχα!

Πολλοί μικρότεροι ινδουιστικοί ναοί  αλλά  και οι καθολικές, πορτογαλικές  εκκλησίες,  εκκλησάκια, παρεκκλήσια και προσκυνητάρια ήταν μέσα και έξω από το χωριό όσο και στη Γκόα γενικότερα και μου έφερναν στο νου τα κυκλαδίτικα νησιά. Ειδικά οι καθολικές εκκλησίες βαμμένες συνήθως κατάλευκες, έστω στην πρόσοψή τους, με τα περίτεχνα γείσα στη σκεπή τους είναι χαριτωμένες μέσα στα καταπράσινα τοπία και πάμπολλες, καθώς και πολλοί ντόπιοι Ινδοί έχουν ασπαστεί τον Καθολικισμό. Οι Hindu ναοί, τα εκκλησάκια, τα ξωκλήσια και τα άπειρα «εικονοστάσια»-προσκυνητάρια μέσα και έξω από τις πόλεις και τα χωριά, στις άκρες και γωνιές των δρόμων, ακουμπημένα στους κορμούς δέντρων, σε τοίχους, μέσα σε αυλές σπιτιών, είναι κατά κανόνα χρωματισμένα με έντονα χρώματα με προτίμηση στις αποχρώσεις του ροζ, χωρίς να λείπουν και τα λευκά. Μέσα σε αυτά υπάρχει ένα μικρό αγαλματάκι από διάφορα υλικά ή πάνινο, σαν κούκλα, ένα  καντήλι και λουλούδια–προσφορές στους άπειρους θεούς τους είτε αυτοί είναι μετενσαρκώσεις ή μεταμορφώσεις του Shiva, του Βισνού, του  Κρίσνα, της Κάλι και άλλων και θυμίζουν έντονα τα δικά μας εικονοστάσια, με τις εικόνες.  Όλοι αυτοί οι θεοί μπορεί να αντιπροσωπεύουν συμβολικά τα πάντα: δυνάμεις της φύσεις και φυσικά φαινόμενα, προγόνους, ανθρώπινες σχέσεις και πάθη, ιδέες, συναισθήματα, ζώα, φυτά, ποτάμια , δέντρα, οτιδήποτε θεωρηθεί ιερό. Οι πάντες και τα πάντα, ακόμα και σήμερα μπορεί να θεωρηθούν ιερά, κατά περίσταση και υπό όρους, και να γίνουν αντικείμενο λατρείας. Μια από τους Έλληνες, εμπόρους  φίλους του Σάββα που μένουν για μήνες στην Γκόα εδώ και πολλά χρόνια όπως αυτός, και έχουν εξοικειωθεί με τους ντόπιους,  μια μέρα μου είπε την εξής ιστορία, δείχνοντάς μου ένα εκκλησάκι κοντά εκεί που μέναμε, αφιερωμένο στην «Mother Bumita», όπως μου την ανέφερε. Επρόκειτο για μια γυναίκα που ένας άνδρας, παρασύροντάς την στο ανώι του διώροφου σπιτιού του, τη βίασε. Αυτή μετά του έκοψε τα γεννητικά του όργανα με ένα μαχαίρι-χαντζάρι. Από τότε δεν ξανάχτισαν διώροφο σπίτι στο χωριό, οι δε γυναίκες ανακήρυξαν την Bumita αγία που προστατεύει τις βιασμένες γυναίκες και τα νόθα παιδιά. Τοποθέτησαν  ένα σχεδόν φυσικού μεγέθους ομοίωμά της  ντυμένο με σάρι κ.λπ. μέσα σε ένα φέρετρο στον τάφο της μέσα στο ναό και στο χέρι της κρατάει ένα χαντζάρι. Μου είπε δε ότι πριν κα’να-δυο χρόνια είχαν παραβρεθεί με τον άντρα της σε μια γιορτή στη μνήμη της και ότι είχαν εντυπωσιαστεί από το πλήθος των συμμετεχόντων και των λουλουδιών που της προσέφεραν (μου είχαν τάξει να με πάνε να δω αυτό το ναό αλλά δεν έγινε, τελικά). Σκεφτόμουν βέβαια, πόσο και πώς η πίστη και η συμβολοποίηση τέτοιων προβλημάτων μπορεί να αντικαταστήσει ή να αργοπορήσει τις κρατικές παρεμβάσεις, νομοθεσίες και τιμωρίες για την παραβατικότητα και τα εγκλήματα…Στο ναό αγόρασα πολλές έντυπες, φτηνές  εικόνες θεαινών και θεών που πουλιούνταν εκεί, ανθρωπόμορφων και ζωόμορφων, ενήλικων και βρεφών, με έντονα χρώματα και αναπαραστάσεις από το βίο τους, πολλοί και με ρούχα που έβλεπα να φορούν οι Ινδές κυρίως, γύρω μου. Κάτι από αρχαία ελληνική θρησκεία μου έφερναν στο νου όλα αυτά τα θεϊκά, στα σύμβολα, τα είδη, τις μορφές, το ντύσιμο, ειδικότερα τα λίθινα γλυπτά αγάλματα στους αρχαίους ναούς τους.


Ινδία, Goa,Ιάν. 1998. Σκαριφήματα σπιτιών και βωμών από το χειρόγραφο ημερολόγιό μου.

Παρατηρώντας τα σπίτια, μου έκανε εντύπωση το πώς, ενώ βασικά είχαν το ίδιο αρχιτεκτονικό σχέδιο εξωτερικά, παρουσίαζαν τόση ποικιλία. Πλατυμέτωπα ή στενομέτωπα, με τετράρριχτη  στέγη με «γαλλικού» τύπου, που λέμε εδώ στην Ελλάδα, επίπεδα κεραμίδια και χαγιάτια. Η διαφορετική διάταξη του χαγιατιού, το προστώο με χτιστά καφετιά καθίσματα, τα ποικιλόμορφα, δαντελωτά στηθαία, οι βεράντες, τα χρώματα, οι διαφορετικές κολόνες, τα κάνουν όλα σχεδόν διαφορετικά μεταξύ τους. Όλα, μα όλα, ακόμα και τα πιο φτωχικά, είχαν χτιστό φράχτη στον περίβολο με αυτό τον κόκκινο πωρόλιθο (;) άλλα σοβατισμένο, άλλα όχι, ενώ στην πρόσοψη του φράχτη, έχουν στηθαίο διάτρητο με περίτεχνα σχέδια, ανάμεσα σε κολονάκια από νεοκλασικό μέχρι το πιο περίπλοκο δαντελωτό σχέδιο και αυλόπορτα  μεταλλική, περίτεχνη επίσης. Ανάμεσα στον  φράχτη και το σπίτι και κυρίως στην πρόσθια όψη, υπάρχει σχεδόν πάντα (εκτός από το κέντρο του οικισμού με τα μαγαζιά κ.λπ.) μεγαλύτερος ή μικρότερος, πανέμορφος κήπος με λουλούδια και καλλωπιστικούς θάμνους, δρομάκια με τούβλινες οριοθετημένες άκρες, παρτέρια κ.λπ. Στο κέντρο συνήθως αυτού του κήπου, στοιχισμένη με την αυλόπορτα και την κύρια είσοδο του σπιτιού, υπάρχει μια μικρή, χτιστή κατασκευή. Στα hindu σπίτια η κατασκευή αυτή είναι ένα είδος περίτεχνου, κάπως κλιμακωτού, βωμού, βαμμένου με έντονο χρώμα, ροζ-κόκκινο, γαλάζιο ή πράσινο , που στην στενή κορυφή του φυτρώνει ένα κάπως αναιμικό, πράσινο φυτό, μάλλον ειδικό για αυτό το σκοπό καθώς είναι ίδιο παντού. Στα χριστιανικά –υπέθετα- σπίτια, αυτός ο βωμός είναι ένα είδος απλού, τετράπλευρου  πεσσού βαμμένος πάντα κατάλευκος,  που στην κορυφή του έχει έναν ολόγλυφο σταυρό. Πέραν αυτών, σε αυτά τα σπίτια μου άρεσαν και τα χτιστά καθίσματα στις σκεπαστές βεράντες τους. Άλλοτε σχηματίζουν δύο καναπέδες που πλαισιώνουν την είσοδο του σπιτιού, άλλοτε είναι δύο καθίσματα που στηρίζονται στις δύο κολώνες του προστώου.

Anjuna

«ΤΟ» γεγονός της περιοχής αυτής, είναι το περίφημο, μεγάλο παζάρι που λαβαίνει χώρα την τουριστική περίοδο σε ένα κοντινό χωριό κάθε Τετάρτη.

Μια Τετάρτη λοιπόν,  νοικιάσαμε ρίκσο και πήγαμε με τον Σάββα σε ένα παράλιο επίσης, επί της Αραβικής θάλασσας χωριό, βορειότερα στην ίδια παραλία, το Anjuna.  Διασχίσαμε το κοκοφοινικό-δασος ενώ στον αμμώδη  χωματόδρομο όπου κινούμασταν, συναντούσαμε συνεχώς περιπατητές τουρίστες, άνδρες και γυναίκες,  ντυμένους εξωτικά, με σακίδια ή μουσικά όργανα στις πλάτες τους. Ο Σάββας μου εξηγούσε ότι είναι το πιο τουριστικό από όλα αυτά τα παραλιακά χωριά, που δέχεται εκατομμύρια τουρίστες και ότι με πάει εκεί και για να δω ένα από τα μεγαλύτερα παζάρια με ινδικά, τοπικά και άλλα, προϊόντα, κυρίως υφασμάτινα και μικρο-αντικείμενα για τουριστική κατανάλωση, όπου τελούνται και διάφορα καλλιτεχνικά δρώμενα, συναυλίες, παραστάσεις κ.ά. που απλώνεται στην παραλία -και για να ψωνίσω κιόλας (λες και δεν είχα ήδη ψωνίσει τόσα στη Βομβάη!).  Στο δρόμο μού έλεγε ότι και σε αυτό το χωριό οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με το ψάρεμα αλλά και την καλλιέργεια ρυζιού, όσο και με την κτηνοτροφία, κυρίως αγελάδες και κατσίκες. Τα περισσότερα σπίτια του είναι σκορπισμένα ή και κρυμμένα μέσα στο δάσος. Πολλά από αυτά, είναι βίλες, παρατημένα πλέον από τους Πορτογάλους πρώην άποικους, οπότε νοικιάζονται φτηνά από τουρίστες ολόκληρα ή δωμάτια σε οικογένειες Ινδών που τα κατοικούν και τους παρέχουν τις διευκολύνσεις ξενοδοχείου, σε φαγητό, ύπνο, πλύσιμο ρούχων κλπ. Και ό ίδιος μέχρι πριν 5-6 χρόνια που το έπαιζε πλεϊμπόι και χίπης εδώ,  τέτοιο, ολόκληρο, σπίτι νοίκιαζε μαζί με ένα είδος υπηρέτη για τις δουλειές του σπιτιού, το μαγείρεμα κ.λπ., ενώ φιλοξενούσε κόσμο και επειδή δεν είχε  -παραδόξως για μένα- δίπλωμα οδήγησης, νοίκιαζε μηχανάκι και όργωνε όλη την περιοχή. 

Anjuna- Το παζάρι

Αυτό  το περίφημο παζάρι γίνεται κάθε Τετάρτη μόνο για τους τουρίστες και ξεστήνεται μέχρι την επόμενη.  Στήνεται με τις πρόχειρες κατασκευές-μαγαζιά-  όπως αυτά  στα χωριά, που οι μαγαζάτορες τα ξεστήνουν από αυτά και τα μεταφέρουν εδώ για μια ημέρα την εβδομάδα μαζί με άλλα, σε ένα υπερυψωμένο πλάτωμα με αραιούς φοίνικες πάνω από τη βραχώδη ακτή, που έχει και στενή, αμμώδη παραλία. 



Ινδία, Goa, Anjuna,Ιανουάριος 1998. Γόης φιδιών στο παζάρι. 

Όταν κατεβήκαμε από το ρίκσο, μπήκαμε σ’ ένα θερισμένο ριζοχώραφο στην κοντά στην είσοδο του ανοιχτού παζαριού, για ν΄αποφύγουμε το συνωστισμό του δρόμου. Στην άκρη του μονοπατιού που ακολουθούσαμε, ήταν αραδιασμένοι 4-5 γόητες φιδιών ντυμένοι σαν φακίρηδες, καθισμένοι κατάχαμα οκλαδόν, έχοντας  μπροστά τους από δύο ρηχά, μαλακά καλάθια  με σκέπασμα που μόλις μας είδαν, τα  ξεσκέπασαν! Μέσα από το καθένα καλάθι ορθωνόταν από μια κόμπρα με το ορθωμένο μέρος του σώματός της και το φοβερό κεφάλι με τα διαπεραστικά μάτια να λικνίζεται στη μουσική που έπαιζαν οι  γητευτές με ένα όργανο σαν φλογέρα-τσαμπούνα από κολοκύθα, ενώ το υπόλοιπο σώμα τους ήταν κουλουριασμένο μέσα στα καλάθια… Η Ινδία που ονειρευόμουν, η τουρίστρια! Απόλαυσα για λίγο το εξωτικό αυτό θέαμα και ακρόαμα (ο Σάββας είχε χορτάσει από τέτοια τουριστικά «κόλπα», όπως είπε και βιαζόταν) άφησα λίγες ρουπίες σκεπτόμενη αν απολάμβαναν το ίδιο με μένα και οι κόμπρες αυτό που τις υποχρέωνε κάθε  γόης να κάνουν ολημερίς, ίσως…

Το παζάρι ήταν απίστευτο! Εκατοντάδες, να μην πω χιλιάδες,  από τα ημι-υπαίθρια  πρόχειρα μαγαζάκια που έχω ήδη περιγράψει, μεγάλα και μικρά, στριμωγμένα το ένα κοντά στο άλλο, με στενά μονοπάτια ανάμεσα σε σειρές από αυτά για να περνάμε. Απίστευτη ποικιλία αντικειμένων, υφασμάτων, χρωμάτων αλλά και μυρωδιών από τα άπειρα, διαφορετικά και βαριά  θυμιάματα και τα χασίσια που κάπνιζαν μέσα στον ανοιχτό χώρο όσο και από φαγώσιμα, κυρίως φυτικά αλλά και κρεατικά   που έψηναν σε πρόχειρες ψησταριές έκαναν την ζεστή ατμόσφαιρα ομιχλώδη. Ταυτόχρονα ακουγόντουσαν και διάφορες μουσικές που έπαιζαν με τοπικά και άλλα όργανα κάποιοι, όσο και τραγούδια ροκ και άλλα, καθισμένοι κατάχαμα παρέες-παρέες, με υπόκρουση και τα βαριά κύματα του ωκεανού που έσκαγαν στην αμμουδιά παραδίπλα…  Μερικά από τα μαγαζάκια ήταν πιο μόνιμα, χτιστά,  εξειδικευμένα τοπικά ως προς τα εμπορεύματα, π.χ. από το Θιβέτ, το Ρατζαστάν κ.ά., που είχαν και τα πιο πολύτιμα είδη, μάλλινα και μεταξωτά, αέρινα υφάσματα, μπασμίνες, εσάρπες, ριχτάρια, μπατίκ και κεντημένα, τσάντες, σακίδια, σανδάλια, ολοκέντητα κομμάτια από σάρι, κ.λπ., χαλιά, κομψοτεχνήματα  μικρογλυπτικής, πολύτιμες πέτρες,    Βούδες,  ινδουιστικές θεότητες κλπ., κλπ., αλλά και άπειρα έθνικ κοσμήματα  με ημιπολύτιμες πέτρες… Όλα αυτά τα υπέροχα είναι και τα πιο ακριβά, βεβαίως. 

Μαζί και με το πλήθος των ντόπιων, από τα διάφορα ινδικά κρατίδια πωλητών, ιδιαίτερα τις γυναίκες με τα πολύχρωμα σάρι και αυτές από το Ρατζαστάν και τις βόρειες επαρχίες με τις κεντημένες με ποικίλα σχέδια και με μικρά και μεγαλύτερα καθρεφτάκια,  φορεσιές, τα   βαριά μεταλλικά κοσμήματα,  με τους κουδουνοφόρους κρίκους να τρυπούν τη μύτη τους και να εκτείνονται ως τα αυτιά, να στολίζουν τις πλεξούδες τους ή τις βελούδινες καλύπτρες κεφαλής, να πλαισιώνουν τα μελαψά τους πρόσωπα με τα λαμπερά, σκούρα μάτια και με άπειρα, ηχηρά βραχιόλια στα χέρια και στα πόδια, δημιουργούσαν μια φαντασμαγορική, παραμυθένια σκηνογραφία  μέσα στο υπέροχο τοπίο με φόντο την Αραβική θάλασσα. Κυκλοφορούσαν επίσης κάποιοι με κόκκινα σαρίκια παίζοντας φλογέρες που έσερναν μαζί τους άλογα και ταύρους  ολοστόλιστα, κόκκινες ή χρυσαφιές σέλες, λουλούδια, ταινίες, υφάσματα.   Μαζί με αυτούς πολλοί ζητιάνοι,  ανάπηροι χωρίς πόδια ή χέρια αλλά και μικρά, αδύνατα παιδιά που γινόντουσαν «τσιμπούρια» στους ξένους τουρίστες, μάγοι, ταχυδακτυλουργοί, γόητες φιδιών, ανάπηροι και άλλοι επαίτες που υπάρχουν παντού στην Ινδία έτσι κι αλλιώς,  προσπαθώντας να αποσπάσουν κάποιο «μπαξίσι».Ήμουν μαγεμένη και ταυτόχρονα προβληματισμένη... «Είδες; αυτό σου έλεγα», μου είπε ο Σάββας.


 India, Goa, Jan. 1998. Στο παζάρι της Anjuna με τον θείο Σάββα

«Πάμε να καθίσουμε να φάμε και να πιούμε κάτι, γιατί σε λίγο δεν θα βρίσκουμε», με σταμάτησε από την περιπλάνηση σε αυτό το χάος και τον θαυμασμό μου  ο Σάββας. Ανάμεσα στα «μαγαζιά» κάτω από τέντες στήνονται δεκάδες πρόχειρα καφενεδάκια που πουλάνε τσάι, καφέ, χυμούς, αναψυκτικά, διάφορα τοπικά «μπινελίκια» που έλεγε ο Σάββας, φρούτα σε κομμάτια ή ολόκληρα,  πρόχειρα φαγητά, πίτες, τσαπάτι, νανς, διάφορα ρύζια με λαχανικά και μπαχαρικά, tantouri, messala κ.ά., και γλυκά (διάφορα είδη κέικ, κουλούρια, καραμέλες, ζαχαρωτά). Αυτά αποτελούσαν μια ακόμα χρωματική, γευστική,  ευωδιαστή από ποικίλες μυρωδιές απόλαυση για μένα, που μέσα στους καπνούς των ψητών, των θυμιαμάτων και την αιωρούμενη καυτή σκόνη που περιορίζουν την ορατότητα, μου φαινόταν σαν να βγαίνουν από την αχλύ ενός άλλου κόσμου…

 Καθίσαμε σε ένα τραπέζι σε μια από τις πρόχειρες «ταβέρνες» και πήραμε ψητά ψάρια  με την αυστηρή προειδοποίηση του Σάββα προς εμένα, που μου ερχόντουσαν πιο δελεαστικές μυρωδιές και τις λιγουρευόμουν, και μπύρα. Μέσα σε όλο αυτό το οπτικό και ακουστικό, υπέροχο για μένα,  κομφούζιο σε προχειρο-στημένα τραπέζια ή πάνω σε ψάθες, κατάχαμα σταυροπόδι,  καθόντουσαν  όλων των φύλων και φυλών άνθρωποι,  «κάθε καρυδιάς καρύδι», οι περισσότεροι λευκοί της Δύσης, σε στυλ χίπη, άλλοι σχεδόν γυμνοί, αναψοκοκκινισμένοι, άλλοι με μαγιό, άλλοι με πολύχρωμα μπατίκ παρεό και φαρδιές κελεμπίες, άλλοι  με τζιν και δυτικά ρούχα, με απίστευτη ποικιλία κουρεμάτων και κομμώσεων, τατουάζ και σχέδια με χένα στο σώμα, χαλκάδες σε αυτιά, μύτη, φρύδια, αφαλό κ.λπ..  κ.λπ, έτρωγαν και κάπνιζαν, έπαιζαν μουσική, τραγουδούσαν, γελούσαν, συζητούσαν.  Μέσα στο σκηνικό το στημένο για ειδικά για αυτούς τους ανθρώπους, ειδικά εδώ στη Γκόα, σκεφτόμουν, αφού τέτοιο σκηνικό με ακριβώς τέτοιου είδους  εφήμερα  μαγαζιά δεν είχα δει στη Βομβάη ούτε στη μεγάλη διαδρομή μας από εκεί ως εδώ, ούτε αλλού που πήγα αργότερα στην περιοχή …

 Το πιο απίστευτο για μένα μέσα σε όλο αυτό, ήταν ότι όχι μόνο κάποιοι μαγαζάτορες αλλά και μερικοί περιπατητές χαιρετούσαν με ενθουσιασμό τον Σάββα!  Κάποιοι δε και Έλληνες, όχι τουρίστες ακριβώς αλλά επιχειρηματίες, όπως το ζευγάρι που προανέφερα, σχετικά με τη "Mother Bumita",  που έχουν μαγαζιά με τουριστικά είδη  στην Αθήνα, στην Πλάκα κυρίως, στα νησιά (Μύκονο, Σαντορίνη, Πάρο κ.λπ.) και το χειμώνα που στην Ελλάδα δεν έχει τουριστική δουλειά, έρχονται για διακοπές εδώ αλλά κυρίως για να ψωνίσουν για τα μαγαζιά τους φθηνά και εξωτικά εμπορεύματα (και να τα μοσχοπουλήσουν μετά σε μας ακριβά), οπότε ήταν λογικό να συναντιούνται σε συγκεκριμένα μέρη με τον Σάββα κάθε χρόνο. Το ίδιο βέβαια δεν κάνουν μόνον Έλληνες καταστηματάρχες αλλά οι περισσότεροι που έχουν τουριστικά μαγαζιά ανά την υφήλιο, και δη στη Μεσόγειο, εξού και μοιάζουν μεταξύ τους αυτού του είδους τα εμπορεύματα σε αυτά τα μαγαζιά… Από την άλλη σκεφτόμουν ότι παρά την τρομερή ποικιλία και ποικιλομορφία που βλέπει κανείς εκ πρώτης όψεως, εν τέλει δεν είναι τόσο μεγάλη, καθώς τα σχέδια είναι εν πολλοίς συγκεκριμένα, σε μαντίλια, κλινοσκεπάσματα, ριχτάρια, ρούχα, κ.λπ. λανσάροντας συγκεκριμένη «μόδα», άνωθεν,  κάθε φορά… Όλα αυτά μου έκοβαν τη διάθεση για ψώνια , τι να ψωνίσει κανείς εξάλλου μέσα αυτό το χάος;  (Κι όμως, όπως δείχνει η παρακάτω απόδειξη, κάτι ψώνισα, τελικά, αν και ως εξ Αιθιοπίας καταγόμενη, κατά τον έμπορο που την συμπήρωσε!

Και παντού, αλισφερίσι, παζαρέματα… Σκεφτόμουν πόσο «ψεύτικη» εικόνα έδωσαν για την Ινδία οι χίπις που ανακάλυψαν τη Γκόα (μετά τους προαιώνιους Πορτογάλους) στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και μετέβαλαν τα παραλιακά αυτά ψαροχώρια  της Γκόα σε «οίκους» τουρισμού, εμπορίου, ναρκωτικών,  κάθε είδους συναλλαγής που αλώνει τους πάντες, εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους, εκμαυλιστές και εκμαυλιζόμενους, σε ένα περίεργο ανακάτεμα  που δεν αφήνει κανέναν επισκέπτη ανεπηρέαστο στο να καταναλώνει τάχαμου «πολιτισμικά» αγαθά ινδικής τέχνης  και κουλτούρας, κάτι βέβαια που συμβαίνει και στα δικά μας, αντίστοιχα τουριστικά κέντρα στη Μύκονο, τη Σαντορίνη, την Πλάκα κλπ.. .

Για το γυρισμό στην Calangute αντί να επιστρέψουμε από τον δρόμο που είχαμε έρθει, κατεβήκαμε στη δροσερή παραλία και μπήκαμε σε μια από αυτές τις ξύλινες βάρκες που έβλεπα τόσες ημέρες τραβηγμένες πάνω στην παραλία, πλην με εξωλέμβιο μηχανή. Μαζί μας μπήκαν στη βάρκα και κάτι θορυβώδεις, εξυπνάκηδες Εγγλέζοι που συμπεριφερόντουσαν σαν στην αποικία τους.  Έτσι επιστρέψαμε παραλιακά, σύντομα και με δροσιά αν και ο Σάββας δημιούργησε ένα επεισόδιο με τον βαρκάρη σχετικά με την πληρωμή (100 ρουπίες το άτομο) και με στενοχώρησε. 

Το θέατρο

Την Παρασκευή πήγα πάλι στη Mapusa μόνη μου στη δημοτική αγορά για κάτι ψώνια και  είδα αναρτημένο το πρόγραμμα για τις χριστουγεννιάτικες και πρωτοχρονιάτικες εκδηλώσεις που οργανώνουν οι μαγαζάτορες και οι υπαίθριοι πωλητές της Δημοτικής Αγοράς. Είχε καθημερινά ζωντανή μουσική με τοπικούς οργανοπαίκτες, θέατρο, ζογκλέρ,  παλαιστές που άρχιζαν στις 7 μμ. Είχα χάσει τα περισσότερα πλέον, καθώς δεν είχα προσέξει την αφίσα προηγουμένως αλλά προλάβαινα την τελευταία θεατρική παράσταση την Κυριακή στις 4/1/98 και αποφάσισα να πάω.

Πήγα εκείνη την ημέρα νωρίς σχετικά για το θέατρο, καθώς είχα   να  πάρω και κάτι δικό μου (ένα χρυσαφί, μεταξωτό "τσόλι", το κοντομάνικο μπλουζάκι της φορεσιάς με σάρι που αφήνει το στομάχι και τη μέση των γυναικών  ακάλυπτα, για να συμπληρώσω όλη τη φορεσιά) και ένα πανταλόνι του Σάββα που είχαμε αφήσει  για ράψιμο στους πάμφθηνους, υπαίθριους καλούς ράφτες με τις χειροκίνητες ραπτομηχανές στη σκεπαστή  είσοδο της αγοράς , όσο και να δώσω σε έναν τεχνίτη τη φωτογραφική μου μηχανή που μπλοκάριζε το φιλμ, μήπως μου την φτιάξει.

Η θεατρική σκηνή ήταν στημένη μέσα στο χώρο της Flea Market, πίσω από την είσοδό της αλλά δεν την είχα προσέξει προηγουμένως μέσα στο όλο κομφούζιο και η  κλειστή τώρα αυλαία ήταν πορφυρή με χρυσά κρόσσια. Δεκάδες καθίσματα μεταλλικά με ψάθινο κάθισμα, τα οποία δεν υπήρχαν το πρωί που είχα ξαναπάει εκεί  ήταν τοποθετημένα σε σειρές μπροστά της.  Kοίταζα που τα καθίσματα γέμιζαν με παιδιά κυρίως που έπιαναν παραδίπλα θέσεις και για τους πολλούς δικούς τους, βάζοντας κάποιο ρούχο ή   μια κοτρώνα πάνω σε πολλά  καθίσματα. Από πάνω ήταν απλωμένη μια λουλουδάτη τέντα με χριστουγεννιάτικα στολίδια. Από μεγάφωνα ακουγόταν πολύ δυνατά μια ινδο-ευρο-ροκ μουσική ή πολύ γνωστά, γλυκερά ινδικά τραγούδια του συρμού που ακούς παντού, στο δρόμο, στα κέντρα, στα λεωφορεία.

Παρότι σουρούπωνε, η ζέστη ήταν πολλή  και ήμουν μούσκεμα στον ιδρώτα. Στάθηκα όρθια δίπλα σε μια κολόνα γιατί όλες οι θέσεις είχαν γεμίσει άλλες με παιδιά και μεγάλους, άλλες "πιασμένες"  με κοτρόνες πάνω στα καθίσματα. Με είχε «πιάσει» η ατμόσφαιρα, μου θύμιζε ελληνικό χωριό δεκαετία του 1950 που οι θίασοι, τα «μπουλούκια» γύριζαν στην περιφέρεια και έπαιζαν θέατρο. Κάποιος Ινδός είχε εκεί δίπλα μου στήσει ένα τραπεζάκι και πουλούσε λαχεία για τη λαχειοφόρο της Αγοράς. Αγόρασα ένα και όταν μάζεψε κάποια στιγμή το τραπεζάκι, πριν φύγει μου πρόσφερε το σκαμνάκι που καθόταν για να καθίσω εγώ και βολεύτηκα μια χαρά, ευχαριστώντας τον θερμά. Ήμουν η μοναδική μη Ινδή εκείνη την ώρα και με κοιτούσαν λίγο περίεργα αλλά χωρίς να ενοχλούνται, μάλλον κολακευμένοι έδειχναν που με ενδιέφερε το θέατρό τους.

Ο κόσμος  πλήθαινε, τα καθίσματα γέμιζαν με άνδρες, γυναίκες, παιδιά. Πολλές οι γυναίκες  κάθε ηλικίας ντυμένες με σάρι, παντζάμπι ή ευρωπαϊκά ρούχα,  έγκυοι ή με μωρά και  παιδιά στην αγκαλιά, ηλικιωμένοι, νεαρά ζευγάρια, ένα πλήθος χαρούμενο, άνετο. Φαινόντουσαν  γνωστοί μεταξύ τους με οικειότητα και διάθεση για κουτσομπολιό,  με φωνές,  εγκαρδιότητα, χαιρετούρες, φιλιά, χαλαροί, μασουλώντας ξηρούς καρπούς, έδειχναν να διασκεδάζουν πριν αρχίσει η παράσταση.

Με πολλή καθυστέρηση και αφού οι καρέκλες είχαν γεμίσει (κρατώντας αυστηρά τις φυλαγμένες θέσεις) και πολλοί όρθιοι στεκόντουσαν τριγύρω υπομονετικά, άρχισε η παράσταση. Μια ζωντανή ορχήστρα μπροστά από τη σκηνή έπαιξε μια, μάλλον δυτικής προέλευσης, μουσική και η αυλαία άνοιξε. Βγήκε στη σκηνή ένας άνδρας με καναρινί πουκάμισο και γκρίζο παντελόνι, το οποίο φούσκωνε εμφανώς και έντονα στα γεννητικά του όργανα (κάτι συχνό που έβλεπα στους Ινδούς άνδρες, σε σημείο ώστε να το παρατηρήσω, άθελά μου)  και έλεγε κάτι σαν "χρόνια πολλά", "καλή χρονιά", τα σχετικά με το φεστιβάλ και την παράσταση, τους χορηγούς κ.λπ., όπως κατάλαβα. Μετά άρχισε το θεατρικό έργο, κατά τη διάρκεια του οποίου συχνά έβγαινε ο παραπάνω ομιλητής  και έλεγε ένα τραγούδι, με άγνωστο σε μένα περιεχόμενο. Οι ηθοποιοί μιλούσαν βεβαίως στην τοπική ινδική διάλεκτο και δεν καταλάβαινα τι έλεγαν, αλλά από τα συμφραζόμενα, τις κινήσεις, τις συμπεριφορές, τις αντιδράσεις του κοινού  κ.λπ., υπέθετα ότι η  υπόθεση του έργου αφορούσε κάποιο οικογενειακό δράμα. Κάποιος που χρειάστηκε γιατρό, το χάσμα γενεών: ο πατέρας προσηλωμένος στην παράδοση, ο γιος που πάει στο σχολείο και κάπως εξευρωπαζεται, η κόρη που έχει φίλο, εργάζεται και επαναστατεί  κ.ά.  Οι θεατές συμμετείχαν έντονα, γελούσαν, γιουχάιζαν ή χειροκροτούσαν, ανάλογα με τα διαδραματιζόμενα επί σκηνής. Δυστυχώς δεν είχα τη  φωτογραφική  μηχανή μου για να τραβήξω φωτογραφίες. 

 Ενώ είχε νυχτώσει, η ζέστη ήταν αφόρητη, οι κλιμακτηριακοί ιδρώτες μου έτρεχαν ποτάμι, το πλήθος των όρθιων θεατών με έσπρωχνε, ένας μεσόκοπος άνδρας είχε κολλήσει πάνω μου όχι αθώα και με ενοχλούσε, εγώ προσπαθούσα να κρατήσω αντίσταση. Σπρώχνοντας διέφυγα σιγά-σιγά πριν ολοκληρωθεί η παράσταση και σκεφτόμουν, επηρεασμένη και από τις ανησυχίες του Σάββα,  πόσο φρόνιμο να ήταν που θα επέστρεφα νύχτα μόνη μου. Πήρα ένα από τα «ρίκσο» για πιο φτηνά και ευτυχώς ο νεαρός οδηγός ήταν ευγενέστατος και με πήγε από τους σωστούς δρόμους που γνώριζα ήδη στο μπανγκαλόου.

Εκεί με περίμενε ο Σάββας αναστατωμένος και ανήσυχος για την αργοπορία μου. Εγώ του είπα ενθουσιασμένη τις εντυπώσεις μου από το θέατρο και πόσο αυτά με γύρισαν στα παλιά χρόνια στο χωριό όταν ήταν και εκείνος εκεί νέος και γλεντζές, χορευταράς  στο πανηγύρι και πόσο τον θαύμαζα… Και ξαναπιάσαμε κουβέντα για τα παλιά και τον τόσο λίγο γνωστό μου βίο του για τον οποίο απέφευγε να μιλάει αλλά τον στρίμωχνα κάπως και μου αφηγούνταν διάφορα.     

Old Goa

 Οι μέρες μας στη Γκόα κυλούσαν μεταξύ καμπάνας, πλάζ , μασάζ, βραδινή ψαρο-φαγία σε εστιατόριο, μικρο-εξόδους σε κοντινά χωριά.   Το βράδυ επιστρέφαμε νωρίς και κουβεντιάζαμε στη βεράντα ή εγώ, όταν ο Σάββας ξάπλωνε, έγραφα το παρόν ημερολόγιο… Ποιος να μου το ’λεγε, σκεφτόμουν, ότι θα βαριόμουν  σε διακοπές στην Ινδία!  Οι μουσικές τη νύχτα μετά από μερικές ημέρες σταμάτησαν, ο κόσμος μετά την Πρωτοχρονιά αραίωνε αισθητά στην περιοχή, εξάλλου οι ντόπιοι παραπονιόντουσαν ότι εφέτος δεν είχε πολλούς τουρίστες. Τουλάχιστον, έλεγα, αν είχε νοικιάσει ο Σάββας δωμάτια σε κάποιο ντόπιο σπίτι όπως έκανε παλιότερα  και όχι σε μπανγκαλόου, θα μπορούσα να παρακολουθώ την πραγματική  ζωή των  εδώ Ινδών ή και να κουβέντιαζα με κάποιο τρόπο μαζί τους. 

Ινδία, Old Goa, Ερείπιο του "Πύργου του αγίου Αυγουστίνου" με το δάσος πίσω του (από τουριστική καρτ-ποσταλ που πουλιέται επιτόπου )

Τον πίεσα και τον κατάφερα να πάμε μαζί ημερήσια εκδρομή, με ταξί, στην Old Goa, κοντά στη σημερινή πρωτεύουσα το Panjim, όπου είχαμε φτάσει πριν μέρες,  παρόλο που εκείνος την είχε βεβαίως επισκεφθεί πολλές φορές. Στον τουριστικό Οδηγό διάβασα ότι επρόκειτο για την παλιά, ιστορική πρωτεύουσα  των Πορτογάλων αποικιοκρατών. Εξαφανισμένη πλέον ως πόλη εδώ και 2-3 αιώνες λόγω επιδημίας χολέρας και της μαλάριας. Από τα κτίρια και τις εκατοντάδες χιλιάδες κατοίκους της πόλης, ντόπιους και αποικιοκράτες, δεν παραμένουν παρά μερικές τεράστιες, πλούσιες και μεγαλοπρεπείς καθολικές εκκλησίες  δίπλα στο μεγάλο ποτάμι,  πνιγμένες μέσα στα πανύψηλα δέντρα του δάσους που επεκτάθηκε και άλλα ερείπια,  για να θυμίζουν την ανθρώπινη απληστία και τα περασμένα, μάταια αποικιοκρατικά μεγαλεία. Sic transit Gloria mundi, σκέφτηκα μπαίνοντας μέσα στον Καθεδρικό ναό και με πλούσιο θρησκευτικό διάκοσμο,  Υπήρχαν αρκετοί επισκέπτες, κυρίως Ινδοί. Γινόταν και ένας γάμος, ντόπιων Ινδών, καθολικών, κατά τα φαινόμενα. Η νύφη με άσπρο  δυτικού τύπου νυφικό, φορτωμένη χρυσαφικά και ο αδύνατος, ψηλός σαν λελέκι γαμπρός με μαύρο φράκο και ασπρόμαυρο παπιγιόν («εξαπτέρυγος ο γαμπρός!» σχολίασε εύστοχα ο Σάββας), οι καλεσμένοι με ινδική φορεσιά...  Μέσα στο ναό υπάρχει σε βιτρίνα και το σκήνωμα του St. Francis Xavier, απ’ ότι είδα στην ταμπέλα, μεγάλο προσκύνημα για τους ντόπιους και πολύ σεβαστός άγιος στους Πορτογάλους και τους Ισπανούς, γενικά.

Ινδία, Old Goa. Η ιερή, προσκυνηματική  θήκη με  το λείψανο του αγίου Xavier στον Καθεδρικό ναό (από τουριστική καρτ-ποστάλ)

Εξορμήσεις  

Τη δεύτερη φορά που πήγαμε στο παζάρι της Anjuna, συναντήσαμε το ζευγάρι φίλων του Σάββα που ανέφερα και παραπάνω, νέων, γύρω στα 35-40 χρ.,  Ελλήνων εμπόρων που έρχονται κάθε χρόνο και αυτοί στη Γκόα για ψώνια και διακοπές, αρκετά συμπαθείς. Η παρέα τους άλλαξε κάπως τη ρουτίνα μας. Τρώγαμε ή κολυμπούσαμε μαζί, μια φορά μας κάλεσαν για φαγητό στο σπίτι ντόπιων όπου νοικιάζουν δωμάτιο. Το φαγητό το είχε μαγειρέψει η σπιτονοικοκυρά με πολύ καρύδα και καυτερό τσίλι. Κάπνιζαν συνεχώς χασίσι μαζί με τον Σάββα όταν καθόμασταν στην παραλία. Εγώ δεν κάπνιζα  αλλά δεν έβλεπα να επηρεάζεται θεαματικά η συμπεριφορά και αυτών, εκτός από ένα γλάρωμα στα μάτια τους και μια χαλάρωση… Ανησυχούσα κιόλας μη μπλέξουμε, γιατί ο Σάββας μου είχε πει ότι το κάπνισμα  χασίς απαγορεύεται αυστηρά και κινδυνεύεις να πας φυλακή αν σε πιάσουν, αν και δεν τους έβλεπα να πτοούνται, όχι μόνον αυτούς αλλά τους τουρίστες γενικά....  Παρόλ’ αυτά, ο Σάββας δεν έκανε ιδιαίτερες προσπάθειες να κάνουμε παρέα μαζί τους, είχα την εντύπωση ότι ήθελε να τους αποφεύγει,  βαριεστημένος, ίσως, ή λόγω της δικής μου παρουσίας, δεν τον ρώτησα.


Με τον Σάββα στο σπίτι των Ελλήνων φίλων του. Πάνω από την πόρτα το "χριστουγεννιάτικο" αστέρι

Προσπάθησα εγώ να πείσω τους νεότερους να πάμε μαζί καμιά εκδρομή, καθώς δεν τους έβλεπα να έχουν διάθεση να απομακρύνονται εν γένει από την παραλία αλλά οι προσπάθειές μου ναυάγησαν. Έτσι πήρα την απόφαση, παρά τις διαμαρτυρίες του Σάββα, να πάω μόνη μου σε  τοπικά  tour για ντόπιους και ξένους τουρίστες από  κάτι σαν  δημόσια τουριστικά γραφεία της Γκόα, γιατί οι μέρες μου εκεί τελείωναν και δεν θα είχα δει ούτε το εσωτερικό, την ενδοχώρα της. 

Ινδία,  Goa,Ιάν. 1998. Πρόγραμμα τουριστικής περιήγησης τοπικού γραφείου τουρισμού

Πήρα τα  φυλλάδια με τα σχετικά προγράμματα και τράβηξε την προσοχή μου ένα διήμερο, πολύ ενδιαφέρον, από ό,τι κατάλαβα, ταξίδι μέχρι τα ανατολικά σύνορα της Γκόα, που τελικά δεν ίσχυε… Τελικά βρέθηκα σε ένα παλαιό λεωφορείο που παρίστανε το τουριστικό «πούλμαν» μόνη ανάμεσα σε Ινδούς να κάνω μια σύντομη περιήγηση την πρώτη μέρα στην κεντρική και νότια Γκόα και τη δεύτερη μέρα στη βόρεια  Γκόα, που περιλάμβανε και τις παραλίες που γνώριζα ήδη… Δεν ήταν άσχημα, διαπίστωσα ότι η ενδοχώρα είναι ημι-ορεινή, κατάφυτη με ζουγκλοειδή βλάστηση, τα χωριά και τα σπίτια όμοια κάπως με τα παραλιακά, ευτυχώς χωρίς έντονο τουρισμό. Είδα και μερικούς πολύ παλιούς ινδουιστικούς ναούς και μοναστήρια πολύ ενδιαφέροντα. Στα μοναστήρια μάλιστα, παρατήρησα διάταξη των χώρων παρόμοια με αυτή των δικών μας μοναστηριών, δηλαδή το «καθολικό», το ναό, στο κέντρο και γύρω του τα κτίσματα όπως στα δικά μας τα κελιά, αν εξαιρέσεις την καθαρτήρια δεξαμενή στην εξωτερική πλευρά της εισόδου σε αυτά, όπου πιστοί κατεβαίνουν με σκαλοπάτια στο νερό της   για να καθαρθούν πριν μπουν στο ναό αλλά και πάλι μου θύμισαν τις καθαρτήριες γούρνες στους παλαιοχριστιανικούς ναούς και το «νιψονανομηματαμημονανοψιν»…(βλέπε τα πρόχειρα σχέδιά μου, όσο πιστά μπόρεσα να τα απεικονίσω, γιατί δεν είχα πλέον αρκετά φιλμ και η μηχανή μου δεν είχε εντελώς επιδιορθωθεί, δυστυχώς, για να βγάζω φωτογραφίες…). 


Το μοναστήρι της Ponda .Δεξιά ο πύργος  (από το διαδίκτυο) 


Ινδία, Γκόα, Ιάν. 1998 . Πρόχειρο σκαρίφημα της κάτοψης του μοναστηριού  στην Ponda, από το χειρόγραφο ημερολόγιό μου.


Ινδία, Γκόα, Ιάν. 1998 . Πρόχειρο σκαρίφημα της κάτοψης του ναού  στην Ponda, από το χειρόγραφο ημερολόγιό μου.

 Σε ένα από αυτά, στην Ponda, μεγάλο μοναστήρι που είχε πολλούς προσκυνητές, αφιερωμένο στη θεά Shantatunga,  μέσα  στο προαύλιο του ναού, δεξιά στον εισερχόμενο, υψώνεται ένα είδος κωνικού, κλιμακωτού πολύ ψηλού πύργου,  με μικρές καμαρωτές εσοχές στην περίμετρο κάθε σκαλοπατιού, σαν θήκες, σε μερικές των οποίων ήταν τοποθετημένα μικρά ομοιώματα θεών.   Εκεί τοποθετούνται και δοχεία με φωτιά κατά τη γιορτή του φωτός, το Diwali, τον μήνα Οκτώβρη.   Στην είσοδο του ναού  μικροπωλητές, γυναίκες κυρίως, πουλούσαν καθισμένες κατάχαμα φρέσκα λουλούδια και καρπούς για προσφορές στους τιμώμενους θεούς. Πήρα και εγώ κάποια από μια ηλικιωμένη πωλήτρια που μου έπιασε και την κουβέντα για να την ενισχύσω  ( την ίδια αυτή γυναίκα, όταν είχα  επιστρέψει πλέον  από την Ινδία, την αναγνώρισα, κατάπληκτη, σε κάποιο σχετικό άρθρο που διάβαζα, να την έχουν φωτογραφίσει σε αυτό το ίδιο μοναστήρι να συμμετέχει στη λατρευτική πομπή της γιορτής του φωτός, στο Diwali,   κρατώντας ένα δοχείο με φωτιά!...). 

 

Η φωτογραφία από τη γιορτή Diwalι στην  Ponda. Τρίτη από δεξιά στην πομπή, η γυναίκα που αναγνώρισα 

 Παρατηρούσα τη λατρευτική συμπεριφορά των πιστών προσκυνητών στο ναό, χωρίς βεβαίως και να την κατανοώ ως προς τη θρησκευτική και λατρευτική της σημασία. Οι προσκυνητές έξω από το κλιμακωτό, με λίγα σκαλοπάτια, προστώο (ένα είδος «νάρθηκα», βλ. σκίτσο) του ινδουιστικού ναού, κρατώντας στα χέρια τις προσφορές,  βγάζουν τα παπούτσια τους. Ανεβαίνοντας τα σκαλοπάτια, σκύβουν, ακουμπούν το ένα χέρι στο σκαλοπάτι και μετά το ανεβάζουν στο μέτωπό τους. Προχωρούν και μπαίνουν ξυπόλητοι στον κυρίως ναό. Μπαίνοντας, χτυπούν μια φορά  σηκώνοντας  το χέρι μια από τις μικρές μεταλλικές καμπάνες που κρέμονται στη σειρά αμέσως μετά την κεντρική είσοδο, λίγο πάνω από το ανθρώπινο μπόι. Προχωρούν προς το βάθος του ναού και ακουμπούν τις προσφορές, λουλούδια ή/και καρπούς, κυρίως καρύδες, σε ένα τραπεζάκι μπροστά από ένα είδος «ωραίας πύλης» (βλ. σκίτσο). Εκεί στέκεται όρθιος ένας baba,  ιερέας, ξυπόλητος και γυμνός από τη μέση και επάνω. Κάτω από τη μέση είναι τυλιγμένος σε ένα ποδήρες κόκκινο ύφασμα και κρατάει ένα μεταλλικό δοχείο. Οι πιστοί τον προσκυνούν. Εκείνος τους ρίχνει αγιασμένο νερό από το δοχείο στη χούφτα και εκείνοι ρίχνουν κέρματα, χρήματα, στο δοχείο, πίνουν λίγο από αυτό το νερό   και με το υπόλοιπο βρέχουν το μέτωπο και τα μαλλιά τους και φεύγουν. Αν θέλουν να παρακολουθήσουν τη λειτουργία ή να μείνουν στο μοναστήρι, πρέπει   πριν μπουν στο προαύλιο να  βαφτιστούν-καθαρθούν  στο νερό της δεξαμενής-πισίνας  που είναι μπροστά στην μονή (απ’ όσο μπόρεσα να μάθω, ρωτώντας).    

Οι Ινδοί συνταξιδιώτες μου ήρεμοι και υπομονετικοί, αμίλητοι κατά τις διαδρομές, δεν έκαναν ερωτήσεις στους ξεναγούς, έτρωγαν και ψώνιζαν πράγματα στις στάσεις. Παρόλο που δεν ήταν ημέρες αργίας, έβλεπα πολλά «πούλμαν» σαν το δικό μας γεμάτα Ινδούς να κάνουν τουρισμό: οικογένειες (παππούδες και γιαγιάδες με το γιο, τη νύφη, τα εγγόνια), νεαρά ζευγάρια παντρεμένων ή αρραβωνιασμένων (απ’ όσο έκρινα), πολυπληθείς αντροπαρέες φίλων που το καταδιασκέδαζαν. Σκεφτόμουν ότι οι Ινδοί δεν πάσχουν από μοναξιά, γι’ αυτό τους φαινόταν πολύ περίεργο  που ταξίδευα μόνη…

Τελευταίες ημέρες

Επιστρέφοντας από την εκδρομή αργά, ήταν η νύχτα της πανσελήνου εκείνου του Γενάρη και κολύμπησα την ώρα του ηλιοβασιλέματος. Από τη μια έδυε ο ήλιος ολοπόρφυρος μέσα στον ωκεανό, από την ανατολή πρόβαλε η σελήνη χρυσός δίσκος σχεδόν ταυτόχρονα και εγώ κολυμπούσα  ανάμεσά τους  ολομόναχη μέσα στον ωκεανό, με μόνη συντροφιά μια σειρά από μικρά σχετικά πολεμικά πλοία ή της ακτοφυλακής που είχαν παρουσιαστεί όχι μακριά από την ακτή την τελευταία εβδομάδα, σε μια σοκαριστική αντίφαση μέσα σε αυτή την ομορφιά.. Αυτά τα πλοία περιπολούσαν σε όλη την ακτή, όσο έπιανε το μάτι μου από βορρά σε νότο. Η ταυτόχρονη παρουσία στην ακτή μερικών Σιχ με κόκκινα σαρίκια και στρατιωτικά ρούχα κρατώντας προτεταμένα όπλα με αγρίευε, αν και νόμιζα, αφελώς μάλλον, ότι οφειλόταν  στο να προστατεύουν τις οικογένειές τους , τις γυναίκες και τα παιδία τους καθώς έκαναν μπάνιο. Και τούτο γιατί είχα δει να φτάνουν με ένα αυτοκίνητο-τροχόσπιτο και είχαν εγκατασταθεί πίσω από καφενεδάκι που καθόμουν και έπινα χυμό ή έγραφα, οπότε τους έβλεπα να στρώνουν έξω στην άμμο ψάθες, να ξαπλώνουν, να τρώνε, να παίζουν με τα παιδιά τους. Τι τα ήθελαν τα όπλα οι άνδρες δεν καταλάβαινα (αν και τα συνδύαζα με τα πολεμικά πλοία) αλλά και κανείς από όσους ρωτούσα δεν μου εξηγούσε…  

Για την πανσέληνο δεν συνέβησαν ούτε ολονύχτια, πόσο μάλλον τριήμερα, όπως μου αφηγούνταν, πάρτι με συμμετοχή 5-6 χιλιάδων ατόμων, εκτός από βεγγαλικά και κανα-δυο πάρτι σε ντίσκο μαγαζιά. Εμείς δειπνήσαμε στην παραλία μαζί με το ζευγάρι των Ελλήνων φίλων του Σάββα σε μια από τις μετακινούμενες καλύβες-εστιατόρια που στήνονται εκεί. Φάγαμε «σίσλερ» (αν το γράφω σωστά), φαγητό που το φέρνουν να ψήνεται ακόμα μέσα στο πήλινο σκεύος που το σερβίρουν και βγάζει  πυκνούς ατμούς, νοστιμότατο. Απολαύσαμε τη φεγγαράδα, τον ακατάπαυστο θόρυβο των κυμάτων του ωκεανού και το δροσερό αεράκι με τα ξυπόλητα πόδια μας χωμένα στη ζεστή άμμο, οι άλλοι και το χασίσι τους, εμένα μου ήταν αρκετά τα πρώτα…  Προσωπικά μου φαινόταν ακατανόητη πλεονεξία και δείγμα ανικανοποίητου, το να είσαι προνομιούχος στη Γκόα της Ινδίας με φεγγαράδα, δίπλα στο κύμα με καλό φαγητό και παρέα και να θέλεις από πάνω και χασίσι για να νιώσεις καλά. Κατανοούσα κάπως τον ηλικιωμένο, πολύπαθο Σάββα  που τον βασάνιζε και ένα είδος ψωρίασης στο κεφάλι, τον αγκώνα και στο πόδι του και ξυνόταν συνεχώς, ξεφλουδίζοντας τις πληγές, θέαμα όχι και τόσο ευχάριστο, αλλά τον συμπονούσα…

Τις τελευταίες ημέρες ο Σάββας εξαφανιζόταν σε κάποιο διπλανό κέντρο απ’ το πρωί ως το απόγευμα και επέστρεφε καρκανιασμένος από τον ήλιο ολημερίς, γυαλίζοντας από τις κρέμες που αλειφόταν συνέχεια, ίσως συναντώντας εκεί και τους φίλους του. Εγώ περνούσα τις ημέρες μου στην καμπάνα γράφοντας το ημερολόγιο ή κολυμπώντας και ξάπλα  στην παραλία, βόλτες στα κοντινά χωριά για ψώνια. Τούτες τις  ημέρες η παραλία γέμιζε με κυρίως ηλικιωμένα ζευγάρια Εγγλέζων που ψήνονται όλη μέρα στον ήλιο. Η θάλασσα ζεστή, όποια ώρα της ημέρας και να μπεις, είναι συνεχώς ταραγμένη χωρίς να έχει μεγάλα κύματα, όμως σε κουράζει στο κολύμπι γιατί ή σε παίρνει μακριά στα βαθιά ή σε πετάει έξω, θέλει προσπάθεια.

Μάζευαν οι μέρες πλέον, σε τρεις ημέρες θα αναχωρούσα. Όλως παραδόξως, είχα ψιλο-βαρεθεί και ήθελα να φύγω! Είχα πεθυμήσει πολύ και τα παιδιά μου όσο και συγγενείς και φίλους. Είχα ψωνίσει (ουσιαστικά ο χορηγός Σάββας) δώρα για όλους και ήμουν χαρούμενη γι’ αυτό, ανυπομονούσα να τους τα δώσω.  Σκεφτόμουν ότι στη Γκόα τουλάχιστον, δεν θα ήθελα να ξανάρθω. Καταλάβαινα τους Εγγλέζους (στις πρώην αποικίες τους εν γένει) και τους Βόρειους γενικότερα που τους τραβάει μέσα στο χειμώνα  η ζέστη, ο ήλιος, οι παραλίες ίσως και η φτήνεια όσο και τους Έλληνες επιχειρηματίες στον τουρισμό που έρχονται στη Γκόα για τη δουλειά τους. Τον  Σάββα όμως που γερνάει πλέον και δεν του λείπουν αυτά και στην Ελλάδα,  δεν τον κατανοούσα, αλλά φαίνεται τα θέλει ολοχρονίς και τα έχει πλέον συνηθίσει, αν και δεν μπορεί να κάνει εδώ αυτά που έκανε. Ή ίσως και να μην μπορούσε να τα κάνει, κατά δύναμη,  εφέτος γιατί ήμουν μαζί του εγώ… Ένοιωθα αχάριστη... Και ταξίδεψα δωρεάν, και είδα, και έμαθα, κάνοντας και αναπολήσεις στους βίους μας,  και γεύση από Ινδία πήρα (όνειρο ζωής), και ξεκουράστηκα, και καλόφαγα, και κούρα με μπάνια και μασάζ έκανα, και ψώνια, και - προς μεγάλη χαρά του Σάββα- αδυνάτισα λίγο… Και όλα αυτά τα χρωστώ στον θείο Σάββα. Παρόλες τις παραξενιές του, με περιποιήθηκε όπως και όσο κανείς μέχρι τότε, μου παρείχε άνεση, καλοπέραση, παρέα, χρήματα και βέβαια όλο το ταξίδι, κάνοντας με να νιώθω πολύτιμη, για αυτόν, αγαπημένη.  Και το πιο σημαντικό:  όλα αυτά κατά παράβαση της αρχής του να κρατάει τους στενούς συγγενείς μακριά από τη ζωή και τα προσωπικά του!.. Φαίνεται ότι όχι μόνον είμαι τυχερή γενικά αλλά ότι μου έχει ιδιαίτερη αδυναμία, με εκτιμάει και με αγαπάει όχι μόνο σαν ανηψιά αλλά και σαν άνθρωπο από πολύ μικρή, πέραν και του ότι φέρω και το όνομα της αγαπημένης του μητέρας. Αναγνωρίζω την υποχρέωση που του έχω όχι μόνο για το ταξίδι αλλά κυρίως και για αυτά που του χρωστώ για όσα  με έκανε να δω και να μάθω ο αγαπημένος θείος  με τα λόγια του (κυρίως το "εδώ είναι ο παράδεισος και η κόλαση εδώ") και τη συμπεριφορά του, ως ελεύθερου, γλεντζέ, μερακλή, ερωτεύσιμου και ανεξάρτητου από συμβάσεις ανθρώπου  από παιδί, και που πιστεύω ότι με επηρέασαν ως ένα βαθμό στον βίο μου …. 

Οι Ινδοί εν γένει, όσο είχα μπορέσει να καταλάβω, μου είχαν φανεί απλοί, απίστευτα υπομονετικοί, ευχάριστοι, εργατικοί, απελπισμένοι, συντροφικοί. Στην τουριστική  Γκόα, μέσα στο συνεχές αλισβερίσι,  δεν δείχνουν τον καλύτερο εαυτό τους, κάποιοι  γίνονται πονηροί και αρπακτικοί, επαίτες και μικροπρεπείς, όμως χωρίς να είναι δουλικοί. Μια μέρα διαπίστωσα ότι υπάρχουν ωστόσο  και θύλακες αντίστασης στην άκρατη τουριστικοποίηση. Μια επιγραφή με λευκή μπογιά πάνω στην άσφαλτο που οδηγεί στις καμπάνες και στην παραλία, έγραφε: NO SHUKS, NO TOURISTS! OUT OF GOA!  και μ’ έκανε να ντραπώ για μένα, ως τουρίστρια. Μια μέρα, πάνω στη γυαλιστερή, λεία επιφάνεια της άμμου που αφήνει το κύμα όταν απομακρύνεται, κάποιος έγραφε FREE THIBET για να το σβήσει το επόμενο κύμα... Τελικά όλα συνυπάρχουν, όλα παίζονται, είναι ζωντανά.

Πώς να αποτιμήσει κανείς τις εντυπώσεις του, έστω υπαινικτικά, από αυτή την αχανή, γεωγραφικά και κοινωνικά πολύμορφη, πανάρχαια,  απίστευτα πολυπληθή, πολύχρωμη, λουλουδισμένη, πολυπολιτισμική, προϊστορική και συνάμα εξαιρετικά μοντέρνα, πολυθεϊκή και μονοθεϊκή, πολύπαθη, μυστικιστική όσο και εξωστρεφή,  χώρα;  Πάντως όσα, ελάχιστα σχετικά, είχα δει και βιώσει, με έκαναν να νιώθω σαν να ήμουν άλλος άνθρωπος από ό,τι ήμουν όταν είχα ξεκινήσει  πριν ένα μόλις μήνα από το αεροδρόμιο του Ελληνικού, στην Αθήνα... 

Αναχώρηση

Έφτασε η ώρα τις αναχώρησης , στις 18 Ιανουαρίου.  Ο Σάββας δεν θα έφευγε μαζί με μένα, βεβαίως, από την Ινδία, θα παρέμενε μέχρι τον Μάη, λίγο πριν αρχίσουν οι μουσώνες.  Οπότε θα έκανα μόνη μου το μεγάλο ταξίδι της επιστροφής, αεροπορικώς τώρα από την Γκόα στη Βομβάη και από εκεί στην  Αθήνα με ενδιάμεση στάση στο Κάιρο, πάλι. Ήμουνα λίγο αγχωμένη, καθώς είχε βάλει και ο Σάββας το χεράκι του σε αυτό, γιατί μια εβδομάδα πριν την αναχώρηση, μου έδινε συνεχώς οδηγίες για το αμπαλάρισμα, τις προφυλάξεις που έπρεπε να πάρω για να μη με κλέψουν, να μη με παραπλανήσουν, για το υπέρβαρο τώρα των αποσκευών μου, το τελωνείο, οδηγίες που τις θεωρούσα υπερβολικές. Ως προς το υπέρβαρο των αποσκευών είχε μεγάλο δίκιο, βέβαια. Γιατί ενώ στον ερχομό, κατά τη συμβουλή του,  ήμουν χωρίς αποσκευές, μόνο με ένα μικρό σακίδιο  στην πλάτη και ένα τσαντάκι με λίγα χρήματα, τα εισιτήρια και το διαβατήριο κρεμασμένο από το λαιμό μου, τώρα, (και με τις δικές του παραινέσεις και χορηγίες να ψωνίζω) ζύγιζαν πενήντα (50!) κιλά, απίστευτο και όμως αληθινό!  Από την άλλη ανησυχούσα και για τον Σάββα που θα έμενε πίσω μόνος του, στην ηλικία του, με τους δύο φίλους του βέβαια και με τη γνώση που είχε αποκτήσει τόσα χρόνια για τον τόπο. (Εξάλλου ο Σάββας συνέχισε να πηγαίνει στην Ινδία και τα επόμενα χρόνια μόνος, ως τα 77 χρόνια του). Μου είχε κλείσει -και πληρώσει βέβαια- το αεροπλάνο από το αεροδρόμιο του  Panjim για το αεροδρόμιο  στην Mombay και από εκεί για Αθήνα, με αλλαγή στο Κάιρο.

Αποχαιρετιστήκαμε με συγκίνηση στο αεροδρόμιο του Panjim όπου με είχε συνοδεύσει με ταξί και τον ευχαρίστησα θερμά για όλα, ενώ εκείνος εξακολουθούσε να μου δίνει συμβουλές να προσέχω. Φτάνοντας στο αεροδρόμιο της Βομβάης, πέρασα μια ταραχή και περίμενα δύο ώρες στη λίστα αναμονής γιατί το γραφείο της Egyptair στο Panjim με την οποία θα ταξίδευα στην Αθήνα μέσω Καΐρου, δεν είχε επιβεβαιώσει τη θέση μου στην πτήση, με αποτέλεσμα να περιμένω άλλες 12 ώρες στο αεροδρόμιο transit για να βρω θέση να φύγω (ωχ και να ΄ταν εδώ ο Σάββας, τι θα τους έσουρνε, σκεφτόμουνα). Οι ώρες ήταν πολλές και ατελείωτες και όσο και αν χάζεψα στα μαγαζιά στο duty free, ο χρόνος  δεν περνούσε, εξάλλου είχα πλέον μπουχτίσει από ψώνια τα οποία κουβαλούσα τώρα μαζί μου. Μου ήρθε ιδέα  ωστόσο και αγόρασα ένα βιβλίο σχετικό με την Ινδουιστική θρησκεία πoυ είδα σε ένα μαγαζί, το “The holy Vedas” και πέρασα αρκετές ώρες προσπαθώντας να μυηθώ στις Βέδες, όσο γινόταν, στην Αγγλική!..

 

Βομβάη- Αθήνα

Μπήκα επιτέλους στο αεροπλάνο για την 7ωρη πτήση προς το Κάιρο. Η πτήση ήταν καλή, συνταξίδευα  μάλιστα με δύο  Ελληνίδες, που επέστρεφαν  από την Ινδία επίσης: η μία, Λαρισαία, προερχόμενη από την Βομβάη,  η άλλη από τη Γκόα και μάλιστα από την Colangute (!)  και πιάσαμε κουβέντα. Ξαφνικά, εκεί που ο χάρτης στη μικρή οθόνη έδειχνε ότι είμαστε πάνω από την έρημο της Σαουδικής Αραβίας ή μάλλον κάπου  κοντά στο Σινά, μας είπαν να προσδεθούμε, γιατί το αεροπλάνο θα προσγειωνόταν! Όντως προσγειωθήκαμε σε ένα αεροδρόμιο στο πουθενά, όσο μπορούσα να δω, και μετά από λίγο απογειωθήκαμε. Επίσημη ενημέρωση δεν μας έγινε, υποθέσαμε ότι θα είχε προσγειωθεί για καύσιμα! Φτάνοντας στο αεροδρόμιο του Καΐρου στις 7.00 πμ., θα περιμέναμε για να φύγουμε για Αθήνα με την πτήση των 11.30 π.μ.

Όμως  στην Αίγυπτο ίσχυαν ακόμα οι επιπτώσεις στον τουρισμό από τη μεγάλη τρομοκρατική επίθεση τον Απρίλη του 1996 από μια  ισλαμική οργάνωση στο Κάιρο κατά τουριστών, με θύματα μάλιστα 18 Έλληνες τουρίστες και έναν Άραβα, νεκρούς. Ο τουρισμός στη χώρα ήταν ακόμα μηδαμινός. Μας είπαν λοιπόν ότι η πτήση των 11.30 π.μ. για Αθήνα είχε ματαιωθεί λόγω πολύ μικρής προσέλευσης ταξιδιωτών και θα φεύγαμε με την πτήση των 7.00 μ.μ. το απόγευμα! Άλλες 12 ώρες να περιμένω σε αεροδρόμιο!

Ωστόσο η αεροπορική Εταιρεία μας πρόσφερε, λόγω της καθυστέρησης εξαιτίας της,  τη δυνατότητα να πάμε δωρεάν σε ένα καλό ξενοδοχείο κοντά στο αεροδρόμιο, όπου θα μπορούσαμε να φάμε και να ξαπλώσουμε σε δωμάτιο, ο καθένας.  ΄Ετσι πήγαμε στο ξενοδοχείο, αφήνοντας τα μπαγκάζια μας στο αεροδρόμιο. Εγώ πήγα στο δωμάτιο να ξαπλώσω, μια που ήμουν πτώμα στην κούραση από την αναμονή στο αεροδρόμιο της Βομβάης και το ταξίδι. Ανέβηκα στο δωμάτιο που μου έδωσαν  με τη συνοδεία ενός νεαρού  υπαλλήλου του ξενοδοχείου με στολή. Καθώς ετοιμαζόμουν να κάνω ένα ντους και να ξαπλώσω να κοιμηθώ πριν κατέβω για φαγητό, άκουσα την πόρτα του δωματίου να χτυπάει. Άνοιξα παραξενεμένη την πόρτα και είδα πάλι τον υπάλληλο που με είχε συνοδέψει προηγουμένως. «Θέλετε κάτι;» τον ρώτησα, νομίζοντας ότι κάτι είχα ξεχάσει, που χρειαζόταν για να έχω το δωμάτιο ή κάτι άλλο, που θα μου έδινε εκ μέρους του ξενοδοχείου. Τότε αυτός, με τη στολή, μπήκε μέσα και… ρίχτηκε πάνω μου εν ψυχρώ, δίπλα στην πόρτα.  Προσπαθώντας εγώ να τον απωθήσω, μην καταλαβαίνοντας καλά-καλά τι συμβαίνει, μου λέει, στ’ αγγλικά «αυτό δεν θέλετε εσείς οι μοναχικές Ευρωπαίες τουρίστριες από μας;» Του έδωσα μια σπρωξιά και τον πέταξα έξω από την πόρτα, λέγοντάς του ότι θα τον καταγγείλω! Αυτός έφυγε απτόητος. Διπλοκλείδωσα κατάπληκτη με το θράσος του την πόρτα και φοβόμουν να μπω στο ντους μην επανέλθει!   Τέλος πάντων, πλύθηκα και ξάπλωσα και από την κούραση με πήρε ο ύπνος.

Όταν κατέβηκα για φαγητό στο εστιατόριο του ξενοδοχείου, βρήκα εκεί την Λαρισαία, την μια από τις συνταξιδιώτισσες από την Βομβάη και της έλεγα το πάθημά μου. Γέλασε και μου είπε ότι το ίδιο είχε συμβεί και σε αυτήν! «Το έχουν σύστημα αυτό», μου είπε, «το ξέρω το κόλπο, μην ανησυχείς ούτε να τον καταγγείλεις, το κάνουν γιατί το νομίζουν αυτονόητο, ότι το θέλουν όταν ταξιδεύουν κάπως ώριμες  γυναίκες μόνες για να βγάζουν χαρτζιλίκι!»  Δεν έκανα καταγγελία, τελικά.

Εντωμεταξύ μας ενημέρωσαν από την αεροπορική εταιρεία ότι διατίθεται ένα μικρό πούλμαν για όσους τυχόν ήθελαν να πάνε να επισκεφθούν τις πυραμίδες της Γκίζας κοντά στο Κάιρο, σε συμφέρουσα τιμή και με στρατιωτική συνοδεία ασφαλείας. Άλλο που δεν ήθελα, καθώς είχα λίγα χρήματα (με είχε εφοδιάσει ο Σάββας και για το ταξίδι) και μπορούσα να πάω.  Ρώτησα την Λαρισαία  συνταξιδιώτισσα αν θα ερχόταν και εκείνη, να είμαστε παρέα. Μου είπε ότι το ήθελε πολύ αλλά δεν της είχαν μείνει καθόλου χρήματα από την Ινδία και δεν είχε να πληρώσει. Τότε της πρότεινα να της δώσω εγώ το ποσόν δανεικά (σκεπτόμενη ότι ο Σάββας είναι χορηγός και σε εκείνη!). Εκείνη δέχτηκε ευχαρίστως και μου ζήτησε τη διεύθυνσή μου για να μου τα στείλει από την Λάρισα (ακόμα τα περιμένω!...).  Μαζευτήκαμε τελικά καμιά εικοσαριά άτομα για τις πυραμίδες.


Αίγυπτος, Γκίζα, 18/1/1998. Στις έρημες πυραμίδες, επιστρέφοντας από την Ινδία 

Όταν φτάσαμε στις πυραμίδες, είδαμε το απίστευτο: ότι ήμασταν σχεδόν οι μοναδικοί επισκέπτες (εκτός από τους στρατιώτες-φύλακες με τα όπλα) σε ένα τόσο σπουδαίο,  διάσημο και πολυσύχναστο, με πλήθη τουριστών, μνημείο! Μέχρι και η σφίγγα έμοιαζε να απορεί!  Έγινε η περιήγηση και η ξενάγηση από ξεναγό που μας είχε συνοδεύσει  και απολαύσαμε τα μνημεία με την ησυχία μας, κάποιοι έκαναν  και βόλτα με τις αζήτητες από άλλους τουρίστες καμήλες.

Άφιξη

Επιτέλους φύγαμε από το Κάιρο με την πτήση των 7.30 μ.μ. για Αθήνα.  Ταξίδευα σχεδόν δύο ημέρες από τότε που είχα ξεκινήσει από το Panjim στη Γκόα, και  μου φαινόταν ότι είχαν περάσει μήνες… Είχα ενημερώσει τηλεφωνικά τα παιδιά μου για την καθυστέρηση της άφιξης, οπότε τις βρήκα να με περιμένουν με αγκαλιές και φιλιά  στο αεροδρόμιο μαζί με φίλες, να σέρνω εγώ  μια τεράστια βαλίτσα και ένα μεγάλο σακ-βουαγιάζ, που δεν είχα όταν έφυγα!  Αποχαιρετιστήκαμε με την Λαρισαία συνταξιδιώτισσα με την υπόσχεση να μείνουμε σε επικοινωνία.  

Όταν φτάσαμε στο σπίτι, βρήκα να με περιμένουν εκεί αδελφές, ανήψια, φίλες, για να με υποδεχθούν γεμάτοι όλοι χαρά και περιέργεια, τόσο καιρό που έλειπα στο εξωτικό αυτό ταξίδι.  Αφού τηλεφώνησα στο μπανγκαλόου στη Γκόα να ενημερώσω τον Σάββα ότι έφτασα σώα, άρχισα τις αφηγήσεις.   Αφηγούμενη εγώ, άνοιξα τότε τα μπαγκάζια και  σκόρπισα σε όλο το δάπεδο το πλούσιο περιεχόμενο, σαν μάγισσα εξ Ανατολών με τα δώρα, δίνοντας πρώτα  ό,τι είχα φέρει ειδικά για τον καθένα (και κάτ΄αρχήν τα περίφημα ελεφαντάκια!) και μετά λέγοντάς τους να διαλέξουν ό,τι άλλο ήθελαν από ρούχα, υφάσματα, μπατίκ, ψευτο-κοσμήματα, ταγάρια, μέχρι πάνινα φωτιστικά,  γιατί τους τα προσφέρει ο  μέγας χορηγός του ταξιδιού μου, θείος Σάββας. Πανηγύρι!... 


Επιλεγόμενα σε έναν αφανή βίο 

Ο θείος Σάββας  εξακολούθησε να πηγαίνει στην Ινδία για μερικά χρόνια ακόμη, παρά τις παραινέσεις της οικογένειας να μην το κάνει. Μετά έμενε πλέον μόνιμα μόνος στο πατρικό του σπίτι στο χωριό ολοχρονίς, στον αγαπημένο  κήπο του και με τα αγαπημένα του σκυλιά, δεν ήθελε με τίποτα να συγκατοικήσει με την αδελφή του την θεία Γιούλα κοντά στον Κεραμεικό, στην Αθήνα, στην οποία είχε αφήσει από χρόνια εξολοκλήρου τη φροντίδα του μαγαζιού στη Βαρβάκειο αγορά, με τη βοήθεια ενός  πρώτου τους εξάδελφου.. Ούτε οι συγγενείς βέβαια υπήρχε περίπτωση να θελήσουμε να καταλήξει σε ίδρυμα για ηλικιωμένους, όσο πολυτελές κι αν θα μπορούσε να έχει, με τη σύνταξή του και το μερίδιό του από το μαγαζί στη Βαρβάκειο Αγορά.  Μια χωριανή πήγαινε καθημερινά για τη φροντίδα του σπιτιού και του φαγητού του.  Γύρω στα 80 χρόνια του, έγινε εμφανής πλέον μια προχωρημένη άνοια, της οποίας σημάδια είχαν ήδη διαφανεί και νωρίτερα. Η συγχωριανή αποδείχθηκε ανεπαρκής να τον περιποιείται και να τον προσέχει, εκμεταλλευόμενη και την κατάστασή του. Ο ίδιος δεν ήταν περιποιημένος, ούτε το σπίτι και το χειρότερο για εκείνον, ούτε ο σκύλος, ούτε ο κήπος του...

Όταν διαπιστώσαμε την κατάσταση, βάλαμε ανθρώπους να συντηρήσουν το παλιό πλέον σπίτι και τον κήπο και να βρούμε πιο κατάλληλο άνθρωπο. Ήμουν τότε τυχερή να ανταποδώσω,  κατά ένα τρόπο, το χρέος μου για το ταξίδι και ό,τι είχε κάνει για μένα ο Σάββας στην Ινδία, όσο και για το κληρονομικό οικόπεδο που  φρόντισε να περάσει σε εμένα, όπου και έχτισα μετά το σπίτι μου στο χωριό -και γενικότερα. Είχα την τύχη, μέσω ενός φίλου στην Πάτρα, να βρω μια 60-65χρονη γυναίκα από την Ουκρανία, την Άννα,  όμορφη, καλοστεκούμενη και ευγενική, η οποία έχοντας και κόρη παντρεμένη στην Πάτρα και εγγόνι, δέχτηκε να κατέβει στο χωριό και να φροντίζει ως εσωτερική τον Σάββα, εργαζόμενη νόμιμα, με εργόσημο κλπ..  Ήταν μεγάλη και η τύχη για αυτόν, που πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του όπως του άξιζε, με μια γυναικεία συντροφιά ευγενική, τρυφερή απέναντί του με φροντίδα τόσο στο φαγητό, όσο και στην καθαριότητα και τη σχολαστική ιατρική φροντίδα του. Και το πολύ σημαντικό για εκείνον: η Άννα "ανάστησε" τον κήπο του, περιποιούμενη με μεράκι  τα παλιότερα πολυετή φυτά, όπως τις μπουκαμβίλιες, και φυτεύοντας νέα, εποχικά και άλλα λουλούδια, ξαναφτιάχνοντας τον ινδικό παράδεισο του Σάββα. Εκείνος, ορκισμένος εργένης,  την συμπαθούσε, της φερόταν με μεγάλη ευγένεια και όταν, τα πρώτα χρόνια, τον έβγαζε βόλτα στο χωριό με το αναπηρικό καρότσι, την σύστηνε στους χωριανούς ως "η νοικοκυρά μου". Εκείνη, τα δέκα σχεδόν χρόνια που έμεινε δίπλα του με πολύ  ικανοποιητικό μισθό (σε σύγκριση μάλιστα με τα δεδομένα της εποχής, αν και αυτή η δουλειά δεν "πληρώνεται" κάτ' εμέ) και προς το τέλος τον μετέφερε, αδύναμο,  στην αγκαλιά της σαν βρέφος, ήταν ικανοποιημένη, σαν πραγματική "νοικοκυρά" στο σπίτι  και τον κήπο της,  όπου δεχόταν και τραπέζωνε ενίοτε,  συγγενείς και γείτονες για να έχει και ο Σάββας συντροφιά ενώ  ερχόταν συχνά και η κόρη με το εγγόνι της να την επισκεφθούν ... 

Συν τω χρόνω ο Σάββας άρχισε να μην αναγνωρίζει ούτε εμένα, ωστόσο  όταν τον επισκεπτόμουν στην αρχή θυμόταν κάπως αυτά που προσπαθούσα να του θυμίσω για  το ταξίδι μας στην Ινδία, ενώ προς το τέλος  μου έσκαγε μόνο εκείνο το γοητευτικό χαμόγελό του, που είχε κάψει γυναικείες καρδιές, κι εγώ ήθελα να το παίρνω ότι ήταν σημείο αναγνώρισης...

 Ο Σάββας πέθανε τον Σεπτέμβρη του 2020 σε ηλικία 96 χρονών, μια μέρα που η Άννα είχε λείψει για κάποιες ώρες στην Πάτρα για να κανονίσει τα χαρτιά της παραμονής της στην Ελλάδα, αφήνοντάς τον για λίγο σε μια συγγενή γειτόνισσα.  Μετά την κηδεία του, η Άννα, απαρηγόρητη που είχε πεθάνει κατά την απουσία της ο "Σαββούλι", όπως  τον αποκαλούσε, επέστρεψε στην Πάτρα και έκτοτε έχασα τα ίχνη της....

  Τα κατάλοιπα του Σάββα ελάχιστα.  Στο σπίτι, εκτός από την παλιά και πιο σύγχρονη οικοσκευή, βρήκαμε κυρίως ρούχα, λίγα  υφάσματα φερμένα από την Ινδία,  λίγες φωτογραφίες προσωπικές και οικογενειακές,  κάρτποστάλ (κυρίως  από την αγαπημένη του Goa στις Ινδίες όπου περνούσε το μισό χρόνο για 30 περίπου χρόνια), καθώς ό,τι είχε, κινητά και ακίνητα, χρήματα, τα κληροδοτούσε ή τα μοίραζε, ανοιχτοχέρης,  και βοηθούσε όσους του ζητούσαν  αλλά και τους μη έχοντες, εν ζωή. 

Στα κατάλοιπα βρέθηκαν επίσης και  δίσκοι με τους πολυαγαπημένους του Santana, καθώς και λίγα βιβλία,  ένας οδηγός εκμάθησης της Αγγλικής γλώσσας και άλλα, μια επιλογή των οποίων αναρτώ στο τέλος.   Με έκπληξή μου είδα από αυτά που διάβαζε ότι ενδιαφερόταν για τη γνώση εν γένει, την  τέχνη, τη λογοτεχνία, την αισθητική, την ομορφιά, την πολιτική, την ιστορία, την ψυχολογία... 

 Αχ «Σαββούλι», που σε έλεγε και η  Ουκρανή Άννα,  σε ευχαριστώ… 

 

 
 Νεοχώρι Κυλλήνης. Ο Σάββας 88χρονών με την "Κανέλλα" το κοκώνι σκυλάκι του ( που περιμάζεψα και φρόντισα μετά το θάνατό του), στο χαγιάτι του  πατρικού  του  σπιτιού


   Νεοχώρι Κυλλήνης. Ο Σάββας 88χρονών με την Άννα  στο χαγιάτι του  πατρικού  του  σπιτιού με λεπτομέρεια του όμορφου κήπου

 

  

  


Από πάνω προς τα κάτω: κάποια βιβλία από τα κατάλοιπα του Σάββα. Το τελευταίο κάτω, αγορασμένο προφανώς στην Ινδία, περιέχει σκίτσα εξαιρετικού και πολύ γνωστού σκιτσογραφου, από τη ζωή στην Ινδία. 











 



[1] Όταν επέστρεψα στην Αθήνα, τα έδειξα σε έναν ειδικό που είχε τεράστια συλλογή ταμάτων. Μου είπε ότι είναι πολύ ενδιαφέροντα, ότι πρέπει να προέρχονται από χριστιανικές κυρίως κοινότητες στην Ινδία, κυρίως στην πρώην  Πορτογαλική, καθολική αποικία της Γκόα.



[1] Πριν μερικά χρόνια το ξενοδοχείο Ταζ Μαχάλ, όπως και το εστιατόριο Leopold, δέχτηκε βομβιστική επίθεση και υπέστη μεγάλες καταστροφές, δεν γνωρίζω τη σημερινή του κατάσταση.



[1] Την εποχή του ταξιδιού η συγγραφέας εργαζόταν  ακόμα ως ερευνήτρια στο Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της  Ακαδημίας Αθηνών. Ειναι 51 ετών, διαζευγμένη από δεκαετίας και  έχει δύο ενήλικες κόρες. 

[3]Το  προσωπικό ημερολόγιο της γράφουσας 25/1/1998. Το ημερολόγιο γραφόταν επιτόπου με το χέρι κατά τη διάρκεια του ταξιδιού και ολοκληρώθηκε στα τέλη Γενάρη του 1998, αμέσως μετά την  επιστροφή μου από αυτό. Η ηλεκτρονική μεταγραφή του, με ελάχιστες διορθωτικές  παρεμβάσεις στο κείμενο, ξεκίνησε  26 χρόνια αργότερα  και τρία και μισό χρόνια μετά τον θάνατο του θείου Σάββα και με τιμή και  σεβασμό στη μνήμη του,  κατά τον Φεβρουάριο-Μάρτιο του 2024.