Λεχαινά (κωμόπολη 3χλμ. απόσταση από την Ανδραβίδα) 1935. Παρέλαση σε εθνική γιορτή στον κεντρικό δρόμο τής αγοράς. Στο άκρο αριστερά της φωτογραφίας διακρίνονται ομάδες με τους δύο τύπους κάλυψης της κεφαλής των ανδρών, ενδεικτικών και της κοινωνικής τους θέσης: εμπρός άνδρες με "ρεπούμπλικες" και πιο πίσω άνδρες με τραγιάσκες (πηγή: Ελένη Ψυχογιού, "Λεχαινά. Ο τόπος, τα σπίτια", καλλιτεχνική επιμέλεια Σωσώ Κατσούφη-Σεβδαλή, εκ παραδρομής, Λεχαινά 1987 (και φωτομηχανική ανατύπωση 2017), εικ. αρ. 76)
Απομαγνητοφωνημένες συνεντεύξεις με τους τελευταίους κατασκευαστές τραγιάσκας στην Ανδραβίδα από την ερευνήτρια του ΚΕΕΛ Ελένη Ψυχογιού, τον Αύγουστο του 1985 (τα εντός αγκυλών επεξηγήσεις της ερευνήτριας )
Η πρώτη σελίδα του χειρόγραφου της επιτόπιας έρευνας όπου περιέχονται και τα σχετικά με τις τραγιάσκες, καταχωρημένου στο αρχείο του ΚΕΕΛ με τον αρ. 4467/1992
Οι σελίδες του χειρογράφου με την χειρόγραφη απομαγνητοφωνημένη συνέντευξη του Π΄Αγραπίδη (1985)
Οι φωτογραφίες τραβηγμένες επιτόπου από την ίδια, εδώ ενδεικτικά, σε αντίγραφα, φωτογραφημένα (όχι σε ειδικές συνθήκες) από τις πρωτότυπες, που βρίσκονται στο χειρόγραφό μου, εξού και η κακή απόδοσή τους (βλ. Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών (ΚΕΕΛ) χειρόγραφο αρ. 4467/1992, εντεταλμένη επιτόπια έρευνα: Ελένη Ψυχογιού).
Παρέλαση αλόγων και καβαλάρηδων στον κεντρικό δρόμο (όπου και τα πρώην μαγαζιά με τις τραγιάσκες) της "ιππόεσσας" Ανδραβίδας κατά τον εορτασμό της Πρωτομαγιάς, το 2006.
Ανδρέας Χατζής, 67
χρονών:
«…Αυτή την εργασία, την τέχνη, την δημιούργησα μόνος μου,
όπως είπαμε. Γιατί εμεσολάβησε κάποιο περιστατικό για να αρχίσω. Αυτό ήτανε ότι
επήγαινα σχολείο και από το καπέλο [πηλήκιο] του σχολείου έπαθα μια δηλητηρίαση
και έκτοτε έχασα και το σχολείο και υπόφερα και χρόνια. Και έπρεπε κάτι να βάλω
στο κεφάλι μου και γι’ αυτό το λόγο έκανα μόνος μου μια απόπειρα να φτιάξω μια
τραγιάσκα, αν και ήμουν ανειδίκευτος και στο βελόνι και στη μηχανή. Τότε
φορούσανε πολύ τραγιάσκες. Ε, εγώ βέβαια την έκανα κάπως διαφορετική από τις
άλλες τραγιάσκες. Τραγιάσκες φτιάνανε Πάτρα, Αθήνα, Τρίπολη. Εδώ δεν έφτιανε
κανείς. Ε, «φτιάξε μου μία» ο ένας, «φτιάξε μου μία» ο άλλος, έμεινα σε αυτό το
επάγγελμα. Η τραγιάσκα μού έγινε αγαπητή και μέχρι σήμερα που είμαι
συνταξιούχος, με λυπεί γιατί κανείς άλλος δεν πήρε αυτή την εργασία. Ένας
πελάτης [του είπε] «εγώ έχω πάει και στην Κούλουρη για τραγιάσκα», εκεί
φτιάνανε πάλι τραγιάσκες, και αλλού, «αλλά τις τραγιάσκες του Αντρέα δεν τις
συναγωνίζεται καμία, κανένας άλλος, καμία άλλη περιοχή». Τώρα φτιάνω
[τραγιάσκες] σε ‘κανα φίλο, σε ’κανα παλαιό πελάτη, παραγγελία, την άφησα τη
δουλειά τώρα. Αλλά σας είπα, με λυπεί γιατί αυτή την εργασία δεν μπορεί να την
φτιάσει κανένας. Είναι αυτοδίδακτη, και πολλοί επιχείρησαν, εν τούτοις, πάνε σε
μαγαζιά άλλων και τους λένε «Αντραβιδέικες έχεις;» Η φίρμα της Αντραβίδας και
το όνομα Χατζής. Αν δεν γράφει «Χατζής», δεν την παίρνει. Ας μοιάζει. Τις
ετικέτες τις τύπωνα στα Λεχαινά, στο τυπογραφείο του [Τάκη] Πυλαρινού. Έχω μία
αντίληψη αλλά και υπομονή, αυτοδίδακτος. Φτιάνω [επιδιορθώνει] ραδιόφωνα,
ρολόγια, ραπτομηχανές, γυαλιά, αναπτήρες, ό,τι μου φέρουνε [για επιδιόρθωση] θα
ντο φτιάσω. Και ό,τι μάστορας δεν υπάρχει εδώ στο είδος, θα το φέρουνε σε μένα.
Τα στάμπα και τα νούμερα για τις τραγιάσκες, τα έχω και ό,τι
μου ζητάνε, το φτιάνω. Επίσης μπορώ να φτιάσω καπέλα στρατιωτικά, χωροφυλακής, έχω
φτιάσει και τέτοια.
Δεν έρχονται παιδιά να μάθουνε [την τέχνη] γιατί θεωρούνε ότι αυτή η τέχνη δεν
είναι χρήσιμη για αυτούς. «Ε», σου λέει, «τραγιάσκα!..». Εγώ δεν έβαλα
ενδιαφέρον με τη δουλειά αυτή [να την αναπτύξει] αλλιώς μπορούσα να τροφοδοτώ
όλη την Ελλάδα. Αφού, σκεφτείτε, είναι ένας μάστορας στην Τρίπολη που φτιάνει
τραγιάσκες και του είπαν «ένας μόνο μάστορας είναι στην Ελλάδα, ο Χατζής!».
Περικλής Αγραπίδης, 37
χρονών:
«Εγώ έμαθα την τέχνη κοντά στον Αντρέα το Χατζή. Ο Χατζής την
έμαθε την τέχνη περισσότερο μόνος του. Χάλασε μια παλιά τραγιάσκα και έβγαλε τα
στάμπα. Στην αρχή δεν τα κατάφερνε καλά, σιγά-σιγά έμαθε. Εδούλευε μόνος του
15-20 χρόνια και μετά πήγα εγώ. Είχε πάρει τα στάμπα από άλλονε. Δηλαδή βρήκε
αλλιώτικο κλισέ στην αρχή και αυτός το άλλαξε, το ‘κανε αλλώτικο. Το ‘φερε
διαφορετικό αυτός, όπως το ήθελε αυτός, όπως του άρεσε. Αυτό που έφτιαξε είχε
επιτυχία εδώ στα μέρη τα δικά μας, άρεσε, και του ζητάγανε διάφοροι και
χοντρικώς και λιανικώς, να πουλάει. Από τα Κρέσταινα, τον Πύργο μέχρι την
Αχαγιά, όλη αυτή την περιφέρεια του νομού Ηλείας . [….] δεν είναι επικερδής δουλειά.
Και έτυχε να πάω εγώ, [στον Χατζή] γιατί είμαι από φτωχούς
γονείς, και μου λέει «κάθισε εδώ, θα σε μάθω, είναι καλή δουλειά, θα ζήσεις
καλά», και τα λοιπά. Τώρα τι να κάνω εγώ; Να φυλάω πρόβατα, που λέμε; Πήγα.
Ο Περικλής Αγραπίδης, 37 χρονών, στο εργαστήρι του, σχεδιάζει με το ειδικό "σαπουνάκι" μια τραγιάσκα από "πατρόν" πάνω στο ύφασμα (1985)
Σιγά-σιγά, μου ‘δεσε το δάχτυλο για να μπορέσω να μάθω τη
βελόνα, δε γίνεται αλλιώς… Μού ‘χε τσακίσει, γυρίσει προς τα μέσα το μεσαίο
δάχτυλο και το ΄χε δέσει, για να συνηθίσει. Περίπου τρεις μήνες [το είχε
δεμένο] για να πάρει την κλίση, να δουλέψει. Μετά έμαθα τη μηχανή, έμαθα να
καρικώνω, να ρεμπατεύω τη δουλειά, μετά μ’ έβαλε στο κόψιμο, στο γάζωμα. Αυτά
όλα κρατήσανε… χμ.. τη δουλειά την έμαθα αργά. Ήμουνα 15 χρονών. Είχα μείνει σε
μια τάξη στο σχολείο [και το άφησε].
Εκάθησα εκεί [στον Χατζή] περί τα δέκα χρόνια εμάθαινα, μετά πήγα φαντάρος,
μετά το στρατιωτικό, άνοιξα δική μου δουλειά.
Πάνω και κάτω: το εργαστήρι του Περικλή Αγραπίδη, στην Ανδραβίδα, με τον πάγκο εργασίας, τη ραπτομηχανή, τις κλωστές και τις βελόνες, τα ψαλίδια, τα πατρόν και έτοιμες τραγιάσκες κρεμασμένες στους τοίχους, προς πώληση (1985)
Τον πρώτο χρόνο που δούλεψα στου Χατζή, είτε πληρωνόμουνα,
είτε πλήρωνα. Ούτε ΙΚΑ είχαμε τότε, ούτε τίποτα. Δεν υπήρχε ΙΚΑ στην Αντραβίδα
τότε. Τον πρώτο χρόνο δεν μου ‘δινε ούτε δραχμή. Το δεύτερο χρόνο, μου ‘φτιασε
ένα παντελόνι και από παλιό, όχι καινούριο. Τον τρίτο χρόνο, μου ‘δινε δέκα δραχμές
την ημέρα. Τον τέταρτο χρόνο, μ’ έβαλε με το κομμάτι, πέντε δραχμές την
τραγιάσκα. Ήτανε και μια άλλη κοπέλα [δούλευε στου Χατζή] εκεί, τώρα έχει πάει
στην Αμερική. Τον πέμπτο χρόνο του ζήτησα αύξηση, από πέντε δραχμές να τις
κάνει δέκα, δεν ήθελε. Του είπα τότε για το ΙΚΑ που είχε έρθει εντωμεταξύ στην
Αντραβίδα. «Δε σε παίρνει», μου λέει, «άμα θες, τράβα δούλεψε μοναχός σου». Και
βγάζω τα στάμπα και τα καλούπια και του λέω, «δώσ’ μου τα, να πάω σπίτι μου να
δουλέψω». Μου λέει, «πάρ΄τα, δε με νοιάζει». Πάω ‘γώ σ’ ένα μαραγκό, βγάνω τα
καλούπια και δούλευα στο σπίτι. Έπαιρνα δουλειά από τα μαγαζά και από άλλους,
φίλους μου, εδώ στην Αντραβίδα. Εντωμεταξύ με καρφώσανε και ήρθε το ΤΕΒΕ. Εγώ
δεν ήθελα να γραφτώ γιατί δεν είχα πολλά κέρδη. Μου κάνει μήνυση [το ΤΕΒΕ] και
πήγαμε στα δικαστήρια, εκεί τα συμβιβάσαμε και γράφτηκα στο ΤΕΒΕ. Έτσι το 1968
εβγήκα στην αγορά, άνοιξα μαγαζί. Ε, με τη δουλειά μου και με τις οικονομίες
μου έφτιαξα ένα σπιτάκι, χωρίς να πάρω λεφτά από κανένανε.
Για να φτάσεις μια τραγιάσκα, θέλεις δυόμισι ώρες δουλειά.
Δηλαδή τέσσερες την ημέρα βγάνω. Έχουνε πολλή δουλειά, γιατί είναι όλο με το
χέρι. Το ύφασμα το αγοράζουμε ‘μείς ρεταλάκια από τα ραφεία που φκιάνουνε
κουστούμια και τους περισσεύουνε κομμάτια.
Το ύφασμα το απλώνουμε, το σημαδεύουμε με το στάμπο, χάρτινο στάμπο, και τα κόβουμε. Ανάλογα το νούμερο και το σχέδιο τραγιάσκας που θέλεις. Αρχινάει πό 51 νούμερο, μέχρι 60. Παίρνω το μέτρο του πελάτη, τι νούμερο φοράει και εν συνεχεία μετά το κόβω. Το κόβω, το γαζώνω, το σιδερώνω, πριν το γυρίζω ανάποδα, το βάζω στο καλούπι μαζί με τη «νάπα» που λέμε, το καναβάτσο, και μετά το σιδερώνω. Άμα το σιδερώσω, το ρεγουλάρω, το γυρίζω, το φοδράρω, βάζω το γείσο μέσα με τη φόδρα, τη στάμπα που λέμε, και λοιπά και είναι έτοιμο.
Καθένα έχει τα μυστικά του.
«Στάμπες» που λέμε, προσχέδια, πολλά. Τις φόδρες τις παίρνω τόπι, με το μέτρο,
δε βρίσκω ρετάλια. Και τα λινάτσα με το μέτρο. Η λινάτσα είναι δύο ειδών, δύο
τύποι λινάτσας. Αυτή η λινάτσα, η σκληρή, βγάζεις αυτό το σχέδιο με το κουμπί
[για τον «κούκο»], χωρίς κουμπί η μαλακή λινάτσα [για την «τραγιάσκα»].Κάθε
σχέδιο έχει το στάμπο του. Αυτό [δείχνει] το σχέδιο βγάζει την τραγιάσκα με το
κουμπάκι, με τα οχτώ φύλλα [τον κούκο]. Το γαζώνω με μηχανή Singer Ήτανε μια εδώ και πήγε στην Αθήνα και
μου άφησε τη μηχανή. Της έχω βάλει τώρα ένα μοτέρ και την έκανα ηλεκτρική. Και
τώρα, το ‘χω το λουράκι, όταν θέλω την κάνω χωρίς ρεύμα.
Η φόδρα θέλει αλλιώτικο κόψιμο. Αυτά [δείχνει] είναι τα
«γείσια» από συμπαγές χαρτί. Αυτά τα παίρνω στην Αθήνα. Πάω σε δύο [μαγαζιά]
και παίρνω χάρμποτ φύλλα. Και πάω σε έναν που έχει είδη πιλοποιίας, Καριώτης,
πλατεία Ψυρρή, και του λέω και μου τα κόβει αυτά. Βγάζω χίλια κομμάτια-χίλια
τρακόσα και περνάω ένα χρόνο. Έχω κλισέ σιδερένια, τα ‘χω στην Αθήνα, στην
αδερφή μου, να μην τα κουβαλάω. Τα ‘χω φτιάξει εγώ, μόνος μου. Ο μάστοράς μου
[ο Χατζής] τα κόβει με τη φαλτσέτα. Και ΄γώ μόνος μου τα κόβω αλλά τώρα σιγά-σιγά έφτιαξα τη δουλειά πιο
σύγχρονη. Πρώτα αυτός έκοβε το γείσο με το χέρι, αγόραζε υφάσματα λίγα, έπαιρνε
εγχώρια, από τους εμπόρους εδώ κα τον εκμεταλλευόσαντε, εγώ τα παίρνω
κατευθείαν από τα εργοστάσια. Εμένα μ‘ έστελνε [ο Χατζής] κι έπαιρνα πέντε
μέτρα λινάτσα. Εγώ πηγαίνω και παίρνω δέκα τόπια. Λινάτσα από το εργοστάσιο της
Κερκύρας ή του Δεσύλλα, Θηβών. Κι έχω κι έναν άλλονε, Βελής λέγεται, δίπλα απ’
το γήπεδο του Ολυμπιακού. Τις κουβαρίστρες, ο μάστοράς μου μ’ έστελνε και τις
έπαιρνα μία-μία, ενώ εγώ πάω και τις παίρνω χοντρικώς. Έτσι, κάτι από ΄δώ, κάτι
από ΄κεί, μου μένουν και πέντε δρα’μές. Αυτά που βάνω, τα κουμπάκια [στον
κούκο], είναι τάπες χάρτινες που βάνουνε στα όπλα, 16άρες, 12άρες. Εγώ το
σκέφτηκα αυτό, να βάζω αυτά. Ο μάστορας μ’ έβανε και τα ΄κοβα με το ψαλίδι,
μόνος μου. Δηλαδή πολύ καθυστερημένος αυτός. Εγώ την έφτιαξα πιο σύγχρονη τη
δουλειά.
Η φόδρα είναι κάμποτο, έτσι λέγεται το ύφασμα. Εγώ παίρνω
καφέ [χρώμα] που δε λερώνει. Βάζω δύο χρώματα, το καφέ και το γκρί, απέξω. Το
γκρι πάει στο απάνω μέρος του κεφαλιού και το καφέ, το λοξό, πάει στο πλάι,
γύρω-γύρω στη σκούφια. Το γαζώνω. Έχω και αυτοκόλλητο αλλά δεν θέλω να ντο
βάνω. Γύρω-γύρω βάζω «πιλογύρο», έτσι λέγονται, όσοι πελάτες θέλουνε, για τον
ιδρώτα. Είναι πλαστικό αυτό, σα μουσαμάς. Τα παίρνω από την Αθήνα, από αυτόν
τον Καριώτη, που κόβω τους γείσους. Αυτός φτιάνει εκατομμύρια τέτοια και τα
δίνει στα εργοστάσια που φτιάνουνε τις ψάθες, τα καπέλα τα έτοιμα.
Αυτό το σχέδιο που δεν έχει κουμπί, το σκέτο, το παίρνουνε οι
γέροι, οι ηλικιωμένοι και με το κουμπάκι το παίρνουνε οι πιο νέοι.. Από 50-100
[χρονών] παίρνουνε το σκέτο [την τραγιάσκα] και από 35-50 παίρνουνε με το
κουμπί [τον κούκο], αν και τώρα δεν φοράνε οι νέοι τραγιάσκες.
Κι αν πάρουνε, τις παίρνουνε για καλαμπούρι, όχι να τις φορέσουνε. Ενώ ο γέρος, ο ηλικιωμένος, τη
χρειάζεται γιατί κρυώνει το κεφάλι του κι αν δεν φορέσει τραγιάσκα, δεν πάει
και στην ηλικία του. Μου λένε εμένα τώρα [οι γέροι] «φτιάξε μου και μια
τραγιάσκα, θέλω να πάω τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα στην εκκλησία». Να ‘ναι
καινούργια.
Το γείσο το φτιάνουμε με δυο κομμάτια ύφασμα, ένα απού κάτου
και ένα από πάνου. Το γαζώνουμε, το γυρίζουμε ανάποδα, μπαίνει ύστερα ο γείσος
μέσα και το ράβουμε με το χέρι. Εκεί παίρνει φόρμα με το κεφάλι του καθενός.
Καμιά φορά το ράβουμε μπροστά, πάνω στο γείσο, να μη σηκώνεται ψηλά το
μπροστινό μέρος της τραγιάσκας αλλά σπάνια. Συνήθως μένει έτσι μόνο του,
παίρνει το σχήμα. Σηκωμένη έτσι την τραγιάσκα, δεν τη φορεί κανείς, μόνο άμα
είναι ’κανας βλάχος. Τους λέω κι εγώ αν δεν είναι κάτι ωραίο, πώς να το φορέσουνε.
Το λουρί και τα κουμπάκια φαίνονται απ’ το πλάι κι έχει το
γούστο του. Έτσι το ΄χω μάθει, έτσι μου το ΄χουνε πει και δεν το ‘χω αλλάξει.
Ορισμένα μόνο έχω αλλάξει. Το ενενήντα τα εκατό οι νέοι φορούνε αυτή με το
κουμπάκι. Με το κουμπάκι λέγεται κούκος
και η άλλη, η σκέτη, τραγιάσκα. Το
κάθε ένα έχει τον τρόπο του, θέλει τέχνη. Στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη οι
κοπέλες [που φτιάχνουν σκούφιες] δεν προσέχουνε λεπτομέρειες. Καθονται ‘κεί στη
μηχανή και βγάνουνε ένα σχέδιο. Δουλεύουνε γαζί συνέχεια. Δεν κάνουνε αυτές τις
ψιλοδουλειές που κάνουμε ‘μείς. Και είμαστε, «Αντραβιδαίικια δουλειά», να πούμε.
Είναι, αυτή η τραγιάσκα να πούμε, μπορεί να φαίνεται απλή,
αλλά άμα πιάσεις το νόημα εδώ πέρα, καταλαβαίνεις ότι έχει τέχνη. Εγώ έκαμα 4-5
χρόνια να τη μάθω. Η τραγιάσκα βαδίζει με χιλιοστά, ανάλογα με το νούμερο. Αυτά
τα χιλιοστά στις οχτώ ραφές δημιουργούνε διαφορά έναν πόντο-δύο και δεν έχεις
το νούμερο που θέλεις. Έχει τέχνη και όλο με το χέρι, με το μάτι. Όταν εσύ δεν
ξέρεις το μυστικό, νομίζω δεν είναι εύκολη να την φτιάξεις. Έχω τα νούμερα
έτοιμα και διαλέγω. Όταν όμως έρθει ένας πελάτης και μου πει «παραγγελία», του τη φτιάνω.
Το ένα καλούπι ανοίγει τις ραφές και «σπάει» και το γείσο. Το
χαρτί του γείσου, άμα δεν το βρέξεις το σιδέρωμα, να το λυγίσεις, δεν γίνεται,
σπάει. Βάνεις το γείσο, βάνεις νερό και το σιδερώνεις σιγά-σιγά και του δίνεις
την κλίση που θέλεις. Άμα στεγνώσει, μένει κόκαλο, όπως το ‘χεις σιδερώσει. Το
τρίγωνο καλούπι είναι μόνο ν’ ανοίγεις τις ραφές.
Δίνω και σε άλλα μαγαζά αλλά όχι πολλές, γιατί είμαι μόνος
μου. Τα χρώματα τα διαλέγω εγώ, σε καλά υφάσματα, μάλλινα. Δημητριάδη, τεριλέν,
κασμηροφανέλα, καλά υφάσματα που φτιάνουνε κουστούμια, σκούρα χρώματα πάντως.
Ρεταλάκια, να βγαίνουν 1-2 τραγιάσκες απ΄ το καθένα. Δε συμφέρει ν’ αγοράσεις
με το μέτρο. Εγώ πουλάω εφτά κατοστάρικα [δραχμές] τη μία, δε με συμφέρει.
Βγάζουμε ένα μεροκάματο με δυσκολία, 1000-1500 δραχμές την ημέρα. Δίνω και έξω
από Αμαλιάδα μέχρι Κρέσταινα. Άλλοι ερχόνται και τις παίρνουνε και σ’ άλλους
τις πάω: Ζαχάρω, Αμαλιάδα, Πύργο, Βάρδα, μέχρι Αχαγιά. Λεχαινά δε δίνω. Ο
Κεφάλας[1]
που κάποτε έπαιρνε, δεν παίρνει τώρα, ύστερα είναι κοντά, ερχώνται εδώ και τις
παίρνουνε [τις τραγιάσκες]. Όλο και πιο ηλικιωμένοι έρχονται. Μου λένε μερικοί,
«Άμα πεθάνουμε εμείς, εσύ πας, σχόλασες». Η δουλειά δεν είναι… Οι παλαιοί δεν
εκάνανε χωρίς τραγιάσκα. Προτού χαλάσει η μία, παίρνανε άλλες, αμέσως! Τώρα, οι
νέοι, ξεσκούφωτοι.\
Τραγιάσκες και "κούκοι"στον τοίχο του εργαστήριου Αγραπίδη, έτοιμα προς πώληση. Δεξιά, μέσα στον καθρέφτη, φαίνεται πελάτης που δοκιμάζει τραγιάσκα για να την αγοράσει (1985)
[1] Οι
Αδελφοί Κεφάλα είχαν ραφείο ανδρικών
ρούχων και εμπορικό κατάστημα στα Λεχαινά.