Ανδραβίδα Ηλείας, Αύγουστος 1985
[Απομαγνητοφωνημένη, ημι-κατευθυνόμενη συνέντευξη από
την ερευνήτρια του Κέντρου Ερεύνης της
Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών (ΚΕΕΛ) Ελένη Ψυχογιού, κατά τη
διάρκεια εντεταλμένης «Λαογραφικής Αποστολής» στο νομό Ηλείας, στην κωμόπολη
της Ανδραβίδας, κατά τον Αύγουστο του 1985 (καταχωρημένη στο χειρόγραφο αρ. 4467, σελ. 272-325, το οποίο εναπόκειται
στο Αρχείο Χειρογράφων του ΚΕΕΛ). Η συνομιλία λαβαίνει χώρα στην αυλή του
σπιτιού της πληροφορήτριας Ευδοξίας Γιαλούση-Γεωργίου. Δυστυχώς έχουν απομαγνητοφωνηθεί μόνον οι
απαντήσεις της πληροφορήτριας και όχι οι ερωτήσεις της ερευνήτριας. Ωστόσο οι
ερωτήσεις συχνά υπονοούνται έμμεσα, μέσω
των απαντήσεων.
Η πληροφορήτρια είναι κόρη του επίσημου ιδιοκτήτη του
καροποιείου Νιόνιου Γιαλούση και αδελφή του Ανδρέα Γιαλούση, μετέπειτα επίσημου
ιδιοκτήτη (θανόντες και οι τρεις σήμερα) , ο οποίος ήταν κωφάλαλος εκ
γενετής και έχει η ίδια αναλάβει πολλές
από τις συναλλαγές και τις δραστηριότητες του καροποιείου, όπως θα φανεί
παρακάτω. Είναι επίσης χήρα του επιχειρηματία συζύγου της και συνέταιρου των
παραπάνω, μετά το γάμο τους, Πάνου Γεωργίου [η πληροφορήτρια δεν θέλησε να φωτογραθηθεί].
(βλ. και: //www.blogger.com/blogger.g?blogID=532136745385105400#editor/target=post;postID=3452013501862427499;onPublishedMenu=allposts;onClosedMenu=allposts;postNum=16;src=link)
(βλ. και: //www.blogger.com/blogger.g?blogID=532136745385105400#editor/target=post;postID=3452013501862427499;onPublishedMenu=allposts;onClosedMenu=allposts;postNum=16;src=link)
Η μαρτυρία, ανοιχτή σε πολλαπλές αναγνώσεις και προσεγγίσεις,
αναφέρεται στην
καροποιΐα στη ΒΔ Πελοπόννησο, ιδιαίτερα στην πεδινή Ηλεία, από τη δεκαετία του
1920 περίπου έως τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
αλλά, έμμεσα, και πριν και μετά. Αναφερομαι στην ξύλινη, δίτροχη άμαξα που την έσερνε ένα μόνο άλογο (βλ. και http://psychogiou.blogspot.com/2016/01/blog-post.html, http://psychogiou.blogspot.com/2012/02/blog-post.html). Η μαρτυρία αφορά τη σχετική επιχειρηματικότητα, τις πρώτες ύλες και τα
δίκτυα προμήθειας, την τέχνη κατασκευής της ξύλινης άμαξας και τις επιμέρους
τεχνικές, τις παραγωγικές, οικονομικές, εθνοτικές, κοινωνικές, συγγενικές και
ηθικές παραμέτρους της καροποιΐας ως «βαριάς βιομηχανίας» της εποχής, τις
σχέσεις εργοδοτών και εργαζομένων, τις επιμέρους αρμοδιότητες και ρόλους, τα τοπικά,
κοινωνικά, εργασιακά και οικονομικά δίκτυα που πλαισιώνουν την κατασκευή και τη
χρήση του κάρου κ.ά. ―και όχι μόνον. Επισημαίνω ιδιαίτερα ότι όχι μόνο από αυτή
τη μαρτυρία αλλά και από το σύνολο της έρευνάς μου για τα κάρα (βλ. και άλλες σχετικές μαρτυρίες σε αυτό εδώ το blog,
τα post μου για τον καραγωγέα κλπ.) προκύπτει ότι η τέχνη της
καροποιΐας φαίνεται να ήλθε στη ΒΔ Πελοπόννησο, τουλάχιστον από τον 19ο αι., από
την Ιταλία (ίσως και τη Μάλτα), μέσω των Επτανήσων, κυρίως τη Ζάκυνθο.
Εκτιμώ ότι η συγκεκριμένη, γυναικεία μαρτυρία της
Ευδοξίας αναδεικνύει παράλληλα και την αφηγηματική δεινότητα των καθημερινών,
ημι-εγγράμματων υποκειμένων, ενώ, ως βιωμένη επιχειρηματική και κατασκευαστική εμπειρία και γνώση του αντικειμένου από την ίδια την
πληροφορήτρια, προβάλλει και τους ρόλους των γυναικών στην
αγροτική κοινωνία ως διαφορετικούς από τις παραδεδεγμένες ανθρωπολογικές, διακριτά
έμφυλες, οπτικές και αναλύσεις.
Σημειώνω ότι όταν άρχισα την προσωπική μου έρευνα για την
καροποιΐα στη ΒΔ Πελοπόννησο, κατά το 1980, η τέχνη είχε ήδη εκλείψει και τα
συγκεκριμένα, δίτροχα κάρα είχαν αποσυρθεί από την κυκλοφορία. Έτσι μπόρεσα να αποσπάσω μέσω συνεντεύξεων και έρευνας σε αρχεία, εφημερίδες, το Πρωτοδικείο Πύργου κ.λπ., μόνο έμμεσες πληροφορίες για την κατασκευή του κάρου με μνημονικές περιγραφές από τους
εναπομείναντες καροποιούς, όσους μπόρεσα να ανακαλύψω στα χρόνια της σχετικής
έρευνάς μου, που κράτησε σχεδόν μια δεκαετία, αποσπασματικά. Μια που δεν κατέστη δυνατό να δημοσιευθούν τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας, θεωρώ χρήσιμο να
αναρτήσω εδώ στο blog μου όσο από το συγκεντρωμένο, πλούσιο υλικό μπορέσω, αντί να βρίσκεται καταχωνιασμένο στα
συρτάρια μου.
Για καλύτερη κατανόηση της απομαγνητοφωνημένης εδώ
προφορικής μαρτυρίας ως γραπτού κειμένου, σημειώνω τους εξής κυριότερους ιδιωματισμούς,
στον προφορικό λόγο:
το τελικό γράμμα ν
ενσωματώνεται στην επόμενη λέξη, αναλόγως, π.χ. την τέχνη> τη ντέχνη, προ του αρχικού κ στην επόμενη λέξη ως γ
( π.χ. : τον κόσμο>το γκόσμο κλπ.) προ του αρχικού π ως μ (π.χ. τον πρώτο>το μπρώτο κλπ.). Επίσης το ίδιο γράμμα
αναπτύσσεται ως ευφωνικό ανάμεσα σε λέξεις (π.χ. θα τα φτιάξουμε >θα ντα φτιάξουμε κλπ.)
το σ στις μονοσύλλαβες λέξεις
αντιμετατίθεται ως εξής: αντί της είπα, τση είπα, αντί τους
είπα τσου
είπα, κλπ.
ανάμεσα σε συνεχόμενα σύμφωνα αναπτύσσεται ένα -ι
, π.χ. αντί σταθμός σταθιμός, αντί καπνός καπινός
κλπ.
Με πλάγια γράμματα δηλώνονται οι λέξεις που αποτελούν
ονομασίες εργαλείων, εξαρτημάτων ή τμημάτων του κάρου, τις οποίες παραθέτω
επεξηγηματικά σε φωτογραφίες και πρόχειρα σκίτσα από τα τετράδια της έρευνας. Μέσα
σε αγκύλες παρατίθενται επεξηγήσεις της γράφουσας ερευνήτριας, που
πραγματοποίησε και την απομαγνητοφώνηση της μαρτυρίας. Οι φωτογραφίες της γράφουσας, εκτός αν δηλώνεται διαφορετικά]
Ανδραβίδα 1980. Ο καροποιός Ανδρέας Γιαλούσης, αδελφός της αφηγήτριας Ευδοξίας Γιαλούση, κρατώντας (κατόπιν επιθυμίας του) τη στάμπα της επιχείρησης που αποτυπωνόταν πάνω στα κάρα
Κάρο με τη στάμπα του Πάνου Γεωργίου, συζύγου της πληροφορήτριας Ευδοξίας Γιαλούση_Γεωργίου, όταν είχε συνεταιρισθεί με τον ... Κηπουρό, στην Ανδραβίδα (1980)
Αφήγηση:
Ευδοξία Γιαλούση-Γεωργίου, 80 χρ., εγγράμματη (δημοτικό), «μαστόρισσα» καροποιός, ελαιουργός, νοικοκυρά
«…Ο πατέρας μου ήτανε
καροποιός. Είχε μάθει στη μΠάτρα, στου Γρηγοράτου. Αυτός είχε
πρωτοφέρει τη ντέχνη στη μΠάτρα.Έφτιανε στην αρχή διπλόκαρα,
καροτσίνια, που τα τραβάγανε με τα χέρια. Και ο Κλάδης και ο Αντριόλας που είχανε τα καροποιεία στο μΠύργο, ήσαντε Ζακυθινοί και από 'κεί φέρανε τη ντέχνη. Τα κάρα κανιά δεκαριά χρόνια είναι που χαθήκανε, παλιά ήτανε βεντέμα [σε ακμή] τα κάρα. Ο Κλάδης ήφερε [από την Ζάκυνθο] και παιδιά, μαστορόπλα μαζί του και πρωτόφτιασε εδώ κάρα. Πρωτοφτιάσανε τα κάρα με μικρές ρόδες, 1.60 διάμετρο. Μετά είδε πως δεν κάνανε για 'δώ [την πεδινή Ηλεία] αυτές οι ρόδες και τσι μεγαλώσανε, τσι κ΄νανε 1.70 για να κυλάνε 'δώ στσι λάσπες και στσι γούβες. Επηγαίνανε και Πύργιοι για να μάθουνε τη γκαροποιΐα αλλά
δεν εκάμανε τίποτα. Τα μαστορόπ’λα ήσαντε ούλα Ζακυθινοί τη γκαταγωγή. Κι ένας
Πλάτων, ήταν μοναχά εκείνος από Γύφτους μαστόρους. Ελέγανε πως ήτανε τση
Γυφτο-Γιαννιάς παιδί. Κ’ είχε πάρει νια Πυργιώτισσα [γυναίκα], Αριστέα τη
λέγανε. Έχει μείνει ακόμη αυτή [ζει] αλλά ’κείνη βγήκε πως ήτανε μάγισσα κι
έφαγε το γκόσμο ούλονε! Αυτή ήτανε Πυργιώτισσα, όχι Γύφτισσα, εξαιρετική
γυναίκα, όταν την ήβλεπες, έλεγες, «χαρά στη γυναίκα!» Αλλά μόλις ήβλεπες τα έργα τση, εγώ δηλαδή,
κατ’ εμένα, τη μισούσα πολύ! Να ρίχνει τα χαρτιά εκεί, να ρίχνει τσου καφέδες,
να κάνει, να φτιάνει, εμένα φτούνα δε μ' αρέσουνε. Δεν ήμουνα φίλος. Ο Πλάτωνας είχε μάθει τη ντέχνη εκεί, στσου Κλαδαίους, κι άνοιξε ύστερα δικό του εδώ με τσου Κονταραίους, εδώ στην Αντραβίδα. Στερνά ήρθε κι ένας, τα παιδιά του δηλαδή, Πατρινοί τη γκαταγωγή, από 'κείθε ήσαντε φερμένοι, τσου είχαμε φέρει εμείς εδώ για βοηθούς και σκροπίσα' γκείνοι, άλλοι πεθάνανε, φύγανε οι Κλαδαίοι, σκροπίσανε οι Αντριολαίοι κι ύστερα φέραμε από 'κεινούς [τους Πατρινούς] 2-3 παιδιά. Ήρθ' ο πατέρας τσου εδώ, έκατσε λίγο γκαιρό αλλά ήτανε γέρος και μπέκρος, ε, μπασμένος στην ελικία και μας εσύστησε και μας ήφερε τα παιδιά του εδώ [στο καροποιείο τους]. Τρία παιδιά. Τον Αντρέα, το Νιόνιο και το Βασίλη. Δουλεύανε στο δικό μας μαγαζί, του Γιαλούση, στερνά εκλώτσηξε ο ένας κι έκανε σεμπριά μ' ένα γΚοντάρη κι αυτοίνοι δεν ήσαντε καροποιοί, αλλά τον πήρανε 'κει ως μάστορακαι κάμανε μαγαζί [καροποιείο], για να μας κάνουνε μας, να πούμε, αντίποινα. Καταλαβαίνεις; Αλλά δεν επροκόψανε, έκλεισε.
Το δικό μας μαγαζί ήτανε 'δώ και έδρασε. Το μαγαζί το ε'ιχαμε από τότε που παντρεύτηκα, απ' το '24 μέχρι τα προχτές! Το μαγαζί μας δεν ήτανε [γνωστό, είχε πελάτες] μόνο εδώ στην Αντραβίδα αλλά στο Ριόλο, στο Καγκάδι, στη γΚυπαρισσία, στη Ζαχάρω [όλη τη ΒΔ Πελοπόννησο], παντού εστέλναμε κάρα. Στα χρόνια εκείνα εφτάσαμε και είχαμε 7-8 μαστόρους, αλλά είχαμε και παιδιά [μαστορόπουλα]. Οι άλλοι στο μΠύργο εκλείσανε. Ο Κλάδης, προτού τη δική μας αυτή [εποχή, ακμή], είχε, ήσαντε τα τρία παιδιά κι ο πατέρας τέσσεροι κι είχε κι άλλους κανα-δυό μαστόρους κι είχε και μαστορόπ'λα.
Το δικό μας μαγαζί ήτανε 'δώ και έδρασε. Το μαγαζί το ε'ιχαμε από τότε που παντρεύτηκα, απ' το '24 μέχρι τα προχτές! Το μαγαζί μας δεν ήτανε [γνωστό, είχε πελάτες] μόνο εδώ στην Αντραβίδα αλλά στο Ριόλο, στο Καγκάδι, στη γΚυπαρισσία, στη Ζαχάρω [όλη τη ΒΔ Πελοπόννησο], παντού εστέλναμε κάρα. Στα χρόνια εκείνα εφτάσαμε και είχαμε 7-8 μαστόρους, αλλά είχαμε και παιδιά [μαστορόπουλα]. Οι άλλοι στο μΠύργο εκλείσανε. Ο Κλάδης, προτού τη δική μας αυτή [εποχή, ακμή], είχε, ήσαντε τα τρία παιδιά κι ο πατέρας τέσσεροι κι είχε κι άλλους κανα-δυό μαστόρους κι είχε και μαστορόπ'λα.
Κάρο στο Μιντιλόγλι Πατρών, πλάγια και πρόσθια όψη ( 1980)
Αυτά τα πληρώνανε γιατί ύστερα, ξεπέσανε σε μας [στο δικό τους
καροποιείο], που δε θέλανε να αφήσουνε τη ντέχνη, να πούμε.
Και τα πληρώναμε και ’μείς με το μήνα. Και τά ειχαμε στο σπίτι, τα ταΐζαμε, τα
ποτίζαμε, τα πλέναμε, με βοηθάγανε στσι δουλειές, σε ούλα!
―Έλα μαστορισσούλα μου [= αφεντικιά μου, εννοεί τον εαυτό
της], τα ψάρια τούτα δεν είναι για βραστά σκέτα! [έλεγε το μαστορόπουλο].
―Αμή, πώς θα ντα φτιάσουμε, το’ ’λεγα, Παναγιώτη μου; [λέει
η μαστόρισσα στο μαστορόπουλο].
―Εγώ θα ντα φτιάσω, σκορδαλιά, μο’ ’λεγε, σκορδαλιά!
Σε ούλα με βοηθάγανε [τα μαστορόπουλα]! Καθόσαντε χάμου,
σήμερα το ένα, αύριο το άλλο, να πούμε, γιατί άμα θέλανε σκορδαλιά, πού να φτιάσεις
σκορδαλιά για δώδεκα νοματαίους[1]!
Θέλανε ’να καζάνι [φαγητό]! Εγώ δεν έκανα δουλειές μέσα στο μαγαζί [=το
καροποιείο] αλλά εγώ να τους σερβίρω το
φαγητό, το γκαφέ, το νερό, ψώνια όξω στη μΠάτρα, στο μΠύργο, βέβαια,
μέχρι τη γΚαλαμάτα! Πήγαινα εγώ, παντού, για να πάρω υλικά. Μ’ έβγαλε ο άντρας
μου στο μεϊντάνι! «Ευδοξία, σήμερα έχουμε πολύ δουλειά, εγώ δε μπορώ να πάω στη
μΠάτρα» [έλεγε ο άντρας της] και πήγαινα
εγώ. Έπαιρνα λάμες, άσσους, σίδερα,
ό,τι εχρειαζόσαντε[2], ξυλή
από τη μΠάτρα φέρναμε. Εφέρναμε ροδόξυλα, μπρατσόλια, λάντζες, σανίδια,
εφέρναμε το περισσότερο ξύλο, μελιό και πουρνάρι. Το μελιό το φέρναμε για τα ροδόξυλα και το πουρνάρι το παίρναμε για
τα μπρατσόλια. Μόνο στα μπρατσόλια το χρησιμοποιούσαμε το
πουρνάρι. Το μελιό φανάρια και ροδόξυλα και κανιά φορά, στην ανάγκη,
εβάναμε και φτελιά, όταν δε βρίσκαμε
μελιό. Γιατί η φτελιά είναι πρόστυχο ξύλο, δεν είναι όπως ο μελιός και τήνε
χρησιμοποιούσαμε στην ανάγκη, να μη μας φύγει η δουλειά, και βάναμε τη φτελιά.
Κάρο και λεπτομέρειες της ρόδας, όπως σημειώνονται και ονομάζονται στο παραπάνω σκίτσο (φωτ. Μιχάλης Ιωαννίδης)
Σκαρίφημα των εξαρτημάτων της ρόδας του κάρου, από το τετράδιο της έρευνας, όπως αναγράφεται
(πληροφορίες Χαρίλαος Θ. Βεσκούκης, 52 ετών, Μυρσίνη Ηλείας, Αύγουστος 1975)
Κάρο και λεπτομέρειες της ρόδας, όπως σημειώνονται και ονομάζονται στο παραπάνω σκίτσο (φωτ. Μιχάλης Ιωαννίδης)
Να μη ντονε θυμάμαι το μάστορα, εκείνονε ’κεί, γέρος
μάστορας, αρχοντάνθρωπος και καλός, καλός άνθρωπος! [αργότερα προέκυψε ότι
εννοεί τον καροποιό την Πάτρας, τον Γρηγοράτο]. Ε, οι Μποχαγιεραίοι [αδελφοί
Μπουχάγιερ] δεν ήσαντε καλοί μαστόροι.
Επιάνανε τα παλιά ροδόξυλα, να πούμε,
και τα πλανίζανε να φύγουνε τα χρώματα και τα βάνανε στα καινούρια κάρα. Πολλές
πονηριές. Τις βρίσκαμε οι μαστόροι μετά, που τα φέρνανε [τα κάρα] σε ’μάς, να
ντα επισκευάσουμε. Και τα λέγαν’ αυτοί [οι μαστόροι] και τ’ αγροίκαγα και ’γώ
που τα λέγανε. Και δεν είχανε μεγάλη κυκλοφορία οι Μποχαγιεραίοι εδώ, στη
μπεριφέρεια τη δική μας, μόνο ο Πύργος και η Αντραβίδα [τα καροποιεία του
Πύργου και της Ανδραβίδας]. Στερνά χάθηκε ο Πύργος και ’μεινε η Αντραβίδα. Χάθηκε
ο Πύργος και ’μεινε η Αντραβίδα!
Πύργος 1980. Κάρο κατασκευής της καροποιίας Πέτρου Μπουχάγιερ, στην Πάτρα, με διακοσμητική μορφή γυναίκας
Ο [Διον. Κουρλαμπάς είχε εδώ [στην Ανδραβίδα] καροποιείο και έχει
ακόμη [άλλες μαρτυρίες τον τοποθετούν στη Γαστούνη, όπου τον βρήκα και εγώ]. Στη Γαστούνη ήτανε ο Γιάννης ο ..., Ζακυθινός κι αυτός, αλλά δεν έφτιανε
καινούργια κάρα, μόνον επιδιόρθωνε. Κι ήτανε κι άλλος, στην Αμαλιάδα αλλά κι
αυτός επιδιόρθωση έκανε, δεν εφτιάνανε καινούργια. Κι αν εμείς τα πήραμε τα
μαγαζά τους, αίφνης ό,τι εργαλεία είχανε, αυτά, εμείς τα αγοράσαμε μετά. Αυτοί
ανοίξανε πιο στερνά από ’μάς αλλά δεν εκάνανε δουλειά, δεν είχανε εκτίμηση στη
δουλειά και δεν επροοδεύσανε! Ήσαντε του κρασιού [κρασοπότες] και οι δύο αυτοί.
Και ’κείνος στη Γαστούνη, πινίγηκε [=πνίγηκε], ο μαύρος! Μπαραμπάτες
[=ανεύθυνοι, επιπόλαιοι], έτσι. Δεν ήσαντε να ειπούμε τεχνίτες συστηματικοί, να
προοδέψει το μαγαζί τσου, κι αυτά. Αυτός στην Αμαλιάδα δεν έκανε πολλές
επισκευές. Αλλά είχε τότε [πριν τον Πόλεμο] η Αμαλιάδα πολλή δουλειά, γιατί
δουλεύανε ούλα τα κάρα με άμμους, με ασβέστες και τέτοια, κουβαλάγανε και
τέτοια, και μετά γυρίσανε και ερχόσαντε από την Αμαλιάδα στην Αντραβίδα [για να
κατασκευάσουνε κάρα]. Από τη Γαστούνη, τσού ειχαμε και τσού ειχαμε τσου
Γαστουναίους [πελάτες]! Η Αμαλιάδα έτσι κι έτσι, γιατί τους ερχότανε μακριά,
και δεν επρολαβαίναμε, κιόλα. Δεν εμπορήγαμε να βαστήξουμε τη δουλειά,
ερχόσαντε και τους εδιώγναμε!
Γαστούνη 1982. Ο καροποιός Διον. Κουρλαμπάς. Δίπλα του ξύλινα εξαρτήματα του κάρου
Γαστούνη 1982. Η "στάμπα" της επιχείρησης καροποιίας του Διον. Κουρλαμπά, που αποτυπωνόταν πάνω στα κάρα
Στάμπα με διακοσμητική άγκυρα, στο ίδιο καροποιείο
Στάμπα με διακοσμητική άγκυρα, στο ίδιο καροποιείο
Στη γΚαλαμάτα δεν ξέρω αν είχε καροποιεία. Η Κυπαρισσία, η
Ζαχάρω, δεν είχε. Από ’δώ τροφοδοτούσαντε, ούλοι, για κάρα καινούργια. Για
καινούργια κάρα, από ’δώ. Προτού ξεπέσει ο Πύργος [στην καροποιΐα], από ’κεί
τροφοδοτούσαντε, όχι από ’μάς. Όταν ξέπεσε ο Πύργος, μετά ήρθανε ’δώ.
Το καλοκαίρι δουλεύαμε πολύ. Γιατί το χειμώνα εμείς [η
οικογένεια Γιαλούση-Γεωργίου] είχαμε δυο λιτρουβειά [ελαιοτριβεία]. Προοδέψαμε
ύστερα εμείς, πολύ. Ήτανε πολύ καπάτσος ο άντρας μου και είχε κάνει [εργαστεί,
προ του γάμου τους] και σε εργοστάσια και ύστερα εκάναμε λιτρουβειό. Και
στήσαμε υδραυλικό πιεστήριο. Ερχότανε [σε αυτούς], κόψανε τα άλλα μαγαζά [ελαιοτριβεία], γιατί
δεν υπήρχε άλλο υδραυλικό πιεστήριο, δεν υπήρχε αλλού πουθενά υδραυλικό,
υστερνά έκαμε το Βαρθαλαμιό [sic] και ένα έκαμε στου Νιχώρι [στο Νεοχώρι], ο
Βαγγέλης ο Αρβανίτης. Τότε αρχίσαμε εμείς και καταρρέαμε. Γιατί εμείς δεν
είμαστε από ’δώ [ντόπιοι], δεν είχαμε οικογένεια [ήταν άτεκνοι], δε θέλαμε να
ανοιχτούμε, να προσέξουμε, να προβλέπουμε ότι θα μείνουνε στα παιδιά μας, ενώ
στα νιάτα μας επροοδεύσαμε πολύ. Είχαμε κάμει δυο λιτρουβειά, εμπόριο
ξυλουργείων με τάβλες, με σίδερα, τσουμπιές
από τη Θεσσαλονίκη και άσσους από το
Βόλο. Στο Βόλο είχε εργοστάσιο [για σιδερένιους άσσους]. Τώρα-τώρα τα πετάξαμε τα χαρτιά [τις αποδείξεις αγοράς]. Παίρναμε
τηλέφωνο, παίρναμε τηλέφωνο από το [σιδηροδρομικό] σταθιμό και μας τα στέλνανε
με το τραίνο. Δεν υπήρχε άλλο μέσον [μεταφοράς] τότε και ειδοποιούσαμε από το
σταθιμό και μας τα στέλνανε. Αμέσως απαντούσανε αυτοί στο σταθιμό, ότι τη ντάδε
την ημέρα θα παραδοθούνε. Άσσους και λάμες επαίρναμε από το Βόλο. Καρόβιδες, οχτάρια και τέτοια [μικρότερα σιδερένια εξαρτήματα], τα παίρναμε
από τη μΠάτρα. Εκεί είχε μαγαζά χοντρικής πωλήσεως. Τώρα, πούθε τα
προμηθευόσαντε αυτοί, δεν ξέρω. Αλλά είχε μεγάλα μαγαζά εκεί. Εδώ, εφέρναμε το
σίδερο και το ’φτιανε ο άντρας μου μόνος του, τσι ροδέλες μπροστά στσι λάντζες,
είχαμε και καμίνι μέσα στο μαγαζί, όλα. Μέχρι τόρνους, όλα. Εξανοιχτήκαμε πολύ.
Εκάναμε ολόκληρο εργοστάσιο! Κορδέλες,
πλάνη, τρυπάνι, τόρνο, όλα με ρεύμα. Εκάναμε ρεύμα δικό μας, δεν υπήρχε ρεύμα
εδώ [προπολεμικά και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1950], αλλά επήρε ο άντρας μου μια μπομπίνα και την ετοποθέτησε ο
ίδιος και δουλεύαμε μοναχοί μας. Όχι μπομπίνα, μηχανή. Στερνά εκαταργήσαμε τη
μηχανή και βάλαμε το ρεύμα. Ύστερα επήραμε από τους Λυσσαραίους ρεύμα. Οι
Λυσσαραίοι[3]
είχανε μύλο. Και εκανονίσαμε, και ο άντρας μου μέσα και ο Σπύρος ο Κοντάρης κι
ο πατέρας τση Χρυσής [Γρηγορόπουλος] και ήσαντε αυτοί και οι τρεις [συνεταίροι]
και δεν εχωρίζανε, ήσαντε πολύ έξυπνοι άνθρωποι αυτοί οι Γρηγοροπουλαίοι, οι
δύο ήσαντε του εμπορίου, ενώ ο άλλος ήτανε τεχνικός, ήξερε από μηχανές, τού
’κοβε. Δεν είχε σπουδάσει αλλά του ’κοβε το μυαλό. Και έπαιρνε και την
ορμήνεια[=συμβουλή].
Σκαριφήματα και πληροφορίες για τα εξαρτήματα και την κατασκευή του κάρου, από το τετράδιο της έρευνάς μου (ΚΕΕΛ, χ/φο 3805, πληροφορίες Χαρίλαος Θ. Βεσκούκης, 52 ετών, Μυρσίνη Ηλείας, Αύγουστος 1975)
Από ’δώ τρογύρω εφέρνανε το μελιό και το πουρνάρι, απ’ τ’
Αγρίνιο. Εκεί έβγανε πολύ. Από ’δώ [την περιοχή του Κάμπου της Ηλείας] κα’να
πουρνάρι , αν παίρναμε, γιατί δεν είχε δάσος εδώ να κόβουμε πουρνάρια. Ηθέλαμε
να κόβουμε πουρνάρια χοντρά για να ντα βγάνουμε όπως έπρεπε τα ξύλα. Και δεν
ευρίσκαμε. Και παίρναμε από το Αγρίνιο, Μεσολόγγι, 'κείθε πέρα. Λοιπόνου, και το
μελιό από ’κεί τονε παίρναμε. Και τη φτελιά από ’κεί. Δεν υπήρχε ’δώ μελιός. Τα
φέρναμε με καΐκια. Είχε μεγάλο εμπόριο
εκεί. Τα φέρνανε με καΐκια στη μΠάτρα και τά ήφερνε εκείνος [ο
Γρηγοράτος]. Μετά όμως εξυπνήσανε κι άλλοι εμπόροι και φέρνανε κι άλλοι
ξυλεία τέτοια. Αλλά εκείνος [ο Γρηγοράτος] ήτανε άσσος! Είχε το μαγαζί με τα
κάρα και στερνά άφηκε τα κάρα. Μόλις ξεπεταχτήκανε οι Μπουχαγιεραίοι και
φτούνα, τα άφηκε τα κάρα αυτός και ήφερνε αποθήκες ξύλα, πολύ! Ό,τι ξύλο
έβγαινε ’κείθε [στην Αιτωλοακαρνανία], μελιός, πουρνάρι και τέτοια, τά ’φερνε
αυτός στο μαγαζί του. Από εξωτερικό εφέρνανε το σουηδικό ξύλο. Τις λάντζες τις κάνανε και με σουηδικό ξύλο.
Φέρναμε και από Θεσσαλονίκη. Αλλά ο
άντρας μου δεν ήθελε Σουηδικό, όχι πως δεν ήτανε καλό, αλλά το ’βρεσκε μαλακό.
Τσι λάμες [για τα σιδερένια στεφάνια στις ρόδες] τσι
παίρναμε τέσσερα μέτρα μάκρος και φέραμε μηχάνημα και τις βάζαμε μέσα και τσι
γυρίζαμε και τσ’ φέρναμε στρογγυλές. Μετά φέραμε άλλο μηχάνημα και τσ’
κολλάγαμε. Πρώτα τσ’ κόλλαγε ο άντρας μου στο καμίνι. Μέτραγε τη
ρόδα, μέτραγε και ’κείνο [το σίδερο της λάμας],
εάν επέρ’σευε [=περίσσευε] το ’κοβε και το ’βανε στο καμίνι , το ζέσταινε και
το δούλευε και το κόλλαγε [βλ. και το post μου σε αυτό εδώ το blog
«Σιδηρουργείο αδελφών Παπούλια στα Λεχαινά»]. Το [σιδερένιο] στεφάνι
[της ρόδας του κάρου] έπρεπε να είναι λίγο μικρότερο από τη ρόδα. Βάναμε δώδεκα
στεφάνια μαζί, το ένα πάνου στ’ άλλο, κόβαμε ξύλα στη γκορδέλα,
τα κουβαλάγαμε έξω, εκεί τα ποστιάζαμε απάνω και αυτή η δουλειά ήτανε ’μένα
[της αφηγήτριας] και του μαστορόπ’λονε[=των μαστορόπουλων]. Εκαθόμουνα εγώ,
έβανα ένα ξύλο από ΄δώ, ένα ξύλο από
’κεί [από τα σιδερένια στεφάνια για τις
ρόδες] και τα στερέωνα απάνου στσι ρόδες [=στα στεφάνια]. Ύστερα μου φέρνανε και πλαναδούρια που έκοβε η πλάνη και
τα βάναμε γύρω-γύρω στσι ρόδες[=στα στεφάνια]. Ύστερα, τσι χώναμε τσι ρόδες
καλά, μετά φέρνανε τα παιδιά παλιο-πετρέλαιο, παλιο-λάδια που σουρώνανε στη μηχανή, ’κεί που
δουλευε, είχαμε ένα ντενεκέ και τα
μαζεύαμε αυτά, ύστερα τα ρίχναμε γύρω-γύρω ’κεί, και ’βανα εγώ το σπίρτο και
ερχόσαντε οι μαστόροι ύστερα ν’ αναλάβουνε κι έφευγα εγώ από τη φωτιά[4].
Εγώ ήμουνα μόνο να ντα ετοιμάσω. Πολλοί, το είχανε γύρω-γύρω με αυλάκι σκαμμένο
και βάνανε τσι ρόδες [=τα στεφάνια].
Ύστερα μέσα και βάνανε απάνου τη φωτιά. Εμείς δεν το κάναμε έτσι, γιατί δεν
είχαμε αρκετό χώρο, αυλή στο μαγαζί, ήτανε περιορισμένος ο χώρος και το βάναμε
στο ίσωμα. Και έπιανε η φωτιά αμέσως εκεί και ύστερα το σβέναμε και μαζεύαμε τα
κάρβουνα. Ενώ εκεί που πήγα στο μΠύργο και είδα, στου Αντριόλα του Κώστα [το
καροποιείο] είχε το λάκκο ’κείνονε και τσ’
έβανε μέσα τσι ρόδες[=τα στεφάνια]
και δεν έβανε ύστερα ξύλα, τσ’ άφηνε τσι
ρόδες στα κάρβουνα για να κρατιώνται ζεστές. Ενώ εμείς, όταν έπεφτε λίγο η
φωτιά, βάναμε ξύλα για να καίμε καλά τα στεφάνια
ώστε να μην έχουνε ζόρι στη βαριά[=στην επεξεργασία τους με τη βαριά]. Όταν
τα σίδερα ήσαντε καλά καημένα, τα πιάναμε με κάτι τσιμπίδες και τα βάναμε απάνου στσι [ξύλινες] ρόδες,
στερνά είχαμε δύο [άτομα] εδώ, έτσι, εδώ και τα πιάναμε και παπ!, τα φορήγαμε
απάνου στην [ξύλινη] ρόδα και αμέσως
―είμαστε τρεις, ένας εδώ, ένας εκεί κι ο άλλος εκεί― μόλις το φορήγαμε
[το στεφάνι] στη ρόδα και ’ρχότανε ίσα-ίσα ―είχαμε ντάκους αποκάτου στσι ρόδες―
και μόλις ερχότανε στα ίσα, αμέσως την αφήναμε όπως ήτανε ’δεκεί και
αμέσως αρπάζαμε τσου ντενεκέδες και
χύναμε ούλοι νερό, να σβήσουμε το σίδερο, όχι πολύ, αλλά να ντο σβήσουμε, ώστε
να μην καούν τα ξύλα!! Κατάλαβες; Το σβέναμε κανονικά και στερνά εγώ καθόμουνα
χάμου και βάσταγα τη ρόδα απάνου στο ντάκο και ένας μάστορας το ήβρεσκε στέρεο εκεί και το χτύπαγε
με τη βαριά, για να ’ρθει ίσο. Να εφαρμόσει καλά [το σιδερένιο στεφάνι πάνω
στην περιφέρεια της ξύλινης ρόδας]. Αν δεν το πετύχαινες αυτό, δεν έκανες
δουλειά! Έπρεπε να γίνει πάλι από την αρχή αλλά δεν έβγαινε κιόλας, και η ρόδα
στράβαινε. Αυτή ήτανε η πιο δύσκολη δουλειά! Το φόρεμα του στεφανιού στη ρόδα!
Όταν στσι ρόδες είχες επιτυχία και δεν εστραβόκοβε το κάρο, ήτανε, άσε…! Και τα ξύλα τα χλωρά. Να είναι ξύλα ξερά, να
μην έχουνε υγρά, να πούμε, μέσα. Όταν εστράβαινε η ρόδα, ελέγαμε έκαμε καμπύλη,
«πάει στο διάολο!», ελέγανε οι άντρες. Ήτανε δύσκολο [η κατασκευή της
ρόδας]. Αλλά σού ειπα: εστεκόμαστε
απανουθιό, γυναίκες και άντρες! Και αν εχρειαζόμουνα και ’γώ, καθόμουνα εκεί
και βόηθαγα, όταν δεν είχαμε πολλούς μαστόρους, γιατί δεν τσου κρατάγαμε και
τσου μαστόρους ούλο το χρόνο, για’ δε μας εσύφερνε! Εφεύγανε, παγαίνανε σ’ άλλες δουλειές. Εμείς
εκάναμε συμφωνία ότι θα σας έχουμε μέχρι τέλος Αυγούστου, 15 Σεμιτεβρίου, τέλος
Σεμιτεβρίου. Αρχίζαμε από το Μάη. Ούλο ντο χειμώνα, ετοιμάζανε οι άντρες
οι δικοί μας και δυο-τρεις μαγγιόροι [εξειδικευμένοι, μερακλήδες]
μαστόροι που τους εκρατάγαμε ούλο ντο χρόνο, ετοιμαζανε ρόδες, τα ξύλα, τα βάναμε
στα φανάρια, τα πλανίζαμε, τα
πελεκάγαμε, τα συγυράγαμε και τα είχαμε, έτοιμες τσι ρόδες εκεί, ήβλεπες
δεκαπέντε ζευγάρια ρόδες ποστιασμένες εκεί. Δεν εσταμάταγε η δουλειά. Ύστερα
που ανοίξαμε τα δύο μαγαζά, εσταματήσαμε, δεν τσου κρατάγαμε τσου μαστόρους και
το χειμώνα, γιατί αυτοί ζητάγανε το μεροκάματο καλοκαιρινό! Γιατί πρώτα τσου
δίναμε μεροκάματο λιγότερο, το χειμώνα. Γιατί πρώτα μας εσύφερνε να ντζού
βαστάμε∙ όταν όμως αρχίσαν και μας εγυρεύανε το ίδιο μεροκάματο που παίρνα’ ντο
καλοκαίρι και το χειμώνα, τσου σταματάγαμε. Και τσου συμφωνάγαμε από την αρχή,
να μην έχουμε διχόνοιες και στενοχώριες, ότι μέχρι ’κείνη την εποχή συμφωνάγαμε,
κι αν έχουμε παραπέρα δουλειά και σας χρειαζόμαστε, θα σας βαστάξουμε. Κάναμε
καθαρούς λογαριασμούς! Τους μαστόρους τους καλούς, τους πληρώναμε με το
μεροκάματο. Τα παιδιά τα μικρά που τα βαστάγαμε στο σπίτι, τα πληρώναμε με το
μήνα. Παιδιά, να πούμε, δεκατρία-δεκατέσσερα χρονών, ερχόσαντε οι γονείς οι ίδιοι και σε παρακαλάγανε κιόλα να ντο
πάρεις. Τα λεφτά τα παίρνανε οι γονείς. Πιο μικρά δεν επαίρναμε, γιατί ήτανε
εργοστάσιο και φοβόμαστε. Παιδί μικρό! ‘Εκαμε, έφτιασε, έκοψε το χέρι του,
χτύπησε, ξέρω ’γώ, τι έκαμε. Ύστερα μέχρι δώδεκα χρονώ επηγαίνανε στο Δημοτικό
ακόμη. Μετά δεν τα εστέλνανε στο σχολείο, τα βαστάγανε, άλλος γιατί είχε
πρόβατα, άλλος γιατί τά ηθελε στη δουλεια του, στο σπίτι, ξέρω ’γώ. Ενώ όποιος τα είχε για την τέχνη, ερχότανε σε
’μάς, σε όποιο μαγαζί, στο μπακάλη, παντού, να ειπούμε. Ερχόσαντε οι γονείς,
γυρεύοντα. Και δεν τα παίρναμε και ούλα! Δεν εφεύγανε εύκολα τα παιδιά από το
[δικό της] σπίτι. Δεν υπήρχε περίπτωση να μη ντο πληρώσουμε, γιατί εδούλευε το
παιδί! Εξόν και αναλάμβανες να του πάρεις κουστούμι τη Λαμπρή, να ντου πάρεις
τα Χριστούγεννα, να ντου πάρεις παπούτσα, να ντό ’χεις κι ούλο ντο χειμώνα,
κατάλαβες; Ε, τότε δεν το πλήρωνες! Αλλά καλύτερα μας εσύφερνε να έχουμε
συμφωνία να ντο έχουμε και να τους δίνουμε ένα ποσό το μήνα και να φεύγουνε. Το
μηνιάτικο; 200-300 δραχμές, προτού το μπόλεμο∙ μετά το μπόλεμο, στοπ και οι
δουλειές και ούλα!! Πριν το μπόλεμο μιλάμε για τούτα ’δώ. Μόλις εκηρύχτηκε ο
πόλεμος, εμπήκε κλειδί σε ούλα. Ούτε μαστόρους, ούτε τίποτα! Μετά το 1950,
μόνοι μας είχαμε διαλυθεί και ’μείς, η οικογένειά μας. Γιατί όπως σου είπα, δεν
εκάμαμε παιδί, οικογένεια∙ επαντρέψαμε τον αδερφό μου, ατύχησε στην παντρειά
του, δεν εμπορέσαμε να κάνουμε χωριό και χωρίσαμε [τα αδέρφια], σκροπίσαμε,
πάει από ’κεί και πέρα.Τώρα μιλάμε από το ’24 μέχρι το ’40 που κηρύχτηκε ο
Πόλεμος.
Το χειροκίνητο λιτρουβειό το φτιάσαμε το ’27 και το υδραυλικό το
’30-31, στα Χανάκια, στην Αμαλιάδα απ’
έξω. Το άλλο το είχαμε στου Κουρτέσι. Είχαμε κάμει πολλές δουλειές εκεί,
σπίτια, ούλα. Αλλά δυστυχώς ήρθε ο Πόλεμος, και το πουλήσαμε. Οικογένεια δεν
είχαμε, κατάλαβες; Μετά, δε μας αφήνανε να φύγουμε απ’ τα Χανάκια, να
σηκώσουμε το μαγαζί, αφού δε μπόρηγε να σταθεί ο άντρας μ0υ από τη γκλεψά! Να
σε κάμω να καταλάβεις, ήτανε μια οικογένεια Σαλταμαυραίοι[5],
που κάνανε, εκείνη την εποχή, 12.000 οκάδες λάδι, εφτάνανε. Ήσαντε τρία
αδέρφια. Ένας Παπαγεωργίου έφτανε τρεις
χιλιάδες οκάδες. Αυτοί οι Σαλταμαυραίοι δεν το βάνανε το λάδι στα τιπόζιτα, το
βάνανε στα βαρέλια που βάνουμε το κρασί! Έτσι είχανε αυτοί τη σειρά τσου και το
βάνανε [το λάδι]. Τώρα για ποιόνε λόγο,
δεν ξέρω. Εδεκεί το είδα εγώ. Και πήγα ως επισκέπτρια με το γκαρολόγο [τον
καραγωγέα] και τό ειδα. Γιατί εκεί [στο ελαιοτριβείο τους στα Χανάκια] δεν
εδούλευα εγώ, όπως εδούλευα στου Κουρτέσι. Στου Κουρτέσι [στο ελαιοτριβείο
τους], εγώ ήμουνα μόνη μου. Είχα αναλάβει όλη την ευθύνη με τον αδερφό μου, αυτό
ντον ανάπηρο [κωφάλαλος]. Λοιπόνου, ετούτοι [οι Κουρτεσαίοι] εχρησιμοποιούσανε τιπόζιτα.
Δεν εκάνανε πολύ [λάδι], 2000-3000
οκάδες. Μετά όμως κάνανε παραπάνω. Γιατί αυτοί είχανε πολύ αγριλίδι [άγριες
ελιές]. Μετά πήγαινε ο άντρας μου και τους εκέντρωνε τα δέντρα την άνοιξη και
τους εκαθάριζε και γινόσαντε ήμερες [οι ελιές].
Πύργος 1989. Ο πρώην καροποιός και μετέπειτα φανοποιός Ανδρέας Ανδριόλας, στο μαγαζί του στον Πύργο, κρατώντας (κατόπιν επιθυμίας του) τη στάμπα της επιχείρησης
Πύργος 1980. Κάρο για διανομή νερού. Διακρίνεται καλά η ρόδα με το φανάρι στο κέντρο, όπου εφαρμόζονται τα μπρατσόλια, οι ακτίνες της ρόδας και ο άσσος, ο σιδερένιος άξονας που συνδέει τις ρόδες (φωτ. Χ. Κωνσταντόπουλος).
Γαστούνη 1980, πρώην καροποιείο Δ. Κουρλαμπά. Ο άσσος, ο σιδερένιος άξονας που συνδέει τις δύο ρόδες του κάρου
[Την επαναφέρω στα του κάρου]. Ο άντρας μου ετορνίριζε τα φανάρια [για τις ρόδες του κάρου], ετορνίριζε τα
παλούκια που βάνουνε στσί μπάντες, έκοβε
τσι λάντζες, τσι πλάνιζε, τσι
συγύραγε, τσι τρύπαγε, είχε τρυπάνι που τσι πέρναγε ’κεί, όχι χειροκίνητο,
τρυπάνι με ρεύμα, μηχανή. Και είχε φτιάσει μόνος του τσι ροδέλες, τα παλούκια που
λέγαμε, και τσι πέρναγε μέσα στη λάντζα
εκεί και τσι βίδωνε απουκάτου και έφτιανε τα σγαντζέλια, έφτιανε τα σίδερα, τα σγαντζέλια που λέμε στο σαμαράκι
απάνου. Τά ’φτιανε στο καμίνι όλα αυτά, μοναχός του. Έμπηγε και τσι ρόδες. Τσι
περ΄σότερες φορές δεν άφηνε άλλους να βάλουνε τα μπρατσόλια στο φανάρι.
Για να ντα μπήγει αυτά ίσα, να μη μπηγαίνει άλλο δώθε άλλο 'κείθε, έβανε ένα παιδί
εκεί και το βάσταγε, και τα χτύπαγε με τη βαριά.
Τα κοίταγε με το μάτι του αν είναι ίσα.
Αυτά [τα μπρατσόλια] έπρεπε να είναι το ένα μέσα το άλλο έξω, λίγο, όχι πολύ.
Και μετά τα κάθιζε με το σφυρί κανονικά και μετά το ξανακοίταγε, όταν το
ετοίμαζε, εάν ήτανε κανονικά βαλμένο κι αυτά. Όταν ήτανε κανονικά, ετότε έβανε
ένα μπάγκο και έβανε εκεί ένα μάστορα και ’κείνος εβάσταγε τη ρόδα και δούλευε
το μάτι του, εάν εκείνος που χτυπάει απάνου τη ρόδα δουλεύει κανονικά και
πηγαίνει καλά το μπρατσόλι στο φανάρι. Εκείνος εστεκότανε ’κεί και
βάσταγε μόνο το μπρατσόλι και
κοίταγε. Εάν το ήβλεπε ότι πήγαινε λιγάκι στραβά, του έλεγε, όοοπ! Σταμάτα!
Σταμάταγε, πήγαινε ’κείνος με το σφυρί,
το βάρηγε και το ’φερνε στα ίσα πάλι και και συνέχιζε και χτύπαγε. Τα ροδόξυλα τα είχανε τρυπήσει να πούμε
’κεί [όπου θα μπαίνανε τα μπρατσόλια].
Ύστερα τα φορήγανε. Όχι κανονικά, έτσι, γύρω-γύρω, κομμάτια-κομμάτια. Δε ντα
ενώνανε καθόλου. Τα έσφιγγε μετά το [σιδερένιο] στεφάνι.
―Θα ντα χτυπήσουμε σήμερα του Θόδωρου τις ρόδες; [έλεγε ο άντρας της]
―Όχι, όχι, άσ’ τες να πιούνε, άσ’ τες δυο-τρεις ημέρες να
πιούνε ακόμη [απαντούσε ο παλιός μάστορας, ο πατέρας της]
Ως γέρος, πιο μεγαλύτερος ήξερε αυτός και δεν ήθελε να
ντου αντιμιλάει ο άντρας μου, τόνε σεβότανε πολύ [τον μάστορα, που ήταν και ο πατέρας
της πληροφορήτριας].
Γαστούνη 1980, πρώην καροποιείο Δ. Κουρλαμπά. Εργαλεία καροποιίας: 1) μπρατσοπίργιονο, 2)ράσπα, 3) κίτσα, 4) βαριά, 5) παξιμάδι, 6) μηχανή ή βίδα, 7.8) τσιμπίδια, 9) αρίδι
Στερνά τη χτύπαγε [τη ρόδα] μόνος του, δεν τον ξαναρώταγε ’κείνος [ο
άντρας της] ’κείνονε, τσι συγύραγε, χώρια τα ροδόξυλα, γιατί δεν τσι φτιάνανε κανονικά τσι τρύπες στα ροδόξυλα
να ντζι φορέσουνε στα μπρατσόλια, γιατί είπαμε, τ’ αφήνανε να πιούνε και να μην
είναι ύστερα [φαρδιές] και πλέκουνε [είναι χαλαρά] τα ροδόξυλα απάνου στο μπρατσόλι! Και τις αφήνανε εκεί, πίνανε
και τις φέρνανε ύστερα. Εβάσταγε πάλι ό ένας από ’κεί, όπως σου είπα, εβάρηγε
το ροδόξυλο, όταν δεν επάγαινε πολύ
εφαρμοστό, το έβγανε, το συγύραγε, το ξανάβανε, φασαρία δηλαδή, δουλειά πολύ!
Και τά ’φτιανε εφαρμοστά. Αυτά τά ’φτιανε ο καλός μάστορας. Ήσαντε τρεις
μαστόροι, να πούμε. Αμ τι, σα ντώρα; Θέρος, τρύγος πόλεμος γινότανε!! Παναγία
βόηθα!
Λοιπόνου, τα φτιάνανε. Αν ερχότανε λίγο χαλαρή η τρύπα,
είχανε ξεμυτίσει σφήνες, ξυλάκια έτσι και πάπ! το γεμίζανε μέσα καλά, το
χτυπάγανε με τη βαριά, το εφαρμόζανε να σφίξει καλά, το κόβανε με το πριόνι, το
φέρνανε ίσα-ίσα, το ’τοιμάζανε. Κανονίζανε τρία-τέσσερα ζευγάρια ρόδες, τη μΠέμπτη
θα ’χουμε φωτιά! [να φορέσουνε τα σιδερένια στεφάνια στις έτοιμες ξύλινες ρόδες].
Γαστούνη 1980. πρώην καροποιείο Δ. Κουρλαμπά, εξαρτήματα κάρου και εργαλεία καροποιίας. Δεύτερη και τρίτη από αριστερά, η μπόσουλα, μετά διαβήτης και στεφανάκι για το φανάρι Στο άκρο δεξιά το φανάρι
Αδειάζανε τα πηγάδια ούλα από νερό [για να σβήνουν τη
φωτιά]! Και δεν είχαμε και νερό τρεχούμενο, με τσι σούγλους [κουβάδες]! Πάγαινε
ο ίδρωτας ποτάμι! Και η βρισά και το βλαστήμι, σύγνεφο! Όταν με πιάνανε τα
μπουργιά[=τα μπουρίνια], μανούλα μου! Απέ μό ’λεγε ο άντρας μου ο κακομοίρης,
«δε ντρέπεσαι, μωρέ Βδοξία, εγώ να μη βλαστημάω και συ να βλαστημάς!» «Πάψε»,
το ’λεγα. Δεν έλεγε ο κακομοίρης, μιλιά! Ν’ αγιάσει η ψυχή του. Τέλος πάντων. Πολλά
βάσανα.
Γαστούνη 1980. πρώην καροποιείο Δ. Κουρλαμπά, εξαρτήματα κάρου (από αριστερά: ρόδα, άσσος, κολωνάκι, και στη συνέχεια ροδόξυλα. Κάτω, δίπλα στο τούβλο, το σαμαράκι, από όπου κρεμόταν με σιδερένιους κρίκους και θηλειές το κάρο στη ράχη του αλόγου
"Καρέτο" για τις μεταφορές μέσα στο καροποιείο
Τα ετοιμάζαμε [τα κάρα], τα χρωματίζαμε μπλε και κόκκινα.
Μας άρεσε έτσι καλύτερα. Οι άλλοι βάνανε και πράσινα, βάνανε κι άλλα χρώματα,
εμείς τα δικά μας τα θέλαμε μπλε και
κόκκινα. Αλλα τα βαρέθηκα, κοριτσάκι μου. Πολλή δουλειά! Όταν εσταματήσαμε τα
μαγαζά και ήβλεπα ότι επηγαίναμε το γκατήφορο, έπεσα μονή-διπλή ύστερα, αγορά
σε χωράφια. Γουρούνια, που δε ντά ηξερα. Μαρτίνια [πρόβατα]. Γίδες. Κουνέλια,
πουλιά, περιβόλια. Εκλείσαμε τα λιουτρουβειά, να φυτέψουμε ελιές, να ποτίσουμε,
να κάμουμε και στέρνω[στέλνω] τα χαρτιά που βγήκανε για τη σύνταξη και μου τα
γυρίσα’ μπίσω. Δε μου ανήκανε! Γιατί είν’ ο άντρας μου, λέει, τεχνίτης και θα
πάρω από το ΤΕΒΕ. Το πόσο τους άλλαξα, το τι τους είπα, ούτε ξέρω! Ετώρα πέθανε ο άντρας μου και μου δώκανε
σύνταξη έξι χιλιάδες [δραχμές]. Τώρα χάειντε-χάειντε, με το στανιό, μου
τήνε κάμανε 15.000 [δραχμές]. Αλλά τώρα,
τι να ντη γκάμω, κοριτσάκι μου!
Τώρα, πώς εβάναμε
τον άσσο , τον [σιδερένιο] άξονα [του
κάρου, που γύριζε τις ρόδες]. Είδες ,
το [ξύλινο] φανάρι ήτανε κούφιο, με
τρύπα. Πάντοτε μικρότερη η τρύπα από τον άσσο.
Και τη βάναμε, όταν επερνάγανε τα μπρατσόλια,
τα κοιτάγανε μέσα στο φανάρι, στη
ντρύπα του φαναριού, μη μπερσεύουνε τα μπρατσόλια από τη ντρύπα του φαναριού.
Φτάνανε μέχρι κάτω [στο κέντρο του φαναριού] τα μπρατσόλια. Και προσέχανε μη μπερσεύουνε και εμποδίζουνε τον άσσο,
να μπει μέσα. Το προσέχανε καλά! Είχαμε παλιό-σακκα [παλιά σακκιά] παλαιάς
εποχής, τα χοντρό-σακκια που λέγανε, και τα κόβαμε τόσες [όσο μια παλάμη, περίπου]
λουρίδες πλατιές, οι γυναίκες, και τις είχαμε έτοιμες, όταν ’θελα βάζαμε τον
άξονα. Τις κόβαμε, τις βάναμε στο νερό. Εγώ κι η μάνα μου. Τις εβρέχαμε και τις
είχαμε έτοιμες και όταν ’θελα ’ρχίσουνε, «Βδοξία! Τις λινάτσες»! Τις πηγαίναμε
’κεί, τις παίρνανε όπως ήτανε, λουρίδες-λουρίδες, τις είχαμε βρεμένες, χάμου,
τη μία πάνου στην άλλη, παίρναμε μία-μία τυλίγανε απ΄τον άσσο το αυτό, το γαλέτο. Πουλιότανε
[ο άσσος] μαζί με το γαλέτο και την
αυτή μέσα στον άσσο, τη μπόσουλα. Επιάνανε τη μπόσουλα, τήνε τυλίγανε με τις λινάτσες
γύρω-γύρω και τη μετράγανε. Εάν ήτανε κανονικά με μια σειρά [λινάτσα], τη
βλέπανε, γιατί έπρεπε να ’ρθεί πολύ ζόρικη η μπόσουλα μέσα στο φανάρι.
Όταν τη βάνανε ‘κεί και τη βλέπανε λιγάκι χαλαρή, εβάνανε κι άλλη σειρά
λινάτσα. Και τη φέρνανε κανονικά και παίρνανε ύστερα τη βαριά και κοπανάγανε να μπει μέσα, να σφηνώσει, με τη λινάτσα μαζί.
Τη βάνανε [τη λινάτσα] για να μην ανάβει η μπόσουλα
με τα ξύλα. Για να περάσουμε τη μπόσουλα είχαμε ένα ξύλο τόοσο, πουρνάρι
χοντρό, στρογγυλό και μέσα ήτανε κούφιο, για να περνάει το φανάρι, να στερεώνεται
και το μπρατσόλι απάνου σε ’κείνο το
ξύλο, να είναι στέρεο, να μη νταρακουνιέται. Η ρόδα με το χτύπημα δεν είχε
φόβο, γιατί ήτανε τελειωμένη, δεμένη και με το [σιδερένιο] στεφάνι. Είχε τρία στεφάνια
η ρόδα. Το απόξω, το μεγάλο και στα φανάρια
είχε δύο στεφάνια μικρά. Τα στεφανάκια
στο φανάρι τα βάνανε στο καμίνι. Εφτούνα τα ’φτιανε ο άντρας μου,
δεν άφηνε κανένα άλλονε να ντα βάλει. Τά ’φτιανε αυτός. Τά ’καιγε στο καμίνι,
τα εμέτραγε, τα κόλλαγε και, όπως και τα μεγάλα [στεφάνια], και τα μικρά τα
κόλλαγε με μπουράζο [=βόρακα], το
λέγανε τότε, και το βανε ’κεί και το
έβραζε στο καμίνι και το χτύπαγε, το κόλλαγε, απέ το ’καιγε γύρω-γύρω ,
εμέτραγε το φανάρι πόσους πόντους είναι, πόσους πόντους ’θελα φτιάσει το στεφάνι [πιο μικρό] και το ’βανε εκεί και [του ’ριχνε] πάλι νερό,
αμέσως εκεί , στεκόμουνα με το ντενεκέ, και το ’ριχνα νερό και το ’σβηνα.
Στερνά έφτιανε και το άλλο, το βάναμε και ’κείνο και ούτω καθεξής.
Εβάνανε τη μπόσουλα
λοιπόν, έτοιμη εκεί, τη σηκώναμε. Είχανε
στηλώσει σ’ ένα μηχάνημα τον άξονα, ερχότανε άλλος μάστορας εκεί, επειδή εγώ
δε μπόρ’γα. Γιατί μια φορά, «βόηθα με», μου λέει [ο άντρας της] , «θα φέρω κι άλλονε; άστονε,
έχει δουλειά αυτός!» Κι όπως κάνω έτσι, μου ξαμολιέται η ρόδα εμένα, κι ακόμα
με πονάει εδώ, στο χτένι, ξερή. Κι από τα τότε,
δεν τον ξαναβόηθηκα. Λοιπόνου, κι
όπως ήτανε έτσι γερτός ο άξονας, επέρναγε τη ρόδα μέσα εδώ, την ήφερνε
εφαρμοστή στον άξονα, τη βίδωνε και στερνά την έκανε βόλτες έτσι, να ιδεί πώς δουλεύει. Δουλεύει ίσα; τι κάνει. Εάν δεν
εδούλευε, ύστερα εκοίταγε ’κείνος και το διόρθωνε. Την έβγανε όξω τη ρόδα και
ξάνα βάρηγε ’κείνη τη μπόσουλα ’δεκεί
που τσου ξέφευγε. Καταλαβαίνεις; Είχε
σημαδέψει αυτός πού του ξέφευγε. Και τη χτύπαγε ’κεί με τη βαριά και την έφερνε
ίσα. Μέσα στο σίδερο εβάνανε γράσο για λιπαντικό. Λίπος από χοιρινό [για
λιπαντικό] εβάνανε οι τσιγκούνηδες, μέχρι τα προχτές εβάνανε ξύγκι , σου λέει
«θα πάρω γράσσο;», έλεγε ο άλλος. Και
του πασάριζε καμπόσο γουρουνόξυγκο μέσα
’κεί αλλά δεν ήτανε σαν το γράσο!! Το γράσο είχε άλλη χάρη! Έπρεπε κάθε τόσο να
ντζου βάνουνε γράσο. Αλλά πού!! Κι άκουγες, γκρα-γκρα-γκρα-γκρα-γκρα, τα κάρα.
«Μωρέ, δεν το λυπάσαι», τσό ’λεγε ο
άντρας μου, «βάλτε λίγο γράσο μωρέ στον άσσο, δε σας τρώει τα σ’κώτια;» Αλλά έχω
να σου πω και το άλλο, ότι οι περ’σότεροι άσσοι ετρωγόσαντε γιατί ανάβανε άμα δεν είχε το γράσο. Ενώ άμα
ήτανε περιποιημένο, εδυαλυότανε το κάρο και ο άσσος ήτανε….!! [καινούριος].
Ένα κάρο, αναλόγως, μπόρηγε να ζήσει και σαράντα χρόνια,
και τριάντα χρόνια, ανάλογα τη μπεριποίηση του νοικοκύρη που τό ειχε. Γιατί
ήσαντε πολλοί τζαναμπέτηδες κι έπαιρνε καινούργιο κάρο και το πέταγε ’κεί
χάμου στο νήλιο… [Το κάρο] θέλει σκιά, θέλει το χειμώνα φύλαμα απ΄ τη βροχή, να
μη βρέχεται, κατάλαβες; Ενώ οι περ’σότεροι τ’ αφήνανε ’κεί, απουκάτου σ’ ένα
δέντρο , «καημένε» [λέγανε], «του κόβει το νερό» [της βροχής]! Και δεν έλεγε
ότι το ’δερνε η βροχή από ’κεί, το ’δερνε ο αέρας από δώ, το ’τρωγε ο ήλιος από
’κεί, κατάλαβες; Και χάλαγε. Εγυρίζανε μερικά, τα φέρνανε σαν ομπρέλες [οι
ακτίνες στις ρόδες γυρισμένες προς τα έξω]. Αλλά όσοι ήσαντε νοικοκυρεμένοι,
ήσαντε άθιχτα!
Τώρα τελευταία, το ’30-’32 [!! η πληροφορήτρια χει
μεταφερθεί σε εκείνα τα χρόνια], παρησιάζεται ένας μάστορας από τη Ζάκυθο
―γιατί ούλο Ζακυθηνοί ερχόσαντε, οι κερατάδες!― έρχεται ένας μάστορας
εκεί, και μας εσυστήθηκε, «εγώ είμαι»,
λέει, «να διορθώνω τους άσσους», ’κείνα ’κεί. Έρχεται ο πατέρας μου από ’κεί, ο
κακομοίρης, «Βδοξία, τι μαγερεύεις σήμερα;» «Ε, μαγερεύω», του λέω, «εκείνα τα
ψαράκια που φέρατε, τα τηγανίζω», του λέω, «και βράζω και λίγα μπρόκολα». Σα να
ντο θυμάμαι τώρα! «Ε, καλά», μου λέει, «καλά. Έχουμε μουσαφίρη σήμερα,
καινούργιονε». «Καλώς τα δέχτηκες», του λέω, γιατί δεν μας έλειψε ποτέ το
νταβουρλασό [η φασαρία, κόσμος]!! Τίγαρις είχαμε και σπίτι, κοριτσάκι μου; Κάτι
μουτούφια [=χαμόσπιτα;]!! Όταν ερχόσαντε για τα κάρα, εμείς τσου ταΐζαμε.
«Σήμερα Βδοξία, για να σου πω παιδάκι μου, θα ’ρθεί ο Γούλιας για το κάρο, δεν ξέρουμε τι ώρα θα ’ρθεί από
του Καπελέτου [χωριό της Βουπρασίας], απ’ το Ριόλο, του Καγκάδι [χωριά της
Δύμης] , δεν ξέρουμε τι ώρα θα ’ρθει, παιδί
μου. Τι φαΐ θα φτιάσουμε σήμερα».
«Ξέρω ’γώ, αυτό». «Ε, όχι, παιδί μου, θα
πά’ να φέρω λίγο κρέας»! Καλό φαΐ.
Η τιμή των κάρων, αρχίσανε από 2.500 χιλάδες [δραχμές]
όταν πρωταρχίσαμε και φτάσανε ίσαμε τις 6.000 δραχμές.
Μιντιλόγλι Πατρών 1980. "Θηλειές" ή "λαιμαριές" και δερμάτινες "στρώσεις" αλόγων κρεμασμένες σε αχρησία σε αποθήκη
Λοιπόνου, ήρθε ο Ζακυθηνός ο μάστορας, του λέει [ο πατέρας
της] «τι φτιάνεις μαστρο-Σπύρο απ’ τσου άσσους;» Του λέει, «εκεί που είναι
φαγωμένοι στσι μπόσουλες, εγώ», του
λέει, «τσου γιομίζω και τσου φτιάνω, τσου επιδιορθώνω και έρχεται», λέει, «καινούργιος». «Και δε χαλάει», του λέει,
«μαστρο-Σπύρο;» «Όχι», του λέει. Ήτανε ένας εκεί που ήθελε άσσο καινούργιο και
δεν είχανε να ντου δώκουνε, τον ειδοποιήσανε ότι ήρθε ένας μάστορας απ’ τη
Ζάκυθο και φκιάνει έτσι κι έτσι. Εντωμεταξύ αυτός ο μάστορας δεν ήτανε ακόμα
ταχτοποιημένος. Ήρθε να δει αν έχει δουλειά, να νοικιάσει ο άνθρωπος σπίτι,
ξέρω ’γώ τι ’θελα κάμει. Να ’ρθεί μετά, να ταχτοποιηθεί. Του λέει ο Πάνος [ο
άντρας της πληροφορήτριας], «δε μπειράζει, μαστρο-Σπύρο», του λέει, «έλα το
πρωί εδώ, να ντο φτιάσεις», του λέει, «στο δικό μου το καμίνι, και ύστερα», του
λέει, «βλέπουμε, πόσο θα ντου πάρεις;» Εσυμφωνήσανε ’κεί, [δεν] ξέρω πόσο του
πήρε, τον έφτιασε τον άσσο, ωραία. Ε,
ήρθε ο άνθρωπος στερνά, νοίκιασε ένα δωμάτιο, εμαζώχτηκε εδεκεί ο μαύρος, αν
είναι συνέχεια δουλειά να μαζώξει ’κανα λεφτό, να μείνει, ειδάλλως να έρθει την
άνοιξη. Γιατί σού ειπα, το καλοκαίρι γινόσαντε αυτές οι δουλειές [η κατασκευή
των κάρων]. Τα κάρα τά ειχανε για να κουβαλάνε σταφίδες, ξύλα για το χειμώνα,
το χειμωνικό[=καρπούζια], στο σταθιμό [του τραίνου], φορτώνανε από ’δώ σταφίδες
και τσι πηγαίνανε με το κάρο στη μΠάτρα, σε χωματόδρομο. Στο μΠύργο, στο
Κατάκωλο, στη γΚυλλήνη κουβαλάγανε γλυκόριζο
από τη μΠηνεία απάνου, όλες οι δουλειές με τα κάρα γινόσαντε. Οι καρολόγοι,
ίσαμε ’δώ μέσ’ στη λάσπη, ίσαμε ’δώ. Τέλος πάντων, το Σεμιτέβρη, το μπαίρνουνε
[τον Ζακυθηνό] ένα τηλέφωνο, το γκακομοίρη, του πινίγηκε το παιδί, έφυγε, πάει,
τόνε χάσαμε το Σπύρο!
Όταν είχαμε τσι πολλές δουλειές, εφτάσαμε να φτιάμουμε και
τριανταπέντε κάρα καινούργια [τη σαιζόν]!! Αλλά δουλέψαμε σκληρά. Πολλά λεφτά!
Μας άφηνε και χίλιες δραχμές το κάθε κάρο, κέρδος. Παρόλο που είχαμε και το
προσωπικό. Κι οχτακόσες [δραχμές κέρδος]. Για μας ήσαντε πολλά τότες.
Την εξάρτηση του αλόγου τη φτιάνανε οι σαράφηδες. ‘ησαντε
στην Αμαλιάδα και είναι ακόμα[6].
Μόνο στην Αμαλιάδα υπήρχανε. Έλεγες θέλω νια στρώση [αρματωσιά του αλόγου]
καινούργια.
Αμαλιάδα 1980. Το σαμαράδικο/σαράφικο του Ν. Ι. Δημητρακόπουλου
Αμαλιάδα 1980. Σαμαράδικο Ι.Ν. Δημητρακόπουλου. Δερμάτινες "κεφαλιές" αλόγων
Τα σαμαράκια με τα σγατζόλια
τα φτιάναμε ’μείς, μαζί με το κάρο πηγαίνανε αυτά. Και το έδινε του σαμαρά,
εδώ ήτανε ένας από τη Στεμνίτσα, και
έβανε δυο προσκεφαλάκια μικρά, ένα απ’ τη μια μεριά, ένα απ’ την άλλη. Και
’φτιανε και τη θηλειά του αλόγου, εδώ
[στο λαιμό του] που ρί’νανε τα ζευλιά. Εκείνα πάλι [τα ζευλιά], εμείς τα δίναμε, έτοιμα. Μόνο τη γκουλούρα [τη θηλειά]
έφτιανε ο σαμαράς με ψαθί και σαμαροσκούτι,
τ’ απομέσα [που ακουμπούσε στο δέρμα του αλόγου] κι από πάνου πηγαίνανε τα ζευλιά. Τις λάντζες τις στερεώναμε στη σχάρα [του κάρου] με βίδες χοντρές.
Αποκάτου στη σχάρα, βάναμε τις παΐδες.
Μπροστά στη σχάρα εβάναμε το σταυρό [δύο σανίδες χιαστί], να μη
χαλάει και παγαίνει δώθε-κείθε!
Παίρναμε τα μέτρα [του αλόγου], τσι βάναμε τσι δύο λάντζες
[τα μακριά ξύλα που συνέδεαν το κάρο με το άλογο] εκεί. Έπαιρνε πάντα ο πατέρας μου τα μέτρα του αλόγου, το μάκρος, το πάχος του,
ούλα. Παίρναμε τα μέτρα του αλόγου πριν
«κόψουμε» το κάρο. Αν ψόφαγε το
άλογο, ο νοικοκύρης ’θελα ντ’ αλλάξει
[το κάρο], το πούλαγε, ξερωγώ, ή θα ’βρισκε άλογο με το ίδιο τακίμι [μέτρα,
μέγεθος]. Έλεγε «μου ψόφησε τ΄ άλογο και τώρα δεν του πάει το κάρο [του
καινούριου αλόγου], για έχε το νου σου να ντο πουλήσουμε»! γιατί τόσο [μια
παλάμη π.χ.] να ήσαντε μακρύτερες οι λάντζες, ακουμπάγανε στο νώμο του αλόγου και το πληγιάζανε. Κι ανάλογο
και το ύψος του κάρου με το άλογο, βέβαια. Ερχόσαντε ’κεί [με το άλογο] και
’θελα πάρουμε τα μέτρα κι αν λιγάκι ελασκάριζε, τ’ αλλάζαμε αμέσως. Του
παίρναμε τα μέτρα του αλόγου και τηράγαμε ποια ρόδα του πάει. Γιατί σού ειπα,
ετοιμάζαμε 10-15 ρόδες, διάφορα μεγέθη.
Αμαλιάδα 1980. Κατασκευή "θηλειάς" ή "λαιμαριάς" που έμπαινε στο λαιμό του αλόγου. Αριστερά κάτω το "παπίρι", ψαθί με το οποίο παραγέμιζαν τις "λαιμαριές για μαλακωσιά και για να πίνει τον ιδρώτα.
Αμαλιάδα 1980. Κατασκευή "θηλειάς" ή "λαιμαριάς" που έμπαινε στο λαιμό του αλόγου. Δεξιά της εισόδου , διακρίνονται ποστιασμένες η μια πάνω στην άλλη οι έτοιμες λαιμαριές.
Εμείς ζωγραφιές πολλές, όπως εκάνανε οι Μποχαγιεραίοι, δεν
εκάναμε, δεν ξέρω αν έχεις υπόψη σου από
Μποχαγιεραίους[7]. Οι
Μποχαγιεραίοι εφτιάνανε γυναίκες απάνου, εφτιάνανε στεφάνια, φτιάνανε χίλια-δυο
πράγματα. Εμείς όμως, όχι! Ο Μποχάγιερ, αυτός που φτιάνει τώρα τ’ αυτοκίνητα
[αμαξώματα φορτηγών και λεωφορέιων], αυτή η οικογένεια. Εμείς δε ντα
ζωγραφίζαμε. Εμείς το εθεωρούσαμε πρόστυχο πράμα αυτό. Εμείς φτιάναμε πάντα
σοβαρές τσι δουλειές μας. Άλλο από την υπογραφή απάνου, τίποτ’ άλλο. Ρίχαμε στάμπα με τ’ όνομα. Κάναμε μια
στάμπα παραγγελία ναπούμε, «Διονύσιος Γιαλούσης. Καροποιείον» [το όνομα του
πατέρα της]. Μετά, άλλαξε, «Ανδρέας Γιαλούσης», ο αδερφός μου. Ο άντρας μου
είχε μια μούρλια ―γιατί μούρλια ήτανε αυτή, γιατί κιντυνέψαμε ύστερα να πάρουμε
τη σύνταξη― δεν ήθελε να φαίνεται για
αφεντικό μέσα στο μαγαζί. Ήθελε να ’χει το μπατέρα μου. Στερνά, τον αδερφό μου.
Εκείνος δεν ήθελε να φαίνεται πουθενά. Ήθελε να μείνει η φίρμα. Και έμεινε
’κείνο-κεί [η φίρμα] στον αδερφό μου. Στερνά που χωρίσαμε με τον αδερφό μου,
μετά το ’40 και ύστερα, ε, τότε δεν είχε τι να κάνει. Όπως είπαμε, τσ΄ είχε
αφήσει ούλες τσι δουλειές. Ήτανε τα μηχανήματα, κορδέλα, πλάνη, ούλα ’φτούνα τα
πράματα, δικά του. Ύστερα, μετά το ’40, φτιάσαμε άλλο καροποιείο, δικό μας.
Απέναντι. Χωρίσαμε. Τώρα γράφει «Τόλιας» απάνου εκείνο το καροποιείο. Απέναντι
από του αδερφού μου. Τώρα είναι σιδηρουργείο. Στερνά, πάλι δεν ήθελε να
φαίνεται ο άντρας μου. Και βάνει ένα ανηψίδι μου μέσα. Αυτός λεγότανε Κηπουρός,
μαζί με τον Αντρέα το Μουρίκη. Εδώ τσου φέραμε ’μείς αυτούς. Και μετά
σκροπίσανε. Ο ένας έμεινε εδώ αλλά ο άλλος, ο Αντρέας που σου λέω, ελάκιξε
[έφυγε τρέχοντας], ύστερ’ από μια ’βδομάδα τσακωθήκανε, γινότανε πάταγος και
λακάει ’κείνος και πάει και κάνει [εταιρεία] με τσου Κονταραίους εδώ στην
Αντραβίδα. Αρπάχτηκε και με ’κεινούς και
φεύγει και κάνει με το Νιόνιο τον Κουρλαμπά. Γαμπρός του γΚονταραίονε. Έκανε
και ’κεί ’κανα φεγγάρι, απέ σηκώθηκε, λάκιξε ο Αντρέας! Αλλά τώρα μου λένε ότι
προόδεψε καλά στην Αχαγιά [ο καροποιός Μουρίκης].
Άλογα ζευγμένα σε κάρα φορτωμένα με Νιοχωρίτες πανηγυριώτες στο πανηγύρι της Βλαχέρενας (μέσα δεκαετίας 1950, αρχείο Ντίνου Ψυχογιού)
Πάντως οι μαστόροι ήρθανε απ’ τη Ζάκυθο. Και οι
Αντριολαίοι και οι Κλαδαίοι [καροποιοί στον Πύργο]. Οι Πατρινοί δεν ξέρω τι
καταγωγή είχανε. Κι ο Μποχάγιερ ξένος ήτανε, μου έλεγε ο πατέρας μου [Μαλτέζος], έφτιανε
άμαξες με άλογα και μετά γύρισε στα κάρα και χαθήκανε οι άμαξες. Δηλαδή ο
πατέρας του Πέτρου, αυτού που βρήκες εσύ [βλ. υποσημ. αρ.7]. Και ήτανε κι άλλος
αδερφός. Εκεινούς τσου εγνώριζα γιατί ερχόσαντε ύστερα στο μαγαζί μας. Και
γελάγανε, γιατί ήσαντε ούλοι τεχνίτες
και τσό ’λεγε ο πατέρας μου, «τι θέλετε ’ δώ, τι κάνετε ’δώ, δεν
πιάνετε, είσαστε κατεργαραίοι, είσαστε κατεργαραίοι! Μωρέ, να πιάνετε τα παλιά
μπρατσόλια και να ντα βάνετε σε
καινούργια κάρα, κάνει;» τσό ’λεγε. «Α, μαστρο-Νιόνιο, αυτό θα πει μάστορας, το
παλιό να ντο κάνεις καινούργιο!» Και γελάγανε, να πούμε, κοροϊδεύανε. Ο
Γρηγοράτος ήτανε μεγάλος μάστορας στη
μΠάτρα που έμαθε ο πατέρας μου και είχε και ένα γιο. Αφού ήρθε στερνά και
ακούσαμε τ’ όνομά του, ενθουσιαστήκαμε ούλη η οικογένεια. Όταν έφυγε ο Νιόνιος
ο Μουρίκης από δώ, έκανε σεμπριά με τον Τάση τον Αντριόλα στην Αμαλιάδα και
κάμανε καροποιείο. Αλλά ο Αντριόλας είχε έρθει από τον Πύργο στην Αμαλιάδα.
Στον Πύργο ήσαντε, πουθενά αλλού, σου λέω. Είχε πάει και ένας μπαραμπάτης
[τυχοδιώκτης] Ζακυθηνός και είχε ένα σπιτάκι στη γραμμή [του τραίνου]. Σ΄ένα
παλιό σπιτάκι και είχε καροποιείο. Το ’30-’32.
Εκεί έφτιανε παλιά κάρα, όχι καινούργια, όχι ότι ήτανε καροποιείο.
Δυο-τρία κομμάτια μπρατσόλια, λίγα ροδόξυλα, τέτοια. Το καροποιείο έπρεπε
να είναι μεγάλο, να ’ναι φορτωμένο από υλικό, να ’χει εμφάνιση, πώς το λένε,
πώς θα κάμεις τσι δουλειές! Ο καροποιός ήτανε σα βιομήχανος. Έπρεπε να ’χει και
κεφάλαιο. Γι αυτό σου λέω. Ο άντρας μου δημιουργήθηκε ούλο με ξένα λεφτά. Έβαλε
τη μάνα μου και έβαλε το σπίτι που καθόμαστε πουλησά, γιατί ήτανε προίκα της. Την κατάφερε, που λες, τη γριά και το ’καμε πουλησά στα ξαδερφο-κουνιάδια της
και μας έδωκε ’μάς τα λεφτά. Ευτούνοι παγαίνανε με πονηρό σκοπό. Σου λέει, πού
θα ντα βρούνε φτούνοι τα λεφτά, θα μας μείνουνε εμάς τα σπίτια. Πήγανε σ΄ένα συμβολαιογράφο στα Λεχαινά,
Καλμπούρο τόνε λέγανε, και του είπε ο άντρας μου, «άμα δεν τσου δίνω στο τέλος
του Αυγούστου τα λεφτά, να είναι ούλα δικά τσου». Τόσο σίγουρος ήτανε! Και
βγήκαμε ’μείς όξω από το σπίτι και βάλαμε τα μηχανήματα μέσα. Εφτιάσαμε ένα
τσατουμένιο [σπίτι, με καλάμια και σοβά[8]]
απόξω και μέναμε. Και το αντρόγενο, εγώ κι ο άντρας μου, εκοιμόμαστε μέσα στο
μαγαζί. Εδώ ήτανε η πλάνη [το μηχάνημα] και δίπλα απλώναμε τα πλαναδούρια,
έρρινα από πάνου μια κουρελού και ’κεί πάνου πέφταμε και κοιμόμαστε! Μόλις
εφώταγε, στο πόδι, και τ’ άρπαζα ούλα
όπως ήσαντε και τα πάγαινα από ’κεί, που κοιμόσαντε οι γέροι. Δράμα! Επήραμε
μεγάλη αβάντα. Πολλή δουλειά. Οι πελάτες ερχόσαντε μοναχοί τσου, γυρεύοντα. Εβγάναμε
προγράμματα [μικρές διαφημιστικές αφίσες], τυπωμένα, και τα εστέλναμε στα
χωριά. Στην Αμαλιάδα τα φτιάναμε, δεν είχε
τυπογραφείο τότε στα Λεχαινά. Και έβγαλε λοιπόν [ο άντρας της] τα
προγράμματα και τα μοίρασε στα χωριά. Στερνά, από του Ριόλο, από του Καγκάδι,
από την Απιδώνα, από το Μετόχι, απ’ ούθε ήθελες, ήβρεσκες κόσμο! Εκαλάριζε να
πούμε η δουλειά, η καροποιΐα. Και μπορήγανε να ντα βγάλουνε πέρα οι μαστόροι; Εκείνος [ο άντρας της] έπιανε το
σιδηρουργείο: αλέτρια, αξίνες, λισγάρια, κόσες, ό,τι πεις, το ’φτιανε. Έπεφτε
στις 10.30, στις 11 [μ.μ.] στο κρεβάτι,
στις δύο [π.μ.] το πολύ, ήτανε στο πόδι! Νύχτα! Μπορείς να ρωτήσεις ούλη την Αντραβίδα. Έπαιρνε γραμμές απ’ το τραίνο και
τσ’ έκοβε κομμάτια και έφτιαγνε αξίνες. Τις ζέσταινε στο καμίνι με τη φωτιά,
τις χτύπαγε με το σφυρί και τσ’ έφτιαγνε. Αυτός [ο Πάνος Γεωργίου, ο άντρας
της] στη μΠρούσσα που πήγε στρατιώτης πήρε σειρά για τα κάρα και ήρθε ύστερα
εδώ. Αυτός ήτανε σιδηρουργός. Άρχισε, όπως σας είπα, από την Αθήνα, στη
Θεσσαλονίκη, Προύσσα και ’κείθε. Σιδηρουργός είχε μάθει στσι Ξενιές [χωριό της
Πηνείας, σκεπασμένο πλέον από τα νερά του φράγματος του Πηνειού]. Ήτανε εκεί ένας
πρώτος ξάδερφος του πεθερού μου, του πατέρα του, και επέθανε η μάνα του [του
άντρα της], ήταν ορφανός, δε στα γράμματα, ήτανε άριστος!
Νεοχώρι Κυλλήνης, τέλη δεκαετίας 1950. Μεταφορά προικιών με κάρα, την εποχη τα προικιά φορτωνονταν σε καρα την παραμονη του γαμου και μεταφερονταν στο σπιτι του γαμπρού. Στη φωτογρ. 5 καρα με προικιά και μπροστά μικρα παιδια που κρατουν κι αυτα κόφες με προικιά (αρχείομΝτίνου Ψυχογιού)
Λεχαινα 1963. Μεταφορα προικιων με
καρα. Αρχείο της συμμαθήτριάς μου στο Γυμνάσιο κ. Φανής Μαρινοπουλου (από ανάρτηση του Ανδρέα Μίγκου στο fb την Κυριακή, 30/6/2013)
Πάνω και κάτω: Πάτρα, περιοχή λιμανιού, μάλλον αρχές του εικοστού αιώνα (από το φωτ. άλμπουμ ¨Ελληνικόν Πανόραμα", Ελληνική Εκδοτική Εταιρεία, εικόνα αρ. 9, εν Αθήναις, χωρίς χρονολογία) . Στην πάνω φωτ. στο κέντρο, αριστερά διακρίνεται κάρο φορτωμένο με δέματα, ίσως συσκευασμένης σταφίδας και στην κάτω φωτ. το υπερφορτωμένο κάρο.
Πάνω και κάτω: Πάτρα, περιοχή λιμανιού, μάλλον αρχές του εικοστού αιώνα (από το φωτ. άλμπουμ ¨Ελληνικόν Πανόραμα", Ελληνική Εκδοτική Εταιρεία, εικόνα αρ. 9, εν Αθήναις, χωρίς χρονολογία) . Στην πάνω φωτ. στο κέντρο, αριστερά διακρίνεται κάρο φορτωμένο με δέματα, ίσως συσκευασμένης σταφίδας και στην κάτω φωτ. το υπερφορτωμένο κάρο.
Αλλά ο πατέρας του δεν είχε τις δυνάμεις να τόνε στείλει
στο Λεβίδι στο σχολείο, στης Τριπόλεως τα μέρη, ήτανε από του Δάρα η καταγωγή
του, της Τρίπολης. Έπρεπε να πάει γυμνάσιο στο Λεβίδι. Παίρνα ντη μπομπότα,
κάθε Σάββατο που ’ρχότανε στο χωριό, και τη Δευτέρα το πρωί, επαίρνα ντη
μπομπότα και τραχανά και τυρί που ’θελα
πάνε ούλη τη βδομάδα στο Λεβίδι στο Γυμνάσιο. Λοιπόνου, είχε τέσσερα
παιδιά ο πεθερός μου που πέθανε η γυναίκα του., δεν είχε τσι δυνάμεις να τόνε
στείλει στο Γυμνάσιο.
Καρδιακαύτι Ηλείας 1985. Κάρο σε μετόχι
Επήγε ο πρώτος του ξάδερφος, που ήτανε στσι Ξενιές, εδώ
χάμου στη μΠηνεία, στο φράγμα, επήγε στο χωριό [το Δάρα] και το μπήρε [τον άντρα
της, τον ορφανό] , τώρα που δεν είχε παιδιά [ο ξάδερφος] να τον υιοθετήσει, για
παιδί του. Και το μπήρε στο μαγαζί [το σιδηρουργείο]. Τον ήφερε στσι Ξενιές
αλλά η περιουσία δεν ήτανε δική του, ήτανε τση γυναίκας του. Είχε μπει
σώγαμπρος αυτός [ο ξάδερφος]. Λοιπόν η γυναίκα του, ναι μεν τον αγαπούσε τον
άντρα μου [τον υιοθετημένο] και ούλα, αλλά έλεγε, «ξέρω ’γώ τι παιδί θα βγει
τούτο ΄δώ να ντο υιοθετήσω ’γώ; Μη με
μουρλαίνει στο ξύλο; Τι θα μου κάμει; Άσε να μεγαλώσει, να πάει στρατιώτης κι
άμα ’ρθεί, τον υιοθετώ τότε». Αλλά ο Πάνος [ο άντρας της] ναι μεν έμαθε τη ντέχνη
[του σιδηρουργού] στσι Ξενιές αλλά όταν
έφυγε απ΄τσι Ξενιές και ’καμε λίγο πιο
πέρα, εγύριζε πίσω στην Ξενιά; Δε γύριζε! Και ο θείος του αυτός που τον πήρε,
σιδηρουργός ήτανε. Γι’ αυτό τον πήρε [για βοηθό]. Αυτός [ο θείος] είχε
μάθει [την τέχνη του σιδηρουργού] στσου
Ζονοραίους, στην Αμαλιάδα, ελέγανε. Αυτοί ήσαντε δύο αδέρφια, Γύφτοι, στην
Αμαλιάδα. Έτσι λοιπόν κι έκανε πέρα ο άντρας μου, δε γύριζε κατά ’δώ. Κατ’ ανάγκη όμως, επειδή τον είχανε μεγαλώσει
και είχε σεβασμό, έμαθε τη ντέχνη [σε Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Προύσσα] και ήρθε στην
Ξενιά και κάθισε έξι μήνες και τους επρότεινε να μη μπουλήσουνε ούτε περιουσία
ούτε τίποτα, παρά να ντον ακολουθήσουνε στην
Αθήνα. «Θα πάω», τους λέει, «θα πιάσω δουλειά, θα νοικιάσω σπίτι, να
νοικιάστε τη μπεριουσία σας και να ’ρθείτε να κάτσουμε μαζί». Δε θέλανε.
Έλα μου και τσ’
Αποκρές, πάου εγώ σ΄ενούς πρώτου μου ξάδερφου το γάμο [στις Ξενιές]. Εκεί, που
λες, τα τρία αδέρφια τση μάνας μου, μου προτείνανε το γαμπρό [τον Πάνο
Γεωργίου, μετέπειτα άντρα της, στη συνέχεια αφηγείται τα του προξενιού, του έρωτα
και του γάμου τους]….»
[1] Εδώ προκύπτει έμμεσα και ο
αριθμός των απασχολούμενων στο καροποιείο: τέσσερα
τα αφεντικά (ο πατέρας, ο αδελφός της πληροφορήτριας και η ίδια με τον άνδρα της)
και οκτώ οι απασχολούμενοι, μόνιμα ή περιστασιακά, εργάτες.
[2] Εξαρτήματα του κάρου, βλ. φωτ.
[3] Παρωνύμιο της οικογένειας Γρηγορόπουλου
στην Ανδραβίδα. Το παρωνύμιο προκύπτει από την ασθένεια της λύσσας. Και τούτο γιατί μέλος
αυτής της οικογένειας ήταν η
επωνομαζόμενη γριά-Λυσσαρίνα, μοναδική θεραπεύτρια της λύσσας στην περιοχή ―και
όχι μόνο― χάρη στη μυστική γνώση ενός φυτού, του λυσσόχορτου,
κληροδοτούμενης από γενιά σε γενιά,
κυρίως μέσω της μητρογραμμής, μέσα στην
οικογένεια (βλ. σχετική μαρτυρία στο ίδιο χειρόγραφο στο ΚΕΕΛ, σελ…..
από μέλος αυτής της οικογένειας, που θα δημοσιευτεί εδώ, στο blog,
προσεχώς).
[4] Προφανώς η αφηγήτρια δεν φαίνεται
να υποψιάζεται εκείνη την εποχή τις περιβαλλοντικές και επί της ανθρώπινης υγείας επιπτώσεις από την καύση τέτοιων
υλικών.
[5] Μήπως Σανταμαυραίοι, δηλαδή
Λευκαδίτες από την Αγία Μαύρα, τη Λευκάδα, ή βενετσιάνικο ίσως όνομα, κάτι
που μπορεί να δικαιολογεί και η μεγάλη ιδιοκτησία ελαιώνων; Ερευνητέο.
[6] Τον πρόλαβα να δουλεύει και του
έχω πάρει συνέντευξη, το 1991. Θα την
αναρτήσω στο blog εν καιρώ.
[7] Πρόλαβα ζωντανό, σε ηλικία πάνω
από 100 χρονών, με ακμαίο μυαλό, τον γέρο-Πέτρο Μπουχάγιερ και του πήρα
συνέντευξη, στην Πάτρα.