19 Μαρ 2023

Παιδικά νυχτοπερπατήματα στα Λεχαινά Ηλείας στο πλαίσιο της προεκλογικής περιοδείας με τρένο του Αλ. Παπάγου το 1952

Ελένη Ψυχογιού


Παιδικά νυχτοπερπατήματα

Μια φωτογραφία  του πολύβουου σιδηροδρομικού σταθμού των Λεχαινών κατά το 1934, μου έφερε στο νου μια προσωπική μου ιστορία, σχετική με αυτόν τον σταθμό αλλά και με τον Αλ. Παπάγο, τον γνωστό αρχιστράτηγο στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο (1940-41 και κατά το 1949-1951), στρατάρχη  και πρωθυπουργό (1952-1955).  Η προεκλογική περιοδεία του Α.  Παπάγου αποτελεί  μόνο την αφορμή και το συγκυριακό πλαίσιο του παρακάτω κειμένου,  που  δεν αφορά την  όποια πολιτική και ιστορική διάσταση του γεγονότος αλλά μια προσπάθεια ανάκλησης κάποιων παιδικών αναμνήσεων, επεξεργασμένων βεβαίως αφηγηματικά. 



Ο πολυάνθρωπος σιδηροδρομικός Σταθμός Λεχαινών κατά την άφιξη τρένου το 1934 
(κάρτ-ποστάλ της εποχής) 

Πρέπει  λοιπόν να ήταν το 1952, όταν ο Παπάγος κατά την προεκλογική εκστρατεία του είχε περιοδεύσει ανά την Ελλάδα, χρησιμοποιώντας και το τραίνο για τις μετακινήσεις του, όπως γινόταν τότε και αργότερα από τους πολιτικούς.  Το τραίνο με τον Παπάγο θα περνούσε κάπως αργά το βράδυ και από τα Λεχαινά (τον τόπο καταγωγής μου όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα μέχρι τα 16 χρόνια μου)  από όπου θα εκφωνούσε και προεκλογικό λόγο σε όσους Λεχαινίτες ή και περίοικους θα συγκεντρωνόντουσαν επιτούτου στον Σταθμό, είτε ως οπαδοί και ψηφοφόροι του, είτε για να μη χάσουν την ευκαιρία να παραστούν στο πολιτικό αυτό γεγονός.

Ο Αλεξ. Παπάγος εκφωνεί λόγο μέσα από παράθυρο τρένου κατά την προεκλογική περιοδεία του (η φωτ. από το διαδίκτυο) 

Η 7μελης τότε οικογένειά μας μέναμε σε νοικιασμένο, παλιό ισόγειο σπίτι, όχι δίπλα  στον σταθμό αλλά σχετικά κοντά, προς τα ΒΑ,  τον κήπο στο πίσω μέρος του οποίου τον χώριζε από την ευρύτερη περιοχή του σταθμού η ανοιχτή  τότε κοίτη τού ξεροπόταμου/χείμαρρου  Στρεμενού που διασχίζει (υπόγεια πλέον) τα Λεχαινά από Α προς Δ. 


Η ξύλινη πόρτα του ισόγειου, πλιθόκτιστου σπιτιού όπου μέναμε με ενοίκιο κατά το 1946-1953 (εδώ το 1984, δεν υπάρχει πλέον το σπίτι))

Επίσης όμως το σπίτι το χώριζε από τον  σταθμό  και  το  τρομακτικό, κυκλικό πέτρινο στρατιωτικό «οχυρό», γνωστότερο ως «πολυβολείο», που είχε χτιστεί μαζί με άλλα στα Λεχαινά από το στρατό κατά τον Εμφύλιο, που είχαν  επιμήκη ανοίγματα στο πάνω μέρος των τοίχων τους , σαν μοχθηρά, μεγάλα μάτια. Στο πολυβολείο του σταθμού, λίγα μόλις χρόνια πριν (Ιούνιος 1948) κατά τον Εμφύλιο είχαν ανταλλαγεί πυρά μεταξύ δυνάμεων του Δ.Σ. και των οχυρωμένων εκεί χωροφυλάκων κυρίως, στην ιστορική  «μάχη των Λεχαινών» όπου σκοτώθηκε ο ανθός, ηλικιακά,  του όχι μεγάλου πληθυσμού της κωμόπολης (28 άνδρες, 20-35 χρονών). Εγώ, μόλις δύο χρονών κατά τη διεξαγωγή αυτής της μάχης, λόγω γειτνιάσεως του σπιτιού μας με το οχυρό/πολυβολείο, παρά την τόσο μικρή αυτή ηλικία μου, θυμάμαι τον ήχο των εκατέρωθεν ανταλλασσόμενων πυροβολισμών καθώς τους άκουγα τρομοκρατημένη, χωμένη  κάτω από ένα σιδερένιο κρεβάτι σε ένα δωμάτιο-αποθήκη όπου μας είχε βάλει  εσπευσμένα για ασφάλεια η μάνα μας, εμένα και την μεγαλύτερη αδελφή μου (ακόμα μου έρχεται στη μύτη η μυρωδιά από τις πατάτες αλλά και η εικόνα τους που ήταν αποθηκευμένες κάτω από αυτό). Και πώς να μη θυμάμαι το γεγονός, λόγω φαίνεται και της αναταραχής που είχε προκαλέσει στο σπίτι  μία από τις σφαίρες η οποία, εξοστρακισμένη ίσως για κάποιο λόγο, είχε εισχωρήσει μέσα σε αυτό το δωμάτιο από το παράθυρο και μετά μέσα στη  ραπτομηχανή SINGER της μάνας μας, ανοίγοντας τρύπα στο ξύλινο καπάκι της και βγαίνοντας από την άλλη  πλευρά του, αφού είχε διαπεράσει την κουβαρίστρα που τοποθετείται προεξέχουσα στο πάνω μέρος τής ραπτομηχανής, κάνοντάς την  κομμάτια (οι τρύπες υπάρχουν ακόμα στο εν λόγω καπάκι).


Το σωζόμενο  ξύλινο κάλυμμα της ραπτομηχανής με την τρύπα από τη σφαίρα

Λεχαινά Ιούνιος 1948. Τα 20 φέρετρα στον κεντρικό δρόμο της αγοράς κατά την κηδεία των φονευθέντων στην "Μάχη των Λεχαινών" κατά τον Εμφύλιο πόλεμο (φωτ. από ανάρτηση του Ανδρέα Μίγκου στο fb).

Κατά την περιοδεία του Παπάγου λοιπόν το 1952,  ήμουν πεντέμισι χρονών, με σχετικά πρόσφατες αυτές τις μνήμες, που  επηρέαζαν ακόμα έντονα και διχαστικά την κοινωνία των Λεχαινών  λόγω και των θυμάτων δυστυχώς αυτής της μάχης, αλλά για μένα  τότε κυρίως επειδή  το τρομακτικό πολυβολείο στεκόταν ακόμα (και για πολλά χρόνια αργότερα) στη θέση του.

Οι γονείς μας λοιπόν αποφάσισαν και οι δύο να πάνε στο σταθμό για την ομιλία του Παπάγου εκείνο το βράδυ –δεν έχει σημασία εδώ αν πήγαν ως οπαδοί ή ως περίεργοι–  και έφυγαν για εκεί αφού μας έβαλαν για ύπνο (τα πέντε  από τα έξι συνολικά παιδιά της οικογένειας που είχαν τότε ήδη γεννηθεί), φαντάζομαι και υπό την εποπτεία τής 7χρονης μεγαλύτερης, ήδη υπεύθυνης και μυαλωμένης, κόρης (πιθανόν να είχαν πάρει το πιο μικρό από τα παιδιά μαζί τους, δεν θυμάμαι) και μιας γειτόνισσας στενής φίλης  αποφασίζοντάς το ίσως λόγω και της κοντινής σχετικά απόστασης του σπιτιού από τον σταθμό.

Οι γονείς μας και τα πέντε αδέλφια το 1952 (κάτω, από αριστερά: Δημήτρης, Γιάννα, Ελένη, Πάνος και στην αγκαλιά της μανούλας μας η μικρή Χλόη)

Εγώ, είτε γιατί  ξύπνησα για κάποιο λόγο (πιθανόν και από τον θόρυβο και το σφύριγμα του ίδιου του τραίνου που έφερνε τον ομιλητή και που έμπαινε θριαμβευτικά στην κωμόπολη), είτε γιατί δεν είχα καν αποκοιμηθεί, αναστατωμένη ίσως φαίνεται απ’ ό,τι είχα ακούσει ολημερίς περί της ομιλίας του «στρατάρχη»  Παπάγου στο σταθμό μέσα από το τραίνο με την φαντασία μου να οργιάζει, αλλά και λόγω  της αναχώρησης των γονιών μου για εκεί, σηκώθηκα από το κρεβάτι. Διαλαθούσα της προσοχής τής μάλλον αποκοιμισμένης πλέον μεγαλύτερης αδελφής μου και των άλλων αδελφιών, μικρότερων έτσι κι αλλιώς,  αλλά και της γειτόνισσας, θέλησα να πάω και εγώ στην ομιλία του Παπάγου στο σταθμό,  μάλλον και προς αναζήτηση των γονιών μου, αν και κανονικά πρέπει να ήξερα το τι θα με περίμενε όταν θα με έβλεπαν εκεί.

Δεδομένης της εν γνώσει μου παραβατικότητας της νυχτερινής αυτής απόδρασής μου, οπότε και παρακινδυνευμένης, για να πάω στον σταθμό από το σπίτι είχα να επιλέξω από  τρεις εναλλακτικές διαδρομές: η πρώτη –η πιο σύντομη–  να διασχίσω τον κήπο στο πίσω μέρος του σπιτιού, να περάσω τον πυκνό καλαμιώνα στην κοίτη του Στρεμενού,  να περάσω δίπλα από το φοβερό πολυβολείο (και μόνο το όνομα έφερνε κρότους μάχης και θανάτους στο νου) και να φτάσω στον σταθμό∙ η δεύτερη διαδρομή –πιο βατή, πλην μακρινότερη–  να κάνω προς τ’ αριστερά από το σπίτι πάνω στο δημόσιο δρόμο, μετά  και πάλι αριστερά,  να πάρω το δρόμο (σχεδόν έρημο από σπίτια τότε) ανάμεσα  στο «εργοστάσιο» ηλεκτροδότησης (για δυο-τρεις ώρες ο βράδυ) «του Τζάκη» και στο σπίτι του Βαλλιανάτου, να περάσω το γεφύρι του Στρεμενού, να στρίψω πάλι αριστερά, να βαδίσω παράλληλα με τη νότια όχθη του (κάνοντας σχεδόν κύκλο) και λίγο πιο δεξιά από το πολυβολείο να βρεθώ στο σταθμό∙ η τρίτη διαδρομή –μακρινή επίσης  αλλά πιο ασφαλής– ήταν να κάνω προς τα δεξιά στο δημόσιο δρόμο, να περάσω δίπλα από τη σιδερένια  βρύση με το λιονταρίσιο στόμα απ’ όπου παίρναμε καθημερινά νερό, να περάσω το τεράστιο, πανύψηλο (ειδικά για το τότε μπόι μου) , γωνιακό  νεοκλασικό σπίτι (το μετέπειτα Κατσιάπη), να στρίψω δεξιά, να βαδίσω ανάμεσα στις σιδηροδρομικές γραμμές  και στα σπίτια και προχωρώντας και βλέποντας ήδη στο βάθος το  σταθμό και αφού περάσω μπροστά από το πολυβολείο, (λιγότερο τρομακτικό εδώ αφού κοντά θα ήταν κόσμος) να φτάσω εκεί. Η αφεντιά μου, «σούρτζω» ήδη, κατά τη μάνα μου, δηλαδή τριγυρίστρα,  φευγάτη γενικά από το σπίτι,  γνώριζα βέβαια  και τις τρεις αυτές διαδρομές, με τα καλά και με τα κακά τους, αφού ήξερα καλά τη γειτονιά μας τριγυρίζοντας εκεί την ημέρα όπως όλα τα παιδιά στις γειτονιές  από αυτή την ηλικία εκείνη την εποχή. Την ημέρα, ναι. Τη νύχτα όμως; Κάθε μία, έστω και γνωστή κατά την ημέρα, από αυτές τις διαδρομές  είχε τις –φαντασιακές κυρίως αλλά και τις πρακτικές– δυσκολίες της για ένα μικρό παιδί τη νύχτα.

 

Τα   5 αδέλφια και η αφεντιά μου πριν γίνουμε έξι συνολικά,  στον κήπο του σπιτιού που κατέληγε στο Στρεμενό,  στην ηλικία που οι γονείς μας πήγαν στο σταθμό για την ομιλία του Παπάγου (1952-53)

Η πρώτη διαδρομή με φόβιζε γιατί θα έπρεπε να περάσω ανάμεσα από τα ψηλά και πυκνά καλάμια και τα άλλα  φυτά της κοίτης του Στρεμενού, πράγμα δύσκολο εν γένει αλλά κυρίως μέσα στο σκοτάδι, να κινδυνέψω στη φαντασία μου από τίποτα φίδια ίσως, από  το «ζούδι του Στρεμενού», όσο και  να με «συνεπάρουν οι Νεράιδες» και, αν γλύτωνα, να περνούσα κοντά από το σκοτεινό πολυβολείο, με τα μεγάλα μοχθηρά μάτια του να με κοιτάνε και ίσως να βγει και κανένας σκοτωμένος…

Στη δεύτερη διαδρομή με φόβιζε πρώτα το τρομερό  τη νύχτα, στοιχειώδες τότε «εργοστάσιο» του ηλεκτρισμού, πρώην αλευρόμυλος,  που μούγκριζε και έτρεμε καθώς γύριζαν οι τεράστιες ατσαλένιες ρόδες του, κινούμενες με πετρέλαιο  που μύριζε απαίσια.  Με τους ιδιοκτήτες αδελφούς Τζάκη, είχα πολύ καλές σχέσεις την ημέρα, καθώς τριγυρνούσα άφοβη και περίεργη  μέσα στο «εργοστάσιο», ενώ πολλές φορές με είχαν γλυτώσει από την οργή της μάνας μου που συνήθως έψαχνε να με μαζέψει, όπως ήμουν χαμένη στη γειτονιά. Τώρα όμως ήταν νύχτα και εγώ ήμουν δραπέτης και δεν θα με άφηναν να προχωρήσω  μέχρι να έρθουν οι γονείς μου, αν με έβλεπαν. Μετά, ήταν το ολοσκότεινο γιοφύρι του Στρεμενού. Εκεί κι αν καραδοκούσαν νεράιδες και, παρόλο που δεν ήταν κανένα πετρόχτιστο, σπουδαίο γεφύρι, μπορούσα εγώ να είμαι σίγουρη  ότι δεν ήταν θαμμένη στα θεμέλια η γυναίκα του πρωτομάστορα όπως μας ιστορούσε ο πατέρας μου για το Γεφύρι της Άρτας, το οποίο  ούτως ή άλλως δεν είχα δει; Άσε που στο τέλος της έρημης διαδρομής δίπλα στην όχθη του Στρεμενού, καραδοκούσε και πάλι το τρομερό πολυβολείο…


Στο γεφύρι του Στρεμενού 10 χρόνια αργότερα, 16 χρονη, με φίλες καρδιακές, στο κέντρο). Στο άκρο δεξιά, στο βάθος μετά το δέντρο, ο σταθμός του τρένου. 


Η Τρίτη διαδρομή, μετά το τεράστιο, διώροφο νεοκλασικό κτίριο (μετέπειτα ιδιοκτησίαςτου συμβολαιογράφου Δ. Κατσιάπη),  εκτεινόταν κυρίως ανάμεσα στο «φυλάκιο» ή «πασσάγιο»  της διασταύρωσης των γραμμών του τραίνου με την τότε εθνική οδό Πατρών-Πύργου (που περνούσε μέσα από τα Λεχαινά) και στο σιδηροδρομικό σταθμό και  ήταν η πιο οικεία και ασφαλής, άσε που θα έβλεπα εξαρχής το σταθμό στο βάθος της. Πάνω σε αυτή τη διαδρομή όμως που είχε και σπίτια γνωστών και γειτόνων ένθεν και  ένθεν της σιδηροδρομικής γραμμής που μπορούσαν και να με δουν, ήταν και το ψιλικατζίδικο της κυρά-Νίτσας που ήταν ανοιχτό ολημερίς, ως αργά το βράδυ. Αν λοιπόν με έκανε τσακωτή η κυρά-Νίτσα, ούτε τραίνο, ούτε κόσμο, ούτε στρατάρχη θα έβλεπα.

                                             


Αριστερά η  μαντεμένια βρύση της γειτονιάς στη βάση του  περίβολου του διώροφου νεοκλασικού (στερεμένη, το 1983) και  δεξιά  γυναίκα που παίρνει νερό από αυτήν  (λεπτομέρεια φωτ., το 1962)


Η περιοχή στη διασταύρωση του (τώρα καταργημένου) τρένου με την πρώην εθνική οδό Πατρών Πύργου: στο άκρο δεξιά το φυλάκιο-πασσάγιο,  στη συνέχεια το διώροφο νεοκλασικό σπίτι, αριστερά και στο κέντρο οι σιδηροδρομικές γραμμές με το κτίριο του σταθμού μόλις που διακρίνεται στο βάθος (18.3.2023)


Η διαδρομή που νυχτο-περπάτησα: δεξιά το διώροφο νεοκλασικό και  στο βάθος, δεξιά των σιδ. γραμμών, το κτίριο του σταθμού (18.3.2023)

Ούτως εχόντων των πραγμάτων, τι να κάνω, επέλεξα την τρίτη, λιγότερο φοβιστική, αν και επισφαλή για την επιτυχία της απόδρασης  διαδρομή, με το σοβαρό ρίσκο να με τσακώσει η κυρά-Νίτσα, ελπίζοντας όμως ότι θα ήταν και εκείνη μαζί με σύσσωμα τα Λεχαινά στο σταθμό, για τον Παπάγο… 


Είσοδος στο κτίριο του σταθμού (1983)


Ο ευρύτερος  χώρος του εγκαταλειμμένου  σιδ, σταθμού Λεχαινών. σήμερα.  Άποψη από την αντίθετη πλευρά από αυτήν που είχα ακολουθήσει τη νύχτα του 1952. Αριστερά  τα κτίρια του σταθμού 
(φωτ. Διον. Κράγκαρης στο fb to 2021)

Πήρα το δρόμο λοιπόν μέσα στη νύχτα, ξυπόλητη και όπως ήμουν ντυμένη με το μακρύ νυχτικό μου, προς τον σταθμό. Η νύχτα ήταν καθάρια, μάλλον χωρίς φεγγάρι, φωτισμένη  με την αστροφεγγιά καθώς δεν υπήρχε τότε δημόσιος φωτισμός. Η οικεία μου βρύση δίπλα  στο δημόσιο δρόμο  έτρεχε μουρμουριστά και καθησυχαστικά,  έρημη εκείνη τη βραδινή ώρα, χωρίς τις ουρές των γυναικών και των παιδιών, όπως κι εγώ,   που περίμεναν ολημερίς να γεμίσουν με νερό βίκες και ντενεκέδες. Μόλις έστριψα στα δεξιά από το νεοκλασικό κτίριο, προχώρησα προς το σταθμό ανάμεσα από τις σιδηροτροχιές. Τα πόδια μου, αν και μαθημένα στην ξυπολησιά (γιατί ποιο παιδί κρατούσε τότε για πολλή ώρα τα παπούτσια, αν είχε,  στα πόδια του  το καλοκαίρι;) ένιωθαν το χώμα στο έδαφος  κρύο ενώ οι μικρές μυτερές πέτρες που γεμίζουν το κενό  ανάμεσα στις ράγες, τα τρυπούσαν ενώ σκόνταφταν και στις ξύλινες τραβέρσες. Η χαρακτηριστική, καυτερή μυρωδιά της πίσσας που είναι ποτισμένες οι ξύλινες τραβέρσες που υποστηρίζουν τις σιδερένιες ράγες (και που τότε τις συντηρούσαν συνεχώς οι υπάλληλοι της ΣΠΑΠ), ήταν έντονη. Προσπέρασα προσεκτικά -αποκλίνουσα κάπως από την ευθεία πορεία μου-   και το ψιλικατζίδικο της κυρα-Νίτσας, που ευτυχώς ήταν κλειστό. Σε λίγο όμως δεν έδινα σημασία σε αυτά, καθώς είδα στο βάθος ότι το τραίνο  είχε φτάσει ήδη με τους προβολείς  του αναμμένους  να καταυγάζουν το σταθμό (και την πορεία μου) και πλήθος κόσμου να κατακλύζει  το χώρο του. Άρχισα τότε να τρέχω για να προλάβω («τρεχάτε ποδαράκια μου!»), μην τυχόν και τελειώσει η ομιλία, το τραίνο φύγει και εγώ δεν δω τον περίφημο «στρατάρχη», όπως είχα ακούσει να τον λένε, ιδιότητα που σε συνδυασμό με το όνομα «Παπάγος» που έφερνε κάτι προς παπά ή και πιο εντυπωσιακά σε  Δεσπότη,  ή μάλλον δημιουργούσε έναν εξωτικό, παραμυθένιο συνδυασμό  στη φαντασία μου φέρνοντας κάπως σε παπαγάλο, με λοφίο και φτερά, που καθιστούσε τον ομιλητή κάτι παραπάνω κι από βασιλιά!

‘Όταν έφτασα στο σταθμό, είδα επιτέλους  τον περίφημο στρατάρχη καθώς με την άψογη  λευκή (; έτσι την ανακαλώ) στολή του, με  το σώμα μισο-βγαλμένο από το παράθυρο του τραίνου αποχαιρετούσε κουνώντας το χέρι  τα πλήθη που χειροκροτούσαν και ζητοκράύγαζαν, γιατί η ομιλία είχε τελειώσει.  Το τραίνο τότε άρχισε να κινείται  αργά-αργά  ξεφυσώντας ατμούς, σφυρίζοντας πανηγυρικά,  όμως γλιστρώντας όλο και πιο γρήγορα και λικνιζόμενο ρυθμικά  πάνω στις ράγες προς τον επόμενο σταθμό του, παίρνοντας μαζί του και τον στρατάρχη…


Είχα απομείνει κοιτώντας το όλο θέαμα μαγεμένη μεν, πλην απογοητευμένη κάπως που ο στρατάρχης δεν ήταν τόσο  εξωτικός και πολύχρωμος όσο τον φανταζόμουν αλλά και που δεν είχα προλάβει  να δω περισσότερα. Ταυτόχρονα  όμως γινόμουν και σοβαρά ανήσυχη  πλέον, έτοιμη να βάλω τα κλάματα, καθώς δεν έβλεπα τους γονείς μου  μέσα στον κόσμο που ήταν αφοσιωμένος να σχολιάζει  τα διαδραματισθέντα.. Τώρα, πώς θα γύριζα στο σπίτι, ενώ μάλιστα το φοβερό «πολυβολείο» στο σταθμό με τα ανοίγματα για τις στενόμακρες  πολεμίστρες του να φαίνονται  σαν τρομερά μάτια μέσα στο ημίφως;

 Όπως στεκόμουν μονάχη ανάμεσα στο πλήθος των άγνωστων προσώπων που είχε αρχίσει ήδη να διαλύεται κρατώντας την άκρη του νυχτικού μου στο στόμα για παρηγοριά, άκουσα μια διαπεραστική φωνή: Ελένηηηηηηηη!!! μωρή αχρόνιαγηηη, θα σε σκοτώσω!!! Και μετά το μητρικό  χέρι να με αρπάζει από το μαλλί…

Υ.Γ. Το «αχρόνιαγη» (δηλ. που δεν θα με εύρισκε ζωντανή το τέλος του χρόνου, συνήθης, καθημερινή κατάρα –και ακόμα βαρύτερες– πολλών ταλαιπωρημένων από την κούραση και τα πολλά παιδιά μανάδων εκείνα τα χρόνια), συνδυαζόταν εδώ με την σωφρονιστική απειλή  της ότι θα με σκότωνε εκείνη, επιτόπου, μετά από τη θρασύτατη και επικίνδυνη για παιδί αυτή πράξη μου.

 (Η όλη  σκηνή στο σταθμό με τον Παπάγο να χαιρετάει τα πλήθη από το ύψος του τραίνου, ακόμα επανέρχεται στα όνειρά μου…)



Η αφεντιά μου στην ηλικία του νυχτοπερπατήματος, με γδαρμένα γόνατα. Εδώ στον Εθνικό Κήπο, στην Αθήνα, όπου είχαμε μεταβεί σε συγγενείς με ολοήμερο τότε ταξίδι με το ατμοκίνητο τρένο.