7 Αυγ 2024

Ιστορίες για νεράιδες και άλλα ξωτικά (greek fairy tales stories)

 


Ελένη Ψυχογιού 

Δημοσιεύω παρακάτω, χωρίς σχόλια,   ιστορίες (¨"Παραδόσεις") για νεράιδες και άλλα ξωτικά που έχω κατα)γράψει καθ΄υπαγόρευση ή ηχογραφήσει και απομαγνητοφωνήσει από συνομιλητές μου κατά την (εντεταλμένη από την Ακαδημία Αθηνών) επιτόπια λαογραφική έρευνά μου στην  Αχαΐα το 1978. Τα πρωτότυπα χειρόγραφα τετράδια  και οι μαγνητοταινίες της έρευνας  εναπόκεινται στα σχετικά Αρχεία του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών (ΚΕΕΛ). 

(βλ. και: https://fiestaperpetua.blogspot.com/2022/05/2-1980.html)


Πάνω και κάτω: το όρος Σανταμέρι ("Σανταμεριάνικο" βουνό ή "Πορτοβούνι", αρχαίο όρος Σκόλλις)  και η "Νεραϊδότρουπα" στο χωριό Πόρτες  Ωλενίας Αχαΐας,  (φωτ. Ε.Ψ., Αύγ. 1978

Πόρτες . Η μάνα μου μό ’λεγε μη βγαίνεις όξω, παιδάκι μου τη νύχτα, θα βγούνε οι νεράιδες απ’ τη νεραϊδότρουπα και θα σε πάρουνε μέσα, να σε ταΐζουνε  σβουνιά. Πήρανε μια γυναίκα ’κεί μέσα και τήνε κρατήσανε οχτώ  ημέρες και τήνε ταΐζανε  σβουνιά. Αυτή όμως δεν την έτρωγε και έφυγε γιατί άμα την έτρωγε ’θελα καθήσει εκεί. Όταν γύρισε, ούτε μίλαγε, ούτε λάλαγε σε τέσσερες ημέρες πέθανε.[1]

Πόρτες Αχαΐας 1978. ΚΕΕΛ, χφ. αρ.  4100, σ. 286. (Θεοφάνης Παπουτσής, 74χρ. βοσκός, αλαφροΐσκιωτος,  1ης  Δημοτικού): “…Εδώ κάτου στο ποτάμι ήτανε ένα γρέκι  και κοιμόσαντε τρεις τσοπάνηδες. Ο ένας δεν κοιμότανε…Κανιά φορά ακούει νταούλια, καραμούζες και τα πλατάνια πηγαίνανε πέρα δώθε  απ’ τον αέρα. Ήσαντε οι νεράιδες που φέρνανε νιά νύφη. Τότε ένα σκυλί που είχνε ’κεί χάμου χύμηξε απάνου τσου -γιατί ευτούνα τα σκυλιά που λέμε ’μίς τεσσερομάτικα τα βλέπουνε ’φτούνα- και του γυρίσανε το κεφάλι του προς τα πίσω του σκυλιού. Επεράσανε ευτούνες, πάνε. Τότε αυτός ο τσοπάνης που τους είδε δεν ήθελε να κοιμηθεί γιατί άμα κοιμότανε θα τους έκανε κακό στους άλλους. Τότε στις καλύβες είχανε κατράμι και μπαρούτι και βάνανε στη μπόρτα για τσού απόξω, τσου πειρασμούς . Παίρνει λοιπόν αυτός το κατράμι και το μπαρούτι  και τσού άλειψε   και  το πρωί τσου ξύπνησε και τους τα είπε και δεν τόνε πιστεύανε. Τότε τους έδειξε τη σκύλα που την είχανε κάμει κουβάρι γιατί χύμηξε απάνου τσου . –Σηκώτε, τσου λέει, να ντη χαλάσουμε τη γκαλύβα από ’δώ. [2]                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                             “… Απάνου από τη νεραϊδότρουπα ήτανε χαλάσματα, ήτανε πριν Χριστού βασίλειο. Ήσαντε αντρειωμένοι. Έχουνε κάτι σπίτια με πέτρες τεράστιες, μεγάλες ίσαμε το σπίτι. Πώς τις ανεβάσανε ’κεί πάνου; αι στημ Παναγία από ’κεί, τη Σανταμεριάνα, ήτανε λέει βασίλειο και ήτανε μια βασίλισσα και λένε ότι  επαιδοκόμησε εκεί μέσα..„[3]

 

Πόρτες Αχαΐας 1978. ΚΕΕΛ, χφ. αρ.  4100, σ. 233 (Γιωργίτσα Παπαγιαννοπούλου, 80 χρ., μη εγγράμματη):

«…Οι νεράιδες που είναι στη νεραϊδότρουπα, είχανε πάρει νια γυναίκα από ’δώ,  την Κυριακούλα, και μολόγαε  πως της δίνανε σβουνιές να φάει και νια μέρα την  αφήκανε μοναχή με νια κουτσή και ’κείνη αποκοιμήθηκε και πράστ! πηλάλησε και έφυγε η κακομοίρα.  ’Κείνη ’κεί μέσ’ στη σπηλιά δεν έτρωγε ό, τι της δίνανε και ούλο έκλαιγε και ήτανε βασανισμένη,. Τήνε πήρανε  από το Κεφαλόβρυσο , έπλενε το μεσημέρι και εκάμανε έναν αέρα, φουσάτο και τήνε πήρανε στη νεραϊδότρουπα. Όποια ήτανε όμορφη, την αρπάζανε. Ήμουνα παιδί όταν μου το ’μολογάγανε…[…]    Νια φορά που είμαστε στ’ αλώνι, εσηκώθηκε ανεμοστρόφιλος και κόντεψε να μας σηκώσει  και πιαστήκαμε ούλοι, μη μας σηκώσει. Περνάγανε νεράιδες. Ακουγόσαντε, μπαμ-μπαμ!,  τα νταούλια τσου…». Ελέγανε ότι στη νεραϊδότρουπα ήσαντε νεράιδες και πλένανε. Παίρνουνε τη φωνή, κουτσαίνουνε.

Σ. 234, η ίδια :«…Ένας ’θελα λιχνίσει. Ήτανε της Αγίας Κυριακής και φύσαγε. Πάει η γυναίκα του στ’ αλώνι και του λέει «Χριστιανέ μου, φυσάει και ’σύ δε λιχνίζεις; Τση λέει «εγώ δε δουλεύω σήμερα της αγια-Κυριακής, είναι η μάνα ούλων των Κυριακάδωνε. Παίρνει ’κείνη ’κεί το δικράνι να λιχνίσει, ώσπ’ ήρθ’ ανεμοστρόφιλος, μπουζούκια και νταούλια και τη σηκώσανε. Και φώναξε στον άντρα της, του λέει «πάου καλιά μου εγώ, με τους καμουτσέδες!», μέσ’ στο ντάλα μεσημέρι.  Τήνε πήρε το φουσάτο, οι νεράιδες. Πάει, τήνε πετάξανε από ’κεί στη σκάλα. Εγίνηκε κούτρουλο κουβάρι και σ’ έξι μήνους πέθανε…»[4].

 

Το παιδί μου το ένα το είχανε συνεπάρει οι νεράιδες όταν ήτανε μικρό. Γύρισε απ’ τα πρόβατα, δε  μίλαγε μιλιά. Το πήγα στον άγιο Νικόλαο στου Σπάτα. Εκεί κομηθήκαμε στη χάρη του τρία βράδια. Το τελευταίο ήρθε ο παπάς και το διάβασε το παιδί μου. Την ώρα που το διάβαζε απάνου στα κεραμίδια της εκκλησίας γινότανε χαλασμός. Μετά όμως, μίλησε, έγινε καλά.[5]

 

 

Εδώ στο κεφαλόβρυσο, «του Κρήνη την τρούπα» που λένε, λέγανε ότι ήτανε ένα στοιχειό. Εδώ εκάνανε πολύ γλυκό κρασί. Εκείνα τα χρόνια λοιπόν επέρασε από ’δώ ο Ηρακλής και ήπιε κρασί και του άρεσε τόσο πολύ και ’φχαριστήθηκε  και σκότωσε το στοιχειό…[6]

 

Ήτανε μια κοπέλα και την παντρέψανε και τη δώκανε στον κάμπο νύφη. Βγήκε το βράδυ όξω. Αυτή τήνε  πήρανε τα’ αερικά. Ήτανε χαμένη 3-4 ημέρες. Την ευρήκανε. Δεν ημπορέσανε να πάνε στο κονάκι τους. Μας αμποδάγανε να πάμε στο Καυκί , γιατ’ είχε τρούπες…[7]

Το αερικό, άμα είναι κανείς αλαφροΐσκιωτος, τόνε χτυπάνε, τόνε μουγκαίνουνε, τον αλαλιάζουνε…Λένε ότι στα Τριπόταμα, α δε χαλάγανε άνθρωπο Δε θα στεριωνότανε το γιοφύρι…[8]

-Πάμε στις γυναίκες και μας βγάνουνε τη νεραϊδόλυσσα από τη γλώσσα, που έχει κάτι μαύρες νεύρες και τα κόβουνε λίγο με το ξουράφι και φεύγουνε τα αίματα. Άμα έχουνε σκοτούρες (ζαλάδες) το κάνουνε αυτό. Εδώ λένε άμα ρίξουνε μια γάτα στη Νεραϊδότρουπα, βγαίνει στο Σανταμέρι, από ’κεί….[στην άλλη άκρη του βουνού][9]

 

                …Είχαμε πάει με την αδερφή μου και με μια άλλη γυναίκα για τσάι ντόπιο, από τούτο το βουνίσο. Είχαμε και ρόκες. Εβάναμε ρόκες τότε, τώρα τα πετάξαμε ούλα, λοιπόν, όπως πήγαμε, σε μια βρύση εκείνες κάμανε πιο πέρα κείθε, και  εγώ έκαμα έτσι δώθε.  Με το δώθε που κάνω ’γώ, λέου θα πάου να πιω ακόμη λιγούλι νερό και θα ’ρθω κοντά. Με το σκύψιμο που κάνω ’κεί πέρα να πιω νερό, τηράω, φρρρρρρρρ! κάτι νεράιδες στον  αέρα που λες και επιποβροντούσανε, βαρήγανε τα νταούλια, λακάου, χώθηκα στα έλατα. Ήσαντε [οι άλλες κοπέλες] μέσ’ στα έλατα, που πηγαίνανε για τσάι. Μώρ’ τσου λέω, ξετρόμαξα! –Λοιπόν μωρή, εκείνες οι γυναίκες, μώρ’ πούησαντε, μου λένε. Μωρ’ κά’ κάμανε, τσου λέω.  Εχορεύανε τσου λέω και βαρήγανε νταβούλι. Ελαχτάρησα εδεκεί![10]

 

…Άλλη νια φορά που λες, ήμουνα με τον πατέρα  μου στα βουνά ψηλά πάνου, που λέμε «στο Μονοδέντρι». Μου λέει παιδάκι μου, θα πας κάτου στο χωριό να φέρεις ψωμί, μου λέει. Παίρνω τογ κατήφορο ’γώ κάτου. Φτάνω ’δώ, παίρνω ένα τράστο ψωμί, μου δίνει η μάνα μου, πάαινα και κάμποσο φαί, ’ξέρω ’γω τι είχε μαγερεμένο, μου δίνει και η θειά μου η Γιώργαινα λίγο φαί -η γιαγιά του Γιώργη, ’δώ από πάνου- και το ψωμί σ’ ένα τράστο και ’ξέρω τι άλλο. Τα βάνω τα τράστα στον ώμο, τότε δεκαοχτώ χρονών στα είκοσι θα ’μουνα, φεύγαν τα λιθάρια από τα πόδια μου. Τώρα τηράου ’κείν’ τον ανήφορο και με πιάνει ζαλάδα.. Και λέου, τον αλλότριονε λέου, τάχα δεν τον ανέβαινα! Λοιπόν, όπως ήρθα ’κά και τα πήρα, πάου ψηλά πάνου σ’ ένα τούμπι ψηλά, θα κόντευε το κολατσό, πάντως τους ηύρα, αρμέγανε ’κείνοι. Θα κάτσω λίγο να ξεκουραστώ, λέου. Όπως κάθουμαι σ’ ένα δεντράκι ’κεί χάμου για να πάρω τον ανασασμό  μου,  ακ’ώ από ’κεί μέσα, σ’ ένα λαγκάδι που το λένε «στο Κακό Λαγκάδι»,  τούμ! τούμ! τούμπ!, βαρήγανε οι νεράιδες τα ταβούλια!! Αρπάζω τα τράστα ’πό χάμου  και το ψωμί, τα βάνω στον ώμο μου, αρπάζω τα’ αγγειό από χάμου με το φαΐ, όσο ν’ ανοιγοκλείσεις το μάτι σου, έφτασα στη στρούγκα.  Ο πατέρα μου ο κακομοίρης με είδε που πάγαινα λαφουσκιασμένο. Μωρέ, ποιος σε κυνήγησε, παιδάκι μου; Μωρέ πατεράκο μου, του λέω, κάτι άκουσα. Δεν  ξαναπάω τον κατήφορο κάτου, του λέω.  Τί άκουσες; μου λέει. Του λέου, μέσ’ στο λαγκάδι, το Κακό Λαγκάδι, εβαρήγανε του λέω ταβούλια! Κανονικά, σαγ και κείνα που βαρούνε στο χωριό του λέω, που ερχόνται οι Λειβαρτζινοί, -ερχόσαντε κάτι Λειβαρτζινοί και βαρήγανε ’δώ. Δεν ήταν τίποτα, μου λέει ο πατέρα μου. Κάνω πέρα ’γώ δεκείλια, ακούω κι έλεγε  του μπάρμπα μου του Γιώργη, ώρα άνοιξε, λέει, πώς δεν το ξέραναν οι νεράιδες το τσουπί απάνου που ’ρχότανε, λέει, να ντο σκοτώψσουνε, άνοιξε ώρα που ’ρχόταν απάνου! Πού εγώ να ματαπεράσω! Ναι, άνοιξε ώρα. Γιατί λένε, μια φορά στις δώδεκα την ημέρα, μία ώρα είναι σκάρτη. Κι αποβραδυού και τα μεσάνυχτα. Τρεις ώρες είναι σκάρτες, σου λέει, κι από την ημέρα κι από τη νύχτα.  Εκεί, σου λέει, η ώρα ’κείνη είναι σκάρτη. Αλλά ποια ώρα είναι, δεν τηγ ξέρεις…[11]

 

… Άλλη μια φορά πάλι, ήτανε σαν τώρα [=Αύγουστος],  που  ποτίζουμε τ’ αραποσίτι στογ κάμπο. Κ’ είχα τα παιδιά μικρά. Μου λέει ο Μούστος [= Θεμιστοκλής, ο άντρας της], έχουμε νερό μου λέει στα χωράφια και το στάρι είναι μου λέει λιχνισμένο, δεν είναι, λίγα άχερα είναι ακόμη, πάει, θα μας το πάρουνε μου λέει το στάρι. Αλλά, του λέω, τί  πρέπει να γίνει; Μου λέει, να πας να πλαγιάσεις με τα παιδιά ’δεκεί, μου λέει.  Ώρε Παναγία μου!  Αν ήξερα έτσι! Πάου που λες, ναι, του λέου, θα πάω με τα παιδιά να πλαγιάσουμε. Πάου ’κεί κά’ παίρνω τα σκουτιά, βάνουμε κατά το στάρι τα προσκεφάλια μας, κάνω έτσι σταυρό από πάνου που θα κοιμόσαντε τα παιδιά,  και γείραμε να πλαγιάσουμε. Απάνου στο πρωτοΰπνι, τα παιδιά ξεράθηκαν, τώρα παιδιά, ακούω πάνου ’κεί κατά του Θεοδωρακόπλου το σπίτι, κά’, ποδοβολή σάμπως να ερχόσαντε που λες δέκα άλογα! Πηλάλα. Κι από πίσω τα σκυλιά γαυγίζοντα. Πάπα-πίπα, πάπα-πίπα, πάπα-πίπα, πάπα-πίπα και χάουου-χι, χάουου-χι  τα σκυλιά. Και γυρίζανε τα σκυλιά τώρα και σκούζανε, εγύριζε και τα χτύπαε τα σκυλιά. Και περνάνε, ’δεπά ήταν τ’ αλώνι, αφού το λέω κι η καρδιά μου φτερακάει,  και κείνο πέρναγε ο δρόμος στην άκρη στ’ αλώνι, κά’.  –Παναΐτσα μου, λέω, Θεουλάκο μου! Έκανα κάτι  προσευχές, μέσ’ στα σκουτιά, έκανα το σταυρό μου. Παναγία μου παρθένα μου, λέω. Παναΐτσα μου, γλύτω τα παιδιά, μη μου ξεράνει τα παιδιά, λέω,  να με ξεράνει εμένα, ας με ξεράνει λέω, τα παιδιά…!! Έναγ καιρό, το σκαπετάει κάτου, ακ’ώ που λες κρούουουπ, κρίιιιπ! Εγύριζ’  έτσι  πλευρό από τ’ αλώνι  πάλι μέσ’ στη  λαγκαδιά. Ί ι ι ι ι ι και πω πω πω πω πω πω! …Πού να πάου τώρα, λέου, ούτε παιδιά να σηκώσω, τώρα τα παιδιά κοιμόσαντε. Κάτου στο χωριό, κοιμότανε ο κόσμος. Νύχτα, μεσάνυχτα. Ούλη τη νύχτ’ αδερφούλα μου, εκοκκαλώσαν τα μάτια μου, προσευχές κάνοντα, το σταυρό μου κάνοντα. Σταύρωνα τα παιδιά, σταυρούς πάνου ’κεί στο κεφάλι τους. Μέχρι  που ελάλησ’ ένας κόκορας: με το  κοκοκιιιιικ!, που λες, ’συχάσαν τα πάντα, ούλα. Τα πάντα, ούλα. Έτσι που λες  αδερφούλα μ’,  με  πήρε μια ψίχα ύπνος που λες κι αποκοιμήθηκα μέχρι το χάραμα. Εεεε, εσυνήρθα, πώς το λένε. Έλα μου στο χάραμα, τα σηκώνω τα παιδιά ’πό χάμου που λες, τα σκουτιά σον ώμο, ούλα, τα  παιδιά φορτωμένα ούλα ’γώ, στο σπίτι. Έρχετ’ ο Μούστος  απού κάτου, μου λέει εγώ πέρασα πάνου, έλεγα ότι ’θελάεισαστε ’κεί χάμου, στ’ αλώνι, μου λέει, εσείς επήγατε ’κεί κάτου ή μημ πάει και δεμ πήγατε;  -Επήγαμε, του του λέου, για κάτσε να σου ειπώ! Τούτο και κείνο, του λέου! Ποδοβολή, άλογα και τα σκυλιά σκούζανε, κάτι τάτρωγε τα σκυλιά, του λέου. Εμαλινάρισα του λέου η γυναίκα, τα παιδιά κοιμόσαντε, του λέου, δεν ακούσαν τίποτα. Σταυρό έβαλα στ’ αλώνι, που λες. Είτε το κλέβαν το στάρι, είτε το σκροπάγανε, είτε τα μάτια του βγάνανε, του το ’ξόρισα τ’ αφεντικού [=του Μούστου, του άντρα της] κείν’ την ώρα: στο αλώνι δε  ματαπάου. Την ημέρα, θα βρίσκουμαι ’κεί, του λέου. Αλλά το βράδυ, ό,τι θες κάμε. Εγώ δε  ματαπατάου…Σα γυναίκες είναι οι νεράιδες. Αλλά είναι δαιμονικό συνέργιο  να πούμε. Μπορεί να σε στραβώσουνε με τα λιθάρια. Με χαλίκια. Μ’ ό,τι μπορούνε. Όπως και οι γυναίκες είναι. Και φορούνε ούλο κόκκινα.  Κι αραδιαζόνται και χορεύουνε. Και βαρούν ταβούλια. Τα βαρούνε ’κείνες τα ταβούλια, μοναχές τσου. Αλλά, ξέρεις τί γίνεται.  Άμα δεν έχουνε δικαίωμα να σου μιλήσουνε, δε  σου μιλάνε. Άμα κάνεις προσευχή, άμα πεις «άγιο τ’ όνομα της αγίας Τριάδας», καταλαβαίνεις, κι άλλα, ’φτούνα, δε ζυγώνουνε κοντά σου, καθόλου!  Δε λες τίποτα, να πούμε; Αλλίμονό σου από τα λιθάρια! Ναι. Με μαύρα και με κόκκινα είναι οι νεράιδες. …[12]

 

…Άλλη μια φορά πήγα με την αδερφή μου που έχει πεθάνει στημ Πάτρα,  το λέμε στη Φραγκόρραχη, σ’ ένα βουνό, τάχαμε διώξει τα πράματα [=τα πρόβατα] ‘πό ’κεί, και χάναμε μια δαμάλα, είχαμε και γελάδια. Και χάνουμε νια δαμάλα.  Η δαμάλα έφυγε τώρα απ’ την Καπρίβαινα Καπρίβαινα: τοπωνύμιο. Ίσωμα ψηλά στο βουνό με νερά, παλαιά σπέρνανε στάρι (αυτόθι: .  4148:  73,   ….) Το αιτιολογούν  από το μύθο του ερυμάνθιου κάπρου, ότι σ’ αυτό το σημείο τον σκότωσε ο Ηρακλής] [13], που το λέμε ’κείν’ το βουνό, κι έπεσε και πήγε σ’ άλλο βουνό, κάτου. Εμείς επήγαμε ψάχνοντα ’πό ψηλά, πέρα τα βουνά, πέρα-πέρα-πέρα, και γυρίζουμε, είχαμε γκανιάξει από τη δίψα. Πάμε, τση λέου, μώρ’ να πιούμε Παρασκευούλα μου, νερό; -Πάμε, μου λέει, και να φάμε και λιγούλι ψωμί, μου λέει, ’δεκεί. Οοοχ, εκεί που πήγαμε, θάητανε η ώρα κατά το μεσημέρι, δώδεκα. Απάν’ που κάτσαμε ’δεκεί, να ξα’ναντίσουμε ψηλά, -ήτανε γκρεμός εκεί πούητανε η βρύση, κ’ ήτανε φτιασμένη να πούμε η βρυσούλα και πιάναμε νερό, βάναμε βαρέλια ’κεί και πιάναμε για τα πράματα- τηράμε, που λες ψηλά, κάτι μαυροφόρες, και να σταθούνε που λες από πάν’ μεριά:  ντουμντουμ, ντουμ! Τ’ ακούγαμε. ’Θελα μας σκοτώσουγ κείνες εκεί! Μη να λακήξουμε, λιώμα! Με το έτσι π’ ακούσαμε τημ πρώτη αυτή, λακάμε πέρα! Πρρρρρ! Λέει, Σούλα, μας εσκοτώσανε οι νεράιδες!  Βγήκαμε πέρα, κατά ’κεί πούητανε γέρμα, ακούμε από ’κεί κάτου οι τρίσμαυρες και περάσανε φουσάτο κάτου. Φουσάτο με νταβούλι βαρώντα  και μαλλιά κουβάρια στις κολοσάρες που λες, στους γκρεμούς, παρά λίγο να μας σκοτώσουνε!  Αυτό το πράμα έχω ιδωμένο και το θυμάμαι, μου φαίνεται ότ’ ήτανε ψες το βράδυ. Τα φορούνε κόκκινα και μαύρα οι νεράιδες. Και να σε στραβώσουνε, με τις πέτρες. Μπορεί να σε σκοτώσουνε. Μερικοί τις βλέπουνε, αλλά το ταβούλι, τ’ ακούνε ούλοι, όμως. Άμα τση καλιάσει και βαρεί, τ’ ακούνε ούλοι. Γιατί τις βλέπουνε μερικοί, λες; Είν’ αλαφροΐσκιωτοι ’κείνοι που τις βλέπουνε. …[14]

 

…Τογ καιρό εκείνο, άμα ατιμαζότανε μια κοπέλα και έμενε έγκυος, την τιμωρούσανε, την εβάνανε πάνω στο γάιδαρο ανάποδα και τη γυρίζανε το χωριό και τηγ κοροϊδεύανε. Μια φορά, ατιμάστηκε μια αρχοντοπούλα και η μάνα της, για να μην τη βάλουνε στο γάιδαρο, την πήρε κρυφά και την  έφερε ’δώ πάνω ψηλά, πουήτανε δάσος πυκνό και κάτι σπηλιές που χάνεσαι μέσα και την έκρυψε στις σπηλιές. . Τη χάσανε απ’ το χωριό την αρχοντοπούλα.

 Όταν πέρασε καιρός και γέννησε απάνου στη σπηλιά, ρωτήσα;νε τη μάνα της που ανέβαινε προς τη σπηλιά, πού πάει και αυτή είπε “στης λεχούσας”. Μετά φτιάσανε εδώ ένα σπιτάκι και σιγά-σιγά και άλλα και έγινε το  χωριό, που το βγάλανε  Λεχούρι, απ’ τη λεχούσα…[15]

 

..Μια φορά, μία ερχότανε ζαλιά ξύλα  και τη σηκώσανε οι νεράιδες και τημ πήγανε μακριά, κοντά στο μέρος πούηθελε να πάει, όση κι αν ήτανε, με τα ξύλα ζαλωμένη. Κάνανε χορούς στ’ αλώνια, στο Τσουκαλέικο που λένε, στο πανηγύρι τ’ αη Γιώργη και το Πάσχα, στην Ανάσταση  ανήμερα. Και το Δεκαπενταύγουστο, που έχουμε το πανηγύρι. Με νταούλια, παλιά άκουγες τη νταουλόβεργα!…..Χάλαε ο κόσμος![16]

 

Εδώ παραπάνου είν’ ένα μέρος που το λένε νεραϊδοχορό, από ’κεί πήρανε τη γυναίκα με τη ζάλα, {ό.π., Χ  4148: 76] και τηγ κατεβάσανε σε νια βρύση. Το μόνο που θυμότανε ήτανε πως τα πόδια της ακουμπήσανε στηγ κορφή κάποιου έλατου. Πέθανε αυτή τώρα, πάνε χρόνια. Νια στους  Καμενιάνους, είχε παιδί μικρό. Τα μικρά τα ασαράντηγα δεγ κάνει να τ’ ψ αφήνουνε μοναχά. Εκείνη κάπου πήγε και άμα γύρισε, βρήκε ένα παιδί αλλοιώτικο, μ’ άλλο κεφάλι [τέρας]. Το δικό της  τόειχανε  πάρει οι νεράιδες γιατί τα κυνηγάνε τα παιδιά τα ασαράντηγα αυτές, γιαυτό δεγ κάνει να τα’ αφήνεις μοναχά. Δεν το βρήκε το δικό της το παιδί και κείνο που της πήγανε, πέθανε…[17]

 

Εκεί στο λαγκάδι πού ειναι ο μύλος, ακούνε νταούλια. Καλαμίζουνε [τυλίγουνε νήματα για ύφανση]  ’κεί μέσα οι νεράιδες ολονυχτίς..[18]

 

…Νια  φορά ο πατέρας μου ήτανε κά’, στον κάμπο της Αμαλιάδας και αρρώστησε η μάνα μου πούητανε ’δώ, στο χωριό [το Λεχούρι]. Του μηνύσανε λοιπόν νάρθει. Ξεκίνησε ’κείνος τ’ απόγιομα, μόλις του τόειπανε. Άμα πέρασε του Σώστη, και προχώραε κατά ’δώ, είχε βραδυάσει. Συναντάει ένα καβαλλάρη που δεν τον ήξερε. «Πού πας Χρήστο τέτοια ώρα»; του λέει. –Πάω λέει στο χωριό, στο Λεχούρι, γιατί αρρώστησε η γυναίκα μου. «Ανέβα ’πάνου», του λέει. Ανεβαίνει απάνου και ξεκινήσανε με ποδοβολητό. Άμα ζυγώσανε στο χωριό, «κατέβα», του λέει, «και μην ανησυχείς, η γυναίκα σου θα γίνει καλά». Πάει σπίτι του, τηράει, ήτανε έντεκα η ώρα! Τον είχε φέρει σε τρεις-τέσσερες ώρες, που κανονικά θέλουμε 20 ώρες να ’ρθούμε! Τότε καταλάβανε πως κάποιος άγιος ήτανε αυτός, και αφού ήτανε καβαλλάρης, θά ητανε ο Αηγιώργης που έχουμε και το εκκλησάκι! Παρησιαζόσαντε παλαιά οι άγιοι. …Άλλη νια φορά, ένας πατέρας έστειλε την τσούπα του σε δουλειά, νύχτα. –Πατέρα δεμ πάου, σκιάζουμαι, τούλεγε αυτή. Εκείνος, τίποτα. Ξεκίνησε το κορίτσι να πάει. Όταν προχώρησε αρκετά στο δάσος, παρησιάστηκε ένας καβαλλάρης. «Πού πας Χρυσούλα μέσ’ στη νύχτα»; της λέει. «Ανέβα στ’ άλογο». Την ανεβάζει και τη γυρίζει πίσω, στο σπίτι της. «Και να πεις του πατέρα σου», της λέει, «να μη σε ξαναστείλει νύχτα όξω». Αυτός ήτανε ο Αηγιώργης[19]

 

…Ο γερο-Αποστολάκος έβλεπε τις νεράιδες που χορεύανε στο ποτάμι. Μια φορά ήτανε ένα παιδί σ’ ένα τραπέζι, 18-20 χρονών ήτανε. Έφυγε απ’ το τραπέζι, το γλέντι κατά τις 12 η ώρα τα μεσάνυχτα να πάει σπίτι του. Για να πάει, έπρεπε να περάσει απ’ το λαγκάδι  πούειναι ’δώ, μέσα στο χωριό, ήτανε και μια μεγάλη βρύση. Όπως πήγαινε, πάτησε σ’ ένα σημείο το πόδι του, και έμεινε το παιδί. Δεν είχε πεθάνει. Η μάνα του σαν είδε και άργησε βγήκε να ιδεί τι γίνηκε και το βρήκε ξυλιασμένο το παιδί, δε  συνερχότανε με τίποτα, το πήγανε σηκωτό στο σπίτι. Το πρωί καλέσανε τον Αποστολάκο, το γερο, να το ιδεί το παιδί. Αυτός τους είπε ότι είχε πατήσει το τραπέζι που τρώγανε οι νεράιδες, και το κοκκαλώσανε το παιδί! Έπρεπε να τον είχανε φωνάξει εκείνη την ώρα, να τις ’ξόρκαε, , που ήξερε αυτός και να το σκρόπαε το τραπέζι, να γλύτωνε το παιδί. Έφτιασε όμως μια μελιτόπιτα, κουλούρα, την άλειψε καλά-καλά με μέλι και την έβαλε τα μεσάνυχτα στο μέρος που «έπαθε» το παιδί , την έκοψε κομματάκια και χάθηκε η κουλούρα. Το παιδί όμως, δεν έγινε καλά. Μετά από ένα μήνα, πέθανε, παρόλο που τις μελίτωσε. Έπρεπε να ντόχει ’ξορκίσει  πιο πριν, την ώρα που ήτανε ’κεί, στο τραπέζι τους.[20]

 

…Εδώ, πριν, είχαμε μια μάγισσα, 'πό 'κανε μάγια. Ήτανε και μια φτωχή οικογένεια και είχε παντρέψει τις δύο από τις πέντε κόρες και είχε αρρεβωνιασμένη την τρίτη. Η μάγισσα ήτανε νύφη της μάνας της κοπέλας, του αδερφού της γυναίκα, και  και είχανε τσακωμούς τότε για  περιουσιακά. Όταν αρρεβωνιάστηκε η κοπέλα, ενώ ήτανε μια χαρά, άρχισε να τρελλαίνεται. Ήθελε να φύγει, να πάει  στα βουνά. Μετά σιγά-σιγά άρχισε να έχει πόνους  στο κορμί της, φριχτούς, και να νοιώθει  αδυναμία, έρρευε η κοπέλα, έπεσε στο κρεββάτι και δε μπόρ’γε να σηκωθεί. Φέρανε γιατρό, δεν της ηύρισκε τίποτα. Τους  λένε ’δώ στο χωριό, δεγ κοιτάτε μην είναι μαγεμένο το κορίτσι; [βλ. μαγεύει τα κορίτσα…] Χριστοδουλίτσα τήνε λέγανε. Τι να κάνει ο πατέρας της , ξεκινάει με τα πόδια για τον Πύργο, πού ητανε τότε κάτι που λύνανε τα μάγια. Πάει ’κεί, -η κοπέλα στο κρεββάτι, ετοιμοθάνατη, τήνε ξενυχτάγανε τ’ αδέρφια της πως θα πεθάνει- κι ο αρρεβωνιαστικός ούτε που είχε  φανεί καθόλου. Με το που πήγε ο πατέρας στους μάγους και είπε το περιστατικό,  άρχισε να γίνεται καλύτερα η κοπέλα.  Ήρθανε ’δώ οι μάγοι και κατεβήκανε στο κατώι. Το πάτωμα ήτανε τρύπιο, ήτανε φτωχοί οι άνθρωποι, και εγώ με την αδελφή της κοπέλας, που ήμαστε συνομήλικες, τηράγαμε από πάνου από την τρούπα.  Την υπνώτισε τη γυναίκα του [ο μάγος;] και τούλεγε, «σκάψε τόσο απ’ το παράθυρο». Έσκαψε αυτός και βρήκανε ένα πράμα γιομάτο  [είδωλο;] καρφίτσες, ήτανε οι πόνοι που είχε η κοπέλα, ένα σαπούνι κόντευε να λυώσει –άμα έλυωνε θα πέθαινε η κοπέλα-, ένα κομμάτι απ’ το φουστάνι της που αρρεβωνιάστηκε, πολλά πράματα, Σα να τα βλέπω με τα μάτια μου. Μόλις τα ξεθάψανε αυτά, σηκώθηκε αμέσως η κοπέλα  από το κρεββάτι, έγινε αμέσως καλά, έκανε δουλειές, μια χαρά, από ’κεί που την είχανε για θάνατο! Και την άλλη μέρα, ήρθε και ο αρρεβωνιαστικός της να την ιδεί -εκεί που δεν είχε καθόλου πατήσει, ούτε ρώταγε γι’ αυτήν-, χωρίς να τον ειδοποιήσει κανένας. Τα πράματα αυτά που βρήκανε, τους είπανε οι μάγοι και πετάξανε στη θάλασσα…[21] 

 

…..Παλαιά, μολόγαγε η κυρούλα μου [=γιαγιά], ήτανε νια κοπέλα και πέρναγε από νια βρύση, μεσημέρι, «στον Αναστάση» τη λέμε αυτή [τη βρύση], και ’κεί της φανερώθηκε μια γριά. Μετά αυτή μεταμορφωνότανε σιγά-σιγά και γενότανε πεντάμορφη, σα νύφη, και τήνε πήρε αποπίσω. ‘Αμα πήγε λίγο παρακάτου, της λέει «έχε χάρη ευτούνο πόχεις απάνου σου, αλλιώς θα σούλεγα ’γώ»! Είχε λίγο ψωμί απάνου της και δε  ’μπόρ’γε να την πλησιάσει. Νεράϊδα ήτανε αυτή. Είναι όμορφες αυτές, σα νύφες. Το μεσημέρι είναι πιο επικίνδυνο να τις δεις.  Βλέπανε παλαιά πολλά τέτοια.   Ένας γέρος έλεγε πως κοιμήθηκε ένα βράδυ σ’ ένα χωράφι και τόνε σηκώσανε και τόνε πετάξανε μέσα σε νια λούμπα με νερό και τόνε βασανίσανε πολλή ώρα. Πριν τόνε πιάσουνε είχε ακούσει νταούλια και καραμούζες, σα να ερχότανε γάμος. Πούημαστε μικρά, άμα μας ελούζανε, μας βάνανε νια ψίχα ψωμί απάνου μας για να βγούμε όξω…[22]

 

Το τραπέζι του νεράϊδωνε  είναι απάνου στον Αηταξιάρχη [νεκροταφείο]. Άμα περνάς με το ζούδιαρη [μάγο] και του πατήσεις το πόδι,, το αριστερό, τις βλέπεις και  ’σύ που χορεύουνε[23].

  

Ήτανε  μια κοπέλα και την παντρέψανε καιτη δώκανε στον κάμπο νύφη. Βγήκε το βράδυ όξω. Αυτή την πήρανε τ’ αερικά. Ήτανε χαμένη 3-4 ημέρες. [24]

 

Εγώ όταν ήμουνα μικρή ένα πρωί πέρναγα όξω από την Πρόμετη (βαθιά τρούπα μέσα στο χώμα, στα Τσίπιανα) και άκουσα στον αέρα νταούλια μπαμ, μπαμπαμπάμ, μπαμ, μπαμ και σηκωνόσαντε ψηλά φύλλα και αγκάθια από τον αέρα. Δεν είδα τίποτα αλλά τα νταούλια τ’ άκουγα ολοκάθαρα….Θα ησαντε νεράιδες….Οι νεράιδες! Ώ παιδάκι μου, οι νεράιδες είναι ωραίες.  Σα γυναίκες. Όμορφεεεεες! –Ωρέ, σα νεράιδα είναι, η γουρούνα, λένε, είδες. Λένε τσιγγανονεράιδες. Όταν σηκώνεται ανεμοστρόφιλος από χάμου, αυτά είναι νεράιδες.  Κάτι γυναίκες μαζεύανε χόρτα και πήγανε κοντά οι νεράιδες να ντζί πειράξουνε. Μία είχε απάνου τση λιβάνι. Και τότε τους λένε, αχ! Χαλάλι σας! Και φύγανε. Εδώ παραπάνου είναι ένα μέρος που το λένε  νεραιδοκουδουνές….[25]

Το παιδί μου το ένα το ’χανε συνεπάρει οι νεράιδες όταν ήτανε μικρό. Γύρισε απ’ τα πρόβατα, δε μίλαγε, μιλιά.[26]

ομματιά: χοιρινό-στάρι (αυτόθι, σ. 143)

Είχα ακούσει ότι οι νεράιδες και χορεύανε. Ήσαντε κοπέλες, φορήγανε άσπρα και περνάγανε  ψηλά, γλεντώντα. Μια φορά εγώ με τον άντρα μου κλειστήκαμε μέσα, τις ακούγαμε που περνάγανε γλεντώντας, πάει. Τις βλέπουνε το καλοκαίρι το μεσημέρι. Μπορούσε να ντις ιδείς και στο δρόμο. Αν είχες απάνου σου μαχαίρι μαυρομάνικο ή μπιστόλι, δεν σε πειράζανε. Αν όχι και τους μίλαγες, σε πειράζανε. Μπορούσανε να σε μουγκάνουνε. Μπορούσε να ξεραθεί χέρι ή  ποδι, ό,τι. Αυτές  τις βλέπουνε οι αλαφροϊσκιωτοι. Αυτές μένανε σε λαγκάδια, σε άγριο τόπο,  ξερολάγκαδα.

Φέτος στη Μπουκοβίνα της Ηλείας ένα παιδάκι 13 χρ. πήγε σ’ ένα ρέμα να δέσει κάτι μαρτίνες (προβατίνες) και σηκώθηκε στον αέρα και ήσαντε τρία φίδια απάνου σ’ ένα δέντρο. Και μετά το πετάξανε σε μια λούμπα και τα δύο φίδια το τραβάγανε όξω και το ένα μέσα. Πήγε ο παπάς, διάβασε, εξαφανιστήκανε αυτά και γλύτωσε το παιδί. Αυτά ήσαντε νεράιδες. Παρησιαζώνται  με διάφορους τρόπους, το ’χε βλαστημήσει ο πατέρας του το παιδί…[27]

 

…Πήγε ο άντρας μου νύχτα  στο μύλο και γύριζε. Εκεί χάμου κοντά ήτανε ένα ποτάμι. Εβγήκα όξω  να ιδώ που ερχότανε και τι να ιδώ! Λαμπάδες αναμμένες, νύφες, νταούλια και χορεύανε…[28]



[1] Πόρτες Αχαΐας 1978. ΚΕΕΛ, χφ. αρ.  4100: 220. Διηγ.  η Ηλιοστάλαχτη (Λούλα ) Παπουτσή 54 χρ., εγγράμματη και η Διονυσία Χριστοδουλίδου, 50 χρ., μη εγγράμματη. Επιτόπια έρευνα-καταγραφή Ε. Ψυχογιού.

[2] Πόρτες Αχαΐας 1978. ΚΕΕΛ, χφ. αρ.  4100, σ. 286. (Θεοφάνης Παπουτσής, 74χρ. βοσκός, αλαφροΐσκιωτος,  1ης  Δημοτικού). Επιτόπια έρευνα-καταγραφή Ε. Ψυχογιού.

[3]Πόρτες Αχαΐας 1978. ΚΕΕΛ, χφ. αρ.  4100:231. Διηγ. ο Θεοφάνης Παπουτσής, 74 χρ. 1ης Δημοτικού. Επιτόπια έρευνα-καταγραφή Ε. Ψυχογιού.

[4]Πόρτες Αχαΐας 1978. ΚΕΕΛ, χφ. αρ.  4100, σ. 233. Γιωργίτσα Παπαγιαννοπούλου, 80 χρ., μη εγγράμματη

[5] Δροσιά (Προστοβίτσα) Αχαΐας 1978. ΚΕΕΛ, χφ. αρ.  4100: 70. Διηγείται η Φώτω Δελδήμου, 72 χρ. Επιτόπια έρευνα-καταγραφή Ε. Ψυχογιού.

[6] Πόρτες Αχαΐας 1978. ΚΕΕΛ, χφ. 4100: 280. Διηγ. ο Θεοφάνης  Παπουτσής, 74 χρ., βοσκός, αλαφροΐσκιωτος, μοιρολοϊστής, εγγράμματος (1η δημοτικού). Επιτόπια έρευνα Ελένη Ψυχογιού.

[7] Δροσιά (Προστοβίτσα) Αχαΐας 1978. ΚΕΕΛ, χφ. αρ.  4100: 59. Διηγείται η Αγγελική Αθανασοπούλου, 80 χρ. , μη εγγράμματη.Επιτόπια έρευνα-καταγραφή Ε. Ψυχογιού.

[8]Δροσιά (Προστοβίτσα) Αχαΐας 1978. ΚΕΕΛ, χφ. αρ.  4100: 61. Διηγείται η Αγγελική Αθανασοπούλου, 80 χρ. , μη εγγράμματη.Επιτόπια έρευνα-καταγραφή Ε. Ψυχογιού.

[9] Πόρτες Αχαΐας 1978. ΚΕΕΛ, χφ. αρ.  4100: 229. Διηγ. η Αλεξάνδρα Μακρή, 80 χρ., μη  εγγράμματη. Επιτόπια έρευνα-καταγραφή Ε. Ψυχογιού.

[10] Καμενιάνοι Αχαΐας 1980. ΚΕΕΛ, χφ. αρ.  4148: 53-54. Διηγείται η Σούλα Νικολοπούλου, , 72 χρ., μη εγγράμματη. Επιτόπια  έρευνα Ε. Ψυχογιού.

[11] Καμενιάνοι Αχαΐας 1980. ΚΕΕΛ, χφ. αρ.  4148: 56-57. Διηγείται η Σούλα Νικολοπούλου, , 72 χρ., μη εγγράμματη. Επιτόπια  έρευνα Ε. Ψυχογιού.

[12] Καμενιάνοι Αχαΐας 1980. ΚΕΕΛ, χφ. αρ.  4148: 57-58, 76-77. Διηγείται η Σούλα Νικολοπούλου, , 72 χρ., μη εγγράμματη. Επιτόπια  έρευνα Ε. Ψυχογιού.

[13] Καπρίβαινα: τοπωνύμιο. Ίσωμα ψηλά στο βουνό με νερά, παλαιά σπέρνανε στάρι (αυτόθι: .  4148:  73,   ….) Το αιτιολογούν  από το μύθο του ερυμάνθιου κάπρου, ότι σ’ αυτό το σημείο τον σκότωσε ο Ηρακλής.

[14]Καμενιάνοι Αχαΐας 1980. ΚΕΕΛ, χφ. αρ.  4148: 78-79. Διηγείται η Σούλα Νικολοπούλου, , 72 χρ., μη εγγράμματη. Επιτόπια  έρευνα Ε. Ψυχογιού.

[15]Λεχούρι  Αχαΐας 1980. ΚΕΕΛ, χφ. αρ.  4148: 103. Διηγείται ο Φίλιππος Πορετσάνος,  , 74 χρ., εγγράμματος. Επιτόπια  έρευνα Ε. Ψυχογιού.

[16] Λεχούρι  Αχαΐας 1980. ΚΕΕΛ, χφ. αρ.  4148: 126. Διηγούνται  οι Πανωραία Πολυζωγοπούλου, 80 χρ. και Αθανασία Κεφάλα 76 χρ., εγγράμματες. Επιτόπια  έρευνα Ε. Ψυχογιού.

[17]Λεχούρι  Αχαΐας 1980. ΚΕΕΛ, χφ. αρ.  4148: 130-131. Διηγούνται  οι Πανωραία Πολυζωγοπούλου, 80 χρ. και Αθανασία Κεφάλα 76 χρ., εγγράμματες. Επιτόπια  έρευνα Ε. Ψυχογιού.

[18] Λεχούρι  Αχαΐας 1980. ΚΕΕΛ, χφ. αρ.  4148: 133. Διηγούνται  οι Πανωραία Πολυζωγοπούλου, 80 χρ. και Αθανασία Κεφάλα 76 χρ., εγγράμματες. Επιτόπια  έρευνα Ε. Ψυχογιού.

[19]Λεχούρι  Αχαΐας 1980. ΚΕΕΛ, χφ. αρ.  4148: 133-134. Διηγούνται  οι Πανωραία Πολυζωγοπούλου, 80 χρ. και Αθανασία Κεφάλα 76 χρ., εγγράμματες. Επιτόπια  έρευνα Ε. Ψυχογιού.

[20] Άνω Βλασία  Αχαΐας 1980. ΚΕΕΛ, χφ. αρ.  4148: 219-220. Διηγείται η Γιαννίτσα Ζάννη, 75 χρ.. Επιτόπια  έρευνα Ε. Ψυχογιού.

[21] Άνω Βλασία  Αχαΐας 1980. ΚΕΕΛ, χφ. αρ.  4148: 219-223. Διηγείται η Γιαννίτσα Ζάννη, 75 χρ. Επιτόπια  έρευνα Ε. Ψυχογιού.

[22] Άνω Βλασία  Αχαΐας 1980. ΚΕΕΛ, χφ. αρ.  4148: 226-227. Διηγείται η Χρυσάνθη Αβράμη, 50 χρ.. Επιτόπια  έρευνα Ε. Ψυχογιού.

[23] Άνω Βλασία  Αχαΐας 1980. ΚΕΕΛ, χφ. αρ.  4148: 247. Διηγούνται οι Γιαννίτσα Ζάννη και Μαρία Κωσταντοπούλου, 50 χρ. Επιτόπια  έρευνα Ε. Ψυχογιού.

[24] Ό.π.: 59, διηγ. Αγγελική Αθανασοπούλου, 80 χρ. μη εγγράμματη.

[25] Ό.π.: 62, 63, 64, διηγ. Φραγκογιαννιά (= Δήμητρα Φωτάκου, νύφη από Τσίπιανα Ηλείας, 65 χρ., μη εγγράμματη.

[26] Ό.π.: 70, διηγ. Φωτακογιαννιά (=Φώτω Δελδήμου, 72 χρ.), μη εγγράμματη.

[27] Σκιαδά, ό.π. :166-168. Παρασκευή Μπάτραλη, 90 χρ. μαμμή, μη εγγράμματη.

[28] Δροσιά (Προστοβίτσα) Αχαΐας 1978. ΚΕΕΛ, χφ. αρ. 4100: 53. Πληρ. Φώτω Δελδήμου, 78 χρ., μη εγγράμματη. Επιτ. έρευνα Ε. Ψυχογιού.