[Δημοσιεύω παρακάτω μια κατάθεση-μαρτυρία ενδεικτική της Ληστείας στην Αττική του 19ου αι. Με απογόνους του ληστή που κάνει την κατάθεση ήλθα σε επαφή κατά την επιτόπια έρευνά μου στον κάμπο της Ηλείας και στα ορεινά λιβάδια του Χελμού και της Ζήριας κατά το διάστημα 1992-1996, που αφορούσε τους νομάδες και ημινομάδες κτηνοτρόφους της Πελοποννήσου . Οι δημοσιευόμενες εδώ φωτογραφίες δεν περιέχουν πρόσωπα συγγενικά του ληστή].
Γενικά Αρχεία του Κράτους
(ΓΑΚ) 000,468
Αριθ.
1082
Εν
Λόπεσι 6 Οκτωβρίου 1865
Προς
το Αρχηγείον της Χωροφυλακής
Αθήνας
Υποβολή εκθέσεως
καταθέσεως του συλληφθέντος ληστού Μήτρου Φ[....]
Εκ
του υποβαλλομένου αντιγράφου καταθέσεως του Μήτρου Φ [....] πληροφορείται το
αρχηγείον ότι οι εισβαλόντες εις Σεπόλια την εσπέραν της 4 μεσούντος μηνός και αποπειραθέντες να
αιχμαλωτίσωσι τον Κ. Γ. Μαρτζώκον, ήσαν μόνον οι αποτελούντες την ληστρικήν
συμμορίαν του Κίτζου λησταί και ότι συνεργός της αποπείρας ταύτης ήτον ο
Σωτήριος Τριβέλας, κάτοικος Μενιδίου. Ότι ούτε εκρύβη ποτέ εντός των Αθηνών ο
λήσταρχος Κίτζος, ούδ’ επλησίασεν η συμμορία του εις τα προάστια αυτών. Ότι
εσκόπευε η συμμορία αύτη να διαλυθεί αλλ’ ισχυροί των Αθηνών φίλοι του Κίτζου
τον παρεμπόδισαν, απατούντες αυτόν,
ότι θέλει γίνει αλλαγή δυναστείας
ή πολιτεύματος δι’ επαναστάσεως και απονεμηθεί προς αυτούς αμνηστεία. Ότι
διατελεί ο ρηθείς λήσταρχος εις επιστολήν και κοινολογίαν μετά των εν λόγω
ισχυρών, ότι δεν μετέβη ποτέ η συμμορία αύτη εις την Εύβοια και τους Πενταλιούς
αλλ’ ενδιαιτάτο πάντοτε εις την επαρχίαν Αττικής μεταβαίνουσα ενίοτε εις τους
Δήμους Τανάγρας και Αυλίδος των Θηβών και
ότι μόνον κατά τα μέσα παρελθόντος μηνός μετέβη εις την επί του Κιθαιρώνος
και εις την θέσιν Προφήτης Ηλίας δια να προσλάβει ως οπαδόν της τον Ιω. Πλούμην
εκ Βιλλίων ότι αν κατελάμβανεν μικρόν τι ρήγμα και ανθίστατο επί μικρόν, οι
ακολουθούντες τον ιερέα οπλίτες ήθελον προφθάσει το παρακολουθούν αυτούς
απόσπασμα και αποκρούσει αποτελεσματικώς τους ληστάς και διασώση τον ιερέα και
ότι προτίθεται να αιχμαλωτίσει πλούσιον τινά, κάτοικον Αθηνών ως φέρεται,
λαμβάνουσα πάρ’ αυτού 20-30 χιλιάδας δραχμών λύτρα, να διαλυθεί.
Η
πρωτότυπος έκθεσις της καταθέσεώς του απεστάλη μέτ’ αυτού εις την εισαγγελίαν.
Παρακαλώ το Αρχηγείον όπως αποστείλει αντίγραφα εις τα αρμόδια Υπουργεία.
Νομάδες κτηνοτρόφοι που ξεκαλοκαίριαζαν στο Φενεό Κορινθίας, στο πανηγύρι της Σιβίστας, κατά τη δεκαετία του 1930
Kατάθεσις
Εν
Σπάτα σήμερον την 14 οκτωβρίου 1865, ημέραν Πέμπτην και ώραν 3 μ.μ., ο
υποφαινόμενος ταγματάρχης, διοικητής του
μεταβατικού …… Κ. Βακαλόπουλος ενώπιον και των ανθυπομοιράρχων Ιω. Σμυρλή και
Δημητρίου Καλογεροπούλου, προσκαλέσας τον πληγωθέντα και συλληφθέντα ληστήν
Μήτρον Φ[....], εξετάζω αυτόν ως ακολούθως, εν ελλείψει δικαστικού γραμματέως
και άλλων ανακριτικών υπαλλήλων:
Ερώτηση:
Πώς ονομάζεσαι κ.λπ.
Απάντηση:
Δημήτριος Φ[....], ετών 25, εγεννήθην εις Θήβας και διαμένω ήδη ενταύθα, ληστής
και χριστιανός.
Ερ.:
Από πότε ηνώθης με την συμμορίαν του Ν. Κίτζου;
Απ.:
Από τα τέλη του παρελθόντος Αυγούστου του 1864.
Ερ.:,
Εις ποία μέρη έμενε η συμμορία σας αφ’ ότου ηνώθης μετ’ αυτής;
Απ.:
Πάντοτε εμέναμεν εις την Αττικήν, μόνον τον παρελθόντα μήνα επήγαμε εις τον Άγιον Ηλίαν των Βιλλίων.
Ερ.:
Επήγατε ποτέ εις την Εύριππον [Εύβοια] και εις τους Πεταλιούς ή εις άλλο κανέν
νησίον;
Απ.:
Πουθενά αλλού δεν επήγαμεν.
Ερ.:
Πόσοι συντρόφοι είσθε όλοι;
Απ.:
Είμεθα δέκα και εγίναμεν δώδεκα με τους Ιωάννην και Πλούμην Βελλιώτην, όστις
ηνώθη μαζί μας προ ενός μηνός.
Ερ.:
Πού ανταμώσατε μετ’ αυτού και δια μέσου τίνος;
Απ.:
Ανταμώθημεν εις το καψοσπίτι (;) εις τα πράγματα της Μονής Κλειστών, όπου τον
ηύραμεν , είχε δε βάλει ένας τις εξάδελφός του Κίτζος Βελλιώτης βλάχον τινά,
άγνωστον εις εμέ, και ανταμώθημεν δι’ αυτού.
Ερ.:
Από ποίους επήρατε τροφάς εις τον Άγιον Ηλία;
Απ.:
Από τους εκεί βλάχους.
Ερ.:
Ο Κίτζος χωρίζεται από την συντροφιάν του κάποτε και μεταβαίνει εις άλλο μέρος;
Απ.:
Αφ’ ότου ενώθηκα εγώ ποτέ δεν εχώρισε από την συντροφιά μας.
Ερ.:
Αρρώστησε καμνιά φορά πολλές ημέρες ο Κίτζος;
Απ.:
Δεν αρρώστησε ποτέ.
Ερ.:
Επήγε ποτέ εις τας Αθήνας ο Κίτζος ή ο Πήλιος;
Απ.:
Ποτέ δεν επήγαν, ούτε εχωρίσθησαν ποτέ από την συντροφιάν μας.
Ερ.:
Όταν ηχμαλώτισεν η συμμορία σας τον Βαγιανέλην ήσουν και εσύ μαζί;
Απ.:
Ήμουν, μάλιστα.
Ερ.:
Σας τον επρόδωσαν ή τον επιάσατε τυχαίως;
Απ.:
Μας τον επρόδωσε είς επιστάτης του Δημήτριος καλούμενος, …., όστις μας
είπεν ότι έχει 30 χιλιάδας δραχμάς, αλλά
αφού τον επγιάσαμεν και εμάθαμε ότι δεν έχει τόσα χρήματα, θα τον αφίναμεν αλλά
εμάθαμεν ότι υπεσχέθη ο Σκαλτζάς να μας
τον πάρει και τον εκρατήσαμεν, από πείσμα του.
Ερ.:
Πόσα λύτρα του επήρατε και πού σας τα έφερεν;
Απ.:
Του επήραμεν 3 χιλιάδας δραχμάς, τας οποίας μας έφερεν εις τον Γέρακα, μεταξύ
Σταυρού και Χαλανδρίου, αλλά δεν ήμουν εκεί δια να ίδω τον άνθρωπον, επειδή τον
εφύλαγα εγώ εις άλλο μέρος.
Ερ.:
Πού τον εφυλάγατε τον Βαγιανέλην;
Απ.:
Κατ’ αρχάς εις εν σπήλαιον άνωθεν από τον ΄Αγιον Μερκούριον και έπειτα τον
επέρναμεν μαζί μας.
Ερ.:
Όταν εσκοτώθη εις το κοκκινοχώραφον ο
σύντροφός σας Καρζής, ήσουν εκεί;
Απ.:
Ήμουν, μάλιστα.
Ερ.:
Πόθεν μεταβήκατε εκεί;
Απ.:
Είχαμεν δώσει το γράμμα εις τους Κορωπιώτας δια το χαράτζι και εκινήσαμεν από
τον Άγιον Λουκάν του Διονύσου και ενώ επηγαίναμεν ξέγνοιαστα, μας έκραξαν «τι
είσθε, ληστές ;» και μας έρριψαν τρία
έως τέσσαρα τουφέκια, εντουφεκίσαμεν και ημείς και επέσαμεν κατά γης και αφού
μας έρριξαν άλλην μίαν ….. ελάκισαν και επειδή ο Καρζής ετράβηξεν εμπρός από
ημάς, τον επήραμεν δια στρατιώτην και τον ετουφεκίσαμεν, τον επληγώσαμεν,
ύστερα τον επήγαμεν παρακάτω και τον αφήσαμεν. Έζησε δε 24 ώρας και απέθανε.
Ημείς δε επεράσαμε και την δεύτερην βραδιάν απ΄εκεί και τον ηύραμεν ζωντανόν
και την τρίτην ημέραν απεθαμένον πάλιν και τον εχώσαμεν, επειδή είχεν αποθάνει.
Ερ.: Πόθεν επήρατε τροφάς την ημέραν που
ολημερεύσατε εις τον Άγιον Λουκάν του Διονύσου της Κηφησίας;
Απ.:
Ψωμί είχαμεν από αλλού, μόνον ένα σφακτό επήραμεν από το ποίμνιον του Κου Κωστ.
Διονυσιώτου, κατοίκου Κηφησίας.
Ερ.: Εις τας Αθήνας ή τριγύρω των Αθηνών
επήγαινεν η συμμορία σας παλιάποτε;
Απ.:
Ποτέ δεν επήγαμεν εις τας Αθήνας, μήποτε επλησιάσαμεν εκεί κοντά, παρά μόνον
τώρα κοντά οπού επήγαμεν να πάρωμεν σκλάβον τον Ματρώζον. Από την Καισαριανήν
δε απερνούσαμεν κάποτε και ολημεργιάζαμεν πλησίον αυτής.
Ερ.:
Μόνοι σας επήγετε να πάρετε σκλάβον τον Ματρώζον εις τα Σωπόλια ή είχατε
προδότες;
Απ.:
Μόνοι, μάλιστα, αλλά μας τον είχε προδομένον από πριν ο Σωτήρης Τριβέλας,
Μενιδιώτης.
Ερ.:
Πού αναταμώθητε με αυτόν;
Απ.:
Άνωθεν των αμπέλων του Μενιδίου, μεταξύ αυτών και της Βαρυμπόμπης, εις το
Πάτημα.
Ερ.:
Ήτον και αυτός μαζί όταν επήγατε εις τα Σωπόλια για να πάρετε τον σκλάβον;
Απ.:
Όχι, δεν ήτον.
Ερ.:
Πού ολημεργιάσατε την ημέραν εκείνην;
Απ.:
Μισήν ώραν μακράν από τα Σωπώλια, άνωθεν των πευκών του Βάρδη, προς το μέρος
του Δαφνίου, εντός θυμαρίων.
Ερ.:
Μόνον η συμμορία σας επήγεν εις τα Σωπόλια ή ήτον και άλλοι και ποίοι;
Απ.:
Μόνον η συμμορία μας επήγεν και κανείς άλλος.
Ερ.:
Τις εκ της συμμορίας σας εγνώριζεν τα Σωπόλια και το σπίτι του Ματρώζου;
Απ.:
Μας επήγεν ο σύντροφός μας Γιάννης, νεοφώτιστος, όστις έκαμε τζοπάνης εις τα
Πατήσια και στα Σωπόλια και επωλούσε γάλα εις το σπίτι του Ματρώζου και τον εγνώριζε.
Ερ.:
Ο παπα-Σπύρος Ιω. Παππάς πού σας αντάμωσε και μετά ποίων άλλων;
Απ.:
Μεταξύ Μενιδίου και Αγίας Τριάδος ήλθε
μετά του Σωτήρη Τριβέλα Μενιδιάτη και αφού εδιαφωνήσαμεν ολίγον, επήρεν ο
Κίτζος και ο Πήλιος τον Παππά κατά μέρος και ωμίλησαν και έπειτα είπεν ο Κίτζος
εις τους συντρόφους ότι θα μας κάμει μία δουλειά καλή ο Παππάς, τον ερώτησαν
οι συντρόφοι να μη μας κάμη καμία απάτη,
και ο Κίτζος είπε να μας έχει εις τον λαιμόν του εκείνος αν πάθωμεν τι.
Ερ.:
Γνωρίζεις αν ο Κίτζος έστειλεν γράμμα με τον Σ. Τριβέλην εις Αθήνας και προς
ποίον;
Απ.:
Γράμματα έστειλεν ένα-δύο αλλά δεν γνωρίζω προς ποίον. Και πριν έγραφε από
καμιά φορά και ελάμβανε γράμματα από τας Αθήνας αλλά δεν έλεγεν εις ημάς τους
βλάχους, τους φίλους του, ούτε και ημείς οι βλάχοι προς αυτόν τους εδικούς
μας.
Ερ.:
Ο Κίτζος εζήτησε ποτέ χρήματα από τους Κορωπιώτας;
Απ.:
Έστειλε δύο γράμματα, το πρώτον με τον γερο-Κομιζή και το δεύτερον δι’ αγνώστου
μοι φίλου του και διά του ταχυδρομείου, εζήτη δε τα χρήματα ο Κίτζος διότι του
εσκότωσαν οι Κορωπιώτες δύο πατριώτας του εις τας αρχάς της Επαναστάσεως, αλλά
δεν μας έστειλαν τίποτε.
Ερ.:
Από άλλους ανθρώπους επήρατε χρήματα;
Απ.:
Πριν ενωθώ εγώ πήραν χρήματα από πολλούς, αλλά αφού ανταμώθηκα επήραμεν μόνον
πεντακοσίας δραχμάς από έναν Φράγκο χονδρόν οπού είναι εις ταις σκωριαίς
[μεταλλεία Λαυρίου;] όστις ήλθεν με τον παπά-Σ. και μας αντάμωσαν εις το λημέρι
και εχάρισεν ο Φράγκος εις τον Πήλιον ένα τουφέκι δίκανον και ο Πήλιος εχάρισεν
εις τον Φράγκον ένα τάσι αργυρούν. Εζητήσαμεν και από έναν Τούρκον, ο οποίος
ήτο εις την Οζιάν (Κέα/Τζιά;) χρήματα με γράμμα μας αλλά δεν μας έδωσε, αλλ’
επήρε Χασιώτας και εσήκωσε τα τοργιά του (;) και έφυγε αμέσως.
Ερ.:
Σας παρεκίνησε κανείς να φύγετε από την Ελλάδα;
Απ.:
Ο Κωσταντίνος Παπαρηγόπουλος μας παρακίνησε πολύ να φύγωμεν ή να σκορπίσωμεν
και να μας δώσει από χιλίας δραχμάς και είχαμεν δε απόφασιν να φύγωμε ή να
σκορπίσωμεν αλλά δεν μας έδωσε τας δραχμάς και ενομίζαμεν ότι μας απατούσε.
Ήλθε και ο Κώστας Λιάνης και μας παρεκίνησε να φύγωμεν αλλά εις εκείνον δεν
εβάλαμε βάσιν. Και είπεν δε ο Κωστ.
Παπαρηγόπουλος να μας δώσει και καΐκι∙ και αν μας έδιδαν δε τα χρήματα
οι Χειμαριώτες, οι Μέλιος και Νταβελάκος
θα έφευγον, ημείς δε οι άλλοι θα εσκορπούσαμεν ή αν ημπορούσαμε να
φύγωμε και όλοι. Και επειδή δεν μας έδωκαν τα χρήματα είχομεν σκοπόν να πάρωμε
κανένα σκλάβο και να πάρωμε καμιά τριανταριά χιλιάδες δραχμές και να σκορπίσωμε
την συμμορίαν και χωρίς δε να πέρναμε χρήματα από την Κυβέρνησιν ή από σκλάβον
ελέγομεν να χαλάσωμε την συμμορίαν αλλά δεν ηξεύραμεν πού να πάμε να τρυπώσωμε
χωρίς λεπτά. Δεν μας άφηναν δε και φίλοι, καθώς και ο Κίτζος, να σκορπίσωμεν,
με τα γελάσματα ότι θα γίνει επανάστασις και θα βγούμεν ημείς φόρα, αφού
εγίνετο Δημοκρατία, ή ήρχετο άλλος βασιλιάς.
Ερ.:
Επιστεύατε όλοι ότι ήθελεν γίνει Δημοκρατία ή Επανάστασις;
Απ.:
Ο Κίτζος και ο Πήλιος τα επίστευαν, διότι έχουν τους δυνατούς φίλους των οπού
τους τα παράγγελναν από τας Αθήνας αλλ’ επειδή μας έλεγαν με το σήμερα και με
το αύριο και τίποτα δεν εγίνετο, δεν παραπίστευαν οι συντρόφοι. Εκείνοι όμως το
είχαν και το έχουν σίγουρο.
Ερ.:
Γνωρίζεις ποίους φίλους έχει ο Κίτζος εις τας Αθήνας;
Απ.:
Δεν γνωρίζω, διότι εις ημάς δεν έλεγεν τους φίλους του, ως προείπον, μας έλεγεν
όμως ότι έχει μεγάλους φίλους οπού του τα παραγγέλνουν.
Ερ.:
Έχουν χρήματα οι σύντροφοί σας;
Απ.:
Μόνον ο Κίτζος και ο Πήλιος έχουν 7-8 χιλιάδες δραχμές. Οι άλλοι έχουν από
300-400 δραχμάς.
Ερ.:
Εμάθατε ότι η Κυβέρνησις αύξησε την αμοιβήν διά τον φόνον ή την σύλληψίν σας;
Απ.:
Το εμάθαμεν, μάλιστα έστειλεν ο Κίτζος εις Αθήνας και μας έφεραν και χαρτιά και
τα ανεγίνωσκεν ο Πήλιος.
Ερ.:
Εις ποία μέρη επεράσατε το εφετινό καλοκαίρι;
Απ.:
Τον περισσότερον καιρόν απεράσαμεν εις τα ριζώματα της Οζιάς, εις τα Κρόρα (;)
της Σταμάτας, εις το Σχηματάρι, εις τους Δήμους Ορωπού και Μαραθώνος και εις
την Καισαριανήν και ήλθομεν δε και μίαν φοράν εις τον Δήμον Μεσογείων, όταν
εστείλαμεν το γράμμα εις τους Κορωπιώτας.
Ερ.:
Τροφάς από ποίους επαίρνατε;
Απ.:
Ο ληστής όπου περάσει παίρνει, και από βλάχους και από χωρικούς, ψωμί και
σφακτά, διότι κανείς δεν δύναται να μη δώσει τροφάς εις τους κλέφτας.
Ερ.:
Όταν ο παπα-Σπύρος έφυγεν από το ολημέριόν σας, δεν σας είπε ο Κίτζος τι
δουλειά ήθελε να σας κάμει;
Απ.:
Μας είπεν ότι ο Παππάς θα μας φέρει ένα σκλάβο εις τον δρόμον του Μαραθώνος την
Κυριακήν ή την Δευτέραν το πρωί και ότι θα έλθει με άμαξαν και θα είναι και
άλλοι κυνηγοί μαζί. Εκινήσαμεν λοιπόν την Πέμπτην το μεσονύκτιον, ολημερεύσαμεν
την Παρασκευήν εις θέσιν Βαρυμπόμπη και αφού εσουρούπωσε εκινήσαμεν κι επήγαμεν
και ετοποθετήθημεν εις τον δημόσιον δρόμον του Μαραθώνος, μεταξύ παλιάμπελου
και ξυλοκέρας και επειδή δεν απέρασεν ο Παππάς με τον σκλάβο την Κυριακήν,
ήλθαμεν την νύκτα εις τον γερο-Σακούλα, εψήσαμεν ένα σφακτό, εφύγαμε και την
Δευτέραν το πρωί επήγαμεν και επχιάσαμεν τον Παππά και τον εσκοτώσαμεν.
Ερ.:
Διατί τον εσκοτώσατε τον Παππάν;
Απ.:
Τον εσκοτώσαμε διότι μας επρόδωσεν, αντί να μας φέρει τον σκλάβον.
Ερ.:
Είσθε πολύ μακράν από τον δημόσιον δρόμον τοποθετημένοι εκεί όπου επιάσατε τον
Παππάν;
Απ.:
Είμεθα πολύ κοντά, 20-30 βήματα και αποπάνω είχομεν το καραούλι∙ είδομεν
λοιπόν, έως 3 ώρας ημέρα, και ήρχετο μία άμαξα και ο Παππάς εμπρός αυτής 30-40
βήματα, μόνος, και μέσα εις την άμαξαν 2-3 ανθρώπους και όπισθεν αυτής άλλους
τρεις, ακούσαμεν δε και δύο τουφέκια. Λοιπόν, άμα ήλθεν παρεμπρός και μας είδεν
ο Παππάς, επέστρεψε από πίσω από την άμαξα και αφού εκατέβησαν και οι άλλοι από
την άμαξαν έσμιξαν όλοι, ημείς δε απλώσαμεν οι μισοί από το ένα μέρος του
δρόμου και οι μισοί από το άλλο και τους εβάλαμεν εις την μέσην και άμα
επλησιάσαμε μας ετουφέκισαν μερικοί και ελάκισαν αμέσως όλοι, μαζί με τον
Παππάν. Τους εκυνηγήσαμεν έως μίαν τουφεκιάν τόπον και τους επιάσαμε όλους.
Τότε μας είπαν εμπροστά εις τον Παππάν, μη μας πειράξετε παιδιά, διότι είμεθα
χωροφύλακες …. και όχι μαθητές. Και ότι ο Παππάς είναι οπού σας επρόδωσε και
όχι εμείς και μη μας χαλάτε, και ότι
έρχονται κατόπιν και αποσπάσματα. Αν δε έπχιαναν τουφέκι μέσα εις τα
νεροφαγώματα θα παθαίναμε διότι θα πηγαίναμε απάνω τους με θάρρος φόρα
υποθέτοντες ότι είναι τωόντι μαθητές και ημείς θα χασομερούσαμε και τότε και ο
Παππάς θα γλύτωνε και το απόσπασμα θα μας πρόφταινε. Τους επήραμε λοιπόν τ’
άρματα, εσκοτώσαμε τον Παππάν παρέκει εις τον δρόμον και τους επήραμεν μάζεμα,
έως μισή τουφεκιά τόπον, και τους αφήσαμεν. Εκεί μας επρόφθασεν και το
απόσπασμα το οποίον ακολουθούσε την καρότζαν και μας ετουφέκισε. Επήγαμεν εις
του Πράπα τα Μανδριά τουφέκι πολεμούντες και εκεί επληγώθη ο ληστής Γιάννης
Ζεΐδης κοντά εις την πλάτην, ετραβήξαμεν τον ανήφορον, επήγαμεν έως εις την
ράχην του γερο-Σακούλα τουφεκιζόμενοι με τους στρατιώτες και επειδή είδαμε
υψηλά μας το απόσπασμα εις άλλην ράχην, εστρίψαμεν από μίαν άλλην ρεματιάν και
εκρύβημεν. Οι δε ακολουθούντες μας στρατιώτες μας έχασαν κι εξηκολούθουν
βαδίζοντες τον κατήφορον, εμείναμεν δ’ αυτού έως μισή ώρα και έπειτα επήγαμεν
πίσω εις τα Μανδριά του Πράπα και επειδή απερνούσαμε από μέσα από τα Μανδριά
διά να φύγωμεν προς το μέρος της Ραφήνος (;) απαντήσαμεν το απόσπασμα του
ανθυπομ. Π. Καλογεροπούλου και εγυρίσαμεν οπίσω κατά τα Μανδριά διά να φύγωμεν
και τουφεκισθέντες επληγώθην εγώ εις τον δεξιόν πόδα και έμεινα εκεί, κρυβείς
εις το δάσος, οι δε συντρόφοι μου έφυγον και τι απέγινε μετά ταύτα δεν γνωρίζω,
τα δε άρματά μου τα επήραν οι συντρόφοι μου και έμεινα εκεί έως την άλλην
ημέραν όπου ήλθον τρεις χωρικοί και με ηύρον, οι οποίοι με επρόδωσαν εις τον
Κονιαβίτην και με συνέλαβε.
Ερ.:
Τα τουφέκια τα οποία επήρατε από τους
συντρόφους του Παππά τι τα εκάματε;
Απ.:
Τα ετρυπώσαμε μέσα εις τα κλαργιά, ενώ τους είχαμε ακόμη μαζί μας και μας
έβλεπαν και εκείνοι.
Ερ.:
Τους συντρόφους του Παππά τους εσυλλάβατε όλους ή σας έφυγε κανείς;
Απ.:
Τους επγιάσαμεν όλους, όσους ίδωμεν, αν εκρύβη κανένας εξ όσων δεν
επλησιάσαμεν, αλλά όσους εκυνηγήσαμεν,
όλους τους επγιάσαμεν.
Ερ.:
Σας έφυγε κανείς από αυτούς;
Απ.: Κανένας δεν έφυγεν αλλά ένας από αυτούς είπεν
εις τον Πήλιον ότι εφούσκωσε και δεν
ημπορούσε να περπατήσει και τον παρεκάλεσε να λυπηθεί τα παιδιά του, να τον
αφήσει και ο Πήλιος τον ελυπήθη και τον άφησε
και παρεκτός αυτού παρεδώσαμε
τους άλλους όλους.
Ερ.:
Άλλο τι από τα όπλα τους επήρατε;
Απ.: Επήραμεν ένα δακτυλίδι, μία σακούλα μαύρη με
πεντέξι τάλλιρα και εν ωρολόγιο∙ εκείνα δε τα …. του κυνηγιού δεν τα πήραμε.
Ερ.:
Εγνωρίσθη κανείς από τους συντρόφους σας με κανέναν από αυτούς;
Απ.:
Εγνωρίσθηκαν με τον Πήλιον, με τον Κίτζον, τον Α…κέταν και με τον Νταβελάκον
δυο-τρεις έως τέσσαρες και είδα οπού εφιλήθησαν, αλλ’ εγώ δεν εγνώριζα κανένα.
Ερ.:
Έχεις άλλο τι να προσθέσεις;
Απ.:
Δεν έχω, ει μη ότι όταν οι σύντροφοι του Παππά μας είπαν ότι είναι χωροφύλακες,
εθυμώσαμε και εθελήσαμε να τους χαλάσουμε αλλά μας είπαν ότι δεν έπταιξαν
εκείνοι αλλ’ ο Παππάς, ο οποίος μας επρόδωσεν, τότε τους αφήσαμεν και
εσκοτώσαμε τον Παππάν.
Ερ.:
Ηξεύρεις γράμματα;
Απ.:
Δεν ηξεύρω.
Και
αναγνωσθέντος υπεγράφη ως έπεται
Υπογραφές
Οι
Αντισυνταγμάταρχοι
Ο Διοικητής
|
(Βλ. και Ελένη Ψυχογιού, 1997, «Οι δικοί μας άγνωστοι.
Ακολουθώντας το δρόμο του κοπαδιού από τα χειμαδιά της Βουπρασίας στην Πίνδο», Αλφειός 12-13: 105-119.
−, 2000, «Οι δρόμοι των νερών
και των κοπαδιών: οι τελευταίοι νομάδες κτηνοτρόφοι στη βορειοδυτική
Πελοπόννησο», στο Β. Νιτσιάκος − Χ. Κασίμης (επιμέλεια), Ο ορεινός χώρος της Βαλκανικής. Συγκρότηση και Μετασχηματισμοί, εκδ.
Πλέθρον-Δήμος Κόνιτσας, Αθήνα, σ. 163-183.)