[Εμπνεύστηκα το παραμύθι τυχαία, από την καλλιέργεια του κήπου μου κατά το καλοκαίρι του 2009 και από τις συμπτωματικές φωτογραφίες που τραβούσα για το λαχανόκηπο και για τα σκιάχτρα, τα οποία είχα φτιάξει με πλαστικές σακούλες).
Φωτογραφίες,κείμενα, σκιάχτρα,μαγείρεμα, κηπουρική: Ελένη Ψυχογιού]
Η Σκιαχτρονεραϊδούλα
παραμύθι έρωτα, θανάτου και αναβλάστησης
για μικρούς και μεγάλους
Μια φορά κι έναν καιρό, στην Αγραπιδούλα, πάνω στα καλάμια του νιόφυτου λαχανόκηπου ήρθαν και σκάλωσαν δυο ξωτικά: η Σκιαχτρονεραϊδούλα και το Πρασινόσκιαχτρο. Στήθηκαν εκεί φύλακες του περιβολιού.
...και έλαμπαν διάφανα τα πέταλά τους στο φως του ήλιου.
...και έμεινε να τον κοιτάζει με θαυμασμό!
Τον κοίταζε από ’δώ...
...τον κοίταζε από ’κεί...
...κι όσο τον κοίταζε, τόσο πιο όμορφος της φαινότανε...
...κι όσο αυτή τον κοίταζε, τόσο ο Ηλίανθος κοκκίνιζε και έβγαζε μπουμπούκια και άνθιζε.
Ώσπου η Σκιαχτρονεραϊδούλα ερωτεύτηκε κι αυτή τον Ηλίανθο και έλαμψε από τη χαρά της...
... και έμενε άφωνη να τον κοιτάζει...
...και με το πρώτο απαλό φύσημα του ανέμου...
Και ενώ οι δυό τους ζούσαν σαν μαγεμένοι κάτω απ’ τον καυτό ήλιο του Ιούνη...
...τα λαχανικά και τα λουλούδια μεγάλωναν και άνθιζαν...
ΟΜΩΣ, όμως… το ασχημούλι το Πρασινόσκιαχτρο ήθελε δική του την Σκιαχτρονεραϊδούλα, και πρασίνιζε ακόμα περισσότερο, από τη ζήλεια του...
-Τώρα θα δείτε! σκέφτηκε, και άρχισε να φουσκώνει για να προκαλέσει με μάγια τον κυρ-Βοριά ν’ αρχίσει να φυσάει.
Και έπιασαν τα μάγια και ο κυρ-Βοριάς άρχισε να φυσάει...
Η Σκιαχτρονεραϊδούλα προσπαθούσε να μείνει κολλημένη πάνω στο καλάμι της, αν και η μανία του ανέμου σήκωνε τα λευκά φτερά της…
...τις ντοματούλες που μόλις είχαν αρχίσει να κοκκινίζουν...
...αλλά και τον τον αγαπημένο της Ηλίανθο που ο βοριάς του τσουρούφλιζε τα άλικα πέταλα των λουλουδιών του.
…αλλά αυτό έκανε πως δεν την ακούει και κοίταζε προς την άλλη πλευρά.
Όσο η Σκιαχτρονεραϊδούλα έβλεπε τα κλαδιά του Ηλίανθου να λυγίζουν στον άνεμο, τόσο μεγάλωνε η αγωνία της.
Αλλά αυτός έκανε τον κουφό …και φουσκωμένος από τον άνεμο, εξακολουθούσε να γελάει χαχαχαχαχααααα!!...
...και τότε έγινε το κακό!
Ο δυνατός Βοριάς σώριασε στο χώμα τον Ηλίανθο...
... μπροστά στα μάτια της Σκιαχτρονεραϊδούλας, που έγινε διάφανη από την απελπισία της...
-Ααααααχ! Αυτό ήταν!
-Καλά να πάθεις! Καμάρωσε και τώρα αν μπορείς, φαντασμένε Ηλίανθε!...χαχαχαχα!, κάγχασε το Πρασινόσκιαχτρο ενθουσιασμένο.
Όμως, μαζί με τον Ηλίανθο, έπεσε και ο άνεμος, απότομα. Τότε η Σκιαχτρονεραϊδούλα κατάλαβε τι είχε συμβεί και έβαλε μπρος τα δικά της μάγια, σαν ξωτικό που ήταν.
Με το βλέμμα καρφωμένο στον Ηλίανθο σήκωσε σιγα-σιγά τις φτερούγες της και παράγγειλε; αγαπημένε μου, σήκω επάνω!!!
Και τότε το φως έγινε σαν απόκοσμο και Ωωωωωπ! Ο Ηλίανθος στήθηκε πάλι όρθιος !
Η Σκιαχτρονεραϊδούλα κατέβασε τα φτερά της και έμεινε να τον καμαρώνει όπως πριν.
-Γιατί είσαι τόσο ανόητος; Γύρισε και είπε στο Πρασινόσκιαχτρο λυπημένη. Ξέρεις ότι είσαι πάντα φίλος μου και ότι τα μάγια μου είναι πιο δυνατά από τα δικά σου !
Ε, για συμφιλιωθείτε εσείς οι δύο! Ακούστηκε από ψηλά μια φωνή. Πώς θα προκόψει ο λαχανόκηπος όταν εσείς είσαστε μαλωμένοι;
΄Ηταν η φωνή του ηλιοτρόπιου, που είχε εντωμεταξύ ψηλώσει και ανθίσει και είχε δει από ψηλά τα πάντα.
-Μμμμ…καλά, ας είναι, για χάρη του λαχανόκηπου, είπε ο καημένος ο Πρασινοσκιαχτρούλης με το ζόρι, φουσκωμένος ακόμα από τη ζήλεια του!
-Τ’ ακούσατε; Όλα καλά, είπε η Σκιαχτρονεραϊδούλα χαρούμενη στα φυτά του λαχανόκηπου, σκύβοντας για να την δουν και να την ακούσουν όλοι.
Με το σταμάτημα του αέρα, οι πεταλούδες πέταξαν στο περιβόλι…
Μμμμμμ! Τι όμορφο τσετσέκι!...
Και μπόλικο νέκταρ! Ας ρουφήξω να χορτάσω…
Ουφ! Παράφαγα! Ας φεύγω τώρα…
Εντωμεταξύ το καλοκαίρι προχωρούσε και τα λουλούδια όλο και άνθιζαν...
...οι ντομάτες μεγάλωναν και ωρίμαζαν κατακόκκινες...
... και μαζί με πιπεριές είχαν γίνει πεντανόστιμα παραγεμιστά με ρύζι στο φούρνο!
Αλλά επίσης όλο και περισσότερα ηλιοτρόπια ύψωναν τους πανύψηλους βλαστούς τους προς τον ουρανό και έστρεφαν τα λουλούδια τους προς τον ήλιο.
Κάποια απ’ αυτά ήταν περίεργα, αλλά και πανέμορφα...
...ολόχρυσα σαν αληθινοί ήλιοι!
Η Σκιαχτρονεραϊδούλα σαν τα είδε ν’ ανθίζουν,
Δεν πίστευε στα μάτια της και έμεινε να τα κοιτάζει μαγεμένη...
...γυρίζοντας την πλάτη στον Ηλίανθο, που άρχισε να ξεραίνεται απ’ τον καημό του...
Και όσο αυτή φλέρταρε με το χρυσό Ηλιοτρόπιο, τόσο ο Ηλίανθος ξεραινόταν.
Αλλά εκείνη του είχε γυρίσει την πλάτη και είχε αρχίσει τον ερωτικό χορό της για να σαγηνεύσει το Ηλιοτρόπιο.
Κάποιος άλλος όμως πιο ’κεί χαιρόταν για το πάθημα του Ηλίανθου και άπλωνε τα χέρια του ενθουσιασμένος.
Η άστατη Σκιαχτρονεραϊδούλα συνέχισε τα παιχνίδια της με τα ηλιολούλουδα...
Αλλά ο καιρός περνούσε και το καλοκαίρι έφτανε στο τέλος του. Τα φυτά του λαχανόκηπου αφού είχαν καρπίσει, ξεραίνονταν σιγά-σιγά...
...Τα πανέμορφα χρυσά πέταλα των λουλουδιών του ηλιοτρόπιου που είχαν θαμπώσει τη Σκιαχτονεραϊδούλα, ζάρωσαν και έγιναν καφετιά αλλά γεμάτα γόνιμους σπόρους που θα δώσουν άλλα ηλιοτρόπια το επόμενο καλοκαίρι...
...Έτσι τα δύο ξωτικά, το Πρασινόσκιαχτρο και η Σκιαχτρονεραϊδούλα συμφιλιώθηκαν αφού έμεναν σιγά- σιγά μόνα μέσα στον κήπο.
Το Φθινόπωρο βρήκε τα δύο σκιάχτρα τσαλακωμένα και ξεθωριασμένα από τους ανέμους και τον ήλιο, να περιμένουν τον κρύο χειμώνα και την επόμενη Άνοιξη, ώσπου να ξαναβλαστήσει ο λαχανόκηπος...
Και έζησαν αυτά καλά και ’μείς καλύτερα!